Γράμματα ενός ερημίτου
Προσφιλέστατα εν Κυρίω τέκνα. Χαίρω και δοξάζω το πανύμνητον όνομα του Κυρίου Ιησού συν Πατρί και Πνεύματι, δια την πίστιν σας και τας αγίας εμπνεύσεις σας…
… Γράφετε, προφανώς υπό τον φωτισμόν του αγίου Πνεύματος, του «συναντιλαμβανομένου ταις ασθενείαις ημών»: «Είμεθα νέοι φοιτηταί τεσσάρων διαφόρων επιστημονικών κλάδων. Ζώμεν και ημείς εις τον καταλυτικόν 20ον αιώνα. Ρεύματα μας περιβάλλουν ποικίλα, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, κοινωνιστικά, πολιτιστικά, πολιτειακά, εκκλησιαστικά και μας προκαλούν εις αντιμετώπισίν των, εις μίαν τοποθέτησιν απέναντί των… Βεβαίως, πλην των διανοητικών προκλήσεων έχομεν και πειρασμούς ηθικούς. Είμεθα Ορθόδοξοι χριστιανοί και θέλομεν να ζήσωμεν και να αποθάνωμεν εν ευσεβεία και να μη ελπέσωμεν, όσον εξαρτάται από ημάς, της αιωνίου ζωής και μακαριότητος… Δια τούτο, παρακαλούμεν την αγιότητά σας, όπως μας υποδείξη τρόπους οικοδομής εν Χριστώ και μας βοηθήση εις μίαν ορθήν αντιμετώπισιν των ανωτέρω συγχρόνων προκλήσεων, ώστε, χωρίς υπεκφυγάς, να πάρωμεν μίαν έλλογον στάσιν και θέσιν…». Εξ όσων γράφετε συνάγω, ότι γνωρίζετε εις γενικάς γραμμάς την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εντός της οποίας περιλαμβάνεται η εν Χριστώ ζωή, είναι η ιδία εν Χριστώ, ολόκληρος η Εκκλησία, αν όχι εν τελεία πληρότητι, όμως είναι, ως καταβολαί, ως λέγει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Και σεις μετέχετε αυτής της εν Χριστώ ζωής, έκαστος κατά το μέτρον της πίστεως, επομένως μετέχετε και της αναλόγου γνώσεως. Αλλά, όπως ορθώς σημειώνετε, «δια να θεμελιώση κανείς αληθινήν εν Χριστώ ζωήν, χρειάζεται μία σωστή, μία Ορθόδοξος ανθρωπολογία, της οποίας τας διαστάσεις ανέδειξαν οι Πατέρες της Ερήμου…». Πράγματι, τέκνα εν Κυρίω, χωρίς Ορθόδοξον θεολογικήν και Εκκλησιαστικήν θεώρησιν του ανθρώπου, πως θα προχωρήσω εις την εν Χριστώ οικοδομή μου; Προηγουμένως πρέπει να αποκαθάρω μέσα μου και να προσδιορίσω, τη βοηθεία της πείρας των αγίων Πατέρων, τι είμαι. Και όταν εύρω, τι σημαίνει να είναι Ορθόδοξος χριστιανός κανείς, πρέπει να θελήσω να φθάσω, τη συναντιλήψει του αγίου Πνεύματος, εις τας εσχάτας συνεπείας και να διανύσω τον μακρότερον δρόμον, τον δρόμον των αγίων, από την κόλασιν εις τον Παράδεισον, δια να δικαιώσω την ιδιότητά μου, ως θείου όντος, ως μέλους Χριστού, ως εικόνος Θεού, ως «βασιλείου πλάσματος και σοφού δημιουργήματος». Το πρόβλημα όμως της εν Χριστώ ζωής δεν ανακεφαλαιούται εις την θεωρητικήν γνώσιν. Η θεωρητική γνώσις προϋποτίθεται ως βασικής αναγκαιότητος, υπό τον όρον όμως, ότι θα ενσαρκούται προοδευτικώς υπό της πράξεως με πάσαν συνέπειαν. Δέον να ληφθή υπ’ όψιν, ότι τόσον η θεωρία, όσον και η πράξις μας εδόθησαν υπό των αγίων Πατέρων, οι οποίοι «εύρον την πράξιν εις θεωρίας επίβασιν», ότι η πράξις και η θεωρία είναι αλληλένδετοι και, όπως χρειάζεται μία Ορθόδοξος διδαχή, ούτως απαιτείται μία ακριβής πράξις. Πρέπει να υπερβώμεν τον πειρασμόν, ότι, η περί την πράξιν και θεωρίαν λεπτολογία, αποτελεί ένα άνευ σημασίας σχολαστικισμόν, όπως πολλοί των θεολογούντων τελευταίως νομίζουν, εκ του λόγου προφανώς, ότι περί την πρακτικήν χωλαίνοντες, κατ’ ανάγκην και περί την θεωρίαν αστοχούν. Αλλ’ η ακρίβεια εν προκειμένω σχετίζεται με την ζωήν εν Χριστώ, η οποία και δεν επιδέχεται τίποτε το μη αληθές, το μη καθαρόν, το μη φωτεινόν. Δεν υπάρχει ελάχιστον εις την εν Χριστώ ζωήν. Εις μίαν περίπτωσιν, ομοίαν με την ιδικήν σας, ο άγιος Ερημίτης Μάρκος, λέγει το εξής: «Κάμε ό,τι γνωρίζεις και εκείνο που δεν γνωρίζεις θα σου αποκαλυφθή». Δηλαδή η προσοχή επί της ζωής μας και η προσπάθειά μας να εκτελώμεν τας εντολάς του Χριστού, εις τον βαθμόν που δυνάμεθα, οδηγούν με απόλυτον βεβαιότητα, σταδιακώς, εις την αποκάλυψιν μείζοντος πνευματικής γνώσεως. Όπως χαρακτηριστικώς λέγει ο ίδιος: «Ο Χριστός είναι κεκρυμμένος εις τας εντολάς του. Καθ’ όσον τις ποιεί τας εντολάς, κατά τοσούτον και αποκαλύπτεται». Αυτά ακριβώς εφήρμοσεν εις την νεότητά του, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και τον περιήστραψε θείον φως, άκτιστον. Επομένως, προκειμένου να φθάσωμεν εις βαθυτέραν γνώσιν πρέπει να έχωμεν εις τον νουν μας, ότι θα απαιτηθή απροσδιόριστος μεν, πάντως δε αρκετός χρόνος, ώστε κατ’ αναλογίαν, τόσο με τους αγώνες μας όσον και με την ψυχοπνευματικήν εκάστου κατάστασιν θα προκόπτωμεν ηρέμα. Το αποτέλεσμα, βεβαίως, δεν θα εξαρτηθή μόνον εκ του αγώνος μας, αλλά και από τον σαφώς βοηθούντα και παιδαγωγούντα, προς το συμφέρον της ψυχής, Θεόν. Η δε άθλησις πρέπει απαραιτήτως να είναι «νόμιμος», κατά τον Απόστολον Παύλον, διότι «ουδείς στεφανούται αν μη νομίμως αθλήση», δηλαδή εντός των Ευαγγελικών ορίων, εντός της πνευματικής παραδόσεως. Ημείς κοπιάζομεν γεωργούντες και σπείροντες, αλλ’ εάν ο Θεός δεν δώσει βροχάς, ήλιον, «ευκρασίαν αέρων», φυσικά αδύνατον να θερίσωμεν καρπούς. Εις το σημείον αυτό θίγεται ένα σοβαρότατον θεολογικόν πρόβλημα· το πρόβλημα της σχέσεως ελευθερίας και χάριτος. Επί του παρόντος δεν θα σας είπω τίποτε περί τούτου. Σας είναι ήδη αρκετόν να γνωρίζετε, ότι δέον να εργαζώμεθα τας εντολάς του Χριστού μετά ταπεινώσεως. Και ότι δια των εντολών φωτιζόμεθα, η καρδία μας πλατύνεται, τα ωεκτά πάθη εξασθενούν και εισαγόμεθα σταδιακώς εις βαθυτέραν πνευματικήν γνώσιν και εν Χριστώ βίωσιν. Όπως όμως σας είπα και εν αρχή, μεταξύ της θεωρητικής γνώσεως, της υπό των Πατέρων λεγομένης «ψιλής γνώσεως» και της ενυποστάτου πράξεως, υφίσταται αληθές χάσμα. Κατά τους πνευματικούς αγώνας θα συναντήσετε δυσκολίας και εναντιότητας και σφοδροτάτους πολέμους, που προέρχονται από τα εγγενή ψυχικά πάθη, από «τον αντιστρατευόμενον νόμον εν τοις μέλεσι της σαρκός», από την όχλησιν των αισθήσεων εκ του εσωτερικού κόσμου. Αλλ’ αυτά που σας έγραψα δεν είναι ειμή ένα βασικόν σχεδίασμα, μέσα εις το οποίον ζωοποιείται υπό του αγίου Πνεύματος η ψυχή. Είναι απλαί νύξεις, ως προς την αναγκαιότητα της εργασίας των εντολών, διότι, όπως λέγει και ο άγιος Μάρκος ο Ερημίτης, «πολλοί μη ποιούντες τας εντολάς, νομίζουν ότι πιστεύουν ορθώς». Ενώ το παν, της επί το θειότερον μεταστοιχειώσεώς μας, επιτελείται δια των εντολών του Χριστού. Και όπως αποφαίνεται ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, «η προς Θεόν αφομοίωσίς τε και ένωσις, μόνως ταις των σεβασμιωτάτων εντολών ιερουργίαις και αγαπήσεσι τελείται». Βεβαίως όλα αυτά είναι κάπως γενικά δια να καλύψουν όσα χρειάζονται, δια την οικοδομήν εκάστης ψυχής με την ιδιοτυπίαν της. Εκείνο το οποίον χρειάζεσθε κυρίως είναι ο «διακριτικός» πατήρ, όστις θα αναλάβη το έργον της εν Χριστώ παιδαγωγίας. Δια τούτο και ο Δαβίδ παρεκάλει: «Γνώρισόν μοι άνδρα πεπαιδευμένον τη καρδία εν σοφία». Αλλ’ επ’ αυτού θα επενέλθωμεν, αφού εζητήσατε την γνώμην ενός Αθωνίτου Ερημίτου. Τώρα φρονώ, ότι έχετε ανάγκην ηυξημένης προσοχής, ιδίως κατά το στάδιον της νεότητός σας, διότι «ο θάνατος εισέρχεται δια των θυρίδων», δηλαδή των αισθήσεων. Αι σπουδαί σας, βεβαίως, εμποδίζουν τον νουν από πνευματικωτέρας απασχολήσεις, ήτοι την μελέτην και την «αδιάλειπτον προσευχήν». Μελέτην λέγων, εννοώ τα βιβλία της Εκκλησίας και των αγίων Πατέρων. Και το κυριώτερον, αι σπουδαί των θύραθεν καλύπτουσαι τον νουν, εκείθεν διαβαίνουν εις την ψυχήν, οπότε δεν αφήνουν χώρον δια πνευματικάς εμπειρίας, ως λέγει σχετικώς ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Δι’ αυτό, πριν εισέλθω εις τα επί μέρους θέματα, περί ων ερωτάτε, θα ήθελα να σας απασχολήσω με το πρόβλημα της θέσεως της παιδείας εις την εν Χριστώ ζωήν. Επειδή όμως τα γραπτά ημών, ως ανθρώπων μη περιβεβλημένων οιανδήποτε αυθεντίαν, δυνατόν να θεωρηθούν ως προσωπικαί αντιλήψεις, θα σας παραθέσω τας απόψεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά επί του θέματος τούτου. Και ο άγιος Γρηγόριος, ως μέγας Ησυχαστής και Δογματικός θεολόγος του 14ου αιώνος, εγγύτερον χρονικώς προς ημάς ζήσας, έχει τεραστίαν σημασίαν δι’ όλην την Εκκλησίαν, ως συμπυκνώσας εν εαυτώ ολόκληρον την διδασκαλίαν των προ αυτού αγίων Πατέρων.
ΙΙ.
Πως είναι δυνατόν να αποκτήση κανείς το «κατ’ εικόνα» δια της σαρκικής σοφίας; Ο αυτός Απόστολος λέγει: «Βλέπετε την κλήσιν ημών, αδελφοί, ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί ευγενείς, ου πολλοί δυνατοί». Καθίσταται, λοιπόν, φανερόν, ότι αν η κατά κόσμον ευγένεια και δύναμις, δεν ισχύουν εις την εξευγένισιν και ενδυνάμωσιν της ψυχής, ούτε και η σαρκική σοφία κάμνει σοφήν την διάνοιαν. Η αρχή της σοφίας συνίσταται εις την επιθυμίαν της αληθούς σοφίας και εις τον διαχωρισμόν της γηϊνης και ανωφελούς, από την μεγαλωφελή και ουρανίαν σοφίαν και «παρά Θεού και προς Θεόν ερχομένην και Θεώ τους κτησαμένους συμμόρφους αποδεικνύσαν». Ο Βαρλαάμ επέμενεν, ότι αι εικόνες των λόγων της δημιουργίας—αι οποίαι, κατ’ αυτόν, ήσαν εν τω δημιουργικών ω, τω Θεώ—ευρίσκονται εν ημίν και δια της γνώσεως των όντων επανερχόμεθα εις το «κατ’ εικόνα». Αλλ’ ο θείος Παλαμάς ερωτά: Τι είναι εκείνο, το οποίον ηχρείωσε την εν ημίν εικόνα; Δεν είναι η αμαρτία «και η του πρακτέου άγνοια και περιφρόνησις;» Διατί δεν την ενορώμεν αδιδάκτως εντός ημών υπάρχουσαν εντετυπωμένην; Ουχί διότι το παθητικόν της ψυχής την διέστρεψε, το διορατικόν έχασε την λάμψιν του και μας απεμάκρυνε της αρχετύπου καλλονής; Το μόνον, λοιπόν, μέσον δια του οποίου επανερχόμεθα εις τον Θεόν, φθάνομεν εις αληθογνωσίαν και αποκτώμεν το «κατ’ εικόνα», είναι η φυγή της αμαρτίας, η εργασία των εντολών, η αδιάλειπτος προσευχή και η αληθής του νου θεωρία. Διότι χωρίς καθαρότητα της ψυχής, πάσα φυσική φιλοσοφία είναι αδύνατον ν’ απαλλάξη τον άνθρωπον της μωρίας. Ενώ αντιθέτως, η καθαιρομένη ψυχή από των πονηρών ηθών, αποκτά την νικώσαν τον κόσμον σοφίαν και «συνδιαιωνίζει αγαλλομένη τω μόνω σοφώ Θεώ». Αλλά το να επιδίδεται κανείς δια βίου εις τας φυσικάς επιστήμας, «αίρεσίς εστιν ελληνική». Διότι και οι Στωϊκοί, τέλος πάσης σπουδής εθεώρουν την επιστήμην. Τινές των χριστιανών, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, αμελούντες των επηγγελμένων αρρήτων αγαθών του μέλλοντος αιώνος, εισάγουν εις την κατά Χριστόν φιλοσοφίαν εν τη Εκκλησία, την επιστήμην και την γνώσιν. Και «τους αγνοούντας τας μαθηματικάς επιστήμας ανάγνους αποφαίνονται και ατελείς». Και εντεύθεν στρέφονται εις την πρόσληψιν των ελληνικών μαθημάτων, αδιαφορούντες δια τα ευαγγελικά διδάγματα και δια τον λέγοντα· «γίνεσθε τέλειοι». Και «ει τις εν Χριστώ τέλειος» και «ημείς δε λαλούμεν εν τοις τελείοις». Υπάρχει γνώσις εγκεκλημένη, όπως και άγνοια ανέγκλητος. Μόνον με την διόθωσιν των ηθών, κατά τους ημετέρους θεολόγους, πληρούται τις θείας σοφίας και γίνεται «εικών όντως και ομοίωμα Θεού», ως λέγει και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης: «Η γαρ προς τον Θεόν αφομοίωσίς τε και ένωσις, ως τα θεία διδάσκει λόγια, ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις μόνως τελείται». Εντεύθεν ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συμπεραίνει ότι, εάν δεν είναι αληθές, ότι δια της εργασίας των εντολών αποκαθιστώμεν την αμαυρωθείσαν θείαν εικόνα, τότε κατ’ ανάγκην τούτο επιτυγχάνεται δια της έξω παιδείας, «ως τους χαρακτήρας επί το κρείττον μεταρρυθμιζούσης και το σκότος της αγνοίας εξαιρούσης από της ψυχής». Αλλ’ εκτός της ανακολουθίας εις την οποίαν οδηγεί ο έρως της γνώσεως, ως φωτιστικής της ψυχής, λέγει ο άγιος Πατήρ, τούτο φανερώνει και λήθην ενός συνταρακτικού γεγονότος, εξ αφορμής της «γνώσεως»: της πτώσεως. Και συνεχίζει: «Άρ’ ουδ’ εκείνο ποτ’ επήλθεν επί τον νουν αυτοίς, ως εφέσει τε και μεταλήψει του φυτού της γνώσεως εκπεπτώκαμεν εκείνου του θείου χωρίου της τρυφής;». Αντί να φυλάττωμεν τας καρδίας μας, κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων και να εργαζώμεθα την αρετήν, ο Βαρλαάμ μας διδάσκει «εμπειρίας τε και χάριτας πολυγλώσσων διαλέκτων, δύναμιν ρητορίας, είδησιν ιστορίας, μυστηρίων φύσεως εύρεσιν, πολυειδείς μεθόδους λογικής πραγματείας, πολυμερείς λογιστικής επιστήμης σκέψεις, σχηματισμών αϋλων πολυσχήμονας αναμετρήσεις». Αλλά ταύτα πάντα, λέγει ο θείος Παλαμάς, είναι και καλά και πονηρά αναλόγως του σκοπού. Η προς αυτά σχολή «γυμνάζει προς οξυωπίαν τον της ψυχής οφθαλμόν». Αλλά να παραμένη κανείς εις αυτά μέχρι γήρως, είναι λίαν πονηρόν. Όταν ένας εκγυμνασθή εις το αγαθόν και στρέψη πάσαν την έφεσιν τω Θεώ, αυτά όλα τα περιφρονεί. Και όπως λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος περί του αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, ότι «τούτ’ εκ των έξω κερδήσαι λόγων το συνιδείν, ων υπεριδείν εδοκίμασε και απήλαυσε μόνον το παριδείν και εσχηκέναι ων Χριστόν προετίμησεν». Εάν δεχθώμεν τας απόψεις του Βαρλαάμ, συνεχίζει ο Πατήρ, τότε «οι καθ’ Έλληνας σοφοί θεοειδέστεροι αν είεν και θεοπτικώτεροι των προ νόμου πατέρων και των εν τω νόμω προφητευσάντων, ων οι πλείους εξ αγροικικού βίου προς την τοιαύτην αξίαν εκλήθησαν». Αυτός δε ο Ιωάννης, «η των προφητών υστάτη κορωνίς, ουκ εξ απαλών ονύχων επ’ ερημίαις διετέλει τον βίον ανύων; Ου τοίνυν αυτόν ως προς αρχέτυπον αφορώσιν έκαστος όπως έχει δυνάμεως των αποταττομένων τω κόσμω;». Και επιλέγει ο άγιος Γρηγόριος: «Που τοίνυν διδασκαλεία εν ερημία της ματαίας, ως δ’ αυτοί λέγουσι, σωτηρίου, φιλοσοφίας; Που πολύπτυχοι βίβλοι και οι ταύταις δια βίου προστετηκότες και τους άλλους πείθοντες; Που δε των βίβλων τούτων υποθήκαι βίων τοιούτων ερημικών τε και παρθενικών και αγών ανάγραπτος, προς μίμησιν επαίρων τους εντυγχάνοντας;». Αλλ’ ας αφήσωμεν, λέγει ο θείος Παλαμάς, τον Πρόδρομον Ιωάννην, ο οποίος εις τόσον ύψος έφθασεν άνευ παιδείας· «και γαρ ουδ’ ιεραίς ούτος ενέτυχε βίβλοις». Και ας έλθωμεν εις τον Κύριον. Πως δεν είπεν, «ει θέλεις τέλειος είναι, της έξω παιδείας επιλαβού, σπεύσον προς την των μαθημάτων ανάληψιν, περιποίησαι σεαυτώ την επιστήμην των όντων», αλλά «τα υπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοίς, τον σταυρόν άρον, ακολουθείν εμοί προθυμήθητι;». Πως δεν εδίδαξεν αναλογίας και σχηματισμούς και ποσότητας… «ως αν από της ημετέρας ψυχής το της αγνοίας σκότος εξέληται;». Αλλά και κάτι άλλο. Διατί μαθητάς αλιείς, αγραμμάτους, αγροίκους αυνεκάλεσε και όχι σοφούς, «ίνα καταισχύνη τους έξω σοφούς», κατά Παύλον; Ωσαύτως, πως ο Θεός καταισχύνει τους προς αυτόν οδηγούντας; Διατί δε και «την σοφίαν αυτών εμώρανε»; Και τίνος χάριν «δια της μωρίας του κηρύγματος ηυδόκησε σώσαι τους πιστεύοντας»; Ουχί διότι «δια της σοφίας ο κόσμος ουκ έγνω τον Θεόν»; Αλλά διατί οι μαθόντες την επιδημίαν του Θεού Λόγου προς ημάς, «ος εγενήθη ημίν σοφία από Θεού» και του φωτός ανασχόντος, «ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», «ημέρας τε διαυγασάσης και φωσφόρου ανατείλαντος εν ταις καρδίαις ημών» των πιστών, αυτοί θέλουν «θρυαλλίδα επισκευαστήν»; Και εν συνεχεία προτρέπουν—δηλ. ο Βαρλαάμ και οι φιλοκλασσικοί—δια την απόκτησιν θεογνωσίας, εις τους έξω φιλοσόφους; Και να εγκαταλείψουν οι Μοναχοί την Ησυχίαν και την επιστασίαν των λογισμών και την αδιάλειπτον προσευχήν, δι’ ων καθαίρονται, και να καταφύγουν εις «λύχνον τυφώμενον»; Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναζητών την μεταφυσικήν αιτίαν της προς την «δαιμονιώδη» γνώσιν επιθυμίας, αποφαίνεται ότι, «ο πονηρός ίυγγας εντίκτει ταις ημετέραις ψυχαίς» δια την ματαίαν γνώσιν, αποσκοπών όπως μας αποσπάση από την καθαίρουσαν την ψυχήν παιδείαν, της οποίας αρχή είναι ο φόβος του Κυρίου. Από του φόβου, λέγει, γεννάται η αδιάλειπτος δέησις, κατόπιν έρχεται η κατάνυξις και η τήρησις των εντολών του Θεού. Εντεύθεν ακολουθεί η καταλλαγή προς Θεόν και την οδυνηράν δέησιν και τον φόβον διαδέχεται η αγάπη, εκ της οποίας «ανατέλλει του φωτισμού το άνθος», η οσμή του οποίου, διαδιδομένη εν τη ψυχή, φέρει την γνώσιν των μυστηρίων του Θεού. Κατά τον άγιον Γρηγόριον και την Ορθόδοξον πνευματικήν παράδοσιν, η πορεία της αληθούς παιδείας και γνώσεως είναι η εκτεθείσα, την οποίαν είναι αδύνατον να οικειωθούν οι αγαπώντες την ματαίαν φιλοσοφίαν. Διότι πως είναι δυνατόν να εισέλθη ο φόβος του Κυρίου εις ψυχήν προκατειλημμένην εκ διαλογισμών πολυτρόπων, «ενηδομένην και οίον στενοχωρουμένην» υπό στροφών και φιλοσοφικών θεωριών; Ή πάλιν, και εάν εισέλθη, πως ημπορεί να παραμείνη αν μη «πάσι χαίρειν ειπούσα, της κατά Θεόν όλη γένοιτο σχολής, όπως και της αγάπης όλη τούτου, κατά την εντολήν γένηται;». Δια τούτο συμβαίνει, ώστε ο φόβος του Κυρίου να θεωρήται ως αρχή σοφίας, επειδή απαλλάσσει την ψυχήν από των περιττών και εντεύθεν «τη προσευχή καταλεάνας, επιτήδειον οίον πυξίον ποιεί προς καταγραφήν των χαρισμάτων του Πνεύματος». Εντεύθεν ο θείος Παλαμάς, ακολουθών την πνευματικήν πείραν της Εκκλησίας, θεωρεί την «σχολήν» περί τα θεία, ως βασικήν προϋπόθεσιν της εν Χριστώ ζωής, επικαλούμενος τα σχόλια του Μ. Βασιλείου εις την «Έξοδον»: «Αύτη μεν ουν η αγαθή και ωφέλιμος σχολή τω σχολάζοντι· σχολάζετε, σχολασταί εστε, λέγετε, Κυρίω τω Θεώ ημών προσευξώμεθα».
