«Καί ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν καί συνεπορεύοντο αὐτῶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἱκανοί καί ὄχλος πολύς.
Ὡς δέ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καί ἰδού ἐξεκομίζετο τεθνηκῶς υἱός μονογενής τή μητρί αὐτοῦ, καί αὐτή ἦν χήρα, καί ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανός ἤν σύν αὐτή. Καί ἰδών αὐτήν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτῇ καί εἶπεν αὐτῇ· μή κλαῖε·
Kαί προσελθῶν ἤψατο τῆς σοροῦ, οἱ δέ βαστάζοντες ἔστησαν, καί εἶπε· νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι. Καί ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός καί ἤρξατο λαλεῖν, καί ἔδωκεν αὐτόν τῇ μητρί αὐτοῦ.
ἔλαβε δέ φόβος πάντας καί ἐδόξαζον τόν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἠμίν, καί ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ».
|
Εκείνο τον καιρό πήγαινε ο Ιησούς σε μια πόλη που την έλεγαν Ναΐν. Και πήγαιναν μαζί του πολλοί μαθητές και πολύς κόσμος.
Και μόλις πλησίασε στην πύλη της πόλεως, να κι έβγαζαν ένα πεθαμένο, μοναχογιό στη μητέρα του που ήταν και χήρα και ήταν μαζί της πολύς κόσμος από την πόλη. Κι όταν την είδε ο Κύριος τη λυπήθηκε και της είπε· Μην κλαις·
και πλησίασε κι ακούμπησε το χέρι του στο φέρετρο. Εκείνοι που σήκωναν τον πεθαμένο σταμάτησαν και ο Κύριος είπε· Παλληκάρι, σε σένα λέγω, σήκω επάνω. Και σηκώθηκε καθιστός ο νεκρός μέσα στο φέρετρο κι άρχισε να μιλάει και ο Κύριος τον έδωκε στη μητέρα του.
Και τους έπιασε όλους φόβος και δόξαζαν το Θεό κι έλεγαν πως μεγάλος προφήτης παρουσιάστηκε μεταξύ τους και πως ο Θεός επισκέφτηκε το λαό του.
|
- Γιατί ο Κύριος ανάστησε το γιο της χήρας στη Ναΐν;
- Πώς μας λυτρώνει ο Χριστός από το θάνατο;
- Γιατί ονομάζουμε τη θεία Κοινωνία «φάρμακο αθανασίας»;