Απ. ιδ' 1-20
Η καινούργια ωδή των 144.000 | |
1 Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ τὸ ἀρνίον ἑστηκὸς ἐπὶ τὸ ὄρος Σιών, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, ἔχουσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 2 καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης· καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα, ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν. 3 καὶ ᾄδουσιν ᾠδὴν καινὴν ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων· καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν τὴν ᾠδὴν εἰ μὴ αἱ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, οἱ ἠγορασμένοι ἀπὸ τῆς γῆς. 4 οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εἰσιν. οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκολουθοῦντες τῷ ἀρνίῳ ὅπου ἂν ὑπάγῃ. οὗτοι ἠγοράσθησαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπαρχὴ τῷ Θεῷ καὶ τῷ ἀρνίῳ· 5 καὶ οὐχ εὑρέθη ψεῦδος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν· ἄμωμοι γάρ εἰσιν. | 1 Και είδα, και ιδού το Αρνίο να έχει σταθεί πάνω στο όρος Σιών και μαζί του εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες να έχουν το όνομά του και το όνομα του Πατέρα του γραμμένο πάνω στα μέτωπά τους. 2 Και τότε άκουσα φωνή από τον ουρανό σαν βοή νερών πολλών και σαν φωνή βροντής μεγάλης, και η φωνή που άκουσα ήταν όπως κιθαριστών που παίζουν με τις κιθάρες τους. 3 Και τραγουδούν ωδή καινούργια μπροστά στο θρόνο και μπροστά στα τέσσερα ζωντανά όντα και στους πρεσβυτέρους. Και κανείς δεν μπορούσε να μάθει την ωδή παρά μόνο οι εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες, οι αγορασμένοι από τη γη. 4 Αυτοί είναι που μαζί με γυναίκες δε μολύνθηκαν, γιατί είναι παρθένοι. αυτοί είναι που ακολουθούν το Αρνίο όπου κι αν πηγαίνει. Αυτοί αγοράστηκαν από τους ανθρώπους, απαρχή για το Θεό και το Αρνίο, 5 και στο στόμα τους δε βρέθηκε ψέμα. είναι άμωμοι. |
Τα μηνύματα των τριών αγγέλων | |
6 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον πετόμενον ἐν μεσουρανήματι, ἔχοντα εὐαγγέλιον αἰώνιον εὐαγγελίσαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πᾶν ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν, 7 λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· φοβήθητε τὸν Κύριον καὶ δότε αὐτῷ δόξαν, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς κρίσεως αὐτοῦ, καὶ προσκυνήσατε τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πηγὰς ὑδάτων. 8 καὶ ἄλλος δεύτερος ἄγγελος ἠκολούθησε λέγων· ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἣ ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικε πάντα ἔθνη. 9 Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ· εἴ τις προσκυνεῖ τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ λαμβάνει τὸ χάραγμα ἐπὶ τοῦ μετώπου αὐτοῦ ἢ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ, 10 καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ κεκερασμένου ἀκράτου ἐν τῷ ποτηρίῳ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ βασανισθήσεται ἐν πυρὶ καὶ θείῳ ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου. 11 καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων ἀναβαίνει, καὶ οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ προσκυνοῦντες τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ εἴ τις λαμβάνει τὸ χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. 12 ῟Ωδε ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων ἐστίν, οἱ τηροῦντες τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν ᾿Ιησοῦ. 13 Καὶ ἤκουσα φωνῆς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· γράψον, μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. ναί, λέγει τὸ Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τὰ δὲ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν. | 6 Και είδα άλλο άγγελο να πετά στα μεσούρανα, έχοντας ευαγγέλιο αιώνιο, για να ευαγγελίσει όσους κάθονται πάνω στη γη και σε κάθε έθνος και φυλή και γλώσσα και λαό, 7 λέγοντας με φωνή μεγάλη: «Φοβηθείτε το Θεό και δώστε σ’ αυτόν δόξα, γιατί ήρθε η ώρα της κρίσης του, και προσκυνήστε αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και πηγές νερών». 8 Και άλλος άγγελος, δεύτερος, ακολούθησε λέγοντας: «Έπεσε, έπεσε η Βαβυλώνα η μεγάλη, που από το κρασί του θυμού/ της πορνείας της έχει ποτίσει όλα τα έθνη». 9 Και άλλος άγγελος, τρίτος, τους ακολούθησε λέγοντας με φωνή μεγάλη: «Αν κάποιος προσκυνεί το θηρίο και την εικόνα του και λαβαίνει χάραγμα πάνω στο μέτωπό του ή πάνω στο χέρι του, 10 και αυτός θα πιει από το κρασί του θυμού του Θεού που είναι παρασκευασμένο ανέρωτο μέσα στο ποτήρι της οργής του και θα βασανιστεί με φωτιά και θειάφι μπροστά σε άγιους αγγέλους και μπροστά στο Αρνίο. 11 Και ο καπνός του βασανισμού τους ανεβαίνει στους αιώνες των αιώνων, και δεν έχουν ανάπαυση ημέρα και νύχτα όσοι προσκυνούν το θηρίο και την εικόνα του και αν κάποιος λαβαίνει το χάραγμα του ονόματός του. 12 Εδώ είναι η υπομονή των αγίων, εκείνων που τηρούν τις εντολές του Θεού και την πίστη προς τον Ιησού». 13 Και άκουσα φωνή από τον ουρανό να λέει: «Γράψε: “Μακάριοι οι νεκροί που πεθαίνουν με τον Κύριο από τώρα”». «Ναι», λέει το Πνεύμα, «για να αναπαυτούν από τους κόπους τους, γιατί τα έργα τους ακολουθούν μαζί τους». |
Ο θερισμός και ο τρύγος της γης | |
14 Καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ νεφέλη λευκή, καὶ ἐπὶ τὴν νεφέλην καθήμενος ὅμοιος υἱῷ ἀνθρώπου, ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ στέφανον χρυσοῦν καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ δρέπανον ὀξύ. 15 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ, κράζων ἐν φωνῇ μεγάλῃ τῷ καθημένῳ ἐπὶ τῆς νεφέλης· πέμψον τὸ δρέπανόν σου καὶ θέρισον, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ θερίσαι, ὅτι ἐξηράνθη ὁ θερισμὸς τῆς γῆς. 16 καὶ ἔβαλεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τὴν νεφέλην τὸ δρέπανον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐθερίσθη ἡ γῆ. 17 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἔχων καὶ αὐτὸς δρέπανον ὀξύ. 18 Καὶ ἄλλος ἄγγελος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, ἔχων ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἐφώνησε κραυγῇ μεγάλῃ τῷ ἔχοντι τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ λέγων· πέμψον σου τὸ δρέπανον τὸ ὀξὺ καὶ τρύγησον τοὺς βότρυας τῆς ἀμπέλου τῆς γῆς, ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς. 19 καὶ ἔβαλεν ὁ ἄγγελος τὸ δρέπανον αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐτρύγησε τὴν ἄμπελον τῆς γῆς, καὶ ἔβαλεν εἰς τὴν ληνὸν τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τὴν μεγάλην. 20 καὶ ἐπατήθη ἡ ληνὸς ἔξω τῆς πόλεως, καὶ ἐξῆλθεν αἷμα ἐκ τῆς ληνοῦ ἄχρι τῶν χαλινῶν τῶν ἵππων ἀπὸ σταδίων χιλίων ἑξακοσίων. | 14 Και είδα, και ιδού νεφέλη λευκή και πάνω στη νεφέλη έναν που κάθεται όμοιο με γιο ανθρώπου, έχοντας πάνω στο κεφάλι του στέφανο χρυσό και στο χέρι του δρεπάνι κοφτερό. 15 Και άλλος άγγελος εξήλθε από το ναό, κράζοντας με φωνή μεγάλη σ’ αυτόν που κάθεται πάνω στη νεφέλη: «Στείλε το δρεπάνι σου και θέρισε, γιατί ήρθε η ώρα να θερίσεις, επειδή ξεράθηκε ο καρπός για το θερισμό της γης». 16 Και αυτός που κάθεται πάνω στη νεφέλη έριξε το δρεπάνι του πάνω στη γη και θερίστηκε η γη. 17 Και άλλος άγγελος εξήλθε από το ναό που είναι στον ουρανό, έχοντας και αυτός δρεπάνι κοφτερό. 18 Και άλλος άγγελος εξήλθε από το θυσιαστήριο, αυτός που έχει εξουσία πάνω στη φωτιά, και φώναξε με φωνή μεγάλη σ’ αυτόν που έχει το δρεπάνι το κοφτερό, λέγοντας: «Στείλε το δρεπάνι σου το κοφτερό και τρύγησε τα τσαμπιά της αμπέλου της γης, γιατί ωρίμασαν τα σταφύλια της». 19 Και έριξε ο άγγελος το δρεπάνι του στη γη και τρύγησε την άμπελο της γης και έριξε τα σταφύλια της στο πατητήρι του θυμού του Θεού, το μεγάλο. 20 Και πατήθηκε το πατητήρι έξω από την πόλη και εξήλθε αίμα από το πατητήρι φτάνοντας μέχρι τα χαλινάρια των ίππων σε έκταση περίπου τριακοσίων χιλιομέτρων. |