ΙΙΙ
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έχει μεγάλην σημασίαν δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, διότι δι’ όλης της διδασκαλίας του, δικαιωθείσης Συνοδικώς, αποδεικνύει ότι υφίσταται αδιάρρηκτος σχέσις μεταξύ των αγίων Πατέρων, απόλυτος «συμφωνία», εξ ου λόγου εδημιουργήθη η Ορθόδοξος πνευματική Παράδοσις, ως αλήθεια ανανεουμένη και συνεχιζομένη εν αγίω Πνεύματι. Τας απόψεις του περί Χριστιανισμού και Ελληνικής φιλοσοφίας, ο άγιος Γρηγόριος, εξέφρασεν αντιρρητικώς κατά του Καλαβρού Βαρλαάμ, εραστού των ελληνικών γραμμάτων. Νομίζω, ότι και ο απαιτητικώτερος νοσταλγός της ελληνοχριστιανικής συνθέσεως, δεν θα ήθελεν ικανώτερον συνήγορον από τον διαλεκτικώτατον Βαρλαάμ, αναπτύξαντα όλην την ορθολογιστικήν του δύναμιν και χρησιμοποιήσαντα όλας τας Πατερικάς πηγάς. Διότι, όπως γίνεται και σήμερον με την παρερμηνείαν και την διαστροφήν των κειμένων, έτσι συνέβαινε και τότε, όπως και με όλας τας αιρέσεις. Βλέπει κανείς, ότι το θέμα τούτο είναι παλαιόν και αεί νέον και από της αυγής του χριστιανισμού ερρίφθη εις ανυποληψίαν η φιλοσοφία, δια στόματος ενός Παύλου. Αλλ’ αι τάσεις επανερμηνείας δεν λείπουν από εκείνους, οίτινες δεν έσχον π ε ί ρ α ν Ορθοδόξου ζωής, οπότε γενόμενοι «δίψυχοι», περιφέρονται «παντί ανέμω διδασκαλίας»…
Ο Βαρλαάμ, Μοναχός, του Βασιλειανού Τάγματος εις την Καλαβρίαν της Σικελίας, εμποτισμένος με τον Αριστοτελισμόν, όστις απετέλει μόδαν της εποχής του, κατά την οποίαν ήρχισεν εξαπλούμενον το ύστερον μέγα Ουμανιστικόν ρεύμα, επίστευεν εις την καθ’ υπερβολήν αξίαν της κλασσικής παιδείας, χωρίς όμως να απαρνήται την Πίστην εις Χριστόν. Ενόμιζεν, ότι η πίστις δεν ήτο αρκετή δια να απαλλάξη τον «νουν αγνοίας και ψευδών δοξασμάτων», έστω και αν έφθανε δια της χάριτος εις Πατερικήν «απάθειαν». Ήτο αδύνατον, έλεγε, να έλθη εις άκραν τελειότητα ο νους και αγιότητα, αν μη «πανταχόθεν συλλέξη το ειδέναι, μάλιστα της καθ’ Έλληνας Παοδείας». Ο Βαρλαάμ, ανεχώρει από την παράδοξον αντίληψιν, καθ’ ην η ανθρωπίνη φυσική γνώσις είναι δώρον Θεού, ομότιμον της δι’ αποκαλύψεως γνώσεως, η οποία εδόθη εις τους Προφήτας και Αποστόλους. Επόμενον ήτο να φρονή, ότι και οι Μοναχοί «δειν μεταδιώκειν την έξω σοφίαν». Διότι, κατά την άποψιν του Βαρλαάμ, το γνωστικόν της ανθρωπίνης ψυχής, υπερέχον απασών των δυνάμεων αυτής, μόνον δια της θύραθεν γνώσεως κοσμείται και δι’ αυτής αποδιώκεται πάσα κακία, επειδή παν πάθος, «εξ αγνοίας φύεται και κρατύνεται». Επί πλέον δε υπεστήριζεν, ότι η γνώσις η φυσική ποδηγετεί τον άνθρωπον και εις αυτήν ακόμη την γνώσιν του Θεού. Ο φυσιοκρατικός δε Αριστοτελισμός του Βαρλαάμ καταφαίνεται και εκ του ισχυρισμού του, ότι «ουκ ένι γνώναι τον Θεόν, ει μη δια των αυτού κτισμάτων». Την απιστίας εγγύς αυτήν ιδέαν, μάλλον δε προς την εαυτού πίστιν αντιφάσκουσαν, ανέπτυσε κατά τον εξή ορθολογικόν τρόπον. «Ημείς λέγει, δεν πολυπραγμονούμεν τα μυστήρια της φύσεως,--όπως η καταμέτρησις του ουρανίου κύκλου, αι κινήσεις των αστέρων, αι σύνοδοι και αποστάσεις και επιτολαί τούτων—θηρώμενοι δόξαν. Αλλ’ επειδή οι λόγοι των όντων υπήρξαν ως εικόνες εις τον θείον και δημιουργικόν Νουν, φροντίζομεν να τας οικειωθώμεν εις την ψυχήν μας και ούτω, με συλλογιστικάς και αναλυτικάς μεθόδους, αφ’ ενός να απαλλάξωμεν εαυτούς «των της αγνοίας τύπων», αφ’ ετέρου να γίνωμεν και ζώντες και μετά θάνατον καθ’ ομοίωσιν Θεού». Αι απόψεις αυταί του Βαρλαάμ είναι μέχρις ενός ορίου άψογοι, υπό την προϋπόθεσιν όμως, ότι δια των λόγων των όντων δεν φθάνομεν ούτε εις την γνώσιν του Θεού, αλλ’ ούτε και αποκτώμεν «το καθ’ ομοίωσιν». Είναι διάχυτος μεταξύ των Πατέρων η διδασκαλία, καθ’ ην τα όντα αποτελούν την φυσικήν, λεγομένην, αποκάλυψιν του Θεού και ότι δι’ αυτών αναβαίνομεν εις τον Κτίστην. Αλλ’ η φυσική αποκάλυψις σχετικήν τινα γνώσιν περί Θεού δύναται να μας παράσχη και επομένως, ούτε αγνοίας δυνάμεθα να απαλλαγώμεν—εννοώ την κατά ψυχήν—αλλ’ ούτε και το καθ’ ομοίωσιν δυνάμεθα να αποκτήσωμεν. Έχομεν δι’ αμφότερα ανάγκην της χάριτος. Ο Θεός είναι επάνω παντός συλλογισμού. Δια της κτίσεως μανθάνομεν σχετικώς περί της σοφίας του Θεού, της δυνάμεως, της απειρίας, της ωραιότητος, αλλ’ αυτά είναι απλαί καταφάσεις, αι οποίαι δεν εξαντλούν την γνωστικήν ικανότητα της ψυχής και τας θείας εφέσεις της. Αλλά πέραν της καταφατικής ταύτης γνώσεως, αισθανόμεθα την ανάγκην της αποφατικής αγνωσίας, η οποία θα μας υψώση ύπερθεν της φύσεως, θα μας προσεγγίση δι’ «αγνώστου» τρόπου εις τον Θεόν και θα μας κορέση θαυμασμού και εκστατικού θείου έρωτος και αγίας γνώσεως. Και θα έλθη ο Χριστός—«της Ερήμου ο φίλος»--εντός της ερήμου εγκοσμίων εφέσεων και παθών καρδίας μας, να «ποιήση μονήν», κατά την «φίλην φωνήν» Του. Και εις της μυστικής μας ενώσεως το όργιον, θα μας αποκαλύψει και τον Πατέρα και το Πνεύμα. Και εντεύθεν θα ακούσωμεν ρήματα άρρητα, «α ουκ εξόν λαλήσαι ανθρώπω». Αυτή είναι η Ορθόδοξος οδός «γνώσεως» και επιστροφής εις το «καθ’ ομοίωσιν». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κατά την πρώτην φάσιν της έριδος, απαντών εις τους ισχυρισμούς του Μοναχού Βαρλαάμ, ότι δια του λόγου γνωρίζομεν τα θεία και ομοιούμεθα με τον Θεόν, λέγει, ότι «καλόν χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν», κατά Παύλον. Διότι με τον λόγον, πως δύναται κανείς να αποδείξη το υπέρ λόγον αγαθόν; Εκείνοι, οι οποίοι θεμελιούνται επί αποδείξεων λογικών, θα ανατραπούν ασφαλώς υπό άλλων. Διότι «λόγω παλαίει πας λόγος». Δηλαδή είναι αδύνατον να παραμείνουν σταθεραί αι δια λόγου αποδείξεις, όπως «τούτο απέδειξαν Ελλήνων παίδες και οι κατ’ εκείνους σοφοί, αλλήλους ανατρέποντες και υπ’ αλλήλων ανατρεπόμενοι». Όσοι δε θηρεύουν δια βίου την γνώσιν «εκ της έξω παιδείας», αυτοί μάλλον αγνωσίαν, πλάνην και σκότος καρπούνται. Η άποψις του Βαρλαάμ, ως είδομεν, ότι δια του λόγου ευρίσκομεν την εν ημίν θείαν εικόνα, αναζητούντες «τους εν τω δημιουργικών ω λόγους», θεολογικώς είναι αστήρικτος. Ο άγιος Γρηγόριος επικαλείται το Γραφικόν: «τις γαρ έγνω νουν Κυρίου;». Η αναζήτησις της εν ημίν θείας εικόνος δια της ανθρωπίνης σοφίας, άγεται εις «ψευδογνωσίαν». Την σοφίαν αυτήν ο μέγας Παύλος ονομάζει «σαρκικήν σοφίαν», «νουν σαρκός», και «φυσιούσαν γνώσιν».
