Ανάπτυξη της προσωπικότητας - κύκλος της ζωής
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το νευρικό σύστημα του ανθρώπου έχει την ικανότητα να καταγράφει, αποθηκεύει και συνθέτει τις εμπειρίες του ατόμου, έτσι ώστε να παράγονται τα πιο αποτελεσματικά για την προσαρμογή σχήματα συμπεριφοράς. Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από την επίδραση των εμπειριών που προέρχονται από το κοινωνικό περιβάλλον αναπτύσσεται ένα σύστημα βασικά σταθερών διαθέσεων, τάσεων, πεποιθήσεων, επιθυμιών, αξιών και σχημάτων προσαρμογής, που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο άτομο και του δίνουν τη μοναδικότητα του. Το διακριτό αυτό όλο, που αποτελείται από σχετικά μόνιμες τάσεις και σχήματα συμπεριφοράς ενός ατόμου, το ονομάζουμε προσωπικότητα.
Ελάχιστα σχήματα συμπεριφοράς έχουν ήδη αναπτυχθεί στη γέννηση. Τα περισσότερα αναπτύσσονται προοδευτικά ως αποτέλεσμα της βιοψυχολογικής ωρίμανσης του ατόμου, που ακολουθεί ορισμένα στάδια ή φάσεις. Τα στάδια αυτά είναι η προσχολική ηλικία, η λανθάνουσα περίοδος, η εφηβεία, η ώριμη ηλικία και τα γηρατειά.
Πολύπλοκοι γενετικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοί και συναισθηματικοί παράγοντες, που λειτουργούν σ' όλα τα στάδια, καθορίζουν κατά πόσο η ανάπτυξη της προσωπικότητας θα είναι αρμονική και φυσιολογική ή θα παρουσιάσει παρεκκλίσεις και διαταραχές.
Οπωσδήποτε δεχόμαστε ότι γενετικοί παράγοντες που επιδρούν μέσα από βιοχημικούς, ορμονικούς κ.ά. μηχανισμούς δημιουργούν βιολογικές προδιαθέσεις για τα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία της αναπτυσσόμενης προσωπικότητας. Ενώ, όμως, ακραίες διαταραχές του αυτόνομου, κεντρικού νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος μπορούν να συνδεθούν με χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, φαίνεται να υπάρχει μικρή μόνο σχέση ανάμεσα στη λειτουργία των συστημάτων αυτών και τα μόνιμα χαρακτηριστικά της φυσιολογικής προσωπικότητας.
Η Ανάπτυξη της Προσωπικότητας - Κύκλος της ζωής που περιγράφουμε παρακάτω είναι μία σύνθεση της βιολογικής, ψυχολογικής και κοινωνικής ανάπτυξης του ανθρώπου βασισμένη κυρίως στις θεωρίες αναπτυξιακών ψυχιάτρων και ψυχολόγων όπως ο Sigmund Freud ο Erik Erikson η Margaret Mahler η Melanie Klein ο Jean Piaget, κ.ά. (βλέπε Πίνακα)
Πίνακας. Tα στάδια Ανάπτυξης της προσωπικότητας - Κύκλου της ζωής κατά Freud Mahler, Piaget και Erikson
FREUD
| |
Στάδιο | Ηλικία |
Στοματικό στάδιο | 0-18 μηνών |
Πρωκτικό στάδιο | 1 1/2 - 2 1/2 με 3 ετών |
Ουρηθρικό στάδιο | Μεταβατικό στάδιο μεταξύ πρωκτικού και φαλλικού |
Φαλλικό ή οιδιπόδειο στάδιο | 2 1/2 με 3 - 5 με 6 ετών |
Λανθάνουσα περίοδος | 5 με 6 - 11 με 13 ετών |
Γεννητικό στάδιο | 11 με 13 - ενηλικίωση |
MAHLER
| |
Φυσιολογική αυτιστική φάση | 0-2 μηνών |
Φυσιολογική συμβιωτική φάση | 2-10 μηνών |
Φάση αποχωρισμού - εξατομίκευσης | 4-36 μηνών |
Διαφοροποίηση και ανάπτυξη σωματικής εικόνας | 4-10 μηνών |
Εξάσκηση (στον αποχωρισμό -εξατομίκευση) | 6 με 10 - 16 με 18 μηνών |
Επαναπροσέγγιση | 16 με 18 - 24 μηνών |
Σταθεροποίηση της εξατομίκευσης και έναρξη της σταθερότητας του αντικειμένου | 24 - 36 μηνών |
PIAGET
| |
Προγλωσσικό αισθητικο-κινητικό στάδιο | 0-2 ετών |
Αναπαραστασιακό ή προ των λογικών διεργασών στάδιο | 2-7 ετών |
Στάδιο των συγκεκριμένων λογικών διεργασιών | 7-12 ετών |
Στάδιο των τυπικών λογικών διεργασιών | 12-18 ετών |
ERIKSON
| |
Βρεφική ηλικία | 0 - 12 με 18 μηνών |
Βασική εμπιστοσύνη-Βασική δυσπιστία ΕΛΠΙΔΑ | |
Νηπιακή ηλικία | 12 με 18-36 μηνών |
Αυτονομία-Ντροπή Αμφιβολία ΘΕΛΗΣΗ | |
Προσχολική ηλικία | 3-6 ετών |
(Ηλικία του παιγνιδιού) Πρωτοβουλία - Ενοχή- ΣΚΟΠΟΣ | |
Σχολική ηλικία | 6-11 ετών |
Φιλοπονία (Επιμέλεια)-Κατωτερότητα ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ | |
Εφηβεία | 11-21 ετών |
Ταυτότητα - Σύγχυση (Διάχυση ταυτότητας) ΠΙΣΤΗ / ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ | |
Νεαρή ενήλικη ζωή | 21-35 ετών |
Στενή σχέση - Απομόνωση ΑΓΑΠΗ | |
Ενήλικη ζωή | 35 - 65 ετών |
Παραγωγικότητα - Απορρόφηση στον εαυτό ΝΟΙΑΞΙΜΟ (ΦΡΟΝΤΙΔΑ) | |
Γηρατειά (Ώριμη ηλικία) | 65 - θάνατος |
Ακεραιότητα - Απόγνωση ΣΟΦΙΑ |
ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ - ΚΥΚΛΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Κατά τη γέννηση το φυσιολογικό βρέφος έχει ήδη έτοιμους τους ψυχοφυσιολογικούς μηχανισμούς που θα το βοηθήσουν στην προσαρμογή του στο εξωμήτριο περιβάλλον. Τις επόμενες δύο ως οκτώ εβδομάδες οι μηχανισμοί αυτοί θα λειτουργήσουν κυρίως ως εξισορροπιστικοί και θα προφυλάξουν το νεογνό από τις διεγέρσεις του περιβάλλοντος. Η ψυχολογική αφαίρεση των μηχανισμών αυτών θα αρχίσει να δημιουργεί το εγώ του ατόμου.
