Σπάταλοι μέχρι πτώσεως τελικής
Βήματα στο ρυθμό της γης
Ψυχή προς τον ήλιο ευθυτενής
Σαν να μην ήταν δάνεια
Θέση άρση, θέση άρση
Και πάλι στην πάλη
Ο καλός, ο κακός και ο χρόνος
Περπατώ περπατώ εις το δάσος όχι πια μόνος.
σαν τα καπάκια μπύρας
Σου θυμίζει κάτι;
Όλο το απόγευμα ξωπίσω από τον ταβερνιάρη
Ό, τι πετάει αδιάφορα, να το συλλέγω εγώ
Έκτοτε αξία στον τσίγκο, το νόμισμα το αληθινό.
Και γράφεται η Ιστορία
Στο ξόδεμα παθών, συνδιαλλαγών
Συναισθηματικά φορτισμένων στιγμών
ανάμεσα σε χέρια που σε αγκαλιάζουν
σε ύπνους που σε αγαλλιάζουν
τρία ζευγάρια μάτια την όρασή σου αλλάζουν
-γιατί τα μάτια είναι τα μάτια, κι εδώ η Ποίηση σιωπά,
ε Φωκά;-
Σκέφτομαι συχνά γελώντας
Πως, δεν μπορεί
Να δεις που είμαι πλούσια και δεν μου το ’χουν πει.
saligari.net