Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κ΄ έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κ΄ η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ΄ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτ΄ απ΄ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρησε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ΄ ένα παλιόν καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι΄ ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας πού ΄χει καλή γυναίκα. Η καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Καλή γυναίκα, κορώνα στο κεφάλι του ανδρός της. Η εμορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπίτι σαν τον ήλιο που βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κ΄ εμένα ο Κύριος.
Η εμορφιά δεν την περηφάνεψε, ίσια-ίσια η ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Ανάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί η ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κ΄ η πονηρία δεν λέρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος. Μαρία η απλή! Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κ΄ εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι, «ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολοταύτα στ΄ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ΄ ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κ΄ η ευλάβεια. Κ΄ εμείς που καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος, που είπε: «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δέ εκζητούντες τον Κύριον ούκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
στ΄ αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο κ΄ οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ΄ έχουνε ξεχασμένον, κ΄ η χαρά η μυστική, που την νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κ΄ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον, που κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά σους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους βάλανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεχτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυΐδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουν και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάτι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.