Και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον: «Η ζωή σου είναι μια κακία. Την ομορφιά, που χάρισα στη δυναμικότητα των ματιών σου για να βλέπουν, εσύ την πέταξες, και την καλοσύνη, που εγώ στην έδωσα κρυφά, δεν τη φανέρωσες. Οι τοίχοι της κάμαράς σου ήταν στολισμένοι με ζωγραφιές και για να ξυπνήσεις απ’ το ανόσιο κρεβάτι σου ήθελες να σου παίζουν φλογέρες. Έστησες εφτά βωμούς για να λατρέψεις την αμαρτία κ’ έφαγες πράγματα που ήταν απαγορευμένα για να τα φας και το πορφυρένιο σου φόρεμα ήταν γαρνιρισμένο με τρία σύμβολα αισχρά. Τα είδωλά σου δεν ήταν από μάλαμα κι ούτε από χρυσάφι που στοιχίζει ακριβά, μα ήταν από κρέας που θνήσκει. Έβαζες στα μαλλιά τους το άρωμα και στα χέρια τους τα ρόδια. Τα πόδια τους τους τα ’πλενες με κροκούς και μπρος τους άπλωσες πλούσια χαλιά. Για να χρωματίσεις τα φρύδια τους μεταχειρίστηκες αντιμόνιο και τα πόδια τους τους τ’ άλειψες με μύρα. Αυτά ήταν τα είδωλά σου, που ’πεφτες και προσκύναγες και το θρόνο τους τον έστηνες μπρος στον ήλιο. Δηλαδή, έδειχνες στον ήλιο την ντροπή σου και στο φεγγάρι την αφροσύνη σου».
Και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον:
Ύστερα μίλησε ο Θεός και είπεν ο Θεός προς τον άνθρωπον: «Μια που δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση, τότες θα σε στείλω στον ουρανό, στον Παράδεισο ναι, στα ουράνια θα σε στείλω».