Από την πλατεία της αγοράς, με καινούρια χλαίνη κι ένα μπογαλάκι στο χέρι, διαβαίνει ο αστυνομικός επόπτης Οτσιουμέλοφ. Πίσω του ακολουθεί ο κοκκινομάλλης αστυνόμος, βαστώντας στα χέρια του ένα κόσκινο γεμάτο φραγκοστάφυλα που έχει κατασχέσει. Όλα γύρω είναι ήσυχα... Στην πλατεία ούτε ψυχή... Οι ανοιχτές πόρτες των μαγαζιών και των καπηλειών κοιτάζουν μελαγχολικά στο φως της μέρας σαν πεινασμένα στόματα. Κοντά εκεί δεν υπάρχουν ούτε ζητιάνοι.
— Ώστε δαγκώνεις, καταραμένο, ε; ακούει ξαφνικά ο Οτσιουμέλοφ. Παιδιά, μην τ' αφήνετε να φύγει! Δεν πρόκειται να σας δαγκώσει τώρα! Πιάστε το! Α!... α!
Ακούγεται να ουρλιάζει ένα σκυλί. Ο Οτσιουμέλοφ κοιτάζει προς τη μεριά που ήρθε το ουρλιαχτό και βλέπει: Μέσα απ' την ξυλαποθήκη του εμπόρου Πιτσούγκιν, πηδώντας στα τρία του πόδια και κοιτάζοντας πίσω, βγαίνει τρέχοντας ένα σκυλί, που το κυνηγάει κάποιος με τσίτινο κολαρισμένο πουκάμισο και ξεκούμπωτο γιλέκο. Τρέχει από κοντά του και, γέρνοντας το σώμα μπροστά, βουτάει και τ' αρπάζει απ' τα πίσω πόδια. Για δεύτερη φορά ακούγεται ουρλιαχτό και φωνή: «Μην τ' αφήνεις να φύγει!». Απ' τα μαγαζιά ξεμυτίζουν μισοκοιμισμένες φυσιογνωμίες και σε λιγάκι κοντά στην ξυλαποθήκη μαζεύεται κόσμος.
— Γίνεται φασαρία, η Ευγένεια σας!... λέει ο αστυνόμος.
Ο Οτσιουμέλοφ κάνει μισή στροφή αριστερά και προχωράει προς τον κόσμο. Πολύ κοντά στην πόρτα της αποθήκης, βλέπει να στέκεται ο άνθρωπος με το ξεκούμπωτο γιλέκο, ο οποίος, έχοντας σηκωμένο το δεξί του χέρι, δείχνει στο πλήθος το ματωμένο του δάχτυλο. Στο μισομεθυσμένο του πρόσωπο διαβάζει κανείς: «Θα σε ξεσκίσω, παλιοτόμαρο!». Το ίδιο του το δάχτυλο δείχνει σαν να παριστάνει το σύμβολο της νίκης. Στο πρόσωπο του ο Οτσιουμέλοφ θα αναγνωρίσει το χρυσοχόο Χριουκίν. Στη μέση του πλήθους, με ανοιχτά τα μπροστινά πόδια κι όλο του το κορμί να τρέμει, είναι καθισμένος ο ίδιος ο ένοχος του σκανδάλου — ένα άσπρο λαγωνικό κουτάβι με μακρουλή μουσούδα και ένα κίτρινο σημάδι στη ράχη. Τα δακρυσμένα μάτια του έχουν μια έκφραση θλίψης και τρόμου μαζί
.
— Τι συμβαίνει εδώ πέρα; ρωτάει ο Οτσιουμέλοφ καθώς χώνεται μέσα στο πλήθος. Τι γυρεύετε εδώ; Εσύ, τι έχει το δάχτυλο σου;... Ποιος φώναξε;
— Βαδίζω, η Ευγένεια σας, και κανέναν δεν ενοχλώ, αρχίζει ο Χριουκίν ξεροβήχοντας, να κανονίσω για τα ξύλα με τον Μίτρι Μίτριτς, και ξαφνικά αυτό το παλιόσκυλο, στα καλά καθούμενα, με δαγκώνει στο δάχτυλο... Συγχωρέστε με, είμαι εργαζόμενος άνθρωπος... Η δουλειά μου είναι λεπτή. Πρέπει να με πληρώσουν, γιατί, έτσι όπως είναι το δάχτυλό μου, μπορεί να κάνω και μια βδομάδα να το κουνήσω... Ούτε κι ο νόμος, η Ευγένεια σας, λέει να αποφέρουμε από τα παλιοτόμαρα... Αν το καθένα αρχίζει να δαγκώνει, καλύτερα να πεθάνουμε...
— Χμ!... Ωραία... λέει ο Οτσιουμέλοφ με αυστηρό ύφος, βήχοντας και παίζοντας τα φρύδια. Πολύ καλά... Τίνος είναι το σκυλί; Δε θ' αφήσω να περάσει έτσι αυτό. Θα σας δείξω εγώ, ν' αφήνετε άλυτα τα σκυλιά! Είναι καιρός να προσέξουμε αυτούς τους κυρίους που δεν εννοούν να υπακούσουν στις διαταγές! Μόλις μπει το πρόστιμο σ' έναν παλιάνθρωπο, θα μάθει αμέσως τι πάει να πει σκυλί ή άλλο αδέσποτο ζώο! Θα τον σκίσω στα δυο!... Ελντίριν —γυρίζει ο επόπτης στον αστυνόμο— μάθε τίνος είναι το σκυλί και να κάνεις αναφορά! Το σκυλί να το εξαφανίσεις αμέσως! Θα είναι σίγουρα λυσσασμένο... Σας ρωτάω, ποιανού είναι αυτό το σκυλί;
— Νομίζω ότι είναι του στρατηγού Ζιγκαλόφ! λέει κάποιος απ' το πλήθος.
— Του στρατηγού Ζιγκαλόφ; Χμ!... Ελντίριν, βγάλε μου το παλτό... Κάνει φοβερή ζέστα! Πάει να βρέξει, σίγουρα... Ένα μόνο δεν καταλαβαίνω: Πώς μπόρεσε να σε δαγκώσει; Πώς μπόρεσε να φτάσει ως το δάχτυλο; Αυτό είναι τόσο μικρό και συ τέτοιος μαντράχαλος! Θα πρέπει να το τσίγκλισες και να το τρύπησες με κάνα καρφί και σου 'ρθε ύστερα στο μυαλό η ιδέα να μας ξεγελάσεις. Είσαι, βλέπεις, γνωστός! Σας ξέρω εγώ εσάς τους διαόλους!
— Αυτός, η Ευγένεια σας, έβαλε το τσιγάρο στη μούρη του για γούστο, κι αυτό δεν ήταν χαζό και τον δάγκωσε... Ανάποδος άνθρωπος, η Ευγένεια σας!
— Λες ψέματα, στραβέ άνθρωπε! Αφού δεν είδες, γιατί λες ψέματα; Η Ευγένεια του είναι έξυπνος άνθρωπος και καταλαβαίνει ποιος λέει ψέματα και ποιος μιλάει με τη συνείδηση του μπροστά στο Θεό... Αν λέω ψέματα, ας το κρίνει ο ειρηνοδίκης. Το λέει κι ο νόμος... Τώρα είμαστε όλοι ίσοι... Εγώ που με βλέπεις έχω τον αδερφό μου χωροφύλακα... αν θέλετε να ξέρετε...
— Να λείπουν τα σχόλια!
— Όχι, δεν είναι του στρατηγού... παρατηρεί βαθυστόχαστα ο αστυνόμος. Δεν έχει τέτοια σκυλιά ο στρατηγός. Τα περισσότερα είναι λαγωνικά αντοχής···
— Το ξέρεις αυτό στα σίγουρα;
— Στα σίγουρα, η Ευγένεια σας...
— Κι εγώ το ξέρω. Ο στρατηγός έχει ακριβά σκυλιά, σκυλιά ράτσας, αλλ' αυτό εδώ ένας Θεός ξέρει τι είναι! Ούτε τρίχωμα έχει ούτε εμφάνιση... σκέτο παλιόσκυλο... Τι να το κάνεις τέτοιο σκυλί; Κουκούτσι μυαλό δεν έχετε. Ένα σκυλί σαν αυτό, στην Πετρούπολη ή στη Μόσχα, ξέρετε τι θα πάθαινε; Δε θα κοίταζαν το νόμο εκεί. Στη στιγμή — ούτε κιχ δε θα 'βγαζε! Εσύ, Χριουκίν, υπέφερες, μην αφήσεις έτσι το ζήτημα... Πρέπει να τους δώσεις ένα μάθημα! Καιρός είναι...
— Μπορεί όμως να είναι και του στρατηγού... λέει σκεπτικός ο αστυνόμος. Δεν είναι και τίποτα γραμμένο στη μουσούδα του... Πριν από λίγες μέρες είδα ένα τέτοιο στην αυλή του.
— Ναι, ναι, του στρατηγού είναι! ακούγεται μια φωνή απ' το πλήθος.
— Χμ!... Βάλε μου το παλτό, αδερφέ Ελντίριν... Σαν να φύσηξε αέρας... Μ' έπιασε ρίγος... Να το πας στο στρατηγό και να τους ρωτήσεις. Να πεις ότι το βρήκα εγώ και το 'στειλα... Και πες τους να μην τ' αφήνουν ελεύθερο στο δρόμο... Μπορεί να είναι ακριβό σκυλί, κι αν το κάθε γουρούνι τού τρίβει το τσιγάρο στη μύτη του, δε θ' αργήσει να το βγάλει άχρηστο. Το σκυλί είναι συμπαθητικό ζωντανό... Εσύ, ηλίθιε, κατέβασε το χέρι! Δε χρειάζεται να δείχνεις το χαζοδάχτυλό σου! Εσύ φταις!...
— Έρχεται ο μάγειρας του στρατηγού, να τον ρωτήσουμε... Ε, Προχόρ! Έλα μια στιγμή εδώ, φιλαράκο! Κοίτα αυτό το σκυλί, δικό σας είναι;
— Πώς σου 'ρθε τέτοια ιδέα; Δεν είχαμε ποτέ μέχρι τώρα τέτοια σκυλιά!
— Περισσότερες ερωτήσεις δε χρειάζονται τώρα, λέει ο Οτσιουμέλοφ. Είναι αδέσποτο! Περισσότερα λόγια περιττεύουν... Αφού είπα ότι είναι αδέσποτο, πάει να πει είναι αδέσποτο... Να εξαφανιστεί, τελείωσε.
— Δεν είναι δικό μας, συνεχίζει ο Προχόρ. Είναι του αδερφού του στρατηγού, που ήρθε εδώ και λίγες μέρες. Στον δικό μου δεν αρέσουν τα κυνηγόσκυλα. Ο αδερφός του τα θέλει πολύ...
— Ήρθε ο αδερφός του; Ο Βλαντιμίρ Ιβάνιτς; ρωτάει ο Οτσιουμέλοφ και το πρόσωπο του γεμίζει μ' ένα χαμόγελο συγκίνησης, θεέ και Κύριε! Πού να το ξέρω! Ήρθε μουσαφίρης;
— Ναι, φιλοξενούμενος...
— Αυτό είναι έκπληξη... Αποθύμησε τον αδερφό του... Μα εγώ δεν το 'ξερα! Ώστε είναι δικό του το σκυλάκι; Πολύ χαίρομαι... Πάρ' το... Καλό το καημένο... Και τόσο έξυπνο... Του γράπωσε το δάχτυλο! Χα, χα, χα... Γιατί σ' έπιασε τρεμούλα; Ρρρ... Ρρ... Θυμώνει, ο απατεώνας... ο παλιοκερατάς...
Ο Προχόρ φωνάζει το σκυλί και φεύγει μαζί του απ' την ξυλαποθήκη. Ο κόσμος γελάει με τον Χριουκίν.
— Θα φτάσω και σε σένα! του λέει απειλητικά ο Οτσιουμέλοφ και, αφού τυλίχτηκε με τη χλαίνη, συνεχίζει το δρόμο του στην πλατεία της αγοράς.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Αποσπάσματα 1884.
Αντόν Τσέχωφ - "Διηγήματα και Μονόπρακτα"
Ο Αντόν Τσέχωφ (29 Ιανουαρίου 1860 – 15 Ιουλίου 1904) ήταν Ρώσος ιατρός, δραματουργός και συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς διηγημάτων στην ιστορία.Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας.