Και του πουλιού μου ο θάνατος κι αυτό το μαύρο χέρι;
Κι αυτός ο σκύλος που όμοια του δε βρίσκονται πετράδια;
Τάχα το φως του λυχναριού δε μου τον έχει φέρει;
Μακριά από τις ανθρώπινες τις ηδονές του κόσμου,
άλλο δεν έχω σύντροφο παρά το μαύρο πόνο.
Γιατί ο ναός στον ποταμό σιμά δε στέκει εμπρός μου;
Χτισμένο το γεφύρι του γιατί δεν ανταμώνω";
παραμερίσει.
Μα κει που πήγαιναν να του ζητήσουν εξηγήσεις για το θαυμαστό κείνο μυστήριο, τέσσερις όμορφες κοπέλες μπήκαν από την πύλη του ναού. Από την άρπα, την ομπρέλα και το σκαμνάκι αναγνώρισαν ευθύς τις τρεις θεραπαινίδες της Λίλιας, η τέταρτη όμως, ωραιότερη απ' τις άλλες, ήταν άγνωστη, μα πέρασε γοργά με κείνες το ναό, σαν αδερφούλα αστειευόμενη μαζί τους κι ανέβηκε τ' ασημένια σκαλοπάτια.