Μπροστά σε τέτοιο θέαμα όλοι ρίγησαν και τρόμος τούς κατέλαβε βλέποντας μπροστά τους το μεγαλόσωμο άντρα και το πελώριο θεριό,ώσπου ο Θησέας φώναξε από μακριά με βροντερή φωνή: «Σταθείτε, μη φοβάστε! Και κάποιος γρήγορα να τρέξει στην πόλη, στον πατέρα μου τον Αιγέα, μ’ αυτό το μήνυμα.Πρέπει να του πει, για να τον ανακουφίσει απ’ τις πολλές του ανησυχίες:“Ο Θησέας δεν είναι μακριά. Από τον Μαραθώνα φέρνει ζωντανό τον ταύρο”». Αυτά έλεγε και τα λόγια του όλοι επευφημούσαν και πανηγύριζαν, χωρίς να φεύγουν τρομαγμένοι.Ποτέ ο νοτιάς δεν έριξε τόσα φύλλα,ούτε ο βοριάς ούτε ο ίδιος ο μήνας που τα κάνει να πέφτουν, όσα έριχναν στη Θησέα οι χωρικοί από τη χαρά τους.
Βάδισε, πιο γλυκιά ανάμεσα στις γυναίκες, στο δρόμο που τα βάσανα της καρδιάς δε φτάνουν.Θα σε θυμόμαστε συχνά, γριούλα,εσένα και το φιλόξενο καλύβι σου, που ήταν για όλους καταφύγιο.