«Ειρηνευμένος με τις τελευταίες σκέψεις και αποφάσεις, άρχισα τον δρόμο με την Προσευχή. Είχε βρέξει δυο ολόκληρες ημέρες και ο δρόμος ήτο τόσο λασπωμένος ώστε με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να περπατώ. Εβάδισα, λοιπόν, παραπλεύρως εις την στέππα, μιάν ολόκληρη απόστασι δεκαπέντε χιλιομέτρων. Δεν συνήντησα πουθενά ψυχή ζώσα. Επί τέλους βράδυ - βράδυ, συνήντησα ένα μοναχικό σπίτι, κτισμένο από το δεξιό μέρος του δρόμου. Εχάρηκα επειδή θα μπορούσα να παρακαλέσω να μείνω το βράδυ εκεί κι ως την άλλην ημέρα θα είχε ο Θεός, ίσως δε υποχωρούσε και η κακοκαιρία. Όπως εζύγωσα, είδα να κάθεται σ' ένα πεζούλι ένας γέρος μισομεθυσμένος, φορώντας ένα χονδρό στρατιωτικό μανδύα.
Τον εχαιρέτησα και του είπα: