Άρχισα να πίνω στα 17 μου και σταμάτησα γύρω στα 42. Συνεπώς, για χρόνια, έζησα βαδίζοντας, ή μάλλον τρεκλίζοντας, πάνω στη λεπτή μεθόριο που χώριζε τις συνήθειες ενός ανθεκτικού πότη από το φάσμα των συμπτωμάτων του αναπτυσσόμενου εθισμού, κάτι σαν χείλος γκρεμού απ’ όπου η κατάρρευση, έστω και αν απείχε αρκετά, πάντως ήταν ορατή. Έτσι, ενηλικιώθηκα αφουγκραζόμενος τους σακχαρομύκητες που δρούσαν μέσα στη μαγιά της μπίρας προκαλώντας τις περίφημες αλκοολικές ζυμώσεις. Όμως, σιγά σιγά, εξαιτίας της γαστρίτιδας που με ταλαιπωρούσε σαν προκαταβολή της θείας δίκης, παραιτήθηκα απ’ τη γλυκόπικρη γεύση της μπίρας, προτιμώντας τα λεγόμενα σκληρά ποτά, που εξάλλου ταίριαζαν στη βαναυσότητα με την οποία τιμωρούσα τον εαυτό μου ακριβώς για το ότι ήταν τόσο αδύναμος ώστε να πίνει του σκοτωμού. Δύσκολα θα ‘βρισκε κανείς πιο εύγλωττο παράδειγμα φαύλου κύκλου.
Άρχισα να πίνω στα 17 μου και σταμάτησα γύρω στα 42. Συνεπώς, για χρόνια, έζησα βαδίζοντας, ή μάλλον τρεκλίζοντας, πάνω στη λεπτή μεθόριο που χώριζε τις συνήθειες ενός ανθεκτικού πότη από το φάσμα των συμπτωμάτων του αναπτυσσόμενου εθισμού, κάτι σαν χείλος γκρεμού απ’ όπου η κατάρρευση, έστω και αν απείχε αρκετά, πάντως ήταν ορατή. Έτσι, ενηλικιώθηκα αφουγκραζόμενος τους σακχαρομύκητες που δρούσαν μέσα στη μαγιά της μπίρας προκαλώντας τις περίφημες αλκοολικές ζυμώσεις. Όμως, σιγά σιγά, εξαιτίας της γαστρίτιδας που με ταλαιπωρούσε σαν προκαταβολή της θείας δίκης, παραιτήθηκα απ’ τη γλυκόπικρη γεύση της μπίρας, προτιμώντας τα λεγόμενα σκληρά ποτά, που εξάλλου ταίριαζαν στη βαναυσότητα με την οποία τιμωρούσα τον εαυτό μου ακριβώς για το ότι ήταν τόσο αδύναμος ώστε να πίνει του σκοτωμού. Δύσκολα θα ‘βρισκε κανείς πιο εύγλωττο παράδειγμα φαύλου κύκλου.