Ι Ω Β
~.~
Το διηγηματικό πλαίσιο του ποιήματος (1,1 – 2,10)
Η δικαιοσύνη του Ιώβ ( 1,1 – 1,5 )
1,1 Στη χώρα την Αυσίτιδα ήτανε μια φορά ένας άνθρωπος με τ’ όνομα Ιώβ.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ακέραιος και δίκαιος· ήταν θεοσεβούμενος κι αποστρεφόταν καθετί κακό.
2 Του ’χαν γεννηθεί εφτά γιοί και τρεις θυγατέρες.
3 Το βιός του ήταν εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα, τρεις χιλιάδες καμήλες, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσιες ασίνες[1] και πλήθος ολάκερο υποτακτικοί και υπηρέτες. Ο Ιώβ ήταν ο πιο πλούσιος κι ο πιο τρανός απ’ όλα τα τέκνα της Ανατολής.
4 Οι γιοί του είχαν το συνήθειο μεγάλα φαγοπότια στα σπίτια τους να φιλοξενούνε, ο καθένας με τη σειρά του, κι έστελναν και καλούσαν τις τρεις αδερφές τους να φάνε και να πιούνε μαζί τους.
5 Όταν τα μερόνυχτα των γλεντιών τελειώναν, ο Ιώβ έστελνε παραγγελιά να τους πει να καθαριστούν και να εξαγνιστούνε. Σηκωνόταν πρωί-πρωί και πρόσφερε ολοκαυτώματα, ένα για κάθε έναν απ’ αυτούς, διότι λόγιαζε: Ίσως τα παιδιά μου αμάρτησαν και βλαστήμησαν το Θεό μες στην καρδιά τους, μ’ έναν ανόσιο λογισμό τους. Αυτά είχε ο Ιώβ το συνήθειο πάντοτε να κάνει.
~.~
Δυο δοκιμασίες ( 1,6 – 2,10 )
Η απώλεια του πλούτου ( 1,6 – 1,22 )
6 Μια μέρα, οι γιοί του Θεού παρουσιάστηκαν ενώπιον του Κυρίου, και μαζί τους ήλθε κι ο Υπεναντίος[2].
7 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Πούθε έρχεσαι;» Ο Σατανάς αποκρίθηκε στο Θεό και είπε: «Πετούσα επάνω από τη γη κι ολάκερη την περιδιάβηκα».
8 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Πρόσεξες τον δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει κανένας σαν κι αυτόν σε ολάκερη τη γη, άνθρωπος πιο δίκαιος κι ακέραιος, που σέβεται το Θεό κι αποστρέφεται καθετί κακό».
9 Ο Υπεναντίος αποκρίθηκε στον Κύριο και είπε: «Μήπως ο Ιώβ σέβεται τον Θεό δίχως αντάλλαγμα;
10 Εσύ δεν όρθωσες έναν φράχτη προστασίας γύρω του, γύρω από τη φαμίλια του κι απ’ όλα τα υπάρχοντά του; Ευλόγησες τα έργα των χειρών του, και τα κοπάδια του κατέκλυσαν ολάκερη τη γη.
11 Αλλά εξέτεινε την χείρα σου ενάντιά του κι άγγιξε όλα αυτά που έχει. Τότε θα δεις αν θα σε καταραστεί κατά πρόσωπο».
12 Ο Θεός απηλογήθηκε στον Υπεναντίο και είπε: «Ό,τι κι αν έχει ο Ιώβ είναι τώρα στο χέρι σου. Μονάχα απάνω του το χέρι σου μην απλώσεις!» Έτσι ο Υπεναντίος έφυγε από το πρόσωπο του Θεού.
13 Μια μέρα, οι γιοί και οι θυγατέρες του Ιώβ έτρωγαν κι έπιναν κρασί στο σπίτι του πρωτότοκου αδερφού τους.
14 Ένας αγγελιαφόρος ήρθε στον Ιώβ και είπε: «Τα βόδια σου όργωναν κι οι ασίνες σου βόσκαγαν ειρηνικά στο πλάι τους,
15 όταν άξαφνα οι Σαβαίοι έπεσαν επάνω τους και τα πήραν, και τα βοσκόπουλα τα πέρασαν όλα από μαχαίρι. Μονάχα εγώ γλύτωσα, μόνο εγώ ο ίδιος, ήρθα για να σου πω τα μαντάτα».
16 Κι ενώ ετούτος μίλαγε ακόμα, ήρθε ένας άλλος και είπε: «Ένα πυρ απ’ το Θεό έπεσε από τον ουρανό και έκανε παρανάλωμα τα γιδοπρόβατα και τους παραγιούς σου, όλους αντάμα. Μονάχα εγώ ξέφυγα, μόνο εγώ ο ίδιος, για να ’ρθω να σου πω τα μαντάτα».
17 Ενόσω μίλαγε ακόμα ετούτος, κατέφτασε ένας άλλος και είπε: «Τρεις σπείρες Χαλδαίων έπεσαν απάνω στις καμήλες και τις λήστεψαν, περνώντας όλα σου τα δουλικά απ’ το λεπίδι. Μονάχα εγώ γλύτωσα, μόνο εγώ ο ίδιος και σου φέρνω τα μαντάτα».
18 Ενώ μίλαγε ακόμα ετούτος, ήρθε ένας άλλος και είπε: «Οι γιοί σου κι οι θυγατέρες σου έτρωγαν κι έπιναν κρασί στο σπίτι του αδερφού τους του πρωτότοκου.
19 Σηκώθηκε άξαφνα μια δεινή ανεμοζάλη απ’ της ερήμου τη μεριά, ξεθεμέλιωσε το σπίτι κι από τις τέσσερις γωνιές του και τούτο έπεσε απάνω στα κοπέλια και τα σκότωσε. Μονάχα εγώ γλύτωσα, μόνο εγώ ο ίδιος, να σου φέρω τούτα τα μαντάτα».
20 Κατόπι σηκώθηκε ο Ιώβ επάνω, έσκισε τα ιμάτιά του, ξύρισε την κεφαλή του, και πέφτοντας χαμαί στη γη, προσκύνησε και είπε:
21 «Γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός θε να γυρίσω εκείθε· ο Κύριος ο Θεός έδωκε, ο Κύριος πήρε και πάλι πίσω. Να ’ναι ευλογημένο το Όνομά του».
22 Καταμεσής σε όλα τούτα, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν έπιασε με ασέβεια τον Κύριο ανάμεσα στα χείλη του.
Η απώλεια της υγείας ( 2,1 – 2,10 )
2,1 Μια μέρα, οι γιοί του Θεού ήρθαν να παρουσιαστούν ενώπιον του. Ο Υπεναντίος ήρθε κι αυτός ανάμεσά τους για να παρουσιαστεί ενώπιον του Κυρίου.
2 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Πούθε έρχεσαι;» Ο Σατανάς απάντησε στο Θεό και είπε: «Περιπλανήθηκα πάνω από ολάκερη τη γη και τη διέσχισα από τη μιαν άκρη έως την άλλη».
3 Ο Κύριος ρώτησε τον Υπεναντίο: «Πρόσεξες το δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει κανείς άλλος σαν κι αυτόν σ’ ολάκερη τη γη, άμωμος και δίκαιος άνθρωπος που έχει φόβο Θεού και που απέχει από καθετί κακό. Ακόμα επιμένει απαρασάλευτα στην ευσέβειά του· κι εσύ με παραπλάνησες και με εξερέθισες ενάντιά του, για να τον καταστρέψω δίχως λόγο.
4 Ο Υπεναντίος αντέτεινε στον Κύριο: «Δέρμα αντί δέρματος[3]! Ό,τι κι αν κατέχει ο άνθρωπος θα το θυσιάσει για να γλυτώσει τη ζωή του.
5 Αλλά άπλωσε το χέρι σου και πλήξε τα οστά και το σαρκίο του, και τότε όντως θα σε βλαστημήσει κατά πρόσωπο».
6 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Ιδού, ο Ιώβ είναι τώρα στα χέρια σου. Πρόσεξε μονάχα τη ζωή του να φεισθείς!»
7 Ο Σατανάς έφυγε από το πρόσωπο του Θεού και έπληξε τον Ιώβ με τρομερά έλκη και βδελυρές φλεγμονές που τον κατέκαιγαν απ’ την κορφή έως τα νύχια.
8 Κάθισε κατόπι ο Ιώβ καταμεσής στις στάχτες και πήρε ένα όστρακο για να ξύνει τις πληγές του.
9 Τότε η γυναίκα του τού είπε: «Ακόμα κρέμεσαι με νύχια και με δόντια απ’ τη δικαιοσύνη σου; Βλαστήμα το Θεό και πέθανε!»
10 Εκείνος όμως της αποκρίθηκε: «Μιλάς σαν μια ανόητη γυναίκα! Θες να δεχόμαστε απ’ το Θεό μονάχα τα καλά κι όχι τα κακά;» Μέσα σε όλα τούτα ο Ιώβ δεν έπιασε ανόσια το Θεό ανάμεσα στα χείλη του.
~.~
Οι αντίλογοι ( 2,11 – 31,40 )
Η επίσκεψη των φίλων ( 2,11 – 2,13 )
11 Όταν οι τρεις φίλοι του Ιώβ άκουσαν για όλα τούτα τα δεινά που έπεσαν πάνω στην κεφαλή του, ξεκίνησαν ο καθένας από την δική του πατρίδα – ο Ελιφάς ο Θαιμανίτης, ο Βιλδάδ ο Σουχίτης και ο Σωφάρ ο Νααμαθίτης. Αποφάσισαν να πάνε να τον συναντήσουν για να του δείξουν τη συμπόνια τους και για να τον παρηγορήσουν.
12 Όταν σήκωσαν τα μάτια τους και ξάνοιξαν απ’ αλάργα και δεν δυνήθηκαν καν να τον αναγνωρίσουν, αναβόησαν με φωνή μεγάλη και θρήνησαν. Διέρρηξαν ο καθένας τα ιμάτιά του κι έριξαν σκόνη και σποδό στον ουρανό πάνω από τις κεφαλές τους.
13 Κάθισαν μαζί του κατάχαμα, εφτά μέρες κι εφτά νύχτες. Κανένας δεν του ’πε ένα λόγο, γιατί είδαν πόσο τρανή ήταν η οδύνη και η συμφορά του.
~.~
Ο θρήνος του Ιώβ
Το άχθος της ζωής ( 3,1 – 3,26 )
3,1 Κατόπιν, ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του
και καταράστηκε τη μέρα της γέννησής του.
2 Ο Ιώβ μίλησε και είπε:
3 Ας ήταν να αφανιστεί η μέρα που γεννήθηκα,
κι η νύχτα όπου είπαν, «Ιδού, ένας βροτός!»
4 Η μέρα εκείνη να γενεί σκοτάδι,
Ας μην την αναζητήσει ποτέ ο Θεός από εκεί επάνω,
Ποτέ φως να μη λάμψει πάνω σ’ αυτή τη μέρα.
5 Σκοτάδι και ζόφος θανατερός ας τηνε μαγαρίσουν,
Ένα μαύρο σύννεφο να τηνε σκεπάσει,
Το σκότος κι η μαυρίλα ας τηνε λαχταρήσουν.
6 Εκείνη τη νύχτα ας την κάνει βορά του το σκοτάδι!
Να μην αριθμηθεί ανάμεσα στις μέρες του ενιαυτού·
ας μην μετρήσει ποτέ στο πέρασμα του μήνα.
7 Εκείνη η νύχτα ας γενόταν στέρφα!
Χαρμοσύνης αλαλαγμός ποτέ να μην ηχήσει μέσα της.
8 Οι γητευτές της μέρας να τηνε καταραστούνε,
Αυτοί που τον Λεβιάθαν δεμένονε κρατούνε να τονε ξυπνήσουν.
9 Ας μείνουν σκοτεινά του λυκόφωτος τ’ αστέρια·
Φως ν’ ανιμένουν και να μην έρχεται κανένα,
Να μη θωρούν τα βλέφαρα το άστρο της αυγής.
10 Τι δε σφάλισε της μάνας μου την πύλη,
δεν έκρυψε από τα μάτια μου το άλγος.
11 Γιατί δεν έφυγα στη γέννα;
Απ’ τη γαστέρα νεκρός να ξεμυτίσω;
12 Γιατί να με καλωσορίσουν γόνατα;
Γιατί εβρήκα δυο μαστούς για να θηλάσω;
13 Γαλήνιος θα κειτόμουν τώρα,
αναπαυμένος κι ήσυχος θε να κοιμόμουν,
14 Με τους ρηγάδες του ντουνιά και τους βεζίρηδες,
χαλάσματα έρημα και τύμβους νεκρικούς που οικοδομούνε,
15 Ή με ρηγόπουλα χρυσοσαβανωμένα
μες σε μνημούρια ασημογεμισμένα.
16 Αχ και να ’μουνα ίδιος με λαθραία παραχωμένο έκτρωμα,
ωσάν να μην υπήρχα διόλου, ίδια έμβρυο
που δεν αντίκρισε ποτέ το φως του ήλιου.
17 Εκειδά κάτω ασεβείς δε λυσσομανούνε·
Εκεί ξαποσταίνουν οι αποκαμωμένοι από τους ισχυρούς.
18 Οι αιχμάλωτοι έχουνε βρει εκεί γαλήνη·
Εκεί δε γρικούνε τη φωνή του διώκτη τύραννου.
19 Τιποτένιοι ή τρανοί, ένα είναι εκειδά·
Ο δούλος είν’ ελεύθερος από τ’ αφεντικά.
20 Γιατί έδωσε στους τεθλιμμένους φως
και ζωή στους στραγγαλισμένους από την πίκρα;
Για θάνατο διψούνε, μα δεν έρχεται κανένας·
Σκάβουνε να τόνε βρούνε σα να ’τανε κρυμμένος θησαυρός.
22 Ευφραίνονται κι αγάλλονται μπρος σ’ ένα σωρό από πέτρες,
περιχαρείς όταν βρίσκουνε τον τάφο.
23 Γιατί το φως για τον θνητό που η οδός του είναι κρυμμένη,
που ο Θεός τον έχει περικλείσει απ’ ολούθε;
24 Πριν φάω μια μπουκιά ψωμί, με πνίγει ο στεναγμός,
οι θρήνοι μου σαν τα τρεχούμενα νερά αναβρύζουν.
25 Ο φόβος που με τρόμαζε με πρόφτασε·
Ό,τι σκιαζόμουν με κατέλαβε.
26 Γαλήνη δεν έχω μπλιο, μήτε ξεγνοιασιά, ούτ’ αναπαμό·
θλίψη καινούρια ήρθε καταπάνω μου.
~.~
Ο πρώτος Λόγος του Ελιφάς ( 4,1 – 5,27 )
Ο νόμος της ανταπόδοσης ( 4,1 – 4,11 )
4,1 Κατόπι ο Ελιφάς ο Θαιμανίτης απάντησε και είπε:
2 Αν τόλμαγε κανείς να σου μιλήσει,
μήπως θα σου γενόταν φορτικός;
Ποιος όμως άραγε μπορεί τον λόγο να κρατήσει;
3 Ιδού, πολλούς δασκάλεψες,
Κι έδωκες σθένος σε χέρια ανήμπορα.
4 Τα λόγια σου ανθρώπους ανορθώσαν που παρέπαιαν,
στήριξες γόνατα που λύγιζαν.
5 Τώρα που σε φτάνει εσένανε η θλίψη, εσύ λιποψυχάς.
Τώρα που εκείνη σε αγγίζει, εσύ τα ’χεις χαμένα.
6 Δεν είν’ ο φόβος Θεού η εγγύησή σου,
Κι ελπίδα σου δεν είναι η ευθύτης των οδών σου;
7 Λογίσου! Ποιος χάνεται όντας αθώος κι άφταιχτος;
Πού στον κόσμο οι δίκαιοι αφανίζονται;
8 Όπου κι αν ρίξω το βλέμμα μου:
Εκειός που σπέρνει το κακό κι οργώνει την αδικία,
αυτός και τα θερίζει.
9 Από το πνέμα του Θεού θα σαρωθούνε,
θ’ αφανιστούνε από την πνοή των ρωθώνων του.
10 Ο λιόντας ας βρυχάται,
η λέαινα ας μουγκρίζει,
ο σκύμνος ας μινυρίζει[4],
του βασιλιά τα δόντια όμως είν’ ξεριζωμένα.
11 Ο λιόντας αφανίζεται γιατί δεν έχει λεία,
τα λιονταράκια του ορφανά έχουνε σκορπίσει.
Ένα όνειρο ( 4,12 – 4,21 )
12 Ένας λόγος ήρθε κλεφτά σε μένα,
σαν ψίθυρος έφτασε μέσα στ’ αυτιά μου.
13 Σε ρεμβασμούς κι οράματα της νύχτας,
όταν νάρκη βαθιά σκεπάζει τους ανθρώπους,
14 Τρόμος και φρίκη με κατέλαβε,
κάνοντάς με να ριγήσω ώς το μεδούλι.
15 Ένα πνέμα γλιστρά μπρος από το πρόσωπό μου,
Μία ριπή τ’ ανέμου κάνει τη σάρκα μου ν’ αναρριγήσει.
16 Στέκει ομπρός μου, μα δεν μπόρεσα την ειδή του να διακρίνω·
μια αχνή μορφή ήταν μονάχα μπρος απ’ τη θωριά μου,
ένα θρόϊσμα γρικώ να ψιθυρίζει:
17 Μην είν’ κανείς θνητός δίκαιος μπρος στο Θεό,
Είναι εφήμερος κανένας καθαρός ενώπιον του κτίστη του;
18 Τους μπιστικούς του δεν πιστεύει,
και τους αγγέλους του για πλάνη τούς ενάγει.
19 Πόσο πιο λίγο λοιπόν πιστεύει τους οικούντας σε οίκο από πηλό,
που από χώμα και λάσπη είναι η γενιά τους,
που τους συνθλίβουνε πιο γοργά κι από το σκώρο.
20 Απ’ την αυγή έως το σούρουπο τους συνθλίβουν,
χάνονται για πάντα και κανείς δεν το προσέχει.
21 Το σκήνωμά τους λύνεται και πέφτει,
κι αυτοί θνήσκουν και φεύγουν δίχως σοφία, δίχως γνώση.
Η ευθύνη του ανθρώπου ( 5,1-7 )
5,1 Φώναξε τώρα!
Είναι κανείς που θα σου απαντήσει;
Σε ποιο από τα άγια όντα θε να στραφείς;
2 Ο θυμός τους άφρονες φονεύει,
Ο ζήλος τους μωρούς σκοτώνει.
3 Είδα έναν μωρό να πιάνει ρίζες,
Κι αμέσως τη μονιά του καταράστηκα.
4 Αλάργα από το λυτρωμό είν’ τα παιδιά του,
Το δίκιο τους τσαλαπατιέται στης πόλης τους την πύλη,
δεν έχουν Παραστάτη, ούτε βοηθό.
5 Τη σοδειά του την κατατρώγει ο πεινασμένος,
τα στάχυα του τα βγάζει ακόμα και μέσα από τ’ αγκάθια,
Οι διψασμένοι λαχταρούν το βιός του.
6 Τι τ’ άδικο δε βγαίνει από το χώμα,
Δε βλαστάνει απ’ το χωράφι η θλίψη·
7 Μόν’ ο άνθρωπος γεννιέται για τα πάθη,
Σαν σπίθες της φωτιάς που πετούνε στον αγέρα.
Η υποταγή στο Θεό ( 5,8 – 5,16 )
8 Όμως εγώ το Θεό θα γύρευα,-
Και στον Θεό μπροστά θα έφερνα την υπόθεσή μου.
9 που κάνει έργα μεγάλα κι ανεξιχνίαστα,
Θαυμάσια ων ουκ έστιν αριθμός.
10 Ρίχνει βροχή πάνω στη γη
Και στέλνει νερό στ’ απέραντα λιβάδια.
11 Μεγαλύνει τους ταπεινούς,
Και ανυψώνει τους απελπισμένους.
12 Ματαιώνει των πανούργων τις δόλιες πλεκτάνες,
Ώστε τα χέρια τους ευόδωση να μην βρούνε.
13 Τους σοφούς μπλέκει μες στα δίχτυα της πανουργίας τους·
Των ραδιούργων τα θελήματα οδηγεί στη ματαίωση.
14 Με το φέγγος της μέρας συναντούν το σκότος.
Μέρα μεσημέρι ψαχουλεύουνε σα να ’τανε σκοτάδι.
15 Κείνος σώζει τους ταπεινούς από το ξίφος,
από τον βραχίονα των ισχυρών λυτρώνει τους πένητες.
16 Ελπίδα είναι για τους αδυνάτους·
Φράζει της αδικίας το στόμα.
και καταράστηκε τη μέρα της γέννησής του.
κι η νύχτα όπου είπαν, «Ιδού, ένας βροτός!»
Ας μην την αναζητήσει ποτέ ο Θεός από εκεί επάνω,
Ποτέ φως να μη λάμψει πάνω σ’ αυτή τη μέρα.
Ένα μαύρο σύννεφο να τηνε σκεπάσει,
Το σκότος κι η μαυρίλα ας τηνε λαχταρήσουν.
Να μην αριθμηθεί ανάμεσα στις μέρες του ενιαυτού·
ας μην μετρήσει ποτέ στο πέρασμα του μήνα.
Χαρμοσύνης αλαλαγμός ποτέ να μην ηχήσει μέσα της.
Αυτοί που τον Λεβιάθαν δεμένονε κρατούνε να τονε ξυπνήσουν.
Φως ν’ ανιμένουν και να μην έρχεται κανένα,
Να μη θωρούν τα βλέφαρα το άστρο της αυγής.
δεν έκρυψε από τα μάτια μου το άλγος.
Απ’ τη γαστέρα νεκρός να ξεμυτίσω;
Γιατί εβρήκα δυο μαστούς για να θηλάσω;
αναπαυμένος κι ήσυχος θε να κοιμόμουν,
χαλάσματα έρημα και τύμβους νεκρικούς που οικοδομούνε,
μες σε μνημούρια ασημογεμισμένα.
ωσάν να μην υπήρχα διόλου, ίδια έμβρυο
που δεν αντίκρισε ποτέ το φως του ήλιου.
Εκεί ξαποσταίνουν οι αποκαμωμένοι από τους ισχυρούς.
Εκεί δε γρικούνε τη φωνή του διώκτη τύραννου.
Ο δούλος είν’ ελεύθερος από τ’ αφεντικά.
και ζωή στους στραγγαλισμένους από την πίκρα;
Για θάνατο διψούνε, μα δεν έρχεται κανένας·
Σκάβουνε να τόνε βρούνε σα να ’τανε κρυμμένος θησαυρός.
περιχαρείς όταν βρίσκουνε τον τάφο.
που ο Θεός τον έχει περικλείσει απ’ ολούθε;
οι θρήνοι μου σαν τα τρεχούμενα νερά αναβρύζουν.
Ό,τι σκιαζόμουν με κατέλαβε.
θλίψη καινούρια ήρθε καταπάνω μου.
μήπως θα σου γενόταν φορτικός;
Ποιος όμως άραγε μπορεί τον λόγο να κρατήσει;
Κι έδωκες σθένος σε χέρια ανήμπορα.
στήριξες γόνατα που λύγιζαν.
Τώρα που εκείνη σε αγγίζει, εσύ τα ’χεις χαμένα.
Κι ελπίδα σου δεν είναι η ευθύτης των οδών σου;
Πού στον κόσμο οι δίκαιοι αφανίζονται;
Εκειός που σπέρνει το κακό κι οργώνει την αδικία,
αυτός και τα θερίζει.
θ’ αφανιστούνε από την πνοή των ρωθώνων του.
η λέαινα ας μουγκρίζει,
ο σκύμνος ας μινυρίζει[4],
του βασιλιά τα δόντια όμως είν’ ξεριζωμένα.
τα λιονταράκια του ορφανά έχουνε σκορπίσει.
σαν ψίθυρος έφτασε μέσα στ’ αυτιά μου.
όταν νάρκη βαθιά σκεπάζει τους ανθρώπους,
κάνοντάς με να ριγήσω ώς το μεδούλι.
Μία ριπή τ’ ανέμου κάνει τη σάρκα μου ν’ αναρριγήσει.
μια αχνή μορφή ήταν μονάχα μπρος απ’ τη θωριά μου,
ένα θρόϊσμα γρικώ να ψιθυρίζει:
Είναι εφήμερος κανένας καθαρός ενώπιον του κτίστη του;
και τους αγγέλους του για πλάνη τούς ενάγει.
που από χώμα και λάσπη είναι η γενιά τους,
που τους συνθλίβουνε πιο γοργά κι από το σκώρο.
χάνονται για πάντα και κανείς δεν το προσέχει.
κι αυτοί θνήσκουν και φεύγουν δίχως σοφία, δίχως γνώση.
Είναι κανείς που θα σου απαντήσει;
Σε ποιο από τα άγια όντα θε να στραφείς;
Ο ζήλος τους μωρούς σκοτώνει.
Κι αμέσως τη μονιά του καταράστηκα.
Το δίκιο τους τσαλαπατιέται στης πόλης τους την πύλη,
δεν έχουν Παραστάτη, ούτε βοηθό.
τα στάχυα του τα βγάζει ακόμα και μέσα από τ’ αγκάθια,
Οι διψασμένοι λαχταρούν το βιός του.
Δε βλαστάνει απ’ το χωράφι η θλίψη·
Σαν σπίθες της φωτιάς που πετούνε στον αγέρα.
Και στον Θεό μπροστά θα έφερνα την υπόθεσή μου.
Θαυμάσια ων ουκ έστιν αριθμός.
Και στέλνει νερό στ’ απέραντα λιβάδια.
Και ανυψώνει τους απελπισμένους.
Ώστε τα χέρια τους ευόδωση να μην βρούνε.
Των ραδιούργων τα θελήματα οδηγεί στη ματαίωση.
Μέρα μεσημέρι ψαχουλεύουνε σα να ’τανε σκοτάδι.
από τον βραχίονα των ισχυρών λυτρώνει τους πένητες.
Φράζει της αδικίας το στόμα.
Ι Ω Β
μέρος β’
Τον κανόνα του Παντοδύναμου μην τονε χλευάζεις.
Χτυπά, αλλά οι χείρες του γιαίνουν την πληγή.
Την εβδόμη κακό κανένα δε θα σ’ αγγίζει πια.
Στον πόλεμο σε φυλάει από του ξίφους την ισχύ.
Δεν είναι ανάγκη να καρδιοχτυπάς μπρος στην καταστροφή.
Τα άγρια θεριά δε θα σε τρομάζουν πια.
Και με τα ανήμερα θεριά θα έχεις συμμαχία.
Κι ότι απ’ το βιός σου τίποτα δε λείπει.
Τα βλαστάρια σου θα’ ναι άπειρα σαν τα βότανα της γης.
Σαν θημωνιά στάρι θερισμένο στον καιρό του.
Έτσι είναι, έτσι τα ακούσαμε. Όσο για σένα, άκουσε και δέξου τα!
Να μπει στης ζυγαριάς το τάσι κι η οδύνη μου!
κι από της θάλασσας την άμμο,
για τούτο αστόχαστα τα λόγια μου.
Το πνέμα μου το φαρμάκι τους ρουφάει.
Οι τρόμοι του Θεού παραταγμένοι ομάδι είν’ απέναντί μου.
Ή μουγκανίζει ο βους όταν απ’ το παχνί του τρώει;
Ή υπάρχει νοστιμιά στη βλέννα;
Βδελυρό ‘ναι σαν τη σάρκα τη λωβή.
Ας εκπλήρωνε ο Θεός την ελπίδα μου.
Ας έλυνε την χείρα του και σύριζα ας με κλάδευγε.
Ακόμα κι όταν από τον πόνο μου σκιρτώ,
Εκειός το άλγος μου δεν φείδεται.
Τι δεν έκρυψα ποτές μου του Πανάγιου τα λόγια.
Πότε είν’ το τέλος μου για να αντέξει η ψυχή μου;
Μήπως είν’ η σάρκα μου από σίδερο;
Κάθε λυτρωμός έχει εξοριστεί από κοντά μου;
Ακόμα κι όταν εκειός το φόβο του Θεού αφήνει.
Σα νεροσυρμές που η κοίτη τους στερεύγει.
όταν λιώνει απάνω του το χιόνι.
στο λιοπύρι το λίκνο τους άχνα κι ατμός.
καραβάνια που τσ’ αναζητούνε,
ακολουθούν και χάνονται καταμεσής στο τίποτα.
Των Σαβαίων οι φάλαγγες τσ’ εμπιστευθήκαν.
Φτάσανε κι από το τίποτα απογοητευθήκαν.
Τη φρίκη μου ξανοίγετε κι από τον τρόμο αναρριγάτε.
Δώστε μου απ’ τα πλούτια σας,
Δώστε μου δώρα από το βιός σας;
Λύτρα πληρώσετε και σώστε με από την χείρα του τυράννου μου;
Πού λάθεψα, ξηγήστε μου!
Τι δύναται ο εδικός σας ψόγος να κρίνει;
Τ’ απελπισμένου τα λόγια κούφια σαν τον άνεμο νογάτε;
Τον φίλο σας τον ίδιο θε να πουλούσατε!
Ψέματα κατά πρόσωπο δε θε να πω.
Επιστρέψτε, το δίκιο μου μάρτυράς μου στέκει ακόμα!
Μήγαρις ο ουρανίσκος μου
τη γεύση του κακού να ξεχωρίσει δε μπορεί;
δεν είν’ τ’ ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη;
Οι μέρες του ζωή δεν είν’ ενός μεροκαματιάρη;
Σα μεροδουλευτής που το μισθό του ανιμένει.
Και νύχτες γιομάτες οδύνη το μερτικό μου.
Νυχτώνει κι εγώ στριφογυρνώ μέχρι να ξημερώσει.
Το δέρμα μου σκάζει και πυορροεί.
Τσ’ ελπίδας η κλωστή κόβγεται και σπάζει.
Τα μάτια μου δε θε να ξαναδούν καλό.
Τα μάτια σου θα με γυρέψουν, αλλά εγώ δε θα ‘μαι πια εκεί.
Ετσά δε θα ξανανεβεί ποτέ κανείς που στον κάτω κόσμο έχει κατέβει.
Δεν τονε γνωρίζει μπλιο ο τόπος του.
Θα λαλήσω μέσα απ’ την αγκούσα της καρδιάς μου,
Θα θρηνήσω μέσα απ’ την πίκρα της ψυχής μου.
Που μου βάζεις φύλακα να με παραμονεύγει;
Η κοίτη μου θε να σηκώσει τη θλίψη μου,
Με οράματα με κατατρόμαξες.
Το θάνατο, από το σκέλεθρο ετούτο το βδελυρό.
αιώνια δε μπορώ να ζω.
Ανέμου πνοή οι μέρες μου.
και τόσο τον προσέχεις;
Και τόνε δοκιμάζεις κάθε μια στιγμή;
Δε θα μ’ αφήσεις ποτέ σε ησυχία,
το σάλιο μου να καταπιώ δε θα μ’ αφήσεις μπλιο;
Σε τι αμάρτησα, ω φύλακα τ’ ανθρώπου;
Γιατί μ’ έχεις βάλει στο σημάδι;
Μήγαρις φόρτωμα σου ’χω γενεί;
Την ανομία μου γιατί δεν την εξαλείφεις;
Σε λίγο δε θα υπάρχω πια.
Θα με ζητάς και θα κείτομαι στη σκόνη.
Τα λόγια σου κούφια ανεμοζάλη.
Ή μήπως διαστρέφει ο Κύριος των Δυνάμεων τη δικαιοσύνη;
Στου δικού τους φταίξιμου τα χέρια ο Θιός τους παραδίνει.
Φύλακας και φρουρός σου ακοίμητος θε να ‘ναι Εκείνος,
Τον οίκο που σου πρέπει θε να τον αποκαταστήσει.
Το τέλος σου όμως τρανό θα ‘ναι και μεγάλο.
Και σπούδασε αυτά που οι πατέρες ερευνήσαν.
Σκιάς πέρασμα οι μέρες μας πάνω στη γη.
Δε θα σου δώσουν λόγια βγαλμένα μέσ’ απ’ την καρδιά τους;
Θεριεύει η καλαμιά δίχως νερό;
Θα μαραθεί πριν από κάθε χόρτο.
Κι η ελπίδα των μιαρών εξανεμίζεται.
Η σιγουριά τους σαν τη φωλιά τσ’ αράχνης.
Το αδράχνει, όμως εκείνο δεν κρατεί.
Οι βλαστοί του πέρα κι απ’ τον δικό του κήπο ξεπροβάλλουν.
Οι ρίζες του μέσ’ από ριζιμιό χαράκι ξεμυτίζουν.
Κι αν ο Θεός τον αρνηθεί, λέγοντας «Δε σε ξέρω!»,
απ’ ένα άλλο χώμα θε να ξεπηδήσει.
Τον άδικο δεν κρατά σφιχτά από το χέρι.
Με θριάμβου αλαλαγμό τα χείλη σου.
Το σκήνωμα των ασεβών δεν θα υπάρχει πια.
Πως δύνεται ο άνθρωπος το δίκιο του να έβρει μπρος στο Θεό;
Ούτε μια στις χίλιες λόγο δε θα δυνόταν να τ’ αντιτάξει.
Ποιος μαζί του να λογοφέρει δύναται κι αλώβητος να μείνει;
Βουνά ξεθεμελιώνει μέσα στην οργή του.
Τους στύλους της γης να σαλεύουνε τους κάνει.
Τ’ άστρα σφιχτά με σφραγίδα τα σφαλίζει.
Περιπατεί απάνω στων κυμάτων τις κορφές.
και των αστερισμών του νότου είν’ ο ποιητής.
Έργα θαυμαστά και αναρίθμητα.
Γλιστρά από πλάι μου δίχως να τονε καταλάβω.
ποιος θα βρεθεί να τονε συγκρατήσει;
Ποιος θα βρεθεί να του πει «τι κάνεις εκεί»;
Κάτω απ’ Αυτόν κάμφθηκαν και προσκύνησαν του πανάρχαιου κήτους
Οι βοηθοί.
Θα διάλεγα τα λόγια μου απέναντί του.
Για έλεος θα ’πρεπε να ικετέψω τον Κριτή μου.
Δεν πιστεύω ότι θα άκουγε τη φωνή μου.
Πληθαίνει τις πληγές μου δίχως λόγο.
Με πίκρες με χορταίνει.
Αυτός είν’ ο κραταιός·
Αν είν’ για κρίση, ποιος είν’ εκειός που θα τονε εγκαλέσει;
Ευθύς κι αν είμαι, στραβό θε να με παραστήσει.
Την ίδιά μου τη ζωή βδελύσσομαι.
Για τούτο είπα: τον αθώο και τον ένοχο αδιακρίτως εξαλείφει.
Όταν το φραγγέλιο χλευάζει των απελπισμένωνε τον τρόμο.
Το πρόσωπο των κριτών της Αυτός το αποκρύπτει.
Αν Αυτός δεν είναι, τότε ποιος είναι;
Φεύγουν, δίχως ένα καλό να δούνε.
σαν αητός που ορμά πάνω στο θύμα.
Το πρόσωπο μου θε ν’ αλλάξω, τη θωριά μου ευφρόσυνη θα κάμω!
Ξέρω ότι δε θα με αθωώσεις.
Γιατί μάταια να μοχθώ;
Αν καθαρίσω τα χέρια μου με αλισίβα,
Ακόμα και τα ίδια μου τα ρούχα απ’ την ακαθαρσία θα με βδελύσσονταν.
Που να του απαντήσω θα μπορούσα:
Ας πάμε στον κριτή αντάμα!
Που θα δυνόταν το χέρι του επάνω στους δύο μας να βάλει.
Κι ο τρόμος του να μη με κατακλύζει μπλιο.
Αλλά –αλλοίμονο– δεν είν’ ετσά με μένα.
[1] Θηλυκά γαϊδούρια.
[2] Ο Σατανάς, στον πρώιμο ρόλο του δια-βάλλοντος, του κυνικού αμφισβητία και κατήγορου των ανθρώπων.
[3] Μάλλον παροιμιακή έκφραση, προερχόμενη πιθανόν από τον χώρο των εμπορικών συναλλαγών.
[4] Νιαουρίζει.