(επιλεγμένα αποσπάσματα)
Κι αν ο έρωτας είναι ο έρωτας που χάθηκε,
πώς θα βρούμε τον έρωτα;
Αντόνιο Πόρτσια, Φωνές, μτφ. Ε.Χ. Γονατάς
(Μια γυναίκα. Εσωτερικό παλιάς κατοικίας. Νύχτα καλοκαιριού)
Δεν θα σηκωθώ, συγχωρήστε με.
Έχω ξεχάσει πώς είναι να υποδέχεσαι κάποιον. Τις κινήσεις που κάνει, τα λόγια που λέει κανείς σε μια τέτοια περίπτωση. Οι επισκέψεις έχουν χάσει πια κάθε ενδιαφέρον για μένα. Μου θυμίζουν, απλώς, πως είμαι μόνη για μιαν ακόμα νύχτα.
Δεν περιμένω τίποτα απ’ τους άλλους. Δική τους πλάνη αν αυτοί ακόμα προσδοκούν κάτι από μένα. Μην το πάρετε προσωπικά αυτό, σας παρακαλώ. Μόνο έτσι μπορώ να σας φερθώ: σα να μην είστε εσείς εδώ. Ή σα να είστε - πράγμα που, βέβαια, για μένα είναι το ίδιο. Με θεωρείτε αγενή; Στριφνή; Ιδιόρρυθμη; Ω, δε με νοιάζει, σας βεβαιώ καθόλου δε με νοιάζει. Δεν έχω πλέον περηφάνια για να πληγωθεί από τις κρίσεις σας, δεν έχω πρόσωπο που να επιθυμώ να το διατηρήσω μακριά απ’ τη σκιά μιας κακής εντύπωσης. Αυτά ταιριάζουν σε γυναίκες μαθημένες να ζουν μέσα στον κόσμο. Με σύζυγο, παιδιά και συγγενείς…με φίλους, θαυμαστές και εραστές ακόμα, γιατί όχι; Στις γυναίκες που αξιώθηκαν το μεγαλείο της μετριότητας, τα εύσημα της τάξης και της νοικοκυροσύνης, που είπαν παλάτι το φτηνό κατάλυμα της παχύσαρκης ζωής τους κι είναι οι κουτές φιλοφρονήσεις του περίγυρου το αλάτι που νοστιμίζει την περιττή τους ύπαρξη. Για μια γυναίκα όμως που ζει αντίθετα απ’ αυτά, ποια σημασία μπορούν να έχουν τα επίθετα ενός ξένου;
Προστατέψτε λοιπόν, τον εαυτό σας από την περιφρόνησή μου και μην παρασυρθείτε σε χαρακτηρισμούς. Κρατήστε τα συμπεράσματά σας για σας. Αλλιώς, μόνο να με κάνετε να ευθυμήσω θα καταφέρετε, χωρίς, ωστόσο, να με δείτε να γελώ.
Πάει καιρός που ξέμαθα το γέλιο.
Δεν κάνει μια περίεργη ζέστη απόψε; Σα να διαλύεται ο αέρας, σα να λιώνει. Κι αυτή η θαμπή μυρωδιά εδώ γύρω…Αν φέρατε λουλούδια, αφήστε τα κάπου δίπλα σας. Και να τα πάρετε μαζί σας φεύγοντας. Θα πρέπει να μη με ξέρετε καθόλου αν ήρθατε ως εδώ μ’ ένα μπουκέτο δροσερά κυκλάμινα. Θέλω να πω …με απωθεί κάθε αβρή χειρονομία. Κάθε διάθεση φιλοφρονητική εκ μέρους κάποιου με αφήνει το ίδιο αδιάφορη όσο κι η αλλαγή των εποχών στον έξω κόσμο. Ένα χέρι που κρατά μια ανθοδέσμη και μου την προτείνει, μου φαίνεται σα να περιγελά το ισόβιο πένθος μου. Εκτός εάν πρόκειται για τα φρέσκα εκείνα βλαστάρια που προορίζονται να στολίζουν τους Επιτάφιους. Και αν μου τα προσφέρετε σεμνά, υπονοώντας πως ταιριάζουν ιδανικά στον στοργικό μου τάφο. Αν είναι έτσι, μπορείτε να τα τοποθετήσετε εσείς στο μέρος που νομίζετε κατάλληλο. Κι αφήστε εκεί για να σαπίσουν.
Εδώ αρχίζουν τα βουνά. Πίσω απ’ τ’ αμπέλια που παγώνουν στο κελάρι. Είναι φορές που νοιώθω να μη με κρατούν τα βήματά μου, πνιγμένα καθώς είναι στο κρασί, κάθε που κατεβαίνω εκεί κάτω κι επιστρέφω ύστερα εδώ μ’ ένα καινούργιο μπουκάλι κάτω απ’ τη μασχάλη μου.
Συνήθισα να πίνω. Πιο λίγο στην αρχή, με τον καιρό όλο και πιο συχνά γεμίζω το ποτήρι μου. Μ’ αρέσει το κρασί˙ το χρώμα, η μυρωδιά του, οι εικόνες πάνω στο γυαλί που σμίγουν με τα μάτια μου – τόσο πολύ σ’ άλλους καιρούς αφοσιωμένα μόνο σε μια εικόνα. Μεθάω όλο και πιο δύσκολα, εύκολα όμως ακόμα ξεγελιέμαι. Ακούω μακρινές φωνές, ποδοβολητά αλόγων, ακούω τους δρόμους ν’ αγκαλιάζουν άλλους δρόμους…βήματα ταξιδεύουν ως εδώ, περνάνε μέσα από τα δάση, διασχίζουνε τον κέδρο και τον έβενο, παραμερίζουνε τους βάτους και τ’ αγκάθια…Στέκονται στην εξώθυρα, σωπαίνουν, ακούγεται μονάχα ο τριγμός της πέτρας καθώς λιώνει κάτω από τη μπότα τους˙ για μια στιγμή σα ν’ αλλάζει η ζωή μου, σα να πετάω με ορμή, να ξανανιώνω, καινούργιους φίλους βάζω με το νου μου, μια αμαρτία διπλωμένη μπρος στην πόρτα μου περιμένει να ενδώσω. Ύστερα τίποτα. Σιωπή.
Ξαναγυρνά το σπίτι στα θεμέλια…σαν ηττημένο, τόσο πολύ που πόθησε να φύγει.
Τι φανταστήκατε; Το χάος είναι εύκολο. Μια φρέσκια μονοκοντυλιά κρατάει δεμένους τους τοίχους, σβησμένη η κάθε πόρτα, η στέγη διάπλατα ανοιχτή. Ό,τι έμεινε δικό μου πια δε βλέπεται, το χάλασαν τα τρωκτικά μας χάδια.
Από τότε, τίποτα δεν είναι ικανό να με προστατέψει.
(…)
Ελάτε κοντά μου, εδώ, πάνω απ’ τον ώμο μου…Κοιτάξτε με προσοχή. Τα βλέπετε τα περιβόλια; Άδεια, το χώμα τους στεγνό, κίτρινο σαν το σάλιο των εντόμων. Βλέπετε στην άκρη τους τη βροχή που παραμονεύει; Ακίνητη γριά, κοκαλωμένη. Σφύριγμα κεραυνού έχει ν’ ακούσει χρόνια.
Μη στέκεστε έτσι! Φύγετε από κει! Κανείς δεν ξέρει πότε θα χτυπήσει ο Θεός.
Ήτανε κάποτε εκεί μια καρυδιά. Όμορφο δέντρο, ζωηρό - παρηγοριά μου. Κάθε που εκείνος έφευγε, έτρεχα να κρυφτώ μες στα κλαδιά της. Έστρωνε τη σκιά της να καθίσω. Τα φύλλα της μου κάνανε χαρές. Άλλον ήλιο απ’ τα μάτια του δεν άφηναν να με πιάσει. Ερχότανε πουλιά περαστικά, με κοίταζαν στα μάτια μ’ εμπιστοσύνη, σα να με πιστεύανε. Νόμιζα θα κρατήσει χρόνια εκείνο το κελάηδισμα. Έσκαβα με τα δάχτυλα το χώμα, έβρισκα βαθιά τις φρέσκες ρίζες του δέντρου και του μιλούσα. Όσα κρατούσα κλειδωμένα στο στόμα μου κάθε που μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του, τα ψιθύριζα εκεί κι όταν συναντιόμαστε ξανά, ήξερα ότι όλα τα είχε ακούσει. Δεν ξαφνιαζόμουν καθόλου που μου έφερνε μια απάντηση σε μια ερώτηση που ποτέ δεν του πήγα. Αυτό είναι έρωτας: να προλαβαίνεις τα λόγια. Λέξη καμία να μην αφήνεις να λερώσει τα χείλη σου κι όλα ν’ ακούγονται γλυκά σα μιλημένα. Μόνο μ’ εκείνον ξέχναγα όλες μου τις λέξεις: τα πορφυρά επίθετα, τα σαρκοβόρα ρήματα, τους συναινετικούς συνδέσμους, τα βλοσυρά επιρρήματα…Μακριά απ’ την κυριαρχία της γλώσσας πόσο γλυκά ανάδευε το σώμα μου! Πόσο καθαρά άκουγα το κελάρυσμα του αίματός μου, η ανάσα μου πώς λίκνιζε τον κόσμο!
(…)
Αναρωτηθήκατε άραγε ποτέ τι ακριβώς ερωτευόμαστε σ’ έναν άλλο άνθρωπο; Σας έχει απασχολήσει αυτό το αίνιγμα; Τι είναι εκείνο πάνω του που συνεγείρει τις στρατιές των εφησυχασμένων μας αισθήσεων και μας ρίχνει άοπλους σε μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη; Σε ποιο σημείο βρίσκεται η δύναμη του άλλου, εκείνη η δύναμη που μας ωθεί ολόγυμνους στο ναρκοπέδιο μιας άγνωστης ως χθες αγκαλιάς; Εμπρός, λοιπόν, στραφείτε με προσοχή στο παρελθόν σας και προσπαθήστε να θυμηθείτε - αν βέβαια έχετε μια τέτοια άξια ανάμνηση: τι σχήμα είχε το στιλέτο που σας πλήγωσε κάποτε θανάσιμα;
Ήταν υγρό σαν ένα βλέμμα θαλασσί, στέρεο σαν περπάτημα ή αέρινο, όπως το σχήμα των χεριών που κλείνουν σ’ ένα χάδι βαθύ ως μέσα στις ρίζες;
Ματαιοπονείτε. Ποτέ σας δεν θα βρείτε μιαν απάντηση. Όποιος προσπάθησε να εξηγήσει τον έρωτα δεν υπήρξε ποτέ του ερωτευμένος. Μόνο μια εκκωφαντική σιωπή ταιριάζει στην απόλυτη φύση ενός τέτοιου δώρου. Μια σιωπή σπαρμένη με τ’ ανείπωτα του σύμπαντος που ανθίζουν μόνο μια στιγμή: όσο κρατάει ένα σμίξιμο ιδρωμένο.
Θυμάμαι τώρα… Πριν να τον δω τον γνώριζα καλά, ως την παραμικρή λεπτομέρεια, μέχρι τον κόμπο της μπέρτας και το μικρό εκείνο κυκλάμινο στην αγκράφα της ζώνης του – σημάδι κοριτσίστικο, υπαινιγμός μιας τρυφερότητας που έφτανε για να καταλάβει κανείς ότι το ξίφος δεν ήταν άλλο από μια γελοία σύμβαση που ήθελε πολεμιστές όλα τ’ αγόρια της γενιάς του, μια μάσκα ανίκανη να κρύψει μια ψυχή ευαίσθητη και νωχελική. Τον θαύμαζα μυστικά, τον αγαπούσα σιωπηλά, πάντοτε υπολόγιζα σ’ αυτόν, σ’ ένα του βλέμμα ενθαρρυντικό στρεφόμουν για να συνεχίσω να ζω προστατευμένη, με σκεπασμένη τη φωνή, μ’ ολόκληρο το σώμα μου.