ΙV.
«Πονηρά δε σχολή η των Αθηναίων, οι εις ουδέν άλλο ευκαίρουν ή λέγειν τι και ακούειν καινότερον, ην και νυν τινες μιμούνται τη του βίου σχολή, φίλην ούσαν πονηροίς πνεύμασιν…». Ο θείος Παλαμάς επικαλείται και την επιστολήν του Μ. Βασιλείου προς τον Ευστάθιον Σεβαστείας, δια ν’ αποδείξη, ότι η κλασσική φιλοσοφία είναι «ματαιότης, ματαιοπονία, σοφία μωρανθείσα, σοφία καταργουμένη, σοφία του αιώνος τούτου και των αρχόντων αυτού, σοφία της κατά Θεόν ζωής και πολιτείας αφανιστική». Δια τούτο, επιφέρει ο άγιος Πατήρ, «ο Μ. Βασίλειος, ως της αληθούς σοφίας εραστής, πολύν τον μετάμελον έσχεν ενδιατρίψας αυτή και μηδεμίαν χειραγωγίαν προς την αληθινήν σοφίαν ευράμενος». Αλλά κατά της δια βίου απασχολήσεως εις την κλασσικήν παιδείαν, υπάρχει και ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος. Ο λόγος του Κυρίου· «Υποκριταί, τα μεν σημεία του ουρανού οίδατε διακρίνειν, τον δε καιρόν της βασιλείας πως ου διακρίνετε;». Αν λοιπόν, επιλέγει ο άγιος, ο καιρός της βασιλείας επέστη, και ο δίδων την βασιλείαν Θεός επεδήμησε προς ημάς, πως τινές, αν εφίενται της ανακαινίσεως του νου, δεν προσέρχονται δι’ ευχής αυτώ, δια να λάβουν το αρχαίον της ελευθερίας αξίωμα, αλλά προστρέχουν εις τους μηδέ εαυτούς δυνηθέντας να ελευθερώσουν φιλοσόφους; Ο ισχυρισμός του Βαρλαάμ και των φιλοκλασσικών, κατά τον οποίον η έξω σοφία και γνώσις εξορίζει πάσαν κακίαν, ήτις προσγίνεται εις την ψυχήν εξ αγνοίας, είναι εντελώς αστήρικτος. Διότι, αν η γνώσις μόνη της ευαγγελικής διδασκαλίας δεν αρκεί να προαγάγη την ψυχήν, κατά το Αποστολικόν: «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου σωθήσονται, αλ’ οι ποιηταί αυτού», πόσω μάλλον προκειμένου περί της φιλοσοφίας; Όχι μόνον ουδεμία ωφέλεια προκύπτει από την γνώσιν, αλλ’ αντιθέτως «ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς». Η γνώσις μόνη χωρίς την πράξιν φυσιοί. «Είδες τον κολοφώνα της κακίας, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, το ιδιαίτατον του διαβόλου είδος, τον τύφον εκ της γνώσεως τικτόμενον; Πως ουν παν πάθος εξ αγνοίας φύεται; Πως δ’ η γνώσις καθαίρει την ψυχήν; Η γνώσις ουν φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί». Ιδού, λοιπόν, ότι υπάρχει χωρίς αγάπης γνώσις, η οποία όχι μόνον δεν καθαίρει την ψυχήν, αλλά και την βλάπτει. Λοιπόν, «πως η μηδέν αγαθόν οικοδομούσα γνώσις το κατ’ εικόνα παρέξεται του αγαθού;». Και μάλιστα, το είδος τούτο της γνώσεως, το κατά τον λόγον του Αποστόλου «φυσιούν», δεν είναι της φύσεως, αλλά της πίστεως. Αν αυτή φυσιοί, πόσω μάλλον η φυσική γνώσις του «παλαιού ανθρώπου»; Ηφυσική γνώσις βοηθείται υπό της έξω παιδείας και ουδέποτε δύναται να μεταβληθή εις πνευματικήν γνώσιν, αν δεν προσλάβη την πίστιν και την προς Θεόν αγάπην. Μάλλον δε, αν δεν ενεργήση δια της αγάπης η χάρις. Και ούτως, αναγεννωμένη η φυσική γνώσις μεταβληθή και γίνη «καινή τε και θεοειδής, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή τε λόγων τους ακούοντας οικοδομούντων και καρπών αγαθών, ήτις δη και «άνωθεν σοφία» και «Θεού σοφία» κατονομάζεται, και ως πνευματική πως, άτε τη του Πνεύματος υποτεταγμένη σοφία, τα του Πνεύματος χαρίσματα και γινώσκει και αποδέχεται». Η δε μη τοιαύτη σοφία, συνεχίζει ο Πατήρ, είναι κατά τον Αδελφόθεον Ιάκωβον, «κάτωθεν, ψυχική, δαιμονιώδης», δι’ ον λόγον και δεν δέχεται τα του Πνεύματος. «Ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος», αλλά μωρίαν θεωρεί αυτά και πλάνην. Και αγωνίζεται με κάθε τρόπον να ανατρέψη ταύτα και διαστρέψη προς τον σκοπόν του ή τα αναμιγνύει με πανουργίαν, όπως απατήση με ιδικά του φρονήματα, όπως κάμνουν «οι φαρμακοί τοις γλυκέσι των εδωδίμων». Ούτω, λοιπόν, καταφαίνεται, ότι, όχι μόνον διάφορος είναι η θύραθεν γνώσις, αλλά και πολέμιος της πνευματικής. Αυτός δε ο σατανάς ενέπνευσε τοις φιλοσόφοις να χρησιμοποιήσουν τα εκ της Παλαιάς Διαθήκης παραγγέλματα, ως το «πρόαεχε σαυτώ» και «Γνώθι σαυτόν», ως δέλεαρ, διότι η έννοια την οποίαν δίδουν εις αυτά, υπηρετεί μόνον τας φιλοσοφικάς πλάνας των. Ό,τι δε αληθές έχουν εις την φιλοσοφίαν των, αυτό το έλαβον από την Π. Διαθήκην «εκ παρακουσμάτων». Κατόπιν δε όλων τούτων, ο άγιος Γρηγόριος, την έξω παιδείαν εμποδίζει τελείως από τους Μοναχούς. Εκείνοι όμως των λαϊκών, που επιθυμούν την φιλοσοφίαν, πρέπει να γνωρίζουν, ότι τίποτε ασφαλές περί Θεού δεν θα μάθουν, διότι ο Θεός «εμώρανεν» αυτήν. Όχι, βεβαίως, ότι την έκαμε μωράν, αλλά «μωράν ούσαν απελέγξας». Κατά τούτο πάντως η των Ελλήνων εμωράνθη σοφία, καθότι «ουκ εκ Θεού». Και «παν ο μη θεόθεν ουκ ον· δια τούτο και η σοφία των Ελλήνων ψευδώνυμος». Ο νους, όστις εύρε την σοφίαν αυτήν, είναι εκ Θεού. Αλλ’ εκπεσούσα του σκοπού της θεογνωσίας, εξέπεσε και της αληθούς σοφίας. Ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι σαφής. Κατεχόμενος από τον φλογερόν Χριστοκεντρισμόν του, ζων εντός του φωτός και των «εμφάσεων» της Αγίας Τριάδος, διελθών όλα τα στάδια της θύραθεν πείρας και της εσωτερικής σοφίας, ενεργούμενος πλουσίως από τας ακτίστους ελλάμψεις του εν τη καρδία του Αγίου Πνεύματος και υπάρχων εντός της αειζώου συνεχείας της Ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως, αποφαίνεται με απολυτότητα, αλλά εν συμφωνία με τους προ αυτού αγίους Πατέρας. Δεν υπάρχουν ειμή ο Θεός και ο διάβολος, ως παράγοντες και φορείς «γνώσεως». Ο άνθρωπος είναι το θέατρον των αντιθέτων και αντιπνόων ρευμάτων, ο δέκτης των ενεργειών των, όσον και αν απατάται ότι είναι ελεύθερος. Ψυχή, η οποία δεν απορροφάται από μεταφυσικούς πόθους εν Χριστώ, είναι εκτεθειμένη εις τας ενεργείας του πονηρού, όστις «εντίκτει (εις αυτήν) ίυγγας δια την ματαίαν γνώσιν». Η προς ουρανόν φέρουσα κλίμαξ είναι μία, αι θείαι εντολαί. Η αρχή της αναβάσεως είναι «ο φόβος του Θεού». Ο φόβος ενεργεί επί της ψυχής αγνιστικώς και προκαλεί την «συνεχή και οδυνηράν δέησιν». Επέρχεται ακολούθως η κατανυκτική κατάστασις, η οποία καθαίρει την ψυχήν. Επί της καθαρθείσης καρδίας σκηνώνει η αγία αγάπη. Εντεύθεν ο «άνωθεν φωτισμός» και η «γνώσις εν μυστηρίω». Και όστις δεν ακολουθεί την οδόν αυτήν πλανάται υπό του δαίμονος. Η έξω της Εκκλησίας ποριζομένη γνώσις είναι μωρά, φυσική, φυσιούσα και δαιμονική. Ο Χριστιανισμός είναι εσχατολογικός και ο πόθος της βασιλείας του Θεού οδηγεί την ψυχήν εις την οδόν της θείας ευδαιμονίας της. Η φιλοσοφία είναι προϊόν του πεπτωτόκος ανθρώπου και έμπνευσις του σατανά.
V.
