- Πώς σε λένε;
- Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…
- Και πώς έμαθες σαντούρι;
- Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ' ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Ολύμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;» μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! -Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος είσαι; όργανα θα παίζεις; -Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…»
Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ο,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;» μου κάνει. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! -Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; -Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! -Έχεις μεράκι για σαντούρι; -Έχω. -Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω, πλερωμή» Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. Ο Θεός ν αγιάσει τα κόκαλά του, θα χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια η όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.
- Μα γιατί, Ζορμπά;
- Ε, σεβντάς!
Η πόρτα άνοιξε· η βουή της θάλασσας μπήκε πάλι στον καφενέ, τα πόδια και τα χέρια τουρτούρισαν. Βολεύτηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου, τυλίχτηκα στο παλτό μου, ένιωσα αναπάντεχη ευδαιμονία. «Που να πάω; συλλογίστηκα καλά είμαι εδώ. Χρόνια να βαστάξει ετούτη η στιγμή.»
Κοίταξα τον παράξενο μουσαφίρη μπροστά μου το μάτι του ήταν καρφωμένο απάνω μου· μικρό, στρογγυλό, κατάμαυρο με κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι· ένιωθα, με τρυπούσε και μ' έψαχνε αχόρταγο.
- Λοιπόν; Έκαμα· κι ύστερα;
Ο Ζορμπάς σήκωσε πάλι τους κοκαλιάρικους ώμους.
- Δε, βαριέσαι! Είπε· μου δίνεις ένα τσιγάρο;
Του ‘δωκα. Έβγαλε από το γιλέκο του τσακμακόπετρα και φιτίλι, άναψε. Τα μάτια του μισόκλεισαν ευχαριστημένα.
- Παντρεύτηκες;
- Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός· έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Βάσανα. Μα ας είναι καλά το σαντούρι.
- Έπαιζες σπίτι να πάν' οι πίκρες κάτω;
- Ε, μωρέ, πώς φαίνεται.Πώς δεν παίζεις κανένα όργανο. Τι 'ναι αυτά που τσαμπουνάς; Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά, τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ' απογίνουμε; Κόλαση! Και το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Άμα μου πει εμένα η γυναίκα μου περίσσιο λόγο, τι καρδιά θες να 'χω να παίξω σαντούρι; Άμα τα παιδιά πεινούν και νιαουρίζουν, κόπιασε του λόγου σου να παίξεις. Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι - κατάλαβες;
Κατάλαβα πώς ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης.
Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος - ο εργάτης ετούτος μου το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια.
Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι - γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να 'γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με προύντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.
- Αυτό είναι! μουρμούρισε με στοργή και το απίθωσε πάλι προσεχτικά στην καρέκλα.
Οι θαλασσινοί σκουντρούσαν τώρα τα ποτήρια τους, έμπηχναν τα γέλια. Ένας χτύπησε χαδευτικά την πλάτη του καπετάν Λεμονή.
- Ε, σε πήε πέντε κι ένα, καπετάν Λεμονή, πες την αλήθεια! Ο Θεός ξέρει τι λαμπάδες έταξες στον Άι-Νικόλα!
Ο καπετάνιος ζάρωσε τ' αγκαθωτά του φρύδια.
- Μωρέ, σας ορκίζουμαι, παιδιά, μα τη θάλασσα, όταν είδα το Χάρο μπροστά μου, μήτε Παναγιά συλλογίστηκα μήτε Άι- Νικόλα! Γύρισα κατά την Κούλουρη, θυμήθηκα τη γυναίκα μου και φώναξα: «Ε μωρή Κατερίνα, και να 'μουνα στο κρεβάτι σου!»
Έσκασαν πάλι οι θαλασσινοί στα γέλια: γέλασε κι ο καπετάν Λεμονής.
- Μωρέ, τι θεριό 'ναι ο άνθρωπός! είπε. Στέκεται ο αρχάγγελος από πάνω του με το σπαθί, μα ο νους του εκεί, διάνα! Ου να χαθεί, ο ξετσίπωτος!
Χτύπησε τα παλαμάκια.
- Καφετζή, φώναξε, φέρε να κεράσεις τα παιδιά!
Ο Ζορμπάς είχε στήσει την αυτούκλα του κι αφουκράζουνταν. Στράφηκε, κοίταξε τους θαλασσινούς, ύστερα εμένα.
- Πού «εκεί»; ρώτησε. Τι λέει αυτός;
Μα ξαφνικά μπήκε στο νόημα, τινάχτηκε.
- Μωρέ, μπράβο! έκαμε με θαμασμό. Αυτοί οι θαλασσινοί ξέρουν το μυστικό γιατί παλεύουν, μαθές, μέρα νύχτα με το θάνατο.
Κούνησε τη χερούκλα του στον αγέρα.
- Ας είναι, είπε· άλλου παπά τροπάρι αυτό. Ας έρθουμε στα δικά μας: Να καθίσω; να φύγω; Πάρε απόφαση.
- Ζορμπά, είπα, και με βιας κρατήθηκα να μην τον, αρπάξω από το χέρι, Ζορμπά, σύμφωνοι· θα ρθεις μαζί μου. Έχω λιγνίτη στην Κρήτη, θα επιστατείς τους εργάτες. Το βράδυ θα ξαπλώνουμε οι δυο μας στην αμμουδιά-γυναίκα, παιδιά, σκυλιά δεν έχω-θα τρώμε και θα πίνουμε μαζί. Κι ύστερα θα παίζεις σαντούρι.
- Αν έχω κέφι, ακούς; αν έχω κέφι. Να σου δουλεύω όσο θες· σκλάβος σου! Μα το σαντούρι είναι άλλο πράμα. Είναι θεριό, θέλει λευτεριά. Αν έχω κέφι, θα παίζω· θα τραγουδώ κιόλα. Και θα χορεύω το ζεϊμπέκικο, το χασάπικο, τον πεντοζάλη - μα πρέπει, ξεκομμένα παζάρια! να ‘χω κέφι. Παστρικοί λογαριασμοί αν με ζορίσεις, μ' έχασες. Σ' αυτά τα πράματα, πρέπει να ξέρεις, είμαι άνθρωπος.
- Άνθρωπος; ΤΙ θες να πεις;
- Να, λεύτερος.
-Καφετζή, φώναξα, ένα ρούμι ακόμα!
- Δυο ρούμια! πετάχτηκε ο Ζορμπάς. Θα πιεις και του λόγου σου, να τσουγκρίσουμε. Φασκόμηλο με ρούμι συμπεθεριό δεν κάνουν θα πιεις και του λόγου σου ρούμι. Για να πιάσει το συμπεθεριό.
Σκουντρήξαμε τα ποτηράκια μας είχε πια καλά ξημερώσει. Το βαπόρι σφύριζε. Ήρθε ο βαρκάρης που μου είχε πάει τις βαλίτσες στο βαπόρι, μου ‘γνεψε. Σηκώθηκα άγγιξα τον ώμο του Ζορμπά.
- Πάμε, είπα στ' όνομα του Θεού!
- Και του διαβόλου! συμπλήρωσε ήσυχα ο Ζορμπάς.
Έσκυψε, πήρε παραμάσκαλα το σαντούρι, άνοιξε την πόρτα και βγήκε πρώτος.
______
~ Καζαντζάκης Νίκος - Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά