Πώς είσαι; Αυτή είναι η ερώτηση που ακούς πιο συχνά από όλες τις άλλες στη ζωή σου, έτσι δεν είναι; Και τι απαντάς;
“Είμαι εντάξει”, λες τις περισσότερες φορές. Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό κάνουν.
Εγώ ήξερα ότι σίγουρα δεν ήταν εντάξει.
Νόμιζα ότι ήμουν καλύτερα από τους γύρω μου. Είχα μια πολύ καλά αμειβόμενη δουλειά, ζούσα σε μια μεγάλη πόλη και δούλευα δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Βέβαια, νύσταζα και ήμουν κουρασμένη όλη την ημέρα, αλλά και ποιος δεν ήταν; Οι περισσότεροι στην εταιρία μου έτσι ήταν. Για εμένα το είμαι εξοντωμένη ήταν ένδειξη σκληρής δουλειά και προαπαιτούμενο για να είμαι επιτυχημένη.
Ήμουν ζωντανή αλλά δε ζούσα. Ήμουν ένα ζόμπι που περιπλανιόταν.
Είχα άγχος και ήμουν δυστυχισμένη Κυριακή βράδυ
Η αλήθεια είναι ότι σιχαινόμουν τη δουλειά μου
Κάθε Δευτέρα πρωί έδινα μάχη για να σηκωθώ από το κρεβάτι λέγοντας στον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά.
Αλλά πολύς κόσμος έχει τη μελαγχολία της Δευτέρας, έλεγα. Νόμιζα ότι ήταν κάτι συνηθισμένο και ότι ήταν λογικό να το νιώθω κι εγώ. Αλλά δεν ήταν…
Ήμουν κουρασμένη συνεχώς
Η ζωή είναι ένας αγώνας και εγώ χρειαζόταν να είναι το πιο γρήγορο άλογο. Μονίμως συνέκρινα τον εαυτό μου με άλλους ανθρώπους και προσπαθούσα να καταφέρω περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον. Ένιωθα ικανοποίηση όταν κατέρρεα στο κρεβάτι τη νύχτα μετά από πολλές ώρες δουλειάς. Εάν πήγαινα στο κρεβάτι χωρίς να είμαι πολύ κουρασμένη, ένιωθα ότι κάτι δεν έχω κάνει καλά.
Δεν συνειδητοποιούσα ότι εκτιμούσα την αξία μου ανάλογα με τόσο εξουθενωμένη ένιωθα. Δεν έβλεπα ότι δεν έπαιρνα καμία αναγνώριση και κανένα βραβείο που κουραζόμουν τόσο πολύ. Δεν έβλεπα ότι έχανα τον χρόνο μου κυνηγώντας πράγματα που δε χρειαζόταν να κυνηγήσω.
Δε ζούσα τη στιγμή
Το σώμα μου ήταν στο παρόν και το μυαλό μου στο παρελθόν.
Έπαιζα σε ένα παιχνίδι όπου η ζωή μου κυλούσε σαν μπάλα και το μυαλό μου έτρεχε για να την πιάσει.
Περνούσα περισσότερο χρόνο με τους συνεργάτες μου παρά με τους αγαπημένους μου
Στην πραγματικότητα περνούσα περισσότερο χρόνο με τους συναδέλφους από όσο με την οικογένεια μου. Και όταν ήμουν με την οικογένεια μου, δε μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι τη δουλειά.
Έβαζα τους άλλους πάνω από εμένα
Ποτέ δεν μπορούσα να πω όχι σε κανέναν. Έμενα μέχρι αργά στη δουλειά για να κάνω και δουλειές άλλων, προσπαθώντας να κερδίσω την εκτίμηση τους. Το αποτέλεσμα ήταν να μη με υπολογίζουν καθόλου.
Δεν επένδυσα στην ψυχή μου
Ξέχασα το όνειρο μου
Με επηρέαζαν άνθρωποι που δεν με αφορούσαν
Δεν ένιωθα και πολλά
Κάλυπτα τη δυστυχία με δείγματα ψεύτικης χαράς
Ανέπνεα, περπατούσα αλλά δε ζούσα.
Τώρα θέλω να ζήσω, να χαρώ και να ευτυχήσω βρίσκοντας το νόημα της δικής μου ζωής.