Όταν ένα απόγευμα μου τον σύστησαν, επιτέλους, στα σκαλιά της πλατείας, άλλο δε βρήκα για να πω παρά μονάχα «βιάζομαι, οι φίλοι μου μισούν να περιμένουν» - κι έφυγα με λυμένη την εσάρπα μου. Αργότερα έμαθα τι όμορφα που χόρευε στο κέντρο της φωτιάς, με πόση ακρίβεια, με πόση τέχνη και σπάνια προσήλωση στην πράξη του, βύθιζε τα μαχαίρια στο λαιμό του: χωρίς μια στάλα αίμα να χυθεί, χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να τραγουδάει…
Αν δεν ήταν αυτός άντρας για μένα, τότε ποιος;
Μέρες μετά, ζούσα μες στο χορό του. Τον σκεφτόμουν επίμονα, εντατικά, με κατοικούσανε ολόκληρη τα μάτια του. Του αφιερωνόμουν νοερά, όπως εκείνοι οι πιστοί που λατρεύουν έναν Άγιο κι όπου κι αν βρίσκονται, όπου κι αν πηγαίνουν, περιφέρουν εντός τους την εικόνα του προσδοκώντας να φανερωθεί, διψώντας για το θαύμα.
Μ’ έκαιγε η σκέψη του, ο ύπνος μου γέμιζε νερά, χανόμουν στο βυθό του. Με μάγευε αυτή μου η αφοσίωση. Μπέρδευα τις κινήσεις μου, το σάλιο μου μαλάκωνε, γλιστρούσαν οι κουβέντες μου υγρές, σκόρπιζαν πριν προλάβω να μιλήσω. Τριγυρνούσα στο σπίτι αδιάφορη στα φλύαρα βλέμματα των υπηρετών που σχολίαζαν μ’ αυτόν τους τον τρόπο την απουσία οποιουδήποτε λόγου να βρίσκομαι συνεχώς ανάμεσα στα πόδια τους. Τα μαλλιά μου μπλέκονταν στα έπιπλα όπως τα κέρατα του ελαφιού στα κλαδιά των θάμνων. Μέτραγα την ανάσα μου κι απορούσα: τόσο λίγη που ήταν πώς γινόταν και ζούσα ακόμη;
Άνεμοι τρυφεροί με ταξιδεύανε, με κάθιζαν στα γόνατα κι ύστερα, πάνω μου περνώντας, με κουρσεύανε.
Τον έφερνα κοντά μου, πλάι μου, τον κρατούσα μέσα μου με μια τυφλή ορμή, μια δύναμη αντρική, αταίριαστη στο φύλο μου.
Έφτανε μια στιγμή να τον σκεφτώ και σα να κέρδιζα ύψος - όχι ανεβαίνοντας όμως, πετώντας ναι, μα κατευθείαν αγκαλιάζοντας το χώμα. Μ’ έβρισκε η παραμάνα αναίσθητη στο πάτωμα, ξέπνοη. Όταν συνερχόμουν, παραδινόμουν σε μια ατέλειωτη ρέμβη. Ήμουνα μόνη μου ξανά κι ήμουνα δυο αγκαλιασμένοι σφιχτά μέσα στο αίμα μου. Μυρμήγκιαζαν οι φλέβες μου και στο κορμί μου άνθιζε ένας δροσερός πυρετός που έκανε τα πόδια μου να τρέμουν, να συνηθίζουν δρόμους που μακραίνανε.
Δάκρυζα αυθόρμητα κοιτώντας τους αγρούς να πρασινίζουν, κάρπιζε η γη μου σαν καρδιά από παράφορη χαρά βαλαντωμένη. Ήταν ο χρόνος φίλος μου, οι ώρες με φροντίζαν, γεφύρια μου ‘χτιζε το φως του σκοταδιού τα μέρη να περάσω. Καθόμουν στο παράθυρο, κεντούσα, ίδια ομίχλη διάφανη, ίδια χελιδονάκι. Έραβα κόκκινες καρδιές στις μαξιλαροθήκες, στρίφωνα την παλιά μου πουκαμίσα, θύμωνα που με χώραγε - σα να μην είχα ποτέ μου μεγαλώσει.
Ερχόταν καλοκαίρι. Κατέβαινα να γνέσω στο πηγάδι, μπλεκόταν το φεγγάρι στην ανέμη μου, αστέρια πέφταν στα νερά και η κλωστή μου γέμιζε μπουμπούκια. Μια πένθιμη χαρά με κατοικούσε.
Και μ’ αναστάτωνε βαριά, σα να μηνούσε έναν χαμό λυτρωτικό, μια νύχτα φόνου.
Ήρθε από τότε τέσσερις φορές.
Με παραφύλαγε και μ’ έβρισκε πάντοτε μόνη.
«Άμποτε να ’χα κρατήσει τους τύπους
άμποτε, άμποτε ν’ αρνιόμουνα τα λόγια του».
Ο φόβος, Κύριε, είναι ένας δρόμος κλειστός για τον έρωτα. Ένα τραχύ μονοπάτι γεμάτο με φιδοφωλιές και βρώμικα χορτάρια. Στο τέρμα του φαντάζει απρόσιτο το χλοερό αλωνάκι της αγάπης. Μα μόνο έτσι πολεμάς γι’ αυτό που νιώθεις: περπατώντας αυτόν τον δρόμο, ματώνοντας τα πόδια στα χαλίκια του, παραμερίζοντας με τους αγκώνες τα σαρκοβόρα αναρριχητικά που γλείφουν λαίμαργα το δέρμα σου, κοιτώντας πάντοτε μπροστά, κοιτώντας μέσα σου, εκεί όπου παφλάζει η επιθυμία που σε οδηγεί, που ο πόθος ξεδιπλώνει τον βαθύ του ουρανό, εκεί που η καρδιά χτυπάει μόνη της και μια φωτιά ανάβει μεσοπέλαγα.
Ερωτεύομαι θα πει Πηγαίνω. Προχωρώ. Διασχίζω και Διασχίζομαι. Και Ξεμακραίνω. Για ν’ αγγίξω κάποτε τον πάμφωτο προορισμό που αξιώθηκα.
Θα πει Φτάνω. Ξυπόλητη, λουσμένη στον ιδρώτα, κατάκοπη, γδαρμένη, δίχως νύχια, δίχως δόντια, με βλέφαρα καμένα, πρησμένα γόνατα, με χέρια τρυπημένα και τη φωνή τριμμένη πάνω στις συλλαβές του σ’ αγαπώ - έστω κι έτσι, μόνο έτσι Φτάνω.
Γιατί ο έρωτας, Κύριε, άλλο δεν είναι από μια δυνατότητα.
Ένα Μπορώ.
Να γνωρίζω και να αγνοώ μαζί.
Να εγκληματώ και να ’μαι η μόνη αθώα.
Να παραλύω στην πιθανότητα της αποκάλυψης κι αυτός ο φόβος, ο Φόβος, Κύριε, να με δυναμώνει.
Μόνο οι γενναίοι αγαπούν - να το θυμάστε. Οι άλλοι απλώς ξεγελούν τα όνειρα. Εγώ ήμουνα στους πρώτους.
(…)
Δε θέλω να μιλώ γι’ αυτά. Παρασύρθηκα. Νύχτωσε κιόλας. Βασιλικό φεγγάρι έχει απόψε. Αγαπάτε το φεγγάρι; Εγώ πολύ. Ω, αν ξέρατε να δείτε!... Κρατάω κρυμμένο ένα τοπίο μες στο νου μου. Άκακη φύση, που τα χρόνια δεν την κάψανε. Φρέσκα, ευωδιαστά νερά κι οι φλέβες κάθε πέτρας ανθισμένες. Υπάρχει πάντα ένα φεγγάρι βαρύ και περήφανο εκεί. Φαντάζομαι πολλές φορές πως πηγαίνω. Είναι μια Τρίτη, μέρα έρημη σαν όλες. Περνώ ανάμεσα απ’ τους κήπους, τ’ αυτοκρατορικά παγώνια ραμφίζουν τις μπιγκόνιες, στις φυλλωσιές μικρά πουλιά τινάζουν από τα φτερά τους τ’ απομεινάρια μιας πρόσφατης βροχής, πουλιά μικρά και μαλακά σαν διλήμματα προορισμένα να μείνουν εσαεί αναπάντητα. Όσο προχωρώ, το τοπίο απομακρύνεται – μια απρόσιτη γεωγραφία ανυπότακτη στα βήματά μου. Ποτέ δε φτάνω. Γυρίζω πάλι εδώ, στην ίδια ανάγλυφη έρημο…
Βλέπετε πως αλλάζουν χρώμα οι σκιές αυτή την ώρα;
«Έλα καλή μου νύχτα: έλα μου με αγάπη / νύχτα μαυρόφρυδη, έλα μου με τον Ρωμαίο / κι όταν πεθάνει πάρτον, σκόρπα τον αστράκια /και τόσο τ’ ουρανού την όψη θα λαμπρύνει / που όλος ο κόσμος θα ερωτευτεί τη νύχτα / και πια δε θα λατρεύει τον λαμπρόφωτο ήλιο.»
(…)
Έτσι ήμουν πάντα: έφηβη στη χαρά, γριά στη λύπη. Ασήμαντες, τυχαίες ηλικίες. Τίποτα πια δε με πληγώνει. Κι η ανάσα μου υπάρχει έτσι, γιατί το θέλησα να μοιάσω του οποιουδήποτε ανθρώπου.
Ούτε έχω τίποτα να μοιράσω με κείνο το καλοκαίρι που ήμασταν. Μπορώ, λοιπόν, να τον φέρνω στο μυαλό μου χωρίς το φόβο να πνιγώ ή να βουλιάξω στα φύκια. Ξαναγίνομαι τρυφερή, στα μάγουλά μου απλώνεται η συγχώρεση…Ας μην έζησα, λέω. Ας μην έζησα.
Μου αρκεί να βλέπω απ’ το παράθυρο, πέρα μακριά, τα βουνά ν’ αναπαύονται ήσυχα σαν την αγκαλιά των εραστών στον μοιρασμένο τους ύπνο, όταν τα σώματα στεγνώνουν και τα χείλη μουδιασμένα σαλεύουν ελάχιστα.
Βάζω με το νου μου… βγαίνω μια βόλτα, ανεβαίνω την πλαγιά, οι κυνηγοί με χαιρετούν βγάζοντας το κασκέτο τους, σκύβω και τρώω απ’ τη χούφτα τους, αφήνομαι να πλανηθώ σα να μην ξέρω, η δροσερή χλόη μου χαϊδεύει τις πατούσες, αγκάθια δεν υπάρχουν πουθενά κι όλες οι παγίδες είναι αθώες. Από μακριά, βλέπω την πέτρινη καμινάδα του σπιτιού μου να τραβάει όλο το φως καταπάνω της μ’ έναν βαθύ, πνιχτό λυγμό που μοιάζει με το γέλιο μου την ώρα που σφαδάζω στο χώμα με χυμένα τα σπλάχνα, κοιτάζοντας κατάματα την κάνη του όπλου τους που καπνίζει.
(...)
Σας στενοχώρησα, το βλέπω. Ελάτε, μη λυπάστε. Τουλάχιστον όχι για μένα. Υπάρχει τόσος έρωτας γύρω σας και μέσα σας που και η ελάχιστη θλίψη για τη δική μου ερημιά είναι μια ανώφελη σπατάλη.
Φυλάξτε τα δάκρυά σας, θα τ’ αναζητήσετε αργά ή γρήγορα. Τότε θυμηθείτε με για λίγο. Και κλάψτε μόνος σας μετά. Όχι για τη δική μου ορφάνια, μα για τον δικό σας ανεκτίμητο καημό.
Αν είχε αστέρια απόψε, θα πήγαινα μια βόλτα στη λίμνη με την άμαξα ή με τη μηχανή του γιού του επιστάτη. Ίσως τον συναντήσατε καθώς ερχόσασταν, είναι ένα όμορφο, λίγο θαμπό αγόρι, όλο χέρια. Θα ήθελα πολύ να βυθίσω τα πόδια μου στην άμμο, να μείνω ώρα έτσι, παρατηρώντας τους κωπηλάτες να λάμνουν ιδρωμένοι. Έχετε δει ποτέ νυχτερινή κωπηλασία; Θα σας μάγευε η κίνηση των κουπιών, η αυστηρή τους συμμετρία καθώς λογχίζουν τα νερά σκάβοντας ασημένιες λακκούβες στην ήρεμη επιφάνεια της λίμνης.
Θα επέστρεφα προτού χαράξει, θα τίναζα την άμμο απ’ τα πόδια μου, το πάτωμα θα γέμιζε απ’ την ξανθή της σκόνη. Δεν θα βιαζόμουν καθόλου να καθαρίσω. Θα την άφηνα εκεί, να τρίζει ελαφρά κάθε φορά που θα πατούσα πάνω της ξυπόλητη…Θα την άφηνα να μου θυμίζει τότε που…εκεί, στη λίμνη, ένα βράδυ…εγώ, με τ’ όνομά μου ολόκληρο, ολόκληρο τ’ όνομά μου μέσα στο άλλο όνομα, μέσα σ’ εκείνο το θάμβος…με όλα μου τα μάτια και τα χέρια και με την καρδιά μου όλη να με καταπίνει…μ’ όλη μου τη ζωή σ’ ένα βράδυ, προτού ο θάνατος…προτού εγώ μισή, καλέ μου, κι από μισή πιο λίγη, προτού μόνη μου και τίποτα, τίποτα πια…κανένας, κανένας πουθενά…πουθενά μέσα μου κανείς…μέχρι κι εγώ να λείπω απ’ το κορμί μου…
Να μην ξανάρθετε εδώ. Μ’ αναστατώνει κάθε ξένη παρουσία. Όποτε μιλώ, σα να σκάβω το ίδιο μου το σώμα, σα να βυθίζομαι στη σάρκα μου κι όταν ξαναβρίσκω τον κόσμο γύρω μου είμαι άδεια, ρημαγμένη και άοπλη, μ’ όλα μου τα μέλη κατεστραμμένα, με κλονισμένες τις αισθήσεις, δίχως όψη.
Δε σας ζητώ παρά να με ξεχάσετε.
Φύγετε, σας παρακαλώ! Δε με λυπάστε;
Θα δύσουνε τα χρώματα, θα ξημερώσει αέρας, τις μέρες μου θα διώξει που λυπήθηκα.
Με φύλλα δυόσμου θα στολίσει την ανάσα μου.
Θα έρθει μια νύχτα μόνιμη, προσωπική μου νύχτα, όλη δικιά μου, μακριά από άγρια μεσημέρια κι ενοχλητικά ηλιοβασιλέματα.
Δε θα με γδέρνει πια η απουσία.
Θα είμαι μια καλή γριά, στις αναμνήσεις μου θα χαίρεται μια άλλη. Θα ‘χω φιλιώσει με τον ίσκιο σου, δεν θα τον πολεμώ που μου κρατάει κρυμμένο το κορμί σου.
Θα ζεις κι εσύ μαζί μου, εδώ, όπως άλλοτε τόσες φορές ονειρευτήκαμε. Θα έχουμε πια γιατρευτεί από εκείνον το θάνατο.
Θα κάθεσαι κοντά μου, ξαπλωμένος στα πόδια μου, μικρό πουλί, αναμνηστικό μιας νεκρής από αιώνες ηλικίας.
Θα μου τραγουδάς σαν άνθρωπος: αιθέρια ψέματα, απίστευτες αλήθειες. Ξελογιασμένα θα υπόσχεσαι σμιξίματα.
Θα ξεκουμπώνεις τα φτερά σου να ελαφρύνεις, τα φώτα θα ραμφίζεις να μη μας δει κανείς - δεν είμαστε εμείς για τους ανθρώπους.
Ύστερα θα κουρνιάζεις στο κρεβάτι μου.
Θα σου φέρνω νερό, ζεστό καφέ, τριμμένα παξιμάδια.
Τινάζοντας τις στάχτες απ’ τα μάτια μου, θα σε κοιτώ που θα γελάς. Θα σ’ αγκαλιάζω και θα φεύγει ο μαύρος χρόνος τρομαγμένος.
Κάποιος να ποτίσει τα’ αγάλματα απόψε. Έχει τόση φωτιά εκεί έξω…Και οι βροχές –το νιώθω – θ’ αργήσουνε πολύ να επιστρέψουν.
Ιούλιος 1994
Σημείωση: τα (εντός εισαγωγικών) αποσπάσματα προέρχονται από το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα.
Πηγή: Άκης Δήμου, …και Ιουλιέττα, Εξάντας Εκδοτική, Αθήνα 1996