Έρχεται σα δροσερός αέρας. Σα μικρό, όμορφο πουλί που μας δανείζει τα φτερά του για να πετάξουμε ψηλά. Σε μέρη πρωτόγνωρα και κορφές απάτητες.
Και κάπως έτσι, μας χαρίζεται η ευτυχία.
Το θέμα είναι αν εμείς μπορούμε να την κρατήσουμε. Αν έχουμε τη σύνεση να καταλάβουμε πως δε μας ανήκει όλος ο κόσμος αλλά στιγμές του κόσμου αυτού. Μα είμαστε εγωιστές οι άνθρωποι και δεν αρκούμαστε στα λίγα. Τα θέλουμε όλα. Και τα θέλουμε όπως θεωρούμε εμείς ότι πρέπει να είναι. Σωστά στη δική μας τη ματιά.
Και κάπως έτσι τη χάνουμε την ευτυχία.
Και μαζί με την απώλειά της, έρχεται και η συνειδητοποίηση. Πως έπρεπε να αφήσουμε τα πράγματα όπως ήταν.
Στην απλότητα μα ταυτόχρονα και στο μεγαλείο που μας χαρίστηκαν…
Αλλά είναι αργά…
Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και με γυαλιστερό, πολύχρωμο, υπέροχο φτέρωμα.
Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε.
Το προσκάλεσε και μαζί ταξίδεψαν, πέταξαν, σε μια τέλεια αρμονία. Θαύμαζε, προσκυνούσε και υμνούσε εκείνο το πουλί.
Αλλά μετά σκέφτηκε: «Κι αν θέλει να πετάξει μακριά στα βουνά;»
Και φοβήθηκε. Φοβήθηκε ότι ποτέ δεν θα ένιωθε ξανά το ίδιο για άλλο πουλάκι.
Τότε σκέφτηκε να βάλει μια παγίδα, ώστε όταν το πουλί ξανάρθει να μην ξαναφύγει ποτέ.
Παρ’ όλα αυτά, μια περίεργη μεταμόρφωση συνέβη.
Τώρα που είχε το πουλί και δεν χρειαζόταν πια να το κυνηγά, έχασε το ενδιαφέρον της.
Εκείνο, ανίκανο να πετάξει και να εκφράσει το αληθινό μήνυμα της ζωής του, άρχισε να μαραζώνει, και να χάνει την λάμψη του. Ασχήμυνε και η γυναίκα πια δεν του έδινε σημασία, παρά μόνο το τάιζε και καθάριζε το κλουβί του.
Η γυναίκα ένιωσε απίστευτη στενοχώρια και το μόνο που έκανε ήταν να το σκέφτεται.
Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί. Σκεφτόταν την μέρα που το ειχε πρωτοδεί να πετά ελεύθερο ανάμεσα στα σύννεφα.
Χωρίς το πουλί, η ζωή της έχασε όλο της το νόημα, και ο θάνατος ήρθε και της χτύπησε την πόρτα.
«Γιατί ήρθες?» τον ρώτησε.
«Για να μπορέσεις να πετάξεις για άλλη μια φορά μαζί του στον ουρανό», απάντησε ο θάνατος.
«Αν τον είχες αφήσει ελεύθερο, να έρχεται και να φεύγει, θα τον αγαπούσες και θα τον εκτιμούσες ακόμη περισσότερο, αλλά τώρα χρειάζεσαι εμένα για να τον ξαναβρείς»…
Ερωτεύομαι αληθινά, σημαίνει αποδέχομαι την αλήθεια του άλλου. Σημαίνει πως τον αγαπώ γι’αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θέλω εγώ να γίνει. Δίχως κτητικότητα, εγωισμό και ανασφάλεια.
Μένει μαζί μου γιατί θέλει κι όταν δε θα θέλει, θα φύγει. Και δε θα κάνω τίποτα για να τον κρατήσω, γιατί δεν έχει νόημα να είναι κοντά μου με το ζόρι.
Αυτό είναι το μυστικό της ευτυχίας. Να είναι ο καθένας ο εαυτός του. Εκείνη η μοναδική οντότητα στο σύμπαν που ήρθε να ταιριάξει με μια άλλη…
Εις γνώσιν και αποδοχή διαφορετική…Κι ο έρωτας θα έρθει να τα ταιριάξει τα παράταιρα. Ακόμη κι αν οι εσοχές του ενός, δεν έρχονται να ταυτιστούν με τις εξοχές του άλλου, δεν πειράζει.
Αν πάρεις το καλέμι κι αρχίσεις να “εκβιάζεις” το ταίριασμα, αν αρχίσεις να επιβάλλεις τους όρους σου αλλάζοντας τον άλλο, το παιχνίδι χάθηκε.
Κι ο μεγάλος χαμένος είσαι εσύ. Γιατί είχες την ευτυχία στα χέρια σου και δεν την κράτησες.
Αγάπησε τον γι’αυτό που είναι. Μα πάνω από όλα γι’αυτό που γίνεσαι εσύ μαζί του. Κι αν ποτέ θελήσεις να τον αλλάξεις, παρασυρμένος από την κτητικότητα και την ασυλλογισιά της ανθρώπινης φύσης, θυμίσου τη γυναίκα και το πουλί. Και προστάτευσε το θησαυρό σου. Όχι σε χρυσό κλουβί, αλλά σε μια ζεστή, ορθάνοιχτη παλάμη.
Ο έρωτας ήταν πάντα επιλογή. Τον εξαναγκασμό μήτε τον γνώρισε, μήτε και θα τον δεχτεί ποτέ. Να το θυμάσαι.