«Το μαχαίρι, το αγκάθι και ο χρόνος» - Point of view

Εν τάχει

«Το μαχαίρι, το αγκάθι και ο χρόνος»




Είναι που η Άνοιξη πέρασε και περίμενα να μου φέρεις το καλοκαίρι… Σε περίμενα. Βλέπεις, εγώ δεν ήθελα να φύγω. Εσύ δεν ήθελες να μείνω.
Αλλά δεν είναι εύκολο, θυμάσαι; Είναι κι αυτή η εποχή που κάνει τις γυναίκες χαμελαίοντες. Εύκολα κρύβονται. Εύκολα χάνονται. Είναι και που οι άνδρες έχουν τη δύναμη. Τη δύναμη να κάνουν μια γυναίκα να θέλει να είναι γυναίκα. Όποιος τη χρησιμοποιεί, κερδίζει.
Έξω κάνει καλοκαίρι, μέσα κάνει συννεφιά. Δεν ξέρω τι να φορέσω. Ο υδράργυρος ανεβαίνει κι εγώ ψάχνω ένα ζευγάρι μπότες – να μην μουσκέψω τα πόδια απ’ τη βροχή… Πώς θα προχωρήσω με μουσκεμένα πόδια; Θ’ αφήσω πίσω αποτυπώματα υγρασίας – θα με βρουν… Δεν ξέρω αν θέλω να με βρουν. Είναι κι εκείνο το σημείο ξέρεις. Είναι πάντα λάθος. Ακόμα κι αν με βρουν θα είναι λάθος – κι εγώ θα είμαι η μόνη που θα το ξέρει, μόνο εγώ. Κανείς άλλος δεν θα το καταλάβει. Ξέρω πως το σημείο που βρίσκομαι είναι πάντα λάθος μα δεν ξέρω να σου πω ποιο είναι το σωστό…


To σημείο της ζωής. Άγνωστη μονάδα μέτρησης εντοπισμού. Με τα χρόνια δε βγαίνουν οι συντεταγμένες. (*tweet stories) Είναι πάντα περισσότερα από όσα αισθάνεσαι και πάντα πολύ λιγότερα από όσα έχεις ζήσει…
Κι ο χρόνος κυλάει. Περνάει από δίπλα μου, ρίχνει μια φευγαλέα σαρκαστική ματιά και φεύγει. Μα όσο ο χρόνος τρέχει, τόσο η ψυχή σμιλεύεται στα μέτρα του.
Ίσως να μην χρειάζεται να φεύγει ο χρόνος.
Ίσως ο χρόνος να χρειάζεται τη στιγμή.
Να μην αργείς.
Οι άνθρωποι τρέχουν να γλιτώσουν από τη σκέψη. Θλιβερό. Θα αρκούσε να επαναπροσδιόριζαν το περιεχόμενό της.
Σήμερα έχει πανσέληνο. Δεύτερη φορά που τη χάνω. Τώρα που το σκέφτομαι λιγάκι, φοβάμαι πως έχω χάσει σχεδόν όλα τα φεγγάρια…
Κι ήταν άπειρα τα αισθήματα για να πνιγούν σε μιαν απέραντη αποχή. Κι ήταν άπειρα τα όνειρα για να χαθούν σε μιαν ανύπαρκτη εποχή.
Κι εγώ που σε περίμενα… Κι εσύ που δεν φάνηκες…
Που μου ‘χες υποσχεθεί…
Κι όλες οι υποσχέσεις σου εσκόρπισαν. Σαν φθινοπωρινά κίτρινα φύλλα στον αέρα. Κι εγώ τώρα γιατί γράφω έτσι, πάλι δεν ξέρω… 

