Α Κορ. δ' 1-21
Η διακονία των αποστόλων | |
1 Οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ. 2 ὃ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ. 3 ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν ἵνα ὑφ᾿ ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω· 4 οὐδὲν γὰρ ἑμαυτῷ σύνοιδα· ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι· ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστιν. 5 ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ. 6 Ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ ᾿Απολλὼ δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου. 7 τίς γάρ σε διακρίνει; τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών; 8 ἤδη κεκορεσμένοι ἐστέ, ἤδη ἐπλουτήσατε, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε· καὶ ὄφελόν γε ἐβασιλεύσατε, ἵνα καὶ ἡμεῖς ὑμῖν συμβασιλεύσωμεν. 9 δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. 15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε. 17 Διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὅς ἐστι τέκνον μου ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ, καθὼς πανταχοῦ ἐν πάσῃ ἐκκλησίᾳ διδάσκω. 18 ῾Ως μὴ ἐρχομένου δέ μου πρὸς ὑμᾶς ἐφυσιώθησάν τινες· 19 ἐλεύσομαι δὲ ταχέως πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ γνώσομαι οὐ τὸν λόγον τῶν πεφυσιωμένων, ἀλλὰ τὴν δύναμιν· 20 οὐ γὰρ ἐν λόγῳ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει. 21 τί θέλετε; ἐν ράβδῳ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς, ἢ ἐν ἀγάπῃ πνεύματί τε πρᾳότητος; | 1 Έτσι ας μας θεωρεί κάθε άνθρωπος: ως υπηρέτες του Χριστού και οικονόμους μυστηρίων του Θεού. 2 Σ’ αυτήν την κατάσταση, λοιπόν, ζητείται από τους οικονόμους να βρεθεί κανείς πιστός. 3 Σ’ εμένα όμως είναι ελάχιστο να κριθώ γι’ αυτό από εσάς ή από ανθρώπινο δικαστήριο σε ημέρα δίκης. αλλά ούτε τον εαυτό μου κρίνω. 4 Γιατί δεν έχω συνείδηση για τίποτα ενάντια στον εαυτό μου, αλλά με αυτό δεν έχω δικαιωθεί. εκείνος λοιπόν που με κρίνει είναι ο Κύριος. 5 Ώστε μην κρίνετε κάτι πριν από τον ορισμένο καιρό, ωσότου έρθει ο Κύριος, ο οποίος και θα φωτίσει τα κρυφά του σκότους και θα φανερώσει τις βουλές των καρδιών. και τότε ο έπαινος θα γίνει σε καθέναν από το Θεό. 6 Αυτά λοιπόν, αδελφοί, είπα μεταφορικά για τον εαυτό μου και τον Απολλώ για σας, ώστε από εμάς να μάθετε το: “Όχι περισσότερο από αυτά που είναι γραμμένα”, ώστε να μη φουσκώνετε από υπερηφάνεια ο ένας υπέρ του ενός και κατά του άλλου. 7 Γιατί ποιος σε κάνει να διακρίνεις; Και τι έχεις που δεν έλαβες; Αν λοιπόν πράγματι το έλαβες, τι καυχιέσαι σαν να μην το έλαβες; 8 Ήδη είστε χορτασμένοι, ήδη πλουτίσατε, χωρίς εμάς βασιλέψατε. και είθε βέβαια να βασιλεύατε, για να βασιλέψουμε κι εμείς μαζί σας. 9 Γιατί νομίζω ότι ο Θεός εμάς τους αποστόλους μάς έδειξε τελευταίους σαν μελλοθάνατους, γιατί θέατρο γίναμε στον κόσμο, και σε αγγέλους και σε ανθρώπους. 10 Εμείς μωροί για το Χριστό, εσείς όμως φρόνιμοι στο Χριστό. εμείς αδύναμοι, εσείς όμως ισχυροί. εσείς ένδοξοι, εμείς όμως ατίμητοι. 11 Μέχρι την ώρα αυτήν και πεινούμε και διψούμε και είμαστε γυμνοί και μας χαστουκίζουν και δε ζούμε σε σταθερό μέρος 12 και κοπιάζουμε εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια. Όταν μας βρίζουν, ευλογούμε. όταν μας καταδιώκουν, το ανεχόμαστε. 13 όταν μας δυσφημούν, παρακαλούμε ευγενικά. σαν σκουπίδια του κόσμου γίναμε, όλων αποσφούγγισμα ως τώρα. 14 Δε σας γράφω αυτά για να σας ντροπιάζω, αλλά σαν τέκνα μου αγαπητά σας νουθετώ. 15 Γιατί και αν μύριους παιδαγωγούς έχετε στο Χριστό, όμως δεν έχετε πολλούς πατέρες. Γιατί στο Χριστό Ιησού μέσω του ευαγγελίου εγώ σας γέννησα. 16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, μιμητές μου γίνεστε. 17 Γι’ αυτό σας έστειλα τον Τιμόθεο, που είναι τέκνο μου αγαπητό και πιστό στον Κύριο, ο οποίος θα σας υπενθυμίσει τις οδούς μου που είναι στο Χριστό Ιησού καθώς παντού σε κάθε εκκλησία διδάσκω. 18 Αλλά μερικοί φούσκωσαν από υπερηφάνεια σαν εγώ να μην ερχόμουν προς εσάς. 19 Θα έρθω όμως γρήγορα προς εσάς, αν ο Κύριος το θελήσει, και θα γνωρίσω όχι το λόγο των φουσκωμένων από υπερηφάνεια, αλλά τη δύναμη. 20 Γιατί δε φαίνεται με τα λόγια η βασιλεία του Θεού, αλλά με δύναμη. 21 «Τι θέλετε; Με ραβδί να έρθω προς εσάς ή με αγάπη και πνεύμα πραότητας; |