Το Νόημα Της Ζωής - Όπως Μου Το Φανέρωσε Ένας Νεκρός - Point of view

Εν τάχει

Το Νόημα Της Ζωής - Όπως Μου Το Φανέρωσε Ένας Νεκρός



«Γεννιόμαστε όλοι τρελοί. Μερικοί παραμένουν.»
Περιμένοντας τον Γκοντό, Σ. Μπέκετ

Κανείς δεν έλεγε στον Αδάμ τι στ’ αλήθεια είχε συμβεί στον παππού του.
«Κάτι χρέη», του λέγανε, «κάτι στεναχώριες…»
«Ανέβηκε σε μια καρυδιά να τινάξει τα καρύδια και πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι του και κόντεψε να τα τινάξει», έλεγε ο πατέρας του, αλλά το ύφος του έδειχνε ότι έλεγε ψέματα.
Ήταν σαν τότε που του είχε πει ότι αν δεν έπλενε καλά τον αφαλό του θα σάπιζε η κοιλιά του και θα έπρεπε να του ράψουν κομμάτια γάτας στο δέρμα του!
Ο Αδάμ, παρότι παιδί –ή μπορεί ακριβώς εξαιτίας αυτού, μπορούσε να καταλάβει πότε του έλεγαν ψέματα. Ήξερε σίγουρα πως ο παππούς «έπαθε τη ζημιά» όταν ήταν μεγάλος. Εγκατέλειψε τη δουλειά του και τα εγκόσμια κι αφιερώθηκε στην τέχνη του καπνίσματος.

Με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις μετουσίωνε σε καπνό –μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά- τα Άσσος άφιλτρα, αυτά που λένε και στούκας. Τέλειωνε το τσιγάρο, άναβε αμέσως καινούριο και το κάπνιζε μέχρι να καούν τα δάκτυλα του.
Μετά κι άλλο κι άλλο, μια επαναλαμβανόμενη κίνηση στο χρόνο και στο χώρο, δίχως δυνατότητα λύτρωσης.
Ανάμεσα σε κάθε τζούρα, κρυμμένος στην αχλή της εθελούσιας καταδίκης του, μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια, μονολογούσε, ψιθύριζε ανόσια ξόρκια.
Καθόταν στην αγαπημένη του θέση –στην άκρη του δωματίου, μακριά από το τζάκι- κι άφηνε το βλέμμα του να κείτεται παράλυτο στο πάτωμα, ενώ κάπνιζε και μονολογούσε.

Από πολύ μικρός ο Αδάμ διαισθάνθηκε ότι τα λόγια του παππού έκρυβαν κάποιο βαθύτερο, σιβυλλικό νόημα. Οι υπόλοιποι συγγενείς πίστευαν ότι οι λέξεις ξεπηδούσαν από το στόμα του σαν βατράχια, χωρίς πρόθεση, και τον ρωτούσαν γελώντας: «Ποιος σε πείραξε πάλι, ρε Σπύρο;»
Ο παππούς δεν απαντούσε –ούτε καν τους κοιτούσε- κι όταν γίνονταν πολύ πιεστικοί πήγαινε στο διπλανό –κρύο- δωμάτιο για να μείνει μόνος.

Κάποια νύχτα, όταν είχαν πάψει οι παρεμβολές των λογικών, ο Αδάμ σύρθηκε αθόρυβα στον νεφελώδη κόσμο του παππού του κι άκουσε:
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Τα πάντα ματαιότητα και θλίψη πνεύματος.»
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Πάντες οι ποταμοί υπάγουσιν εις τη θάλασσα και η θάλασσα ποτέ δε γεμίζει.»
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Ό,τι έγινε, τούτο πάλι θέλει γίνει και ουδέν καινόν υπό του ήλιου.»
Σβήσιμο στο τασάκι. Τα δάκτυλα ψαρεύουν ένα ακόμα από την «κασετίνα».
Σπίρτο.
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Εν πολλή σοφία είναι πολύ λύπη και όποιος προσθέτει γνώση προσθέτει πόνο.»
Εισπνοή καπνού. Ξεφύσημα.
«Ευφραίνου, νεανίσκε, εν την νεότητα σου. Διότι η νεότης και η παιδική ηλικία είναι ματαιότης.»

Και συνέχιζε έτσι, μονολογώντας και καπνίζοντας ατελεύτητα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την παρουσία του Αδάμ, μήτε για κανέναν άλλο, ίσως ούτε για τον εαυτό του.
Έμοιαζε να έχει μετατραπεί σε αυτόματο, σε έναν ασυνείδητο μηχανισμό εκμηδένισης τσιγάρων, ξεκομμένος απ’ ό,τι οι άλλοι θεωρούσαν σημαντικό, ταυτόχρονα υπερρεαλιστής και θιασώτης του παράλογου –μα ίσως πιο λογικός απ’ όλους, παγιδευμένος σε μια σπειροειδή πλανητική τροχιά –στη μια εστία της έλλειψης ο καπνός, στην άλλη ο Εκκλησιαστής– καταδικασμένος σε μια σισύφεια προσπάθεια.
Πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα.

Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του, ο Αδάμ τον συνάντησε σ’ ένα όνειρο.
Ονειρεύτηκε ότι είχε χαθεί σε ένα κτίριο με άπειρες διαδοχικές αίθουσες, με ανάποδες σκάλες που οδηγούσαν μέσα στους τοίχους, με παράθυρα που έβλεπαν τ’ ανεστραμμένα είδωλα τους, και μ’ αιωρούμενες αψίδες, όπως εκείνες που απεικονίζει στις λαβυρινθώδεις κατασκευές του ο Πιρανέζι.
Περπατούσε χωρίς να ξέρει που βρίσκεται ή που πηγαίνει –ήξερε μόνο ότι ήθελε να βγει το συντομότερο από ‘κει μέσα. Ώσπου είδε να τον πλησιάζει από την αντίθετη πλευρά ο παππούς του, με χαμηλωμένο το κεφάλι.
Ο Αδάμ φώναξε, αλλά εκείνος δεν αντέδρασε.
«Παππού», ξαναφώναξε και τον είδε να σηκώνει το κεφάλι.
«Ποιος είναι;» αποκρίθηκε ο παππούς.
«Είμαι ο εγγονός σου, ο Αδάμ, ο γιος της Γλαύκης», είπε και θέλησε να τον πλησιάσει.
Όμως σταμάτησε λίγο πριν την πόρτα γιατί ήξερε (πώς το ήξερε; είχε ξαναβρεθεί εκεί;) ότι αν την περνούσε θα μπορούσε να βρεθεί σε εντελώς διαφορετικό μέρος.
Ο παππούς στεκόταν δύο βήματα μπροστά του και προσπαθούσε να τον αναγνωρίσει.
«Ο Αδάμ», μονολόγησε.
Έπειτα άξαφνα φωτίστηκε, πέρασε την πόρτα (εκείνος μπορούσε να το κάνει, μάλλον επειδή ήταν νεκρός) και τον αγκάλιασε.

Έκλαιγαν για πολύ ώρα, όμως δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια την ώρα στα όνειρα.
Έπειτα ο παππούς ξεκίνησε να ψάχνει νευρικά τις τσέπες του.
«Παππού», είπε ο Αδάμ, «για πες μου. Εσύ που έζησες και τώρα πια έχεις πεθάνει, πες μου, πρέπει να ξέρεις, ποιο είναι το νόημα της ζωής;»
«Το νόημα;»
Ο παππούς τον κοίταξε απορημένος.
«Δεν υπάρχει κάποιο νόημα. Απλώς ζούμε. Απλώς ζούμε.»
Και λίγο πριν ξυπνήσει ρώτησε τον εγγονό του:
«Μήπως σου βρίσκεται κάνα τσιγάρο;»
Μετά από αυτό το όνειρο, όποτε ο Αδάμ βρισκόταν στο χωριό, στη Θάλαττα, πήγαινε στο μνήμα του παππού του, άναβε ένα τσιγάρο, τράβαγε μια τζούρα και μετά το άφηνε να καίγεται ανάποδα χωμένο στον τάφο.

Pages