Αρνούμαι να δω πίσω από τις δοκιμασίες των ανθρώπων ένα Θεό σαδιστή, αδιάφορο μπροστά στον πόνο μας και εκδικητικό για τις αμαρτίες μας.
Αρνούμαι μια Εκκλησία που ενδιαφέρεται πρώτα «να τηρήσει τους κανόνες και τους νόμους