Προφιλέστατα εν Κυρίω τέκνα, σας παρέθεσα τας απόψεις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως προς την σημασίαν της κατά κόσμον ή θύραθεν λεγομένης παιδείας και περί της αξίας της φιλοσοφίας. Επέμεινα δε εις την ανάλυσιν των εν αγίω Πνεύματι στοχασμών του, όχι μόνον επειδή εκφράζει την καθολικήν συνείδησιν της Εκκλησίας, αλλά κυρίως δια τον εξής λόγον. Οι πλείστοι των ανθρώπων, στερούμενοι θείας γνώσεως, ήτις εκπορεύεται από τας μυστικάς αγιοπνευματικάς εμπειρίας, από την εν Χριστώ ζωήν, προσφεύγουν εις την παιδείαν δι’ απόκτησιν γνώσεων με την ελπίδα της επιλύσεως των ψυχοπνευματικών και μεταφυσικών προβλημάτων των, αλλά κυρίως δια να εύρουν λύτρωσιν, την οποίαν θηρεύουν, την καταδιώκουν αγωνιωδώς, αλλά ουδέποτε θα εύρουν εκτός της Εκκλησίας και της πνευματικής παραδόσεώς της. Και ναι μεν, η Εκκλησία, δια του στόματος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, δίδει την πρέπουσαν θέσιν εις την θύραθεν παιδείαν, αναγνωρίζουσα ότι συντελεί εις την όξυνσιν της διανοίας, την «οξυωπίαν του νου», εν τούτοις, χωρίς την χάριν και τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος, αντί να επιλύση τα ποικίλα προβλήματα της ζωής, αντιθέτως τα περιπλέκει. Και επειδή μου γράφετε, ότι ευρίσκεσθε εντός ενός κύκλου συναρτήσεων προβλημάτων, νομίζω ως αποτελεσματικότερον τρόπο αξιολογήσεώς των και επιλύσεως, την θεώρησίν των υπό το φως της Ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως. Έξω από την παράδοσιν της Ορθοδοξίας δεν υπάρχει ειμή σκότος και έρεβος. Αλλ’ ούτε και αντικειμενικήν διαπίστωσιν της φύσεως, της ποιότητος, του περιεχομένου των λεγομένων προβλημάτων δύναταί τις να επιτύχη, ούτε σημασιολόγησιν εν σχέσει προς ημάς και ούτε θα εύρωμεν ποτέ λύσιν, ήτις θα μας λυτρώση από την καταδυναστείαν και το άγχος που προκαλούν. Άλλωστε, η δήλωσίς σας: «Είμεθα Ορθόδοξοι χριστιανοί και θέλομεν να ζήσωμεν και ν’ αποθάνωμεν εν ευσεβεία και μη εκπέσωμεν, όσον εξαρτάται από ημάς, της αιωνίου ζωής και μακαριότητος…», δημιουργεί μίαν στοιχειώδη δέσμευσιν: «να θεωρήσετε τα θέματα εξ Ορθοδόξου σκοπιάς και να λάβητε μίαν στάσιν ανάλογον. Την οφειλομένην στάσιν του Ορθοδόξου». Λοιπόν, να σας υπενθυμίσω το αίτημά σας: «Είμεθα νέοι φοιτηταί διαφόρων επιστημονικών κλάδων. Ζώμεν και ημείς εις τον καταλυτικόν 20ον αιώνα. Ρεύματα μας περιβάλλουν ποικοίλα, φιλοσοφικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά, κοινωνιστικά, πολιτειακά, εκκλησιαστικά, τα οποία μας έλκουν εις την αντιμετώπισίν των, εις μίαν τοποθέτησίν μας απέναντί των…». Τέκνα μου εν Χριστώ, ας ακολουθήσωμεν μίαν, ας την ονομάσωμεν ούτω, μεθύστερον μέθοδον. Ας αρχίσωμεν όχι από την θέσιν σας—ήτις είναι μάλλον άρνησις—η οποία, λόγω της πνευματικής στάθμης της, σας εμβάλλει «εντός του κύκλου της συναρτήσεως των προβλημάτων», αλλ’ από την υψηλήν περιωπήν του αληθούς χριστιανού, του «μη έχοντος ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούντος». Εις την περίπτωσιν αυτήν τι θα συνέβαινε; Θα είσασθε τότε περισσότερον πολίται του ουρανού και ολιγώτερον πολίται της γης, διότι θα είχατε «το πολίτευμα εν ουρανοίς». Τόσον δε θα εγγίζατε εις την γην, όσον εγγίζει ο τροχός, του οποίου η επιφάνεια ευρίσκεται, κατά το μέγιστον αυτής μέρος, υπέρ την γην, κατά την έκφρασιν του οσίου Ερημίτου. Και επομένως, εν τη γη όντες εν σώματι, θα ευρίσκεσθο εν πνεύματι έξω κόσμου και των του κόσμου. Η δυναμική αυτή έξοδος από του κόσμου, είναι φανερόν ότι θα σας αλλοτρίωνε και από τα «προβλήματα» του κόσμου. Κατ’ ουσίαν προβλήματα δεν υπάρχουν. Υπάρχουν, όταν ημείς δεν «υπάρχωμεν». Παύουν δε να υπάρχουν, όταν ημείς «υπάρχωμεν». Όπως ακριβώς συμβαίνει και με το κακόν, το οποίον υπάρχει κατά στέρησιν του καλού και όπως το σκότος είναι στέρησις του φωτός. Ύπαρξιν αντικειμενικήν δεν έχουν τα προβλήματα του κόσμου. Η «ύπαρξίς» μας τα καθιστά ανύπαρκτα. Και η «ανυπαρξία» μας τα εμφανίζει ως υπαρκτά. Βεβαίως, η πραγματικότης της υπάρξεως του εν Χριστώ ανθρώπου, του Ορθοδόξως βιούντος, δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την υπαρξιακήν «θεολογίαν» του Κιρκεγκάαρντ, πολύ ολιγώτερον σχετίζεται με την υπαρξιακήν φιλοσοφίαν του Σάρτρ. Διότι η μεν γεννάται από την αγωνίαν δια να καταλήξη εις την αγωνίαν, η δε αναδύεται από τον υλισμόν δια να καταλήξη εις το κενόν. Αμφότεραι αι θεωρίαι, σεμνυνόμεναι επί τω ονόματι της υπάρξεως εις την ουσίαν είναι νεκραί. Η μία διότι ευρίσκεται έξω της Ορθοδόξου παραδόσεως, και δειματούται από ένα «Θεόν εκδικήσεων», χωρίς το φως, χωρίς την ειρήνην της χάριτος και την αγάπην του θεώσαντος τα πάντα Ιησού. Η άλλη πάλιν, διότι πλέουσα εις τα τενάγη του υλισμού, υφίσταται τας συνεπείας της αρνήσεώς της, άνευ Θεού, άπτερος, άζωος, παραμορφωμένη, αγνοούσα τον «θησαυρόν», που φέρει ο άνθρωπος «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», βυθίζουσα την ψυχήν εις «ιλύν βυθού» ατέρμονος δυστυχίας και δωροφορούσα εις τους φίλους της ένα αδιάλειπτον άγχος. Αλλά και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν, περιέρχεται ο άνθρωπος εις την ανυπαρξίαν. Ύπαρξις δεν νοείται, ει μη μόνον η εν Θεώ ζωή, ένθα ολόκληρος η ψυχή απορροφάται από το αμήχανον κάλλος του Προσώπου Του. Τότε δεν πάσχει ένδειαν, δεν αισθάνεται ανάγκας, δεν υπάρχουν περιθώρια κινήσεώς της πέραν από την αίσθησιν της μυστικής ερωτικής σχέσεώς της με τον πληρούντα ολόκληρον την ύπαρξίν της Ηγαπημένον! Ανυπαρξία είναι η μακράν του Θεού ζωή. Η ψυχή τότε, αφώτιστος, πενομένη, αθλία, διψώσα, απροσανατόλιστος, αστήρικτος, εν ορφανεία και ανεστιότητι, ζητεί εν αγωνία την λύτρωσιν. Αλλ’ επειδή ευρίσκεται έξω της περιοχής της θείας ζωής, κινείται άπελπις προς όλας τας κατευθύνσεις. Παντού διαβλέπει αταξίαν, ανακαλύπτει καθήκοντα εκεί που δεν υπάρχουν, αναζητεί εντός του πυκνού σκότους της, τραγική αυτή ονειροπόλος, τα αίτια της ανθρωπίνης κακοδαιμονίας. Εντεύθεν επινοεί απίθανα μέσα θεραπείας, τα οποία μάλλον επιδεινώνουν την δυστυχίαν της. Αναχωρούσα δε από τον αγενή πόνον της, καταστρώνει αδοκίμους θεωρίας και προβάλλει αυτάς ως πανάκειαν των δεινών του κόσμου. H ψυχή αυτή «ζη» εις το σκότος, είναι «νεκρά», υπνοβατούσα διαρκώς και ταλαιπωρουμένη εντός του τραγικού χώρου της Σισυφείου αγωνίας της. Πως, λοιπόν, αναπορρόφητος η ψυχή από μεταφυσικούς πόθους να μη την απασχολούν όλα τα θέματα του «εν τω πονηρώ κειμένου» κόσμου; Πώς να μη βλέπη υπό το φάσμα των ολεθρίων παθών της την ζωήν, εξωστρεφής όπως είναι, ηγγιστρωμένη από τα πράγματα του κόσμου εμπαθώς, «εξελκομένη και δελεαζομένη» υπό των επιθυμιών της; Αλλά και πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ της εν πτώσει αυτής αθέου ψυχής και της εν Αγίω Πνεύματι ζώσης; Και ποίαν πληρότητα και ποίαν μακαριότητα απολαύουν οι εν Χριστώ ζώντες και προγευόμενοι της βασιλείας των ουρανών; Τι το εγκόσμιον είναι δυνατόν να αποσπάση την ψυχήν από την Κυρίου εντρύφησίν της; Και δια να θυμηθώμεν τον θείον Απόστολον Παύλον: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;… Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών». (Ρωμ. η: 35-39). Ποίον «πρόβλημα» θα ήτο ικανόν να εισδύση εις την πλήρη θείου έρωτος ηγιασμένην ψυχήν, δια τον Ιησούν, αγίου Συμεών του Ν. Θεολόγου, όστις απευθυνόμενος προς τον Ηγαπημένον του έλεγεν: «Απολαύω της αγάπης σου και της ωραιότητός σου και είμαι πλήρης ευδαιμονίας και θείας γλυκύτητος. Το πρόσωπόν μου λάμπει όπως το πρόσωπον του Ηγαπημένου μου. Όταν βυθίζωμαι μέσα εις το φως σου, αισθάνομαι να γίνωμαι ένα φως όμοιον με το ιδικόν σου. Μέσα εις το φως σου βλέπω τον εαυτόν ωραιότερον απ’ όλους τους ωραίους, πλουσιώτερον απ’ όλους τους πλούσιους και δυνατώτερον απ’ όλους τους αυτοκράτορας…». Λοιπόν, τέκνα μου εν Χριστώ Σταυρωθέντι και Αναστάντι, υπάρχει μόνον ένα πρόβλημα με αιωνίους προεκτάσεις· ο προσωπικός αγιασμός, η σωτηρία της ψυχής. Πέραν αυτού του στόχου, όλα είναι εστερημένα νοήματος και αξίας. Αξιολογούμενα τα πάντα υπό το πρίσμα αυτό εξαφανίζονται από τον νουν μας. Εκείνο, του οποίου έχετε άμεσον ανάγκην, είναι η συνεπής διόδευσις της Ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως, χωρίς νοθείας, χωρίς παραχαράξεις. Αυτό δε θα επιτευχθή μόνον με την εν Αγίω Πνεύματι διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων. Πρέπει δε να αρχίσετε από το Α της Ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι ηνωμένη αρρήκτως με την άσκησιν και την προσευχήν, κατά το εφικτόν. Επαναλαμβάνω, ότι δια τον Ορθόδοξον προβλήματα δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνον αγών, κατά παθών, κατά δαιμόνων και κατά όλων των θελγήτρων του κόσμου. Είναι δε τόσον μακρός και τόσον τραχύς ο αγών αυτός, ώστε δεν αφήνει περιθώρια ούτε δι’ «αλλοτρίας αμαρτίας», αλλ’ ούτε και δια προβλήματα τύπου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Πρέπει να γνωρίζετε, ότι όσον ζώμεν εις υψηλά πνευματικά επίπεδα, εν τη περιοχή της αισθήσεως νοερώς του Θεού, ουδέν «πρόβλημα» υπάρχει. Μόνον όταν αρχίζωμεν να κατερχώμεθα μας ενδιαφέρουν όλαι αι σκοτούρες του κόσμου. Και μόνον δι’ εν επιδεικνύομεν αδιαφορίαν: δια τον εαυτόν μας. Τότε αγνοούμεν ή λησμονούμεν τα πάθη μας και ρίπτομεν εις λήθην την προσωπικήν τραγωδίαν μας. Όταν τα κριτήριά μας κατέρχωνται εις το 0, επόμενον είναι να υφιστάμεθα σκοτασμόν και εντεύθεν να δίδωμεν σημασίαν εις το ότι, ενταύθα είμεθα «πάροικοι και παρεπίδημοι» και ότι άλλος κόσμος με αναμένει. Ότι η παρούσα ζωή είναι ένα μόνον ελάχιστον χρονικόν κλάσμα προς την ατέρμονα αιωνιότητα και ότι, κατά τον Μ. Βασίλειον, «αληθής φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου». Ότι «άπαξ απόκειται τοις ανθρώποις αποθανείν μετά δε ταύτα κρίσις». Ας στραφώμεν, τέκνα εν Κυρίω προσφιλέστατα, με όλην την έφεσιν της ψυχής μας προς τον Θεόν και ας ενούμεθα με τον ουράνιον Πατέρα δια της προσευχής. Και ο Θεός, όστις κυβερνά τον κόσμον, θα σώση τον κόσμον εάν καταφύγη προς Αυτόν. Άλλως, καμμία ανθρωπίνη δύναμις δεν δύναται να τον ωφελήση. Ας προσευχώμεθα, λοιπόν, υπέρ ημών και του κόσμου. Προσευχή είναι, κατά τον άγιον Γρηγόριον τον Σιναϊτην: «… Ευαγγέλιον Θεού, πληροφορία καρδίας, σωτηρίας ελπίς, αγνισμού σημείον, αγιότητος σύμβολον, Θεού επίγνωσις, βαπτίσματος φανέρωσις, Αγίου Πνεύματος αρραβών, το του Ιησού αγαλλίαμα, ευφροσύνη ψυχής, έλεος Θεού, καταλλαγής σημείον, Χριστού σφραγίς, ακτίς νοητού ηλίου, εωσφόρος καρδιών, χάρις Θεού, σοφία Θεού, αγγελικής πολιτείας τεκμήριον…». Ουδέν γίνεται εν τω κόσμω αθεεί. Και δια της προσευχής επιλύονται όλα τα προβλήματα.
VI.
Προσφιλέστατα εν Κυρίω τέκνα!
Θα ερωτήσετε τώρα δια τας συνεπείας. Αι συνέπειαι εκ της απομακρύνσεως από το ασκητικόν πνεύμα καθίστανται τρομακτικαί, διότι νοθεύεται ολόκληρος η διδασκαλία της ασκητικής αγιωτάτης Ορθοδοξίας μας. Χάρις εις τον ασκητισμόν η Εκκλησία διετηρήθη ανά τους αιώνας Ορθόδοξος. Διατί; Διότι, ως είπον προηγουμένως, η αγιότης συνδέεται με την άσκησιν αρρήκτως και πάσα η διδασκαλία της Εκκλησίας διεμορφώθη υπό των ασκητικών αγίων Πατέρων. Εν άλλοις λόγοις, οι άγιοι Πατέρες αν υπήρξαν Διδάσκαλοι της Εκκλησίας απλανείς, τούτο το ώφειλον εις την ασκητικήν ζωή των. Ο Χριστοκεντρισμός των, η εν Αγίω Πνεύματι ζωή των, υπήρξε καρπός της αγίας ασκήσεώς των. Εάν λοιπόν παύση να καλλιεργήται υπό της Εκκλησίας ο ασκητισμός, κατ’ ανάγκην νοθεύεται το περιεχόμενό της. Νέαι διδασκαλίαι ανακύπτουν, αι φωναί του Αγίου Πνεύματος υποκαθίστανται υπό φωνών ανθρωπίνων, εστερημένων κύρους. Έκαστος εισφέρει κατά το δοκούν εις την Εκκλησίαν, προκαλείται σύγχυσις και έριδες, αι ετεροδιδασκαλίαι λυμαίνονται την ζωήν της αγίας Εκκλησίας μας, το πλήρωμα της Εκκλησίας εντεύθεν συγχέεται και απόλλυνται ψυχαί, «δι’ ας Χριστός απέθανεν». Αυτό ακριβώς συνέβη εις τον Ρωμαιοκαθολικισμόν και εις μείζονα βαθμόν εις τον Προτεσταντισμόν. Από τι νομίζετε ότι η τέως «προκαθημένη της αγάπης», η Τοπική Ρωμαϊκή Εκκλησία, κατέπεσεν εις τόσας αιρέσεις και τόσας κακοδοξίας; Από την εγκατάλειψιν της καλλιεργείας της αγιότητος δια της ασκήσεως. Ωσαύτως διατί ο προτεσταντισμός, πιστόν τέκνον της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, πλειοδοτήσας εις Ουμανισμόν, εις Ορθολογισμόν, ήδη διατελεί κατατετμημένος εις πλείονας των τεσσάρων εκατοντάδων ομολογίας, αδυνατών να επιτύχη μίαν έστω και πλασματικήν συμβίωσιν και μεταξύ αυτών μίαν συμφιλίωσιν; Ουχί διότι θεωρήσας τον Μοναχισμόν ως άχρηστον και συνεπώς αυτήν την αγιάζουσαν άσκησιν και στερηθείς ούτως κοινής πνευματικής πείρας, παρεδόθη εις τον εκ των έσω προσδιοριζόμενον λόγον, όστις εξ αυτής της φύσεώς του, ούτε να υποταχθή εις τον θείον λόγον δύναται, αλλ’ ούτε και προϋποθέσεις συμφωνίας να δημιουργήση; Το κοντάκιον της Αγίας Πεντηκοστής λέγει: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν Έθνη ο Ύψιστος, ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσεν…». Τούτο σημαίνει, ότι η ενότης είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, όπερ ενεργεί εις τας καρδίας εκείνας, αίτινες παρέχουν εαυτάς εις κατοίκησίν του. Αλλά πώς να λάμψη εις καρδίας μη κεκαθαρμένας το Άγιον Πνεύμα και εις εκείνους οι οποίοι δεν δίδουν σημασίαν εις την δια της ασκήσεως καθαρότητα; Αυτόν τον κίνδυνον διατρέχει η Αγία Εκκλησία μας, εάν στερηθή της εμμόνου αισθήσεως της αληθείας, την οποίαν παρέχει η εν Χριστώ πνευματική πείρα, και παραδώση εαυτήν έκθετον εις τας επιδράσεις του, εξ ακαθάρτου πηγής, αντλουμένου ανθρωπίνου λόγου, όστις είναι τόσον διάφορος του λόγου του Ευαγγελίου. Η αγία Εκκλησία μας ταλαιπωρείται από της απελευθερώσεως του Γένους εκ των επιδράσεων του προτεσταντισμού και συγκεκριμένως από της εποχής της αντιβασιλείας του Όθωνος. Αλλά πρέπει να είμεθα αντικειμενικοί. Εάν η Προτεσταντική αντιβασιλεία και κυρίως του Μάουρερ, συνήντων αντίδρασιν από την Πατερικώς ζώσαν Εκκλησίαν, ασφαλώς η κατάλυσις των Μοναστηρίων δεν θα είχε τας τρομακτικάς συνεπείας της. Θα υπήρχε το Πατερικόν πνεύμα, το οποίον άλλα Μοναστήρια θα ανήγειρεν και η πνευματική παράδοσις θα συνεχίζετο. Δυστυχώς ο Προτεσταντισμός είχεν επιφέρει βαθυτάτην φθοράν εντός του χώρου της Εκκλησίας μας, εκφραστικόν σύμπτωμα της οποίας ήτο ο περιβόητος Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης, ανήρ γυμνός πάσης πνευματικής γνώσεως, φορεύς της Προτεσταντικής νοοτροπίας, εχθρός των Ορθοδόξων παραδόσεων και πολέμιος του ασκητικού Μοναστικού πνεύματος. Ήτο, θα έλεγον, εις άνθρωπος σκοτεινός, δια τον πρόσθετον λόγον, ότι εγεννήθη εντός του κλίματος της Ορθοδοξίας μας. Και προκειμένου να οικειωθή την προτεσταντικήν σκέψιν, εχρειάσθη, βεβαίως, δια ν’ απαλλαγή από τον φωτεινόν χιτώνα της Ορθοδοξίας μας, κάποια προσπάθεια. Αλλά και μετά τον Φαρμακίδην τα πράγματα δεν υπήρξαν ευτυχέστερα. Ετρυγώμεν τας συνεπείας της δουλείας του Γένους, χωρίς βιβλία πατερικά, με την μειονεκτικότητα των πρώην υποδούλων και αγραμμάτων, κατευθυνώμεθα εις την αφεγγή εσπερίαν δια να μάθωμεν επιστήμας και θεολογικά γράμματα. Και το αποτέλεσμα; Να μεταφέρεται εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας ο ορθολογισμός αμφοτέρων των εκδόσεων. Και ο προτεσταντικός και ο ρωμαιοκαθολικός. Και εντεύθεν να διδάσκεται εις τα τέκνα της Εκκλησίας, εις τα τέκνα του Θεού, μία Θεολογία ξένη και πολέμιος της Εκκλησίας. Και αυτή η συνήθεια, δυστυχώς, να καταφεύγωμεν εις την εσπερίαν δια Θεολογικάς σπουδάς, έφθασε μέχρι των ημερών μας. Aλλά εάν τότε υπήρξε τι το ελαφρυντικόν, σήμερον όμως με τα μέσα άτινα διαθέτομεν, είναι αδικαιολόγητος η προσφυγή εις ανορθόδοξα κλίματα δια να μάθωμεν τι; Ορθόδοξον Θεολογίαν; Αλλ’ ερωτάται: Πως μας διαφεύγη ότι η Θεολογία αποτελεί το θεμέλιον της Εκκλησίας μας και εάν δεν έχωμεν ορθόδοξον Θεολογίαν, η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να ζη ορθοδόξως; Πως επί θεμελίω Ρωμαιοκαθολικώ ή Προτεσταντικώ δύναται να στηριχθή η Εκκλησία χωρίς να αρνηθή εαυτήν; Αλλ’ ερωτώ πάλιν. Ποιος ο λόγος να διακινδυνεύση τις την Ορθοδοξίαν του, με το ενδεχόμενον να αποτελέση εξαίρεσιν εις τον κανόνα; Και διατί, άλλωστε, αντί της μεταβάσεώς μας εις Πανεπιστήμια Ρωμαιοκαθολικά ή προτεσταντικά, να μη ανέλθωμεν εις τον Άγιον Όρος ή εις την Μονήν του Σινά, όπου δι’ ησυχίας και περισυλλογής, δια προσευχής και νηστείας, να μελετήσωμεν τους αγίους Πατέρας, να καθαρθώμεν εκ των της ψυχής παθών, να εθισθώμεν εις την αγίαν προσευχήν, να ελλαμφθώμεν εις τον νουν, να δημιουργήσωμεν προϋποθέσεις εναρμονίσεως με την διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων; Η Ορθοδοξία διαφέρει βασικώς, μεταξύ των άλλων, από τον ρωμαιοκαθολικισμόν και τον προτεσταντισμόν και εις το ότι, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι μοναστική και ασκητική, ο δε Δυτικός Χριστιανισμός είναι Ουμανιστικός. Αλλά τι είναι εν αναλύσει Ουμανισμός; Είναι η πίστις εις τον άνθρωπον, η απιστία προς τον Θεόν. Αλλά ο Ουμανισμός ο Προτεσταντικός είναι διάφορος του Ρωμαιοκαθολικού κατά τούτο: Ότι ο μεν Ρωμαιοκαθολικός Ουμανισμός υπερετίμησε τας ανθρωπίνους δυνατότητας, αίτινες προσωποποιούνται εις ένα πρόσωπον, εις τον Πάπαν, ο δε Προτεσταντικός, πλανώμενος και φρονών, ότι η σωτηρία χορηγείται μόνον δια της πίστεως, εγκατέλειψε πάσαν εξ ανθρώπου προσπάθειαν, εβασίσθη ουσιαστικώς εις τας ιδίας του δυνάμεις και παρεδόθη εις την ακάθαρτον διάνοιάν του και εις τας φαντασιώσεις του. Αλλά η ζωή της αγίας μας Εκκλησίας είναι ασκητική, είναι αγών δια την διόδευσιν της στενής και τεθλιμμένης οδού, είναι εγρήγορσις και υπωπιασμός, είναι αγνισμός «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος», είναι ταπείνωσις. Ούτω πως καθαιρώμενοι, εφελκύομεν την χάριν, ζώμεν εν Χριστώ, ανώτεροι «σαρκός και αίματος» και ηγιασμένοι μετέχωμεν εις το θεωθέν σώμα του Χριστού και εντεύθεν εξανθούν πάσαι αι θείαι αρεταί. Πρέπει ενταύθα να προλάβω μίαν ένστασιν τινών θεολόγων μας, οίτινες θέλουν να βλέπουν εις τον ασκητισμόν μίαν καθαράν ανθρωπίνην προσπάθειαν, η οποία, μη βοηθουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι δυνατόν να καρποφορήση πνευματικούς καρπούς. Βεβαίως εάν εμπιστευθώμεν εις εαυτούς το έργον της καθάρσεώς μας, της ενεργείας των θείων εντολών, ασφαλώς ουδένα πνευματικόν αποτέλεσμα είναι δυνατόν να έχωμεν. Πρέπει να γνωρίζομεν εκ των προτέρων, ότι ουδέν καλόν υπάρχει άνευ Χριστού. Χρειάζονται δύο στοιχεία δια την μετουσίωσίν μας: Το ένα είναι η εν ταπεινότητι και προσευχή αγωνιστική ανθρωπίνη βία και το έτερον, η διαγείρουσα εις εργασίαν και τελειούσα το έργον θεία χάρις. Ούτω εις αυτά τα έργα, εις την βίαν την Ευαγγελικήν, εις τα αθλήματα προς υπέρβασιν των ανθρωπίνων ατελειών, εις την προσπάθειαν προς θεραπείαν εκ των ολεθρίων παθών, εις την εργασίαν όλων των εντολών, συνυπάρχει και η θεία χάρις. Ώστε, ούτε η χάρις μόνη, δια τον κίνδυνον της ανελευθερίας, ούτε οι αγώνες μόνοι, δια να μη περιπέσωμεν εις τον ανθρωπισμόν του αιρετικού Πελαγίου. Εις την πρώτην περίπτωσιν, καθ’ ην πιστεύομεν, ότι η χάρις αποτελεί το άπαντον δια την τελειότητά μας, οδηγούμεθα εις αδράνειαν και εις τον αντιασκητισμόν. Εις την δευτέραν, ότι ο άνθρωπος σώζεται δια των έργων του, ενεργών ασκητικώς τας αγίας αρετάς, πλανάται δια βίου παντός, ως αυτάρκης. Θα ήθελα λοιπόν, να ερωτήσω, πως είναι δυνατόν να επιλάμψη ο ήλιος της χάριτος εις τας ψυχάς, αίτινες δεν εκαθάρθησαν δια προσευχής και πένθους πνευματικού και θείων δακρύων; Πολύ, φοβούμαι, αδελφοί, ότι έχει εισδύσει εν τη Ορθοδόξω Θεολογία μας ένας ορθολογισμός, ως λογοκρατία και Ουμανισμός. Η αγία Ορθοδοξία μας αποδίδει ιδιαιτέραν σημασίαν εις καλλιέργειαν της αγιότητος. Μόνον ως άγιοι έχομεν νόημα, όσοι ελεηθέντες ανήκομεν εις το σώμα του Χριστού. Και η αγιότης αυτή δεν αποτελεί ένα γεγονός αναιτιολόγητον, μίαν πνευματικότητα νομοτελή. Είναι αποτέλεσμα μιας αθλήσεως νομίμου, είναι άνθος του Αγίου Πνεύματος, το οποίον εξήνθησεν εις καρδίας ερήμους εμπαθείας και πεπληρωμένας θείας εν Χριστώ αγάπης. Αλλά δια να φθάσωμεν εις τούτο το αποτέλεσμα χρειάζονται πνευματικοί αγώνες, όπως τους βλέπομεν εις τας ιστορίας των αγίων Πατέρων μας. Μόνον με την βαθείαν και έντονον εσωτερικήν πείραν δυνάμεθα να μάθωμεν την αλήθειαν, να προσεγγίσωμεν τον Θεόν, να μυηθώμεν εις τα μυστήρια της αγίας Εκκλησίας μας, να αξιολογήσωμεν το μεγαλείον της πίστεώς μας, να ελλαμφθώμεν υπό του Αγίου Πνεύματος, να ίδωμεν τα πράγματα καθαρά, δια να διακρίνωμεν τας τόσον εξηπλωμένας πλάνας εις τον αγαθόν λαόν μας, να θωρακίσωμεν εαυτούς από την γοητείαν των τόσον παραδόξων θεωριών, αίτινες πλανούν τα τέκνα του Θεού. Μόνον, τέκνα μου, με εμπειρίας πνευματικάς θα αποκτήσωμεν διάκρισιν του θείου πνεύματος της Ορθοδοξίας, θα το αγαπήσωμεν, θα πεισθώμεν, ότι έξω της Εκκλησίας μας δεν υπάρχει, ειμή σκότος και έρεβος, πλάνη, σατανικαί μαγγανείαι, παράδοξοι θεωρίαι, όσον και αν παρουσιάζωνται υπό μορφήν υψηλής θεολογίας ή τερπούσης τας διανοίας φιλοσοφίας.
VII.
Προσφιλέστατα εν Κυρίω τέκνα!
Καθαίροντες τας ψυχικάς μας δυνάμεις δια των μέσων των ασκητικών, τα οποία υπομνηματίζει η Εκκλησία μας, θα ακολουθήσει η λάμψις του θείου έρωτος και κατά συνέπειαν, κάθε άλλος έρως μη εν Χριστώ θα νεκρωθή. Το Πατερικόν ασκητικόν πνεύμα παραλαμβάνει ψυχάς κυριαρχημένας από την αμαρτίαν, βεβυθισμένας εις τα άτιμα πάθη, εσκοτισμένας από τας θεωρητικάς πλάνας, επηρμένας από κενάς φιλοσοφικάς ιδέας, υπνωτισμένας από πολύμορφα σατανικά συστήματα, τας αποκαθαίρει δια πρακτικής αγωγής, αφαιρεί το δηλητήριον των νεκροποιών ηδονών, φωτίζει το νοητικόν πεδίον δια προοδευτικής αφυπνίσεώς των, από την νάρκην της πλάνης, τας βοηθεί να εγκαταλείψουν κατά διάθεσιν όσα δεν είναι αλήθεια και ζωή, τας μετουσιώνει δια των μυστηρίων της Εκκλησίας και τας ενώνει με τον Χριστόν, ως νύμφας καθαράς και αγίας, ως θείους νόας, ως αγγελικάς ψυχάς και σεραφεικά πνεύματα. Μόνον με το Πατερικόν πνεύμα, την άσκησιν, την προσευχήν, την νηστείαν, η ψυχή θα ελευθερωθή εκ των ολεθρίων παθών της και θα ενωθή καθαρά αυτή με τον καθαρόν Θεόν. Εάν η Εκκλησία δεν είναι ασκητική, αυτομάτως διασπά την πνευματικήν παράδοσιν, καταργεί την συμφωνίαν των Πατέρων και αι αλήθειαι της Εκκλησίας εντεύθεν, λαμβάνουν μίαν αινιγματώδη σημασίαν εις τους αγεύστους της πνευματικής Πατερικής πείρας. Η καθ’ υπερβολήν εξωστρεφική εποχή μας, τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα, άτινα συγχέουν τον νουν, η έξαρσις της αξίας των ανθρωπίνων συλλογισμών, πλανούν τας ψυχάς των Χριστιανών και αποσπούν από την απλότητα της εν Χριστώ ζωής, ήτις συνίσταται εις την παράδοσιν των καρδιών μας εις τον Σωτήρα Χριστόν, εις την προσευχήν και εις την άσκησιν. Ειρηνικούς, λυτρωμένους, δυνατούς, φωτεινούς ανθρώπους, απαθείς, αγίους, μόνον η εσωτερική ζωή και η άσκησις δημιουργούν. Μόνον ούτως ενσωματούμεθα εις την συμφωνίαν των Πατέρων και όλα ενώπιόν μας αποκτούν καθαρότητα και διαφάνειαν. Αισθανόμεθα εαυτούς ως κατ’ ενέργειαν τέκνα Θεού. Καθαρώμεν εντεύθεν εν πόθω τα μέλλοντα αγαθά και προγευόμεθα εκείνης της μακαριότητος, την οποίαν «οφθαλμός ουκ είδεν, ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Αυτάς τας αρρήτους και θείας ηδονάς χορηγεί η πάμφωτος Ορθοδοξία μας εις τα πιστά τέκνα της, αφού είναι αληθής μήτηρ, παράδεισος θειότερος εκείνου του εν Εδέμ, αντί ξύλου τα γνώσεως έχων τον Χριστόν, εις «ον απόκεινται πάντες οι θησαυροί της σοφίας και γνώσεως απόκρυφοι». Τολμώ, τέκνα μου, να διακηρύξω, επόμενος τοις αγίοις πατράσιν, ότι ο διάβολος κατήγαγε την μεγαλυτέραν νίκην, κατορθώσας να πείση πολλούς εκ του κλήρου και του λαού μας, ότι αι Ιεραί Μοναί, η άσκησις και γενικώς ό,τι συγκρατεί την Ορθόδοξον πνευματικήν διδασκαλίαν, σήμερον είναι πράγματα ξεπερασμένα, ανάξια, τάχα, του ενδιαφέροντος του συγχρόνου Χριστιανού. Αλλά λησμονούμεν, ότι και σήμερον, όπως οι παλαιοί Χριστιανοί, έχομεν τους ιδίους ναούς, τα ίδια μέσα λατρείας, τας ιδίας προσευχάς, όπως και προ αιώνων, την ιδίαν διδασκαλίαν του Ευαγγελίου, τους ιδίους αγίους Πατέρας, τα ίδια Μοναστήρια, τα ίδια βιβλία, τας ιδίας αγίας εικόνας, ως είχον και προ αιώνων; Λησμονούμεν, ότι από το ίδιο άγιον Ποτήριον μεταλαμβάνομεν, όπως εις όλους τους αιώνας, τας ιδίας θείας Λειτουργίας τελούμεν, την ιδίαν δογματικήν διδασκαλίαν έχομεν, την ιδίαν πνευματικήν παράδοσιν διδάσκει η Εκκλησία μας, την ιδίαν αποστροφήν αισθανόμεθα προς τας αιρέσεις και τας ποικίλας ετεροδιδασκαλίας; Πως λοιπόν είναι δυνατόν σήμερον μία διάφορος ερμηνεία περί Εκκλησίας, όταν βλέπωμεν ότι τίποτε δεν μετεβλήθη εν τη Ορθοδοξία, ει μη μόνον ημείς, φευ, διαφθαρέντες εις τον νουν και τας καρδίας από την αμαρτίαν και την έπαρσιν δια της πεπτωκυϊας γνώσεως, την οποίαν μας εδωροφόρησεν το ναυαγήσαν Ευρωπαϊκόν πνεύμα; Πως δυνάμεθα να απομακρυνθώμεν από ένα παραδεδομένον τρόπον ζωής, συμβιώσαντα με την Ορθοδοξίαν μας, προελθόντα από την συνάντησιν των καθαρών ψυχών μετά του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να περιπέσωμεν εις πνευματικήν σχιζοφρένειαν; Όταν βλέπωμεν τα θεία πρόσωπα των Πατέρων μας, συνοφρυωμένα, αυστηρά, με θελκτικήν την έκφρασιν, ρυτιδωμένα, με ανεσκαμμένας τας παρειάς και λάμποντας από θείον φως τους μεγάλους εις βαθείας κόγχας οφθαλμούς των, πως δυνάμεθα να μη σκεπτώμεθα όπως εσκέπτοντο αυτοί και να μη ζώμεν όπως έζων αυτοί; Θα σας αναφέρω, τέκνα μου, ένα κείμενον ενός εκ των μεγαλυτέρων δογματικών θεολόγων της αγίας Ορθοδοξίας μας, του Σέρβου ιερομονάχου π. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο οποίος λέγει· «Πρέπει να αντιτάξωμεν την άσκησιν εις το όνομα του Χριστού, εις τον πολιτιστικόν ασκητισμόν, ο οποίος γίνεται εις το όνομα του σαπισμένου και παραμορφωμένου Ευρωπαίου ανθρώπου, εις το όνομα του αθεϊσμού, του πολιτισμού, του αντιχρίστου. Δια τούτο, το κύριον χρέος της Εκκλησίας μας είναι να δημιουργή τους Χριστοφόρους ασκητάς. Η φωνή που πρέπει να ακούηται μέσα της είναι: οπίσω εις τους Χριστοφόρους ασκητάς, προς τους αγίους Πατέρας. Οπίσω εις τας ασκήσεις και τας αρετάς των αγίων Πατέρων, οπίσω προς τας αρετάς του αγίου Αντωνίου και Αθανασίου και των λοιπών ασκητών, ως και του Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου. Διότι αυταί αι θεανθρώπιναι ασκήσεις εδημιούργησαν τους αγίους, και σήμερον μόνον αι Ορθόδοξοι ασκήσεις-αρεταί ημπορούν να κάμουν αγίαν την κάθε ψυχήν και την ψυχήν ολοκλήρου του λαού μας. εφ’ όσον ο θεανθρώπινος σκοπός είναι αιώνιος και αναλλοίωτος, και τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί επίσης είναι αιώνια και αναλλοίωτα, διότι ο Ιησούς Χριστός είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η Ορθοδοξία, ως μοναδικός φορεύς και φύλαξ του τελείου και παμφώτου προσώπου του Θεανθρώπου, πραγματοποιείται αποκλειστικώς με τα θεανθρώπινα Ορθόδοξα μέσα, τας ασκητικάς εν χάριτι αρετάς. Όχι μέσα δανεισμένα από τον ρωμαιοκαθολικισμόν ή τον Προτεσταντισμόν, διότι αυτοί είναι χριστιανοί κατά την έκδοσιν του υπερηφάνου Ευρωπαίου ανθρώπου και όχι του ταπεινού Θεανθρώπου».
Τέκνα μου, το πνεύμα του κόσμου, το πνεύμα του πονηρού γοητεύει τα τέκνα της Εκκλησίας δια των θελγήτρων της αμαρτίας πάσης μορφής και παντός βαθμού. Αδύνατον να αμυνθή κανείς εις τας νόθους και ψευδείς ηδονάς του, εάν αι καρδίαι δεν έχουν μυστικήν κοινωνίαν με τας θείας καλλονάς, αι οποίαι αποκαλύπτονται δι’ ασκήσεως και καθαρότητος. Υπάρχει έμφυτον το κάλλος εις την ψυχήν. Η αμαρτία όμως το έχει διαστρέψει. Πρέπει η καλλονή της ψυχής να αποκαλυφθή, να ενεργοποιηθή, δια να αντικρούση όλας τας ανυποστάτους γοητείας. Μόνον με το κάλλος της καρδίας δυνάμεθα να καταπολεμήσωμεν τα αντικάλλη του κόσμου. Οί άγιοι Πατέρες με την άσκησιν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, εξύπνησαν τας ναρκωμένας εμφύτους της ψυχής εφέσεις και επιθυμίας και εζήτησαν την ικανοποίησίν των εις τον Θεόν, Όστις είναι το ακρότατον των επιθυμητών, το φύσει μόνον αντάξιον αντικείμενον της ανθρωπίνης ψυχής. Ούτως έχομεν τον άγιον Πατέρα ημών Συμεών τον Νέον Θεολόγον να αισθάνεται τόσον εντόνως την μυστικήν ενέργειαν της αγάπης του Χριστού, ώστε να λέγη: «Όλος περιπλεκόμενος, όλον καταφιλεί με. Όλον τε δίδωσιν Αυτώ εμοί τω αναξίω. Και εμφορούμαι της αυτού αγάπης και του κάλλους. Και ηδονής εμπίπλαμαι και γλυκασμού του θείου. Μεταλαμβάνω του φωτός, μετέχω και της δόξης. Και λάμπει μου το πρόσωπον, ως και του ποθητού μου. Και άπαντα τα μέλη μου γίνονται φωτοφόρα». Αυταί αι πνευματικαί εμπειρίαι γεννώνται εις τας ψυχάς εκείνων, οίτινες επένθησαν εν Χριστώ, έκλαυσαν παρά τους πόδας του, ησκήθησαν εν Χριστώ και ενεπλήσθησαν πνευματικής ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Η ψυχή μετά την κάθαρσιν εκ των ολεθρίων παθών της, διαφυγούσα τον κατακλυσμόν της κακίας και μεταστοιχειώσασα επί το αγαθόν το θυμικόν και επιθυμητικόν μέρος της, ακούει εντεύθεν την φωνήν του Νυμφίου Χριστού λέγουσαν, όπως ο αδελφιδός εις την νύμφην εις το «Άσμα Ασμάτων» του Σολομώντος: «Δεύρο καλή μου, περιστερά μου· ιδού ο χειμών παρήλθεν, ο υετός απήλθεν, επορεύθη εαυτώ· τα άνθη ώφθη τη γη, φωνή της τρυγόνος ηκούσθη· αι άμπελοι κυπρίζουσιν, έδωκαν οσμήν». Τότε μία φωτεινή ατμόσφαιρα δημιουργείται, μία ατμόσφαιρα ανοιξιάτικη. Μετά τον ζοφερόν χειμώνα της αμαρτίας η ψυχή των αγίων μας, αλληγορουμένη νύμφη, βιώσασα τον μυστικόν διάλογον μετά του νυμφίου της Χριστού δια στόματος του αγίου Μοναχού και ασκητού, του Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου, λέγει: «Τι ουν θείου κάλλους θαυμασιώτερον; Ποίος πόθος ούτω δριμύς και αφόρητος; Τις έννοια της του Θεού μεγαλοπρεπείας χαριεστέρα, ώστε η ψυχή εκ διαθέσεως θερμής να λέγη, τετρωμένη αγάπης εγώ; Άρρητοι παντελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί. Τούτο το κάλλος σαρκίνοις μεν οφθαλμοίς αθεώρητον· ψυχή δε μόνη και διανοία καταληπτόν και ει που τινά περιέλαμψε των αγίων, αφόρητον του πόθου το κέντρον αυτοίς εγκατέλιπεν». Τέκνα μου, είναι άδικον, είναι μέγα κακόν, είναι θα έλεγον, αφόρητος δυστυχία να μη εκμεταλλευώμεθα τους θησαυρούς, οι οποίοι ευρίσκονται εντός της αγίας μας Εκκλησίας, ως γνώσις πνευματική, ως ελευθερία ψυχής, ως εμπειρία επικοινωνίας μετά του Θεανθρώπου Χριστού, ως οδός θεώσεως, αλλά να συμβιβαζώμεθα μετά των πτωχών ανθρωπίνων επινοημάτων, άτινα στερούν την ψυχήν της όντως ζωής, του αληθινού φωτός, της μεταμορφώσεώς μας εις αγίαν προσωπικότητα. Το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου, λέγει ο π. Ιουστίνος, συγκεντρώνει τα πάντα εις τον προσωπικόν αγώνα και την άσκησιν. Τα πάντα αρχίζουν από το ίδιον πρόσωπον του ανθρώπου. Σωζόμενος ο άνθρωπος, σώζει απαραιτήτως και τους άλλους γύρω του. Φωτιζόμενος, φωτίζει και τους άλλους. Αυτή είναι η Ευαγγελική οδός, η εφαρμοζομένη πιστώς εις την Ορθοδοξίαν, φυλασσομένη και διαφυλαχθείσα εις αυτήν. Ιδού πως την χαράσσει, ως άλλος «υιός της βροντής», ο μέγας άγιος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο φωστήρ της Οικουμένης, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Καθαρθήναι δει πρώτον και είτα καθάραι· σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι· γενέσθαι φως και φωτίσαι· εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους· αγιασθήναι και αγιάσαι».
Aθωνικά άνθη.