Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομά μου….Κανένας το όνομά μου, κι όλοι τους/ κανένα με φωνάζουν, /κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι/ οι επίλοιποι σύντροφοι. *
Γιατί κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει χωρίς όνομα, ούτε καλός ούτε κακός, από την ώρα που γεννιέται….
Κύκλωπα, αν άνθρωπος θνητός σε ρωτήξει πως έτυχε το μάτι σου κακοτυφλιά να πάθει, το ‘χει τυφλώσει να τούς πεις ο κουρσευτής Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που η κατοικία του στην Ιθάκη βρίσκεται.
(άσπλαχνε συ που δεν ντράπηκες τους ξένους στο σπίτι σου να φας∙ γι’ αυτό και ο Δίας και οι άλλοι θεοί σε τιμώρησαν).
*«Κύκλωψ, ειρωτάς μ’ όνομα κλυτόν;……/ Ούτις εμοί γ’ όνομα˙ Ούτιν δε με κικλήσκουσι/ μήτηρ ηδέ πατήρ ηδ’ άλλοι πάντες εταίροι»