«Τα μαθηματικά μού πρόσφεραν μεγάλη απόλαυση... και ήλπιζα πως εν καιρώ θα βρισκόταν ένας μαθηματικός τύπος ανθρώπινης συμπεριφοράς τόσο ακριβής όσο αυτά». -Μπέρτραντ Ράσελ, «Πορτρέτα από μνήμης»
Ήδη, στα μέσα του εικοστού αιώνα, ο Μπέρτραντ Ράσελ ήταν για πολύ κόσμο «ο» φιλόσοφος, ακριβώς όπως ο Αϊνστάιν ήταν «ο» επιστήμων. Με τα λευκά του μαλλιά και τqv ευγενική λιπόσαρκη φιγούρα του ο Ράσελ σίγουρα έμοιαζε φιλόσοφος, καθώς φυσούσε τον καπνό της πίπας του. Επιπλέον, μιλούσε ως φιλόσοφος όταν πραγματευόταν βαθυστόχαστα κοινωνικά και πολιτικά θέματα.
Έδωσε τηv πρώτη διάλεξη Ράιτ στο ραδιόφωνο του BBC το 1949, ενώ το βιβλίο του «Η Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας» έγινε το πρώτο φιλοσοφικό βιβλίο με μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Αυτό έκανε τον Ράσελ πασίγνωστο και -για φιλόσοφο- επίσης καλoπληρωμέvo, όμως ήταν μόνο ένα από τον τεράστιο αριθμό βιβλίων του, ξεκινώντας με το Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, το 1896, και τελειώνοντας εβδομήντα ένα χρόνια αργότερα με το Εγκλήματα πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Ράσελ δεν ήταν ποτέ στενά ακαδημαϊκός φιλόσοφος, γι’ αυτό η απονομή σε αυτόν του βραβείου Νόμπελ το 1950 -για τη λογοτεχνία, αφού δεν υπάρχει βραβείο για τη φιλοσοφία- φάνηκε αρμόζουσα.
Εξίσου αρμόζον ήταν το έγγραφο που υπέγραψε μαζί με τον Αϊνστάιν και πέντε ακόμα νομπελίστες, προειδοποιώντας πρώτοι αυτοί για τα καταστροφικά αποτελέσματα του πυρηνικού πολέμου, αλλά και οι εκστρατείες του εναντίον των πυρηνικών όπλων που ακολούθησαν με την οργάνωση «Εκστρατεία για Πυρηνικά Αφοπλισμό» και την «Επιτροπή των 100». Το 1961, σε ηλικία σχεδόν ενενήντα χρόνων, φυλακίστηκε για τις καθιστικές διαμαρτυρίες του. Τέτοιος ηρωισμός τον έκανε προφήτη της ειρήνης, έναν φάρο σύνεσης και διανοητικής υγείας. Κυριαρχούνταν, όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, από «τρία πάθη, απλά αλλά πανίσχυρα: τη λαχτάρα για αγάπη, την αναζήτηση της γνώσης και την ασίγαστη συμπόνια για τα δεινά της ανθρωπότητας». Αυτά ακριβώς που περιμένει ο κόσμος από έναν φιλόσοφο.
Όμως ο Ράσελ ανταποκρινόταν επιπλέον στις προσδοκίες του ακαδημαϊκού κόσμου, κυρίως μέσα από το βιβλίο του Μαθηματικές Αρχές (Principia Mathematica), το οποίο συνέγραψε μαζί με τον Άλφρεντ Νορθ Ουάιτχεντ. Αυτό το magnum opus του τον καθιέρωσε ανάμεσα στους ομότεχνους του σε όλο τον κόσμο. Εφαρμόζοντας τη μαθηματική λογική στη γλώσσα, το Μαθηματικές Αρχές βοήθησε να τεθούν οι βάσεις της αναλυτικής φιλοσοφίας, που έγινε η κυρίαρχη μορφή φιλοσοφίας στον αγγλόφωνο κόσμο για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα.
Η φιλοσοφία κέρδισε τον Λουντβιχ Βιτγκενστάιν χάρη στα γραφτά του Ράσελ, ο ίδιος ο Ράσελ ωστόσο ένιωσε πνευματικά εξουθενωμένος όταν τελείωσε το Μαθηματικές Αρχές, το 1913, αν και ήταν μόλις σαράντα ετών. Επιπλέον, η κριτική που του ασκούσε ήδη ο Βιτγκενστάιν είχε υπονομεύσει τη διανοητική του αυτοπεποίθηση. Οι αντιπολεμικές δραστηριότητες του Ράσελ στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο τον οδήγησαν να χάσει τη θέση του στο κολέγιο Τρίνιτι του Κέμπριτζ και να φυλακιστεί. Ακολούθησε ένας δεύτερος γάμος, παιδιά και αφόρητη πίεση για εύρεση οικονομικών πόρων.
Το αποτέλεσμα ήταν πως ο Ράσελ σχεδόν δεν ξανάκανε «αληθινή» φιλοσοφία στην υπόλοιπη ζωή του, αν και έζησε μέχρι τα ενενήντα επτά - πέθανε το 1970. Σε μια σειρά διαλέξεων που έδωσε στη Βόρεια Αμερική, ο Ράσελ ρωτήθηκε από την επικεφαλής ενός κολεγίου ευφυών κοριτσιών γιατί είχε εγκαταλείψει την επίσημη φιλοσοφία. «Γιατί ανακάλυψα πως προτιμώ το σεξ» φέρεται να απάντησε. Όμως, για να πληρώσει τους λογαριασμούς του έγραφε μανιωδώς - υπολογίζεται ότι έγραφε περίπου 2.000 λέξεις την ημέρα σε όλη του τη ζωή.
Μοιραία, μερικά από τα γραφτά του ήταν επιπόλαια, όμως σε άλλα υποστήριξε ριζοσπαστικές τότε ιδέες για το σεξ, τον γάμο, το διαζύγιο, την εκπαίδευση, τη φροντίδα των παιδιών, τη διακυβέρνηση του κόσμου και τον αφοπλισμό. Τέτοιες απόψεις - που δεν ήταν αποκλειστικά του Ράσελ, αλλά εκείνος τις προέβαλλε με εξαιρετική πειστικότητα- έχουν έκτοτε διεισδύσει στη δυτική σκέψη και έχουν γίνει κομμάτι του φιλελεύθερου ημισυνειδητού. Πλέον είναι τόσο ευρέως αποδεκτές, ώστε περνάνε σχεδόν απαρατήρητες.
Τα εκλαϊκευμένα γραφτά του Ράσελ είναι σημαντικά ακριβώς, επειδή προέβλεψε ή προπαγάνδισε πολλές μεταγενέστερες στάσεις και τάσεις. Οι παπάδες και άλλοι συντηρητικοί που τον κατηγόρησαν για «ανηθικότητα» είχαν κατά κάποιο τρόπο δίκιο. Ο Ράσελ πράγματι εισηγούνταν μιαν κοινωνική και «ηθική» (δηλαδή σεξουαλική) επανάσταση, που έγινε μετά τον θάνατό του. Εμείς που ζούμε με ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό διαζυγίων είμαστε εν μέρει απόγονοι του «Μπέρτι του Μπερμπάντη» (ένα από τα λιγότερο κολακευτικά παρατσούκλια του), ο οποίος στη ζωή του είχε τέσσερις συζύγους και αναρίθμητες ερωμένες, χωρίς καμιά αναστολή.
Τα εκλαϊκευμένα έργα του, συχνά πολύ διασκεδαστικά, έγιναν αιτία να ονομαστεί «Βολταίρος του εικοστού αιώνα». Η σύγκριση έχει κάποια βάση, αφού, αν και ο Βολταίρος δεν ήταν ποτέ βαθύστόχαστος, και οι δυο άντρες ήταν αριστοκράτες φιλελεύθεροι που συχνά ενστερνίζονταν αντιλαϊκά, συχνά παράτολμα ζητήματα, Αλλά, ενώ ο Βολταίρος τελείωσε τη ζωή του απολαμβάνοντας την αναγνώριση ολόκληρης της Ευρώπης με ένα καλοκάγαθο χαμόγελο στην ογδοντάχρονη μορφή του, ο Ράσελ τελείωσε την ακόμα μακρύτερη ζωή του μέσα σε ολέθριες οικογενειακές έχθρες και αλληλοκατηγορίες.
Πίσω του και γύρω του υπήρχε «πλήθος από συναισθηματικά συντρίμμια», όπως το έθεσε ο κύριος βιογράφος του, Ρέι Μονκ, ενώ ο ίδιος συχνά έμοιαζε «να καταδιώκεται από φαντάσματα μανιακών», όπως το έθεσε ο ίδιος. Η διαθήκη του Ράσελ του 1966, για παράδειγμα, δεν ανέφερε καν τον πρωτότοκο γιο του Τζον, στον οποίο είχε κάποτε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες, αλλά τον οποίο είχε αργότερα προσπαθήσει να κλείσει σε άσυλο ως παράφρονα. Μάλιστα, η ακίνητη περιουσία του θα πήγαινε στον Ραλφ Σένμαν, στον αμφιλεγόμενο νεαρό πράκτορά του. Όμως ο Ράσελ τελικά μάλωσε ακόμα και με τον Σένμαν.
Οι λογικές, φωτισμένες ιδέες δεν εμπόδισαν τον Ράσελ, που ήθελε πολύ παιδιά, να είναι σκέτη συμφορά τόσο ως πατέρας και παππούς όσο ήταν συχνά και ως σύζυγος ή εραστής. Το αν οι προσωπικές του αποτυχίες ακυρώνουν τις ιδέες του ή αν απλώς απεικονίζουν τον προβληματικό χαρακτήρα του Ράσελ σε καμία περίπτωση δεν είναι ακαδημαϊκή απορία. Στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, αντίθετα από ό,τι στις από καθέδρας ομιλίες του για την ανθρωπότητα, ο Ράσελ ήταν ικανός να συμπεριφέρεται με ψυχρή αναισθησία, αποκαλύπτοντας «δυο θεμελιώδεις τάσεις... έναν αβυσσαλέο φόβο για την τρέλα και μια κολοσσιαία ματαιοδοξία» (και πάλι λόγια του Μονκ). Και τα δύο προέρχονταν εν μέρει από τους προγόνους του -κάποιοι ήταν από τους σπουδαιότερους πολίτες της χώρας-, όμως η ματαιοδοξία του ενισχύθηκε από τους ακαδημαϊκούς θριάμβους του.
Εξελέγη εταίρος του κολεγίου Τρίνιτι σε ηλικία μόλις είκοσι τριών ετών και έγινε επίσης εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας στα είκοσι οκτώ για το έργο του στη λογική και στα μαθηματικά. Από αυτές τις πνευματικές και κοινωνικές κορυφές ο Ράσελ κοίταζε την ανθρωπότητα με ευγενική συγκατάβαση. Ωστόσο, πολύ σπάνια, όπως όταν δήλωσε πως «ο Δαρβίνος αζιζε περισσότερο απ’ όσο τριάντα εκατομμύρια απλοί άνθρωποι», έπεφτε η μάσκα του φιλελεύθερου ανθρωπισμού και εμφανιζόταν η παγωμένη έπαρση ενός επηρμένου παλαιοκομματικού.
Ο Μπέρτραντ Ράσελ γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1872. Ο παππούς του, ο πρώτος κόμης Ράσελ, γνωστός ως λόρδος Τζον Ράσελ, είχε χρηματίσει δυο φορές πρωθυπουργός επί της βασιλείας της Βικτόρια, ενώ πριν από αυτό είχε υποστηρίξει το μεγάλο νομοσχέδιο της μεταρρύθμισης του 1832 (ένα λιγότερο ριζοσπαστικό νομοσχέδιο απ’ όσο αφήνει τ’ όνομά του να φανεί) στη Βουλή των Κοινοτήτων. Όμως, η άνοδος στην εξουσία της δυναστείας και η τεράστια περιουσία της είχαν ξεκινήσει το δέκατο έκτο αιώνα, με τον πρώτο κόμη του Μπέντφορντ, έναν από τους άρπαγες μοναστηριών αυλικούς του Ερρίκου Η'.
Η οικογένεια Ράσελ είχε από νωρίς συμπάθειες με τους φιλελευθέρους, ενώ ο λόρδος Γουίλιαμ Ράσελ εκτελέστηκε το 1683 για τη συμμετοχή του στη συνωμοσία της οδού Ράι με σκοπό τη δολοφονία του Κάρολου Β'. Ο πατέρας του Ράσελ, ο υποκόμης Άμπερλι, ασπάστηκε ριζοσπαστικές απόψεις -ήταν αγνωστικιστής και φεμινιστής-, καταστρέφοντας την πολιτική του καριέρα και ψυχραίνοντας το σώμα των εκλεκτόρων, κυρίως με την υποστήριξή του στον έλεγχο των γεννήσεων. Ο φίλος του Άμπερλι, ο φιλελεύθερος φιλόσοφος Τ.Σ. Μιλ, έγινε νονός του Μπέρτραντ, ενδυναμώνοντας έτσι τον σύνδεσμό του με τους ριζοσπάστες. Η μητέρα του Ράσελ, η Κέιτ Στάνλι, που προερχόταν επίσης από αριστοκρατική οικογένεια -πρόγονοί της εντοπίζονταν μέχρι το 1066- ήταν μια ξιπασμένη φιλελεύθερη.
Ωστόσο, όλη αυτή η λαμπερή κληρονομιά σκιάστηκε γρήγορα από τον θάνατο. Η μητέρα του και η αδελφή του Ρέιτσελ πέθαναν από διφθερίτιδα το 1874. Ο πατέρας του, βυθισμένος στη μελαγχολία, τις ακολούθησε στον τάφο σε λιγότερο από δυο χρόνια- έτυχε δε μιας προκλητικά μη χριστιανικής ταφής. Χριστιανοί δεν ήταν ούτε οι δυο κηδεμόνες που είχε ορίσει ο Άμπερλι, οι οποίοι επιπλέον αποδείχτηκαν εντελώς απαράδεκτοι στους παππούδες του Ράσελ, ειδικά όταν αποκαλύφτηκε πως η λαίδη Άμπερλι, από καλοσύνη ή από οίκτο, είχε κοιμηθεί με έναν από αυτούς, τον φύματιολόγο Ντάγκλας Σπάλντιν, αν και, όπως είπε αργότερα ο Ράσελ, «δεν έχω καμιά απόδειξη ότι εκείνη το ευχαριστήθηκε». Ο τρίχρονος Μπέρτραντ και ο αδελφός του Φρανκ, εφτά χρόνια μεγαλύτερος, πήγαν να ζήσουν με τους παππούδες τους στην έπαυλη Πέμπροουκ, στο πάρκο Ρίτσμοντ, ένα μακρύ χαμηλό οίκημα με εξαιρετική θέα στην κοιλάδα του Τάμεση.
Ο λόρδος Ράσελ, προσηνής αλλά πολύ ηλικιωμένος -είχε επι σκεφτεί τον Ναπολέοντα στην εξορία του στο νησί Έλβα-, πέθανε το 1878 αφήνοντας τον Μπέρτραντ στη φροντίδα της γιαγιάς του. Η λαίδη Ράσελ δεν ήταν καμιά αδιάλλακτη συντηρητική -υποστήριζε την αυτονομία της Ιρλανδίας και αποδεχόταν τον δαρβινισμό-, όμως προερχόταν από μια σκοτσέζικη οικογένεια πρεσβυτεριανών και η ζωή στην έπαυλη Πέμπροουκ ήταν σπαρτιατική. Ενώ ο Φρανκ πήγαινε σχολείο στο Γουίντσεστερ, ο Μπέρτι παρέμενε στο σπίτι «για να μείνει αγνός, θρήσκος και στοργικός... έτσι ώστε να είναι κατάλληλος για να πάρει τη θέση του παππού του ως πρωθυπουργός και να συνεχίσει το ιερό έργο της μεταρρύθμισης», όπως είπε ο Τζορτζ Σανταγιάνα, ένας φιλόσοφος που αργότερα έγινε φίλος.
Η ζωή του όμως δεν ήταν καθόλου μαλθακή: κάθε πρωί ξεκινούσε με παγωμένο μπάνιο και ακολουθούσε εξάσκηση στο πιάνο σε ένα κρύο δωμάτιο- φρούτα, ζάχαρη, σοκολάτες και άνετες καρέκλες απαγορεύονταν, όμως οι προσευχές ήταν υποχρεωτικές και πολύ πιο συχνές απ’ ό,τι στα περισσότερα βικτοριανά σπίτια, διότι η λαίδη Ράσελ ήταν πνιγηρά, ενοχικά θρήσκα. Στα δωδέκατα γενέθλιά του η γιαγιά του του χάρισε μια Βίβλο με αφιέρωση τα αγαπημένα της χωρία: «Δεν θέλεις ακολουθήσει τους πολλούς επί κακώ... Μη φοβηθείς μηδέ δειλιάσεις, διότι είναι μετά σου Κύριος ο Θεός σου όπου αν υπάγεις». Το ακούσιο αποτέλεσμα ήταν να δυναμώσει μεν ο Ράσελ φυσικά και πνευματικά, αλλά να γίνει σχεδόν ανάπηρος συναισθηματικά.
Μικρός ο Ράσελ έκανε παρέα με λίγα παιδιά της ηλικίας του τα ξαδέλφια του από τη μεριά των Στάνλι ήταν ένα φασαριόζικο, άτακτο τσούρμο που ο αδελφός του συμπαθούσε, ο ίδιος όμως περισσότερο τρομοκρατούνταν παρά διασκέδαζε. Αντίθετα, η ανύπαντρη νευρωτική θεία Αγκάθα και ο θείος Ρόλο, ο οποίος μάλιστα έγραφε ψαλμούς, πρόσφεραν εποικοδομητική παρέα στο Ρίτσμοντ. Κάποια θέματα δεν αναφέρονταν ποτέ σε εκείνο το καταθλιπτικά σιωπηλό σπίτι: χρήμα, σεξ και, κυρίως, η τύχη του θείου Γουίλι, ο οποίος ήταν έγκλειστος σε κάποιο άσυλο για τον φόνο δυο ανθρώπων.
Σε όλη του τη ζωή ο Ράσελ κατεχόταν από τον φόβο πως η τρέλα της οικογένειας ίσως ήταν κληρονομική. Όμως υπήρχαν γκουβερνάντες -με μερικές συνδέθηκε στενά- και δάσκαλοι στο σπίτι, με τους οποίους μπορούσε να συζητάει ελεύθερα και γρήγορα αποκαλύφτηκε διανοητικά πολλά υποσχόμενος. Στα έντεκα ο αδελφός του Φρανκ τον εισήγαγε στα μυστήρια των μαθηματικών. Ο Ράσελ γοητεύτηκε, αν και απογοητεύτηκε από το γεγονός πως ο Φρανκ δεν είχε απόδειξη για τα αξιώματα του Ευκλείδη, επέμενε όμως πως έπρεπε να θεωρούνται δεδομένα. Ωστόσο, ο Ράσελ είχε ανακαλύψει έναν καινούργιο κόσμο. «Ήταν ένα από τα μεγάλα γεγονότα της ζωής μου, που με θάμπωσε, όπως η πρώτη αγάπη. Δεν είχα φανταστεί πως υπήρχε κάτι τόσο υπέροχο στον κόσμο» έγραψε αργότερα.
Από το βιβλίο
"Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι"
των Nigel Rodgers / Mel Thompson