Άλλο ήθελα να γράψω, κάτι μικρό και με ουσία. Πάλι ηλίθια αισθάνομαι… Σαν να ‘χω χάσει τη γυναικεία υπόσταση μου κυνηγώντας συνέχεια έναν άντρα…
Δεν μπήκες στη ζωή μου. Στρίμωξα εγώ την δική μου μέσα στη δική σου. Κι ό, τι χώρεσε. Ο έρωτας δεν μένει πια εδώ. Για μιαν επίσκεψη πέρασε. Δεν άλλαξες τον κόσμο σου για ‘μένα. Να του φτιάξεις ένα σπίτι για να μείνει…
Είμαστε ολιγαρκείς στον Έρωτα. Αμαρτάνουμε.
Κι ο Έρωτας πνίγηκε μέσα στα Όρια.
Τώρα φύγε. Καλύτερα τώρα. Που έξω κάνει καλοκαίρι. Η συννεφιά θα μείνει μαζί μου. Κι εσύ θα μείνεις με έναν ξάστερο ουρανό να ζήσεις αυτά που ξέρεις καλά. Πράξε μιαν ακόμη διαγραφή για ‘κείνο το καλοκαίρι. Ούτως ή άλλως μαζί μου δεν το έζησες. Εγώ πουθενά δεν κατάφερα να υπάρξω. Ούτε στην άνοιξη, ούτε στο καλοκαίρι, ούτε στον χειμώνα σου… Φθινόπωρο ήμουν τελικά.



Άσε με σου λέω. Φύγε. Εξαφανίσου. Μην υπάρχεις. Μην αναπνέεις. Εγώ ήμουνα κορμί μονάχα. Εγώ δεν είχα ψυχή. Είχα δέρμα. Γι αυτό φύγε σου λέω… Η σάρκα λιώνει. Μην την αγγίζεις. Μοιάζει ωρολογιακή βόμβα λίγο πριν εκραγεί. Τρέξε να προλάβεις… Φύγε!
Η γυναίκα γεννιέται τριαντάφυλλο. Με χρώματα, ευωδίες και αγκάθια. Εσύ επιλέγεις τι και πόσο θα γευτείς απ’ το καθένα. Γιατί η γυναίκα γίνεται μαχαίρι στα χέρια εκείνου που φοβάται… Φύγε σου λέω. Ο φόβος σου σκοτώνει.
Φύγε σου λέω, δεν ακούς; Πώς αλλιώς θα σταματήσω; Φύγε. Μην με ακούς. Έχω αστείρευτη ψυχή. Μπορώ να νιώθω για πάντα. Μην απορείς για τον ατελείωτο επίλογό μου. Είναι που παντού κρύβω μιαν ελπίδα… Είναι που στάζω λίγη ψυχή να σφραγίσω ό,τι έζησα κι ό,τι αγάπησα. Φύγε. Πώς αλλιώς να σταματήσω;
Εγώ δεν είχα ουρανό για να πετάξεις, βυθό να κολυμπήσεις, παράδεισο να ταξιδέψεις… Είχα αγκάθινη σκεπή, βούρκο να βουτήξεις, μια κόλαση να υπάρξεις. Είμαστε εντάξει τώρα. Φύγε.
Ενοχές. Τίποτα δεν είναι θέμα ενοχών. Όλα είναι θέμα επιλογών. Γιατί η ευκαιρία ζει στην επιλογή. Επιλέγεις; Την έχεις. Δεν επιλέγεις; Την χάνεις. Μου πήρε χρόνια να το μάθω.
Τα πρώτα μας τραγούδια ήταν μια τράπουλα κι ένα μείνε. Θυμάσαι; Η τράπουλα ήταν δική σου. Το μείνε δικό μου.
Σε συγχώρεσα… Δεν έμεινες…
Είναι μάταιο να ζητάς να σ’ αγαπούν.
Αυτό πρέπει, απλά, να συμβαίνει.
Ακόμη και τα τριαντάφυλλα ματώνουν.
Κοίτα! Το καλοκαίρι πέρασε… Μέσα σ’ ένα βράδυ.
Σας αγαπώ πάντα,
Η «Θεά».
via

Pages