Ένα μεγάλο τμήμα της ημέρας, στις πρώτες αυτές εβδομάδες, καταναλίσκεται στον ύπνο. Χαρακτηριστικά, παρατηρούμε περιόδους ή κύκλους ήσυχου ή ανήσυχου ύπνου να εναλλάσσονται με περιόδους ήρεμης ή ενεργητικής εγρήγορσης, όπου το παιδάκι κάνει μορφασμούς, κινεί τα άκρα του, κλαίει κτλ. και με τα μηνύματα αυτά εγκαθιστά από μέρους του τη σχέση προς τη μητέρα που το τρέφει αλλά και το διεγείρει ή το ανακουφίζει με ερεθίσματα κυρίως απτικά και κιναισθητικά.
Το νεογνό απαντά σε οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα από την πρώτη μέρα της ζωής του. Η όλη απαντητικότητά του στα διάφορα ερεθίσματα εξαρτάται από την ιδιοσυστασία του και επηρεάζει φυσικά τη διαντίδρασή του με τη μητέρα του. Στην αρχή το βρέφος βρίσκεται στη φάση του φυσιολογικού αυτισμού (φυσιολογική αυτιστική φάση), νιώθει δηλαδή σαν αυτό να είναι ο κόσμος όλος. Γρήγορα , όμως, από το δεύτερο κιόλας μήνα θ' αναπτυχθεί η έντονη σχέση με τη μητέρα, η φυσιολογική συμβιωτική φάση. Για την ανάπτυξη της έντονης αυτής σχέσης βοηθά και το χαμόγελο του παιδιού που παράγεται από τις πρώτες μέρες της ζωής του. Το πρώτο αυτό χαμόγελο, που είναι μόνο μια μικρή ανύψωση της γωνίας του στόματος, είναι προγραμματισμένο γενετικά και δεν εμφανίζεται σαν απάντηση στο χαμόγελο ή τον οποιοδήποτε ερεθισμό από μέρους της μητέρας. Ικανοποιεί, όμως, ιδιαίτερα τη μητέρα, η οποία και προσπαθεί να το προκαλέσει και σύντομα το καταφέρνει, διότι εξελικτικά γρήγορα το χαμόγελο αρχίζει να παράγεται σαν απάντηση σε ήχους, όπως η φωνή της μητέρας. Πλήρες χαμόγελο υπάρχει ήδη στην τρίτη εβδομάδα και το κλάμα ή το χαμόγελο του παιδιού, ενδείξεις ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας, συνεργάζονται με το κούνημα, το χάδι ή τη χροιά της φωνής της μητέρας στην ανάπτυξη της συμβιωτικής σχέσης και την ανάπτυξη του εγώ του παιδιού. Έτσι, προοδευτικά στους επόμενους μήνες, η σταθερή και συνεπής συμπεριφορά της μητέρας (ή του οποιουδήποτε άλλου ατόμου -ή ατόμων- έχουν τη βασική φροντίδα) προς το παιδί, όσον αφορά τις ανάγκες του και ιδιαίτερα την ανακούφιση της εσωτερικής του διέγερσης σε λογικά αναμενόμενο χρόνο με τροφή, χάδι, κούνημα κτλ., βοηθά στην ανάπτυξη ενός ατόμου που εμπιστεύεται τη μητέρα του και αργότερα τους άλλους ανθρώπους, νιώθει ασφάλεια και έχει αυτοπεποίθηση.
Ήδη όμως από τον τέταρτο με έκτο μήνα το παιδάκι αρχίζει να προσπαθεί να αποχωρισθεί από τη μητέρα του, καθώς και η ανάπτυξη του μυϊκού του συστήματος το βοηθά να αρχίσει να εξερευνά το περιβάλλον του. Ο φόβος να χάσει τη μητέρα του στην προσπάθεια του να αποχωρισθεί από αυτήν δημιουργεί τον φόβο των ξένων γύρω στους οκτώ μήνες, οπότε παρατηρούμε ένα βρέφος που πήγαινε εύκολα σε άλλη αγκαλιά να μην αποχωρίζεται τη μητέρα του και να κλαίει κάθε φορά που το ζητά άλλο άτομο. Η διεργασία αυτή του αποχωρισμού-εξατομίκευσης του παιδιού είναι από τις σημαντικότερες, φθάνει στο αποκορύφωμα της στους δεκαοκτώ μήνες και συμπληρώνεται κατά την Mahler όταν το παιδάκι γίνει τριών χρόνων, αφού, όμως, προηγηθεί και επαναπροσέγγιση του παιδιού προς τη μητέρα (βλ. Πίνακα).
Ο ρόλος της μητέρας στο να αφήσει το νήπιο να φύγει από κοντά της παροτρύνοντας και ενισχύοντας την ανάγκη του για ανεξαρτησία και ταυτόχρονα ανακουφίζοντας τον φόβο του από τον αποχωρισμό και την ανάγκη του για εξάρτηση είναι αποφασιστικός και η συμπεριφορά της θα κρίνει κυρίως κατά πόσο το άτομο θα γίνει ή όχι ελεύθερο και ανεξάρτητο, αλλά και ταυτόχρονα ικανό για στενές και αρμονικές διαπροσωπικές σχέσεις.
Κατά τους πρώτους δεκαοκτώ με είκοσι τέσσερις μήνες αναπτύσσεται προοδευτικά και το σημαντικότερο τμήμα της ευφυίας του παιδιού. Κατά τον Piaget το νήπιο θα διακινηθεί από αντανακλαστικές και μόνο κινήσεις στον πρώτο μήνα της ζωής του, στη βαθμιαία ανακάλυψη σχημάτων συμπεριφοράς που το βοηθούν να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του και κατόπι στη δημιουργία με τη βοήθεια της μνήμης της ικανότητας για εσωτερική αναπαράσταση των εξωτερικών αντικειμένων. Η αναπαράσταση αυτή δίνει πια εσωτερική μονιμότητα στον εξωτερικό κόσμο και βοηθά τον άνθρωπο να υπολογίσει τις μελλοντικές πράξεις με εσωτερικές διασυνδέσεις ιδεών και συναισθημάτων, που τις αναπαριστούν. Η ικανότητα για εσωτερική αναπαράσταση των εξωτερικών αντικειμένων, αν και αναπτύσσεται γύρω στους δεκαοκτώ με είκοσι τέσσερις μήνες, εξελίσσεται και οριστικοποιείται γύρω στα εφτά χρόνια (αναπαραστασιακό ή προ των λογικών διεργασιών στάδιο) (βλ. Πίνακα ).
Γύρω στους δεκαοχτώ μήνες έχει αναπτυχθεί σημαντικά και η ομιλία. Η ομιλία με τη χρησιμοποίηση των συμβόλων της γλώσσας βοηθά στην αντιμετώπιση καταστάσεων λεκτικά και όχι με πράξεις, (που είναι κάτι τελειωτικό) και πολλαπλασιάζει απεριόριστα τη δυνατότητα επικοινωνίας του ανθρώπου.
Προοδευτικά σχηματίζεται η αίσθηση του εγώ ή εαυτού του ατόμου, που ολοκληρώνεται στα τρία περίπου χρόνια, οπότε το παιδάκι μπορεί να πει και να αντιληφθεί ολοκληρωμένα τις διαστάσεις της έννοιας «εγώ». Τα πρώτα στοιχεία του εγώ είναι σωματικά και προέρχονται κυρίως από ερεθίσματα κιναισθητικά, αφής, πίεσης και θερμικά και κατόπι των άλλων αισθήσεων. Τα ερεθίσματα αυτά συνθέτουν βαθμιαία την αίσθηση του σωματικού εγώ, που με τη σειρά του δημιουργεί την αντίληψη της σωματικής εικόνας του ατόμου. Η ανάπτυξη και σύνθεση του εγώ βασίζεται κυρίως στις ψυχικές αναπαραστάσεις των αισθήσεων του «καλού» και του «κακού» με την έννοια της ικανοποίησης-ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας-απογοήτευσης ή στέρησης. Οι αναπαραστάσεις αυτές, όμως, επηρεάζονται από τη σχέση του παιδιού με τη μητέρα (και λιγότερο με τον πατέρα). Έτσι, η αρμονική ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού (ισορροπία μεταξύ ικανοποίησης και αναγκαίας στέρησης ή μη ικανοποίησης) βοηθά την ανάπτυξη ισορροπημένων αναπαραστάσεων «καλού» και «κακού», οι οποίες με τη σειρά τους επιτρέπουν συγκροτημένη σύνθεση του εγώ του ατόμου, αλλά και ισορροπημένη αντίληψη της μητέρας και σε επέκταση του εξωτερικού περιβάλλοντος ως ταυτόχρονα «καλού» και «κακού». Ταυτόχρονα βοηθούν σε εκμάθηση αντοχής στη στέρηση. Διαταραχές στη διαντίδρασή μητέρας-παιδιού οδηγούν σε μη ισορροπημένη σύνθεση των αναπαραστάσεων, μη συγκροτημένη σύνθεση του εαυτού, διαταραγμένες σχέσεις με το περιβάλλον και ευαλωτότητα στη στέρηση.
Προοδευτικά σχηματίζεται η αίσθηση του εγώ ή εαυτού του ατόμου, που ολοκληρώνεται στα τρία περίπου χρόνια, οπότε το παιδάκι μπορεί να πει και να αντιληφθεί ολοκληρωμένα τις διαστάσεις της έννοιας «εγώ». Τα πρώτα στοιχεία του εγώ είναι σωματικά και προέρχονται κυρίως από ερεθίσματα κιναισθητικά, αφής, πίεσης και θερμικά και κατόπι των άλλων αισθήσεων. Τα ερεθίσματα αυτά συνθέτουν βαθμιαία την αίσθηση του σωματικού εγώ, που με τη σειρά του δημιουργεί την αντίληψη της σωματικής εικόνας του ατόμου. Η ανάπτυξη και σύνθεση του εγώ βασίζεται κυρίως στις ψυχικές αναπαραστάσεις των αισθήσεων του «καλού» και του «κακού» με την έννοια της ικανοποίησης-ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας-απογοήτευσης ή στέρησης. Οι αναπαραστάσεις αυτές, όμως, επηρεάζονται από τη σχέση του παιδιού με τη μητέρα (και λιγότερο με τον πατέρα). Έτσι, η αρμονική ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού (ισορροπία μεταξύ ικανοποίησης και αναγκαίας στέρησης ή μη ικανοποίησης) βοηθά την ανάπτυξη ισορροπημένων αναπαραστάσεων «καλού» και «κακού», οι οποίες με τη σειρά τους επιτρέπουν συγκροτημένη σύνθεση του εγώ του ατόμου, αλλά και ισορροπημένη αντίληψη της μητέρας και σε επέκταση του εξωτερικού περιβάλλοντος ως ταυτόχρονα «καλού» και «κακού». Ταυτόχρονα βοηθούν σε εκμάθηση αντοχής στη στέρηση. Διαταραχές στη διαντίδρασή μητέρας-παιδιού οδηγούν σε μη ισορροπημένη σύνθεση των αναπαραστάσεων, μη συγκροτημένη σύνθεση του εαυτού, διαταραγμένες σχέσεις με το περιβάλλον και ευαλωτότητα στη στέρηση.
Σημειώνουμε ότι η μητέρα δεν γίνεται αντιληπτή ως ολόκληρο άτομο από την αρχή της ζωής του παιδιού. Για πολλούς μήνες είναι ασύνδετα κομμάτια αναπαραστάσεων, μαστός, μάτια, φωνή κτλ., που προοδευτικά, όμως, συνδέονται, επενδύονται συναισθηματικά και γύρω στα τρία χρόνια συνθέτουν την αναπαράσταση της ολοκληρωμένης μητέρας. Τα τρία λοιπόν χρόνια της ζωής είναι το όριο όπου τόσο το άτομο, όσο και η μητέρα και φυσικά και τα άλλα άτομα του περιβάλλοντος, έχουν αποκτήσει πλήρη υπόσταση και είναι σαφώς διαχωρισμένα μεταξύ τους.
Μέχρι τα τρία χρόνια και με την αρχή γύρω στα ενάμιση ως δύο συμπληρώνεται συνήθως και η εκπαίδευση του παιδιού στον έλεγχο των απεκκριτικών του λειτουργιών. Καθώς ο νευρομυΐκός μηχανισμός της αφόδευσης και της ούρησης δεν ωριμάζει πριν τον δεύτερο χρόνο, δεν συνιστάται η εκπαίδευση του παιδιού πριν την ηλικία αυτή. Κατά την εκπαίδευση του το παιδί θα πρέπει να μπορέσει να εναρμονίσει τις παρορμήσεις του για συγκράτηση ή άφημα των ούρων ή κοπράνων με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος για έλεγχο, καθαριότητα και ρύθμιση του χρόνου. Ακολουθούν έντονες διαντιδράσεις με το περιβάλλον, μητέρα, πατέρα κτλ., που καθορίζουν την ισορροπημένη ή όχι ανάπτυξη ενός ελεύθερου και με εσωτερικό έλεγχο ανθρώπου ή ενός πεισματάρη, αμφίθυμου και με αισθήματα ντροπής ατόμου. Και πάλι η σταθερή, αποφασιστική και χωρίς τιμωρίες ή υποχωρήσεις συμπεριφορά των γονιών είναι η βάση για την καλή έκβαση της φάσης αυτής.
Την ίδια περίοδο η μυοσκελετική ωρίμανση του παιδιού επιτρέπει μεγάλη κινητικότητα, διερεύνηση του περιβάλλοντος και πειραματισμούς, που οδηγούν πολλές φορές σε καταστροφή αντικειμένων ή και αυτοτραυματισμούς. Η οποιαδήποτε εκδήλωση επιθετικότητας ή καταστροφικής τάσης είναι βασικά σύντονη με την ανάγκη του παιδιού να εναρμονίσει τις κινήσεις του και να ανακαλύψει τον κόσμο γύρω του, οπότε η συμπεριφορά των γονιών πρέπει να χαρακτηρίζεται από κατανόηση και συνετή προφύλαξη του παιδιού.
Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του Freud γύρω στα τρία χρόνια το παιδί έχει συμπληρώσει το στοματικό στάδιο (ή φάση) που διαρκεί από τη γέννηση μέχρι περίπου τον ενάμιση χρόνο και λέγεται έτσι επειδή το στόμα προεξάρχει ως η κατ' εξοχήν περιοχή εισόδου της ικανοποίησης ή έκφρασης της δυσαρέσκειας (δάγκωμα κτλ.) και το πρωκτικό στάδιο (ή φάση) - ενάμιση ως δυόμιση με τρία χρόνια περίπου - όπου ο πρωκτός αλλά και η ουρήθρα, επισύρουν την προσοχή του παιδιού μέσα από τις λειτουργίες της αφόδευσης και της ούρησης και την εκπαίδευση σ' αυτές. Η επένδυση των περιοχών αυτών με έντονα αισθήματα θετικά και αρνητικά από μέρους του ατόμου έκανε τον Freud να τις ονομάσει ερωτογόνες ζώνες. Η τρίτη ερωτογόνος ζώνη είναι τα γεννητικά όργανα και η έντονη επένδυση τους μετά τα δυόμιση με τρία χρόνια (αν και η επένδυση τους έχει αρχίσει από πολύ πιο νωρίς - αυνανισμός π.χ. παρατηρείται από τον πρώτο ακόμη χρόνο της ζωής) αποτελεί την είσοδο στο φαλλικό στάδιο (ή φάση), που διαρκεί μέχρι τα έξι περίπου χρόνια. Στη φάση αυτή το αγοράκι ή κοριτσάκι νιώθει έντονα πια τις διαφορές των δύο φύλων, καθώς η ταυτότητα φύλου' μεταξύ δευτέρου και τρίτου έτους έχει πια αποκρυσταλλωθεί. Η συνειδητοποίηση των διαφορών γεννά ορισμένους φόβους και απογοητεύσεις που είναι ειδικοί για το κάθε φύλο. Έτσι, το κοριτσάκι πρέπει να ξεπεράσει το αίσθημα απογοήτευσης ότι δεν έχει και δεν πρόκειται να αποκτήσει πέος, ενώ το αγοράκι έχει να ξεπεράσει τον φόβο ότι μπορεί να χάσει το πέος του, δηλαδή τον φόβο ή άγχος ευνουχισμού.
Στο στάδιο αυτό προεξάρχει το ονομαζόμενο οιδιπόδειο σύμπλεγμα (γι αυτό και λέγεται και οιδιπόδειο στάδιο), που μπορεί να διακριθεί σε θετικό και αρνητικό. Κατά το θετικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το παιδάκι επιθυμεί τον γονιό του άλλου φύλου και φοβάται την εκδίκηση του γονιού του ίδιου φύλου καθώς αναπτύσσονται και επιθυμίες απομάκρυνσης ή και θανάτου του γονιού αυτού. Κατά το αρνητικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το παιδάκι απογοητευμένο που δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους του θετικού οιδιπόδειου, στρέφεται προς τον γονιό του ίδιου φύλου, οπότε και επιθυμεί την εξαφάνιση του γονιού του άλλου φύλου. Οι δυο μορφές του οιδιπόδειου συνυπάρχουν και τα συναισθήματα αγάπης, θυμού και φόβου είναι πολύ έντονα. Το παιδάκι για ν' ανταπεξέλθει στις εσωτερικές του ενορμήσεις δημιουργεί φαντασίες όπου βγαίνει νικητής ή νικήτρια, δημιουργεί φανταστικούς συντρόφους ή ταλαιπωρείται από εφιάλτες με τέρατα και δράκους, που συμβολίζουν τον γονιό που φοβάται.
Στην περίοδο αυτή η φαντασία του παιδιού γίνεται προοδευτικά συμβολική, ενώ προηγουμένως ήταν άμεση και φανερή. Η πληθώρα των παιδικών ιστοριών και παραμυθιών, δράκοι, πριγκίπισσες, ήρωες κτλ., θεωρείται ψυχαναλυτικά ότι αντιπροσωπεύει και απευθύνεται ακριβώς στη συμβολική αναπαράσταση των απωθημένων αιμομικτικών, γονεοκτονικών και συναγωνιστικών τάσεων του παιδιού καθώς και της τάσης του για παντοδυναμία και του φόβου του αποχωρισμού. Τελικά, η αγάπη των γονιών μεταξύ τους και προς το παιδί, η αγάπη του παιδιού προς τους γονείς, η ανάγκη του παιδιού για εξάρτηση, που προϋποθέτει κανείς γονιός να μην πεθάνει και ο μηχανισμός της ταυτοποίησης («καλύτερα να περιμένω να γίνω σαν τον πατέρα ή τη μητέρα όταν μεγαλώσω») βοηθούν το παιδί να λύσει το οιδιπόδειο και να βγει από τη φάση αυτή.
Φυσικά, η ήρεμη και ισορροπημένη αντιμετώπιση από μέρους των γονιών όλων των εκδηλώσεων αγάπης και ερωτισμού ή θυμού και επιθετικότητας του παιδιού θα επιτρέψει την αρμονική σύζευξη των αισθημάτων αυτών, την πετυχημένη λύση του οιδιπόδειου και τη δημιουργία ενός υπερεγώ, που το χαρακτηρίζει καλοήθεια και σταθερότητα.
Λανθάνουσα περίοδος
Η λανθάνουσα περίοδος αντιστοιχεί στην ηλικία από πέντε με έξι μέχρι έντεκα περίπου ετών. Ο όρος λανθάνουσα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την απώθηση στο ασυνείδητο των αιμομικτικών και γονεοκτονικών τάσεων της προηγούμενης περιόδου και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει απουσία σημαντικών εξελίξεων και δραστηριοτήτων στην περίοδο αυτή, που είναι κυρίως οι εξής: 1) Η ανάπτυξη ποικίλων νοητικών, κατασκευαστικών και ακαδημαϊκών ικανοτήτων ή δεξιοτήτων, καθώς και η ανάπτυξη της απαραίτητης εσωτερικής παρώθησης και κινητοποίησης για την επίτευξη τους. 2) Η ανάπτυξη της ικανότητας για κοινωνικοποίηση μέσα από διαπροσωπικές αντιδράσεις τόσο με συνομηλίκους, όσο και με ενηλίκους. 3) Η ταυτοποίηση με συνομηλίκους του ίδιου φύλου και η δημιουργία ομάδων. 4) Η προοδευτική αύξηση της αυτονομίας και ανεξαρτησίας. 5) Η ανάπτυξη της ικανότητας χειρισμού του άγχους.
Καθώς η λανθάνουσα περίοδος συμπίπτει με την πρώτη σχολική ηλικία, η σύνθεση των διαφόρων δεξιοτήτων και η ικανότητα για σχέσεις με συνομηλίκους θα φανεί ιδιαίτερα στο σχολείο.
Στη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου, αν και τα παιδιά αρνούνται ότι ενδιαφέρονται για το άλλο φύλο, εν τούτοις αποκαλύπτουν το ενδιαφέρον αυτό με συμβολικό τρόπο: το κοριτσάκι τρέχει μακριά από το αγοράκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι σίγουρο πως αυτό θα το κυνηγήσει· το αγοράκι πειράζει το κοριτσάκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραμένει κοντά του, ενώ λέει ότι δεν του αρέσει. Ταυτόχρονα, το κοριτσάκι προσπαθεί να είναι σαν το αγοράκι, καθώς ο πολιτισμός μας ευνοεί τον άντρα.
Στη διάρκεια της λανθάνουσας περιόδου, αν και τα παιδιά αρνούνται ότι ενδιαφέρονται για το άλλο φύλο, εν τούτοις αποκαλύπτουν το ενδιαφέρον αυτό με συμβολικό τρόπο: το κοριτσάκι τρέχει μακριά από το αγοράκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι σίγουρο πως αυτό θα το κυνηγήσει· το αγοράκι πειράζει το κοριτσάκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραμένει κοντά του, ενώ λέει ότι δεν του αρέσει. Ταυτόχρονα, το κοριτσάκι προσπαθεί να είναι σαν το αγοράκι, καθώς ο πολιτισμός μας ευνοεί τον άντρα.
Κατά τον Piaget γύρω στα εφτά το παιδί μπαίνει στο στάδιο που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη της ικανότητας για απλές λογικές διεργασίες (στάδιο των συγκεκριμένων λογικών διεργασιών) που αφορούν κυρίως την ταξινόμηση και τη συσχέτιση διαφόρων νοητικών στοιχείων. Η ικανότητα για πολύπλοκες λογικές διεργασίες, όπως η διαμόρφωση λογικών υποθέσεων, η εκτίμηση των πιθανοτήτων, η αντίληψη της συμβατότητας των νοητικών στοιχείων κτλ., αποτελεί το τελικό στάδιο εξέλιξης της ευφυίας και αναπτύσσεται μετά τα δώδεκα χρόνια (στάδιο των τυπικών λογικών διεργασιών).
Στην ηλικία των έξι ως έντεκα ετών διαμορφώνεται προοδευτικά το βασικό τμήμα του υπερεγώ, το καθαυτό υπερεγώ, που κινητοποιεί τα συναισθήματα ντροπής και ενοχής, ικανοποίησης και φόβου. Αρχίζει επίσης να διαμορφώνεται το ιδεώδες του εγώ με την ανάπτυξη της αίσθησης του σωστού και λάθους, δίκαιου και άδικου, ηθικού και ανήθικου.
Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η δημιουργία ομάδων του ίδιου φύλου με ειδικούς κανονισμούς, ιεροτελεστίες, ανάδειξη αρχηγού κτλ. Επίσης, γύρω στα εννιά, η αναζήτηση και η ανεύρεση ενός στενού φίλου ή φίλης και η δημιουργία μιας έντονης φιλικής σχέσης διαρκείας. Η σεξουαλική διερεύνηση τόσο του άλλου φύλου, όσο και του ίδιου, χαρακτηρίζει την ηλικία οκτώ ως έντεκα, καθώς και η αναζήτηση εξηγήσεων για τη σύλληψη και τη σεξουαλική ζωή και ο αυνανισμός. Τα κορίτσια στην ηλικία αυτή παρουσιάζονται πιο επιδέξια στον αθλητισμό από τα αγόρια, αν και τα αγόρια μιλούν γι' αυτόν πιο πολύ. Γύρω στα έντεκα, τα κορίτσια παρουσιάζουν ανομοιόμορφη εικόνα, καθώς άλλα παραμένουν μικρά και ανώριμα και άλλα δείχνουν ήδη εξωτερικά χαρακτηριστικά γυναίκας ή έχουν αρχίσει και να εμμηνορροούν.
Εφηβεία
Είναι η περίοδος της ζωής, όπου το παιδί ύστερα από μια σχετικά ήρεμη φάση, γύρω στα έντεκα του χρόνια αρχίζει ενεργά να απομακρύνεται από την οικογένεια. Η προσπάθεια αυτή για ανεξαρτησία μπορεί ή όχι να συμπίπτει με την εμφάνιση των χαρακτηριστικών του φύλου: π.χ. ένα κορίτσι που εμμηνορροεί στα οκτώ ή εννιά πιθανότατα δεν θα θεωρούνταν έφηβος, ενώ ένα κορίτσι των δεκαπέντε ή δεκαέξι που δεν εμμηνορροεί και έχει ελάχιστη ανάπτυξη του στήθους, θα θεωρούνταν πιθανότατα έφηβος.
Η εφηβεία τελειώνει, όταν το άτομο 1) πετυχαίνει την ψυχολογική ανεξαρτησία από τους γονείς του, που του επιτρέπει να γυρίσει κοντά τους σε μια νέα σχέση βασισμένη στην ισότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό, 2) εγκαθιστά μια προσωπική ταυτότητα, που περιλαμβάνει και ένα σύστημα ηθικών αξιών και αφοσίωση στην εργασία, 3) αναπτύσσει την ικανότητα για διάρκεια στον διαπροσωπικό τομέα, που του επιτρέπει να δημιουργήσει σημαντικές και αμοιβαίες τόσο μη σεξουαλικές, όσο και σεξουαλικές σχέσεις, όπου μπορεί να δίνει και να παίρνει εξίσου.
Η εφηβεία μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις υποπεριόδους: την πρώτη εφηβεία, έντεκα ως δεκατέσσερα, που περιλαμβάνει και την προεφηβεία, τη μέση εφηβεία, δεκατέσσερα ως δεκαέξι και την όψιμη εφηβεία, δεκαέξι μέχρι τη λύση της εφηβείας, που μπορεί να μη συμβεί ποτέ.
Η προσπάθεια απομάκρυνσης από τους γονείς δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας, που με τη σειρά τους γεννούν φόβους, εκνευρισμό και ανταγωνιστικότητα, χαρακτηριστικά όλα των εντεκάχρονων παιδιών.
Οι ορμονικές αλλαγές της εφηβείας προκαλούν αυξημένη σεξουαλική απαντητικότητά, αυξημένη σωματική αισθητικότητα και αυξημένη ψυχολογική ευαισθησία, Η ηλικία έναρξης της διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών του φύλου ποικίλλει: Τα κορίτσια παρουσιάζουν συνήθως ανάπτυξη των μαστών, της τρίχωσης του εφηβαίου και του γυναικείου περιγράμματος γύρω στα δέκα με έντεκα χρόνια. Η έμμηνος ροή συνήθως αρχίζει μεταξύ έντεκα και δεκατρία, αλλά το φυσιολογικό εύρος εκτείνεται από εννιά ως δεκαέξι. Τα αγόρια δείχνουν ανάπτυξη των όρχεων και της τρίχωσης του εφηβαίου μεταξύ δώδεκα και δεκαέξι και ανάπτυξη του πέους και εκσπερμάτιση μεταξύ δεκατρία και δεκαεπτά. Τα σπερματοζωάρια αρχίζουν να εμφανίζονται λίγους μήνες ως δύο χρόνια μετά την έναρξη της εκσπερμάτισης. Ώριμα σπερματοζωάρια σε σημαντικό αριθμό δεν εμφανίζονται πριν τα δεκαπέντε ή δεκαέξι. Στα κορίτσια η έμμηνος ροή συνήθως αρχίζει λίγους μήνες ως ένα χρόνο πριν οι ωοθήκες αρχίσουν να παράγουν ώριμα ωάρια.
Η αρχή της εφηβείας (πρώτη εφηβεία) χαρακτηρίζεται από μεγάλη επιτάχυνση της σωματικής αύξησης, νωρίτερα στα κορίτσια αργότερα στ' αγόρια, τα οποία όμως γύρω στα δεκαπέντε ξεπερνούν τα κορίτσια στο ύψος. Η αλλαγή της φωνής στο αγόρι συχνά συμβαίνει στα δεκατρία με δεκατέσσερα. Ο αυξημένος ερωτισμός του σώματος του εφήβου δημιουργεί συγκεχυμένα συναισθήματα ταυτόχρονα ευχαρίστησης και φόβου, στο αγόρι π.χ. στύσεις μπορεί να συμβούν από στρες οποιασδήποτε μορφής. Επίσης ο αυξημένος ερωτισμός αυξάνει τη συχνότητα του αυνανισμού.
Η αυξημένη σωματική αισθητικότητα και η αυξημένη ενεργητικότητα οδηγούν στην ανάπτυξη έντονων σεξουαλικών και επιθετικών φαντασιών και στα δύο φύλα, που θα διαρκέσουν σ' όλη την εφηβεία, έως ότου προς το τέλος της συζευχθούν αρμονικά.
Οι έφηβοι και των δύο φύλων είναι περίεργοι γύρω από σεξουαλικά θέματα και η πρώτη εφηβεία χαρακτηρίζεται από ομαδικές εκδηλώσεις όπου αυτά κουβεντιάζονται, τα γεννητικά όργανα συγκρίνονται, εκδηλώνεται παροδική ομοφυλοφιλική διερεύνηση και γίνεται ομαδικός αυνανισμός.
Η έναρξη της εμμηνόρροιας μπορεί ν' αποτελέσει για το κορίτσι ένα από τα πιο ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα της ζωής της, ανάλογα με το πώς θα συνδεθεί από τη μητέρα με την αξία της γυναίκας, τη θηλυκότητα και την ικανότητα για τεκνοποίηση. Στην περίοδο αυτή ιδιαίτερη σημασία έχει για το κορίτσι η στάση του πατέρα, καθώς το κορίτσι εξαιτίας της απουσίας φόβου ευνουχισμού συνεχίζει και στην εφηβεία το ρομάντζο της οιδιπόδειας περιόδου, ως ότου βρει αργότερα σύντροφο.
Η έναρξη της εμμηνόρροιας μπορεί ν' αποτελέσει για το κορίτσι ένα από τα πιο ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα της ζωής της, ανάλογα με το πώς θα συνδεθεί από τη μητέρα με την αξία της γυναίκας, τη θηλυκότητα και την ικανότητα για τεκνοποίηση. Στην περίοδο αυτή ιδιαίτερη σημασία έχει για το κορίτσι η στάση του πατέρα, καθώς το κορίτσι εξαιτίας της απουσίας φόβου ευνουχισμού συνεχίζει και στην εφηβεία το ρομάντζο της οιδιπόδειας περιόδου, ως ότου βρει αργότερα σύντροφο.
Καθώς οι έφηβοι μπορούν πια να σκέπτονται συνδυάζοντας διάφορες πιθανότητες, αρχίζουν και δημιουργούν θεωρίες (που τις θεωρούν όλοι δικές του ανακαλύψεις) για να εξηγήσουν τον κόσμο γύρω τους και μέσα τους. Χαρακτηριστικό των θεωριών αυτών είναι ο μεγάλος ιδεαλισμός και η αντίθεση στις κατεστημένες αξίες. Ταυτόχρονα δημιουργούνται ομάδες του ίδιου φύλου, που είναι ανταγωνιστικές στις συμβατικές συνήθειες των μεγάλων, αλλά που υιοθετούν νέες συμβατικές καταστάσεις, όπως το ίδιο ντύσιμο, το ίδιο κόψιμο μαλλιών κτλ. Οι ομάδες αυτές στηρίζουν τους εφήβους στην προσπάθεια τους για ανεξαρτησία από τους γονείς και βοηθούν να σταθεροποιήσουν την ταυτότητα τους με την έντονη διαπροσωπική ανταλλαγή εμπειριών, που συμβαίνει σ' αυτές.
Ο ρόλος των γονιών είναι ιδιαίτερα δύσκολος στην περίοδο αυτή, γιατί θα πρέπει να συνδυάζει τη σταθερότητα εξάσκησης ελέγχου και περιορισμών με την κατανόηση απέναντι στην αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του εφήβου, που προσπαθεί ν' απομακρυνθεί, οπότε τους ανταγωνίζεται και τους μειώνει, αλλά και έμμεσα ζητά την προστασία και την αγάπη τους.
Διάφοροι αμυντικοί μηχανισμοί κινητοποιούνται στην εφηβεία στην προσπάθεια του εγώ του εφήβου να αντιρροπήσει την αναζωπύρωση των αιμομικτικών, σεξουαλικών και επιθετικών του ενορμήσεων, όπως η άρνηση, η προβολή, η διανοητικοποίηση, ο ασκητισμός κ.ά.
Στη μέση εφηβεία οι ομάδες έχουν γίνει πια μικτές. Το αγόρι συζητά με το κορίτσι, μοιράζονται τα συναισθήματα τους, έρχονται σε σεξουαλική επαφή αρκετά όμως αδέξια και χωρίς τρυφερότητα και βρίσκουν παρηγοριά στη σχέση τους για τον αποχωρισμό από τους γονείς τους. Γύρω στα δεκαπέντε, ο σύντροφος που προτιμάται είναι του αντίθετου πια φύλου, αλλά δεν εκτιμάται ακόμα σαν ιδιαίτερη οντότητα. Είναι μάλλον ναρκισσιστική προέκταση του εαυτού του εφήβου, θα υπάρξουν ίσως αρκετοί τέτοιοι «έρωτες», έως ότου στην όψιμη εφηβεία ή την ώριμη ηλικία το άτομο γίνει ικανό για ώριμη σχέση, όπου θα αγαπά το άλλο άτομο σαν ξεχωριστό από αυτό.
Προοδευτικά, στοιχεία του ιδεώδους του εγώ ενσωματώνονται στο εγώ του ατόμου και γίνονται χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του. Με τη μεταμόρφωση αυτή του ιδεώδους του εγώ σε εγώ, το άτομο αποκτά τη δική του αίσθηση ταυτότητας από την έκθεση σε ποικίλες κοινωνικές, πολιτισμικές και φυσικά οικογενειακές επιδράσεις. Η ταυτότητα αυτή σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του Erikson μπορεί να γίνει σταθερή ή το άτομο λόγω ανεπαρκών διαπροσωπικών, κοινωνικών κτλ. επιδράσεων να παρουσιάσει διάχυση της ταυτότητας του, δηλαδή έλλειψη αίσθησης σταθερού εαυτού και σύγχυση. Με αφορμή την εφηβεία, στην οποία ο Erikson έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, σημειώνουμε ότι η θεωρία του της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης παρουσιάζει την αναπτυξιακή ανέλιξη ενός ατόμου με βάση τις κοινωνικές σχέσεις και την κοινωνική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι διαδοχικές χρονολογικές περίοδοι από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένα αναπτυξιακά εγχειρήματα που αφορούν τη διαντίδρασή του ατόμου με το περιβάλλον του, στα οποία το άτομο βρίσκει πετυχημένες ή αποτυχημένες λύσεις. Τα κύρια εγχειρήματα παρουσιαζόμενα ως επιτυχία-αποτυχία και οι αντίστοιχες χρονικές περίοδοι/στάδια που αντιστοιχούν σ' αυτά επιδεικνύονται στον Πίνακα. Σημειώνουμε ότι οι χρονικές περίοδοι/στάδια, βρεφική ηλικία, νηπιακή ηλικία, προσχολική ηλικία, σχολική ηλικία, εφηβεία, αντιστοιχούν στο στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό στάδιο, λανθάνουσα περίοδο και γεννητικό στάδιο αντίστοιχα, της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του Freud
Η όψιμη εφηβεία είναι η περίοδος όπου το άτομο αντιμετωπίζει πια το μέλλον του. Το αγόρι σκέφτεται κυρίως την επαγγελματική του σταδιοδρομία, ενώ το κορίτσι τη σταδιοδρομία αλλά και τον ρόλο της σαν σύζυγος και μητέρα. Στο τέλος της περιόδου αυτής ο σύντροφος του αντίθετου φύλου γίνεται πια αντιληπτός σαν ξεχωριστό άτομο και ο έρωτας παίρνει μια απόχρωση ηρεμίας, αφοσίωσης και εκτίμησης. Η πραγματικότητα αντικαθιστά τη φαντασία και τον άκρατο ιδεαλισμό και ο έφηβος εισέρχεται στην υπευθυνότητα της ώριμης ηλικίας.
Ώριμη ηλικία
Είναι η ηλικία που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα του ατόμου να μοιράζεται με τους άλλους, να ανήκει στην κοινωνική ομάδα χωρίς να απειλείται ή να χάνει την αίσθηση της προσωπικής του ταυτότητας, να αναπτύσσει έναν ξεκάθαρο ρόλο, μια ξεκάθαρη λειτουργία και ένα ξεκάθαρο κοινωνικό επίπεδο, να δίνει και να παίρνει αναγνώριση εξίσου.
Το εγώ του ώριμου ατόμου χαρακτηρίζεται από τις εξής λειτουργίες: 1) Αναβάλλει τη δράση ως ότου σχηματίσει την ολοκληρωμένη εσωτερική αναπαράσταση της εκτέλεσης και των συνεπειών της. 2) Δίνει στο άτομο πλήρη και σταθερή προσωπική ταυτότητα. 3) Έχει σταθερή αίσθηση πραγματικότητας. 4) Αντέχει το άγχος, την ένταση και τις απογοητεύσεις της καθημερινής ζωής. 5) Δίνει στο άτομο την ικανότητα ν' αγαπά και να έρχεται σε σεξουαλική επαφή, να εργάζεται και να διασκεδάζει. 6) Μπορεί να εγκαταλείπει συνειδητά την πραγματικότητα και να αφήνεται στην ονειροπόληση και τη φαντασία, απ' όπου γεννιέται η ανακάλυψη, η εφευρετικότητα και η τέχνη.
Σημασία έχει και η μέση ηλικία, σαν υποπερίοδος της ώριμης ηλικίας (μεταξύ 35 με 40 και 60 με 65 ετών) στην οποία το άτομο ερχόμενο σ' επαφή με τον μελλοντικό θάνατο του (ενώ μέχρι την ηλικία αυτή τον είχε «ξεχάσει») κάνει απογραφή της ζωής του και σε θετική αξιολόγηση εμπεδώνει τη δραστηριότητα και δημιουργικότητα του, ενώ σε αρνητική αξιολόγηση αντιδρά ενδεχομένως αρνητικά, π.χ. με κατάθλιψη, εξωσυζυγικές περιπέτειες κτλ.
Γηρατειά
Τα γηρατειά χαρακτηρίζονται από την προοδευτική έκπτωση των λειτουργιών του ατόμου και την ανάγκη προσαρμογής στους περιορισμούς που συνεπάγονται. Μια καλή προσαρμογή του ατόμου, όμως, σημαίνει ενεργό σεξουαλική ζωή. δραστηριότητα και δημιουργικότητα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ιδιαίτερα σημαντική εξελικτικά είναι η ανάγκη εξοικείωσης του ατόμου με τον θάνατο του, η οποία αρχίζει γύρω στα εννιά, μετά απωθείται, επανεμφανίζεται όπως είδαμε στην τέταρτη δεκαετία και αντιμετωπίζεται σαν αναπόφευκτη πραγματικότητα στα γηρατειά.