Η ζωή μας μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, ακόμη και στις πιο απλές πράξεις της καθημερινότητας μας, βασίζεται πάνω στο ότι, αυτός που αναλαμβάνει ρίσκο ανταμείβεται. Πιο συγκεκριμένα, η βάση μας είναι ο εξής απλός κανόνας: Μεγάλο ρίσκο; Μεγάλο κέρδος. Μικρό ρίσκο; Μικρό κέρδος. Κανένα ρίσκο; Κανένα κέρδος. Κάποιος που παίρνει μεγάλο ρίσκο και δικαιώνεται, κερδίζει το στοίχημα.
Είναι επόμενο και λογικό να απολαμβάνει τα μέγιστα σε ανταμοιβή της προσπάθειας του. Παρομοίως, κάποιος που δεν αναλαμβάνει ρίσκο, δεν μπορεί να έχει την απαίτηση να έχει την ιδία ανταμοιβή με κάποιον που αναλαμβάνει ρίσκο και κερδίζει.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είπε ότι ο μέσος δημόσιος υπάλληλος παίρνει 40% περισσότερα από τον μέσο εργαζόμενο στην ιδιωτικό τομέα χωρίς να έχει το ρίσκο της απόλυσης και το άγχος που συνεπάγεται. Για ποιο λόγο όμως κάποιος να έχει μεγαλύτερη ασφάλεια, περισσότερο εισόδημα και γενικά καλύτερες εργασιακές συνθήκες αν δεν αναλαμβάνει περισσότερο ρίσκο; Η απάντηση είναι ότι δεν θα έπρεπε. Κάτι τέτοιο είναι ενάντια στους νόμους της φύσης.
Στην άγρια φύση, η ανταμοιβή για το ρίσκο που αναλαμβάνει ο θηρευτής είναι ένα γεμάτο στομάχι. Αν ο θηρευτής δεν αναλάβει το ρίσκο για πιάσει το θήραμα του, θα πεθάνει από ασιτία. Στη φύση η ανταμοιβή είναι η τροφή, στην κοινωνία είναι το χρηματικό έπαθλο. Παρομοίως λοιπόν, όταν μια κοινωνία δεν αναλαμβάνει ρίσκο αποτυγχάνει. Υπολείπεται των υπολοίπων σε θέματα πνευματικά, πολιτιστικά, πολιτικά, τεχνολογικά και πάνω από όλα οικονομικά.
Μια κοινωνία που δεν αναλαμβάνει ρίσκο μένει πίσω και δεν μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Δεν κατανοεί καινούργιες μεθόδους παραγωγής, νέες αντιλήψεις και καινούργιες κοινωνικές τάσεις. Διότι μεταξύ άλλων, ρίσκο σημαίνει και καινοτομία. Αν δε ρισκάρεις, μένεις πίσω όσο αναφορά την καινοτομία. Η καινοτομία όμως είναι αυτή που καθορίζει τη διαφορά μεταξύ προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας και προϊόντα απλής εμπορευματικής παραγωγής. Μην έχετε καμία αμφιβολία ότι ο κυριότερος λόγος για την πτώση της ανταγωνιστικότητας των τελευταίων ετών στην Ελλάδα έχει να κάνει και με την παντελή απουσία ρίσκου στην κοινωνία μας, κάτι που αντανακλάται και στις οικονομικές μας επιδόσεις.
Το βασικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι αυτή ακριβώς η ανισορροπία. Το ότι δηλαδή έχουν ανατραπεί οι νόμοι της φύσης που διέπουν την ανταμοιβή σε σχέση με το ρίσκο. Είναι αφύσικο και αντιπαραγωγικό κάποιος που είναι στον δημόσιο τομέα να παίρνει περισσότερα από κάποιον στον ιδιωτικό τομέα. Ανατρέπει τους φυσικούς νόμους και κάνει κακό στην κοινωνία και στο σύνολο.
Αυτή η νοοτροπία όμως έχει επεκταθεί σε όλη την Ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα και η ίδια η αγορά να μην αναλαμβάνει ρίσκο. Καμία μεγάλη Ελληνική επιχείρηση δεν έχει επενδύσει λεφτά με σκοπό να παράγει κάτι το καινοτόμο. Όλες οι μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν να κάνουν με κρατικά συμβόλαια. Πρώτα αναλαμβάνει κανείς τη δουλειά και μετά επενδύει χρήματα. Δεν αναλαμβάνει κανείς το ρίσκο του να φτιάξει κάτι από το μηδέν. Στην Ελλάδα επένδυση σημαίνει κάτι το σίγουρο και η εξίσωση δεν έχει άγνωστες μεταβλητές.
Επίσης, λόγω της διαφθοράς και των προνομιακών σχέσεων που διατηρούν αρκετοί με την πολιτική ηγεσία του τόπου, αποθαρρύνονται οι υπόλοιποι ακόμα περισσότερο διότι το παιχνίδι είναι σικέ. Πολύ απλά, η ανάληψη ρίσκου αντενδείκνυται.
Αντίθετα, στην Αμερική, το venture capital είναι ο κανόνας. Δισεκατομμύρια δολάρια επενδύονται κάθε χρόνο σε καινούργιες ιδέες και σε αμφιλεγόμενες επιχειρηματικές κινήσεις. Οι περισσότερες από αυτές τις ιδέες αποτυγχάνουν και οι επενδυτές χάνουν τα λεφτά τους. Αυτό όμως είναι αποδεκτό, διότι για κάθε επένδυση που πάει καλά, οι επενδυτές βγάζουν υπεραρκετά για να καλύψουν τη χασούρα από τις υπόλοιπες αποτυχημένες προσπάθειες. Επίσης, η έρευνα και ανάπτυξη (ακόμα και των αποτυχημένων προσπαθειών) παραμένει σαν αποθεματικό στον ερευνητικό ισολογισμό των ΗΠΑ.
Η Ελληνική κοινωνία παρόλο που θέλει να ονομάζεται προοδευτική, είναι άκρως συντηρητική. Η μη ανάληψη ρίσκου δεν είναι μόνο φαινόμενο του επιχειρηματικού στίβου. Η υποκρισία της πολιτικής ηγεσίας τόσα χρόνια να μην θέλει να αναγνωρίσει τα ξένα πανεπιστημιακά πτυχία για παράδειγμα, είναι ακόμη ένα στοιχείο που φανερώνει την εσωστρέφεια και τον συντηρητισμό της κοινωνίας μας.
Το ότι οι Έλληνες συνεχώς ψηφίζουν τα δυο μεγάλα κόμματα και αρνούνται να πειραματιστούν με καινούργια πρόσωπα, αλλά επιμένουν σε μια χούφτα από πολιτικούς (η τους απογόνους αυτών) είναι άλλο ένα σημάδι μη ανάληψης ρίσκου. Το ερώτημα όμως είναι, γιατί η Ελληνική κοινωνία είναι τόσο συντηρητική και δεν αναλαμβάνει ρίσκο; Η Ελληνική κοινωνία δεν θέλει να παίρνει ρίσκο διότι έχει μάθει ότι το ρίσκο δεν ανταμείβεται στην Ελλάδα. Η πολυνομία, το απαρχαιωμένο θεσμικό πλαίσιο (νόμος περί ανωνύμων εταιρειών του 1920 για παράδειγμα) και πάνω από όλα το διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, δεν εγγυούνται ότι αυτός που αναλαμβάνει ρίσκο και κερδίζει, θα απολαύσει τον καρπό της προσπάθειας του.
Το συμπέρασμα είναι ότι όσο οι μισθοί στο Δημόσιο είναι υψηλότεροι από τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, ο συντηρητισμός και η αποφυγή ρίσκου θα εξακολουθεί να είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής κοινωνίας. Όσο δεν αναλαμβάνουμε ρίσκο και αποφεύγουμε να πειραματιστούμε και να επενδύσουμε στην καινοτομία, τόσο θα υστερούμε κοινωνικά, και πάνω από όλα οικονομικά.