Ένας άνθρωπος ήρθε στον Βούδα και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ο Βούδας σκούπισε το πρόσωπό του και ρώτησε:
- Μόνο αυτό; Μήπως θέλεις και κάτι άλλο;
Ο Ανάντα που τα είδε όλα, όρμησε εξοργισμένος , φωνάζοντας με κακία:
- Δάσκαλε! άφησε με να τιμωρήσω αυτό το ανθρωπάκι!
- Ανάντα, έγινες σαννυάς (άνθρωπος που απαρνήθηκε τα εγκόσμια και αφιέρωσε τον εαυτό του στον Θεό), αλλά μερικές φορές το ξεχνάς, είπε ήρεμα ο Βούδας, δεν κατάλαβες ότι αυτός ο φουκαράς υπέφερε πολύ; Κοίτα τα μάτια του που κοκκίνισαν από το θυμό. Σίγουρα δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα πριν κάνει αυτή την πράξη. Η φτυσιά ήταν το αποτέλεσμα αυτής της τρέλας και τώρα ίσως απαλλάχτηκε από την κακία του. Πρέπει να δείχνεις συμπόνια, ενώ εσύ θέλεις να τον σκοτώσεις και να γίνεις παράφρων σαν αυτόν!
Ό άνθρωπος που άκουγε το διάλογο, ήταν συγχυσμένος και αμήχανος. Η αντίδραση του Βούδα ήταν απροσδόκητη. Ο άνθρωπος ήθελε να προσβάλλει, να ταπεινώσει τον Βούδα, αλλά ένιωθε ο ίδιος ντροπιασμένος και ταπεινωμένος.
Ο Βούδας του είπε:
- Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς, είσαι σε άσχημη κατάσταση, αρκετά τιμώρησες τον εαυτό σου. Ξέχασε αυτό που έγινε, δεν μου έκανες κακό. Αυτό το σώμα αποτελείται από τη σκόνη. Αργά ή γρήγορα θα γίνει σκόνη και οι άνθρωποι θα το ποδοπατήσουν και θα το φτύσουν.
Ο άνθρωπος έκλαψε και εξαντλημένος σηκώθηκε και έφυγε.
Το βράδυ επέστρεψε, έπεσε στα πόδια του Βούδα και είπε:
- Συγχώρεσέ με!
- Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα αφού εγώ δε θύμωσα. Αντίθετα, είμαι ευτυχισμένος να βλέπω πως είσαι καλά και τελείωσε η κόλαση που βρισκόσουν. Πήγαινε, να είναι πάντα η ειρήνη μαζί σου.