Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που ο Κωστής χώρισε την Κρυσταλλία, αλλά ένιωθε την παρουσία της να πλανιέται στο σπίτι. Έπιασε τον εαυτό του να τη σκέφτεται και να νιώθει ενοχές που της είχε μιλήσει τόσο άσχημα πριν τη διώξει. Αλλά τώρα αυτά έπρεπε να τα αφήσει στην άκρη. Aπό λεπτό σε λεπτό θα ερχόντουσαν οι κολλητοί του για να πάνε διακοπές. Αυτή τη φορά θα έμεναν σε ένα ξενοδοχείο, μακριά από υπαίθρια κάμπινγκ και υπερφυσικές οντότητες. Αρκετά του είχε αναστατώσει τη ζωή αυτή η... η παλιονεράιδα με τα καταγάλανα μάτια της και... και την αγάπη της. Ο Κωστής πήρε το σακίδιο του, ενεργοποίησε τον συναγερμό και βγήκε έξω. Αναστέναξε.
Το περασμένο καλοκαίρι είχε πάει με τους τρεις κολλητούς του για κάμπινγκ στη Σαμοθράκη. Είχαν στήσει τις σκηνές τους και όλη μέρα έτρωγαν και έπιναν. Το τελευταίο απόγευμα ο Κωστής αγνάντευε το κόκκινο φεγγάρι που μόλις είχε ανατείλει και ευχήθηκε να έβρισκε μια κοπέλα να τον αγαπάει. Τότε άκουσε γυναικεία γέλια και φωνές.
Ήταν τέσσερις κατάξανθες κοπέλες που είχαν πάρει αγκαζέ τους φίλους του. Υπήρχε και μία η οποία στεκόταν μόνη της. Του Κωστή δεν του έκανε εντύπωση. Γνώριζε ότι το προηγούμενο βράδυ ο Στέφανος, ο πιο τολμηρός, είχε πάει στην πόλη του νησιού και είχε γνωριστεί με κάποιες τουρίστριες.
Ενώ τελείωνε τη μπύρα του, άκουσε ένα τιτίβισμα πίσω του. Ρούφηξε την κοιλιά του και ζήτησε από την κοπέλα να επαναλάβει αυτό που είπε.
Εκείνη πήγε δίπλα του και είπε:
“Έχει πολύ όμορφο φεγγάρι απόψε, έτσι δεν είναι;”
“Ναι, έχει. Λένε ότι με τέτοιο φεγγάρι βγαίνουν οι νεράιδες και χορεύουν επάνω στα κύματα της θάλασσας”, της απάντησε και ρούφηξε την κοιλιά του.
“Πιστεύεις ότι υπάρχουν νεράιδες;” τον ρώτησε με ένα μεγάλο χαμόγελο.
Ο Κωστής, προτού προλάβει να απαντήσει, ένιωσε κάποιον να τον σπρώχνει με δύναμη και να πέφτει. Οι υπόλοιποι από την παρέα είχαν βγάλει τα ρούχα τους και είχαν μπει στη λίμνη για μπάνιο. Ο Κωστής σηκώθηκε και διαπίστωσε ότι είχε κόψει το χέρι του σε ένα κομμάτι γυαλί από το σπασμένο μπουκάλι του. Άρχισε να ζαλίζεται στη θέα του αίματος. Η κοπέλα του πρόσφερε ένα κατάλευκο, απαστράπτον μαντίλι για να δέσει το τραύμα. Νόμιζε ότι της χαμογέλασε προτού σωριαστεί κάτω.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, οι κάφροι της παρέας είχαν αγκαλιάσει από μια κοπέλα, ο Στέφανος δύο, και τραγουδούσαν. Η κοπέλα που του είχε δώσει το μαντήλι, είχε ξαπλώσει δίπλα του και τον κοιτούσε. Ο Κωστής σηκώθηκε όρθιος και ρούφηξε ξανά την κοιλιά του.
“Πόση ώρα έμεινα εκτός;” τη ρώτησε.
“Πέντε λεπτά.”
“Μόνο τόσο; Ε...το μαντήλι σου. Να στο ξεπλύνω από το αίμα και να στο δώσω πίσω,” είπε ταραγμένος.
“Δε χρειάζεται, κράτα το.”
“Μα... τι να το κάνω;”
Εκείνη την ώρα ακούστηκε το λάλημα ενός κόκορα και οι κοπέλες σταμάτησαν το τραγούδι και κίνησαν να φύγουν.
“Κρυσταλλία, ο λευκός πετεινός λάλησε, έλα!” φώναξε η μία.
“Αυτή είναι η Ζωή, η μεγαλύτερη αδερφή μου,” είπε η Κρυσταλλία απολογητικά στον Κωστή. “Δεν μπορώ!” φώναξε στη Ζωή. “Ο νεαρός έχει το μαντήλι μου και δεν το δίνει πίσω.”
“Τι; Όχι! Πάρτο, να, πάρτο!” είπε ο Κωστής και ενώ της έδινε το μαντήλι, η κοπέλα τον κλώτσησε στο καλάμι. Οι αδερφές της άφησαν επιφωνήματα τρόμου και έφυγαν μοιρολογώντας την Κρυσταλλία.
Έτσι έμειναν μαζί ένα χρόνο. Αλλά ο Κωστής δεν ήταν συνηθισμένος σε τόση αγάπη και άρχισε να νιώθει την Κρυσταλλία σαν βάρος. Στο τέλος της ζήτησε να φύγει, και αναγκάστηκε να βάλει τις φωνές και να την κάνει να το βάλει στα πόδια κλαίγοντας. Και να τον τώρα στο ξενοδοχείο, να προσπαθεί να ξεχάσει την Κρυσταλλία και να φλερτάρει. Εκεί γνώρισε τη Νάνσυ, μια μελαχρινή νταρντάνα, με ολοστρόγγυλο πρόσωπο. Οι φίλοι του την απέφευγαν γιατί τη φοβόντουσαν. Εκείνος όμως προσπαθούσε να πνίξει τα αισθήματα που είχε για την Κρυσταλλία. Τώρα που είχαν χωρίσει, κατάλαβε ότι την είχε ερωτευτεί, αλλά δεν το παραδεχόταν.
Το βράδυ που θα καλούσε τη Νάνσυ στο δωμάτιό του για να τα πιούνε κοίταξε το φεγγάρι. Ήταν χλωμό. Ρούφηξε την κοιλιά του, την έψαξε, αλλά δεν τη βρήκε. Έτσι, ο Κωστής έμεινε μόνος του και ήπιε τόσο πολύ, που έπεσε ξερός στο κρεβάτι, κρατώντας τυλιγμένο στο χέρι του το μαντήλι της Κρυσταλλίας.
Μια αέρινη φιγούρα που τον παρακολουθούσε, γλίστρησε κρυφά από το ανοιχτό παράθυρο μέσα στο δωμάτιό του, κούρνιασε δίπλα του και τον κοιτούσε με αγάπη. Ο Κωστής παραμίλαγε στον ύπνο του και μουρμούριζε το όνομα της αγαπημένης του.
“Κρυσταλλία μου...”
Η αέρινη φιγούρα, που δεν ήταν άλλη από την ερωτευμένη νεράιδα, ένιωθε την καρδούλα της να χτυπάει δυνατά και έσφιγγε όλο και περισσότερο επάνω της τον Κωστή. Εκείνη την όμορφη στιγμή όμως τη χάλασε μια άλλη φιγούρα, η οποία εισέβαλλε στο δωμάτιο. Πέρασε σαν ομίχλη κάτω από την πόρτα και μεταμορφώθηκε σε μαύρη σκιά. Προσπάθησε να γυρίσει τον Κωστή ανάσκελα αλλά κάτι την εμπόδιζε. Τότε είδε δύο καταγάλανα μάτια να την κοιτάνε με οργή. Η Κρυσταλλία έβγαλε έναν ήχο σαν γάτα που ετοιμάζεται να επιτεθεί και η μόρα έβαλε τα γέλια. Ο Κωστής στον ύπνο του νόμισε ότι άκουσε το ξυπνητήρι και έριξε μια μπουνιά στο στήθος της μόρας. Εκείνη τρόμαξε, γιατί αισθάνθηκε την πέτρα που είχε στη θέση της καρδιάς να ραγίζει. Μεταμορφώθηκε ξανά σε ομίχλη και έφυγε.
Το επόμενο πρωινό ο Κωστής για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ένιωθε πιο ζωντανός από ποτέ. Κοίταξε το μαντήλι της Κρυσταλλίας, που ήταν ακόμα τυλιγμένο γύρω από τα δάκτυλα του. Άραγε θα τον συγχωρούσε; Θα δεχόταν να τα ξαναβρούν; Ανυπομονούσε να γυρίσει σπίτι του και να το ανακαλύψει.