Κάθε άνθρωπος είναι ένας σωρός από αναπάντητα γιατί… - Point of view

Εν τάχει

Κάθε άνθρωπος είναι ένας σωρός από αναπάντητα γιατί…






Ανοίγεις τα μάτια, στο ταβάνι μια λέξη, πέντε γράμματα όλα κι όλα.

Σηκώνεσαι από το κρεβάτι και ένα-ένα σε ακολουθούν, στοιχισμένα σε τάξη. Σκαρφαλώνουν στην πλάτη σου, χώνονται στις τσέπες σου, τρυπούν το μυαλό σου, φωλιάζουν στις σκέψεις σου, είναι λαίμαργα και τρώνε λίγο-λίγο τη ψυχή σου.

Μισή η καρδιά, μισό καφέ φτιάχνεις, μισή μερίδα από τη ζάχαρη, μισό το νεράκι που πίνεις, το φαγητό σου μισό, μισό το είδωλό σου στον καθρέφτη.

Πέντε τα γράμματα κι εκεί, ευανάγνωστα, αχόρταγα, ολόκληρα.

Γιατί.
Γιατί δεν έρχεται αυτό που περιμένεις, λαχτάρησες πολύ μα δεν το έκανες δικό σου; Γιατί;

Γιατί οι προσωπικοί γίνονται ξένοι; Ποιοί είναι οι ξένοι, πώς μοιάζουν, πώς γίνονται;

Εκείνοι οι φίλοι, φίλοι δεν ήταν. Γιατί;
Κι εκεί που αγαπούσες, αγάπη δεν είχε. Γιατί;

Οι άνθρωποι, είτε αγνώμονες, είτε καχύποπτοι, είτε λίγοι, είτε πολλοί – είτε μισοί και αυτοί, ένας σωρός από γιατί ανάμεσα σε όνειρα σκιές κι ελπίδες φαντάσματα.

Και δεν είναι που αναρωτιέσαι.

Είναι που άκρη δεν βρίσκεις κι έτσι πέντε στενάχωρα γράμματα επιστρέφουν μαζί σου στο σπίτι κάθε βράδυ, αφήνοντας έξω από την πόρτα, το κρεβάτι, τη ζωή σου, τους εν δυνάμει προσωπικούς, φίλους, αγαπημένους.
Άραγε τι θα συμβεί αν κάποτε τα γιατί αποφασίσουν να σου δώσουν εξηγήσεις, που δεν θα μοιάζουν με εκείνες που περίμενες να σε δικαιώσουν;

Πώς θα νιώσεις όταν θα χρεωθείς την απάντηση, και δεν θα έχεις τρόπο να εξοφλήσεις τους ανοιχτούς λογαριασμούς που είναι φορτωμένος ο ταλαίπωρος εαυτός σου;

Πολλά από τα γιατί που γεννιούνται στην ψυχή μας, είναι έργα των άλλων, των ξένων, των προσωπικών.

Μα τα αθάνατα γιατί, είναι πονήματα δικά μας.

Τους επιτρέπουμε να εισβάλλουν στις ζωές μας, τα σέρνουμε μαζί μας όπου πάμε, τα τραβολογάμε από εδώ και από εκεί, τα μεγαλώνουμε, τα συντηρούμε.
Τα ποτίζουμε με το μισό από το νερό μας, μοιραζόμαστε μαζί τους τον πικρό μας καφέ, τα ταΐζουμε το άλλο μισό από το φαγητό μας, τα παίρνουμε αγκαλιά και κουλουριαζόμαστε μαζί τους μέχρι το επόμενο χάραμα, που ξημερώνει πάντα σκοτάδι, ποτέ φως.

Γιατί;

αναπνοές

Pages