Βρέθηκε κατηγορούμενη, καθισμένη σε εκείνο το ξύλινο, άβολο έδρανο, με τα πόδια σταυρωμένα, τα χέρια να στηρίζουν το πάνω μέρος του κορμού της και τα μάτια να μετράνε τις ακανόνιστες πέτρες στο παλιό μωσαικό.
Άκουγε, αλλά δεν έβλεπε τι γινόταν στην αίθουσα.
Μόνο φωνές, πολλές φωνές και σκιές που τη μπέρδευαν στο μέτρημα.
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, κι εκείνη η τσιριχτή φωνή που τρύπαγε τα τύμπανα, την ξαναγύριζε πάλι από την αρχή.
Βαρέθηκε να μετράει, αλλά δεν ήθελε να κοιτάξει μπροστά της.
Δικαζόταν ερήμην, από ανθρώπους που δεν κατάλαβαν ποτέ το έγκλημά της.
Από ανθρώπους που μέτραγαν τη ζωή με τη θεωρία και όχι με την πράξη.
Αμέμπτου ηθικής οι κατήγοροι, ταμπουρωμένοι σε στρογγυλές γυάλες, χωρίς νερό και φαγητό χρυσόψαρου.
Ποιοι ήταν αυτοί για να την κρίνουν; Με τι συγκρίσεις; Mε ποια ζωή;
Κάτι ψήγματα είχαν για πρότυπο. Της δικής τους ζωής. Της ανύπαρκτης.
Τη σήκωσαν από το ξύλο, και την κρατούσαν από τους αγκώνες, λες και θα ήθελε να φύγει.
Όχι, δεν ήθελε. Δεν είχε ανάγκη τη φυγή. Την παραμονή είχε ανάγκη.
Αλλά ούτε αυτό την άφησαν να κάνει.
Την ετυμηγορία δεν την άκουσε.
Είναι γιατί εκείνη ήξερε ότι ήταν αθώα. Δεν χρειαζόταν αποδείξεις, βεβαιώσεις, νομικές αράδες και βαρύγδουπες αποφάσεις.
Μπήκε καταδικασμένη εκ των προτέρων σ' αυτή την αίθουσα και βγαίνει ελεύθερη.
Έκανε αυτό που ήθελε, και αυτό ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη πως πάντα θα παρέμενε ελεύθερη.
Απεγκλωβίστηκε με την ποινή. Επιβραβεύθηκε με τη διαφοροποίηση.
Ξέφυγε από το σωρό. Από το γενικό και αόριστο.
Έγινε καταγεγραμμένη περίπτωση. Δεδικασμένο για μελλοντική χρήση.
Το έγκλημά της; Δεν βολεύτηκε.
Έλυσε κάτι σκοινιά που την έπνιγαν στο λαιμό και της μάτωναν τα χέρια.
Βγήκε από κάτι κλειστές πόρτες σπάζοντας τζάμια και καταστρέφοντας κλειδαριές ασφαλείας.
Περπάτησε γυμνή και ξυπόλυτη πάνω στην καυτή άσφαλτο.
Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό και εξάντλησε ό,τι απόθεμα είχε σε ενέργεια και δύναμη.
Παραμέρισε χαρτιά, υπογραφές, ασφάλεια, τους οικείους, τους δήθεν φίλους, τους συμβουλάτορες.
Ξέχασε τη λέξη «υποχρέωση», πέταξε σε κάτι ακόλουθους ένα σωρό ξεροκόμματα που της είχαν πλασάρει για δώρα, βγήκε από «ομάδες» και από γενικεύσεις ανθρώπων.
Έμεινε μόνη της και προχωρούσε κατά πως όριζε η ίδια.
Και αυτό ήταν έγκλημα ασυγχώρητο.
Το μόνο που δεν ήξεραν όλοι αυτοί, ήταν ότι η ποινή που της επέβαλλαν, ήταν η ανταμοιβή της.
Την καταδίκη της ήθελε. Την αποπομπή της.
Την εξορία από τον πληθυντικό χαμό που της είχαν επιβάλλει και που την έπνιγε μέχρι τα σωθικά της.
"Παράξενη κοπέλα", μουρμούριζαν οι σκιές καθώς την έπαιρναν.
"Παράξενοι είστε εσείς", γύρισε και τους φώναξε.
Παράξενοι και ίδιοι, ακριβώς όπως τόσοι και τόσοι που αποδέχονται, ασπάζονται και ακολουθούν, ό,τι κάνουν όλοι οι υπόλοιποι, για να μην τους δικάσουν, για να μην τους καταδικάσουν αν ζήσουν τη δική τους ζωή.
Φεύγει από την αίθουσα πιο ελεύθερη από ποτέ.
Χέρια δεν την αγγίζουν, φωνές δεν μπαίνουν πια στα αυτιά της.
Ένοχη! Ένοχη και ελεύθερη πια.