
- Η επιδίωξη της ανωτερότητας οδηγεί αναπόφευκτα στην κοινωνική σύγκριση. Για να διαπιστώσουμε ότι είμαστε ανώτεροι σε κάτι πρέπει αναπόφευκτα να συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους γύρω μας, αναζητώντας επίμονα τα σημεία στα οποία υπερτερούμε. Η διαδικασία αυτή όμως βάζει τον άλλο απέναντί μας και όχι δίπλα μας και οδηγεί στονανταγωνισμό. Δεν ενισχύει την οικειότητα, την συντροφικότητα και το δέσιμο που χρειαζόμαστε για να δημιουργήσουμε έναβασικό συστατικό της ευτυχίας, στενές διαπροσωπικές σχέσεις
- Αναπόφευκτα στην διαδικασία της σύγκρισης θα βρεθούν και κάποιοι οι οποίοι θα υπερτερούν σε σχέση με μας, άρα για τη δική μας οπτική θα κατέχουν την περίοπτη θέση της ανωτερότητας. Αυτή η οπτική στις σχέσεις δημιουργείσυναισθήματα ζήλειαςκαι φθόνου σε αυτόν που διαπιστώνει τη μη ανωτερότητα του τα οποία λειτουργούν προφανώς αρνητικά στο αίσθημα της ευτυχίας.
- Η διαπίστωση της μη ανωτερότητας μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να προσπαθεί παραπάνω για να την αποκτήσει αλλά συχνά συνοδεύεται από έναν εσωτερικό μονόλογο με επικριτική διάθεση, γεμάτο τύψεις και ενοχές, όταν δεν πετυχαίνει τον υψηλό του στόχο.
- Επίσης η διαδικασία της σύγκρισης με στόχο την διαπίστωση και επιδίωξη της ανωτερότητας οδηγεί συχνά στον υλισμό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως είναι δύσκολο να συγκριθεί κάποιος σε ποιοτικά χαρακτηριστικά καθώς δεν υπάρχει ένα σταθερά και καθολικά αποδεκτό μέτρο σύγκρισης (πχ ποιος είναι πιο όμορφος, πιο έξυπνος, πιο δυνατός κοκ). Έτσι η σύγκριση περνάει συχνά στο επίπεδο των υλικών αγαθών (χρήματα, μετάλλια, πτυχία κτλ) ωθώντας τους ανθρώπους να αναζητούν όλο και περισσότερα.
- Τέλος οι άνθρωποι που σκέφτονται και ενεργούν επιδιώκοντας την ανωτερότητα στις σχέσεις τους με τους άλλους σπανίως γίνονται αρεστοί. Δεν αποτελούν ενδιαφέρουσα συντροφιά για παρέα και καταλήγουν με επιφανειακές σχέσεις.
