Θα έπρεπε μήπως, για να μην απογοητευόμαστε, να μην περιμένουμε τίποτα;
Μου λέει πως η βραδιά που πέρασε χθες
στο σπίτι κάποιων φίλων τον απογοήτευσε. Τον ρωτώ τι ακριβώς
προσδοκούσε. Δεν ξέρει ακριβώς, τίποτε ιδιαίτερο, ωστόσο απογοητεύτηκε.
Μπορεί να υπάρξει άραγε απογοήτευση
χωρίς προσδοκία, με μια προσδοκία η οποία αγνοεί τι προσδοκά, που
προσδοκά περισσότερα ή διαφορετικά πράγματα, μια προσδοκία του
απροσδόκητου;
Στην πραγματικότητα η βραδιά εκτυλίχθηκε
όπως θα την περίμενε: ένα καλό γεύμα, μία ζωηρή συζήτηση, κλπ.
Εξαιρετική βραδιά, απογοητευτική. Έλειπε ίσως μια γυναίκα που θα τον
είχε αναστατώσει ή κάποιες κουβέντες που θα μπορούσαν να τον εξοργίσουν.
Ο άνθρωπος αυτός επιρρίπτει συχνά στον
εαυτό του το ότι είναι υπερβολικά γαλήνιος, ότι μεθόδευσε μια ζωή από
την οποία τίποτα δεν λείπει. «Επιτυχία, από κάθε άποψη, η ζωή μου».
Συνεχίζει. Θυμάται κάποια κρίση στον
σχολικό του έλεγχο, άλλοτε: «Εξαιρετικός μαθητής, με απολύτως
ικανοποιητικές επιδόσεις σε όλους τους τομείς». Ήταν τόσο περήφανος
τότε. Σήμερα, λέει, αυτά του γυρίζουν τ’ άντερα.
Να ικανοποιείς τους καθηγητές, τους
γονείς σου… «Πόσο υπάκουος ήμουν, πόσο υποταγμένος! Δεν έχω διάθεση να
σας ικανοποιήσω, να δειχθώ καλός αναλυόμενος για να με προστατέψετε».
«Προτιμάτε να με απογοητεύσετε;»
Να απογοητεύσει, πώς όμως; Θα ‘ταν
δώδεκα ή δεκατριών ετών. Θαύμαζε τον πατέρα του, «ο καλύτερος άνθρωπος,
δίκαιος, πάντοτε διαθέσιμος, ποτέ δεν οργιζόταν». Και ιδού – η πρόκληση,
τόσο νωρίς – πήγε κοντά στον πατέρα του και, ξαφνικά, τον χαστούκισε.
«Έτσι, στα καλά καθούμενα, αλλά έπρεπε να το κάνω».
Μετά από αυτό ξέσπασε σε κλάματα υπό το
αποβλακωμένο βλέμμα του πατέρα του. Το περιστατικό δεν ξαναναφέρθηκε
ποτέ. Ο καλός μαθητής, ο καλός γιος ακολούθησε το δρόμο του: «Επιτυχία,
από κάθε άποψη» και, σποραδικά, η αιχμηρή απογοήτευση από το ότι δεν
κατόρθωσε να απογοητεύσει.
Στα λατινικά, ο deceptor σημαίνει τον
απατηλό (το πονηρό δαιμόνιο του Ντεκάρτ). Στα αγγλικά, to deceive:
δελεάζω, εξαπατώ. Διαψεύδω τις προσδοκίες του άλλου.
Αυτή η γυναίκα που διατείνεται πως είναι
μονίμως απογοητευμένη – στους έρωτες, στη δουλειά της – επιδίδεται στην
προσπάθεια να απογοητεύσει. Και τότε οι άντρες – «τόσο σίγουροι για τον
εαυτό τους, μα ποιοι νομίζουν πως είναι;» – είναι εκείνοι που
ανησυχούν: «Μα τι μου λείπει και ψάχνει διαρκώς αλλού;»
Θα έπρεπε μήπως, για να μην
απογοητευόμαστε, να μην περιμένουμε τίποτα; Να γεννιόμαστε χωρίς
αυταπάτες, ώστε να είμαστε σίγουροι πως δεν θα τις χάσουμε; Να είμαστε,
από το ξεκίνημα κιόλας, ασαγήνευτοι;
Τέτοια σκέφτομαι συχνά, με αφορμή τον Ρ.
που δεν λησμονεί ποτέ πως όλα είναι θνητά, που παίρνει τα πράγματα όπως
έρχονται, που δεν εξανίσταται και δεν παραπονιέται ποτέ.
Αυτός ο εκ γενετής ασαγήνευτος,
σαγηνεύεται με το παραμικρό: με μια αντανάκλαση ουρανού στα νερά μιας
λιμνούλας, μ’ έναν σκύλο που του κάνει χαρές, και κυρίως, κυρίως, με τα
ψηλόλιγνα πόδια ή με το διαφαινόμενο στήθος μιας γυναίκας που συνάντησε
στο δρόμο.
Αν δεν ήταν οι μητέρες μας απογοητευτικές, δεν θα δεχόμαστε τίποτε από όσα, ανέλπιστα, μας προσφέρει η ζωή.
Jean-Bertrand Pontalis, Παράθυρα (εκδ. Εστία), to23ogramma.wordpress.com