Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει. Προχτές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει
μάνες, παιδιά, που η πείνα τα ‘χει ρέψει, κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά,
μ’ αντίς ψωμί- σαν πήρε να σουρουπώσει- με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά.
Ακολουθούσα και γω μαζί, και την καρδιά μου αγγίζαν τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά,
και πόθησα, δεν ξέρω πώς, να κλειούσα όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά.
κ’ είχα τα μάτια, γιε μου δακρυσμένα σαν από λύπη, σαν από χαρά,
κ’ ήμουνα νέο πουλί που στον αγέρα δοκίμαζα πρωτάνοιχτα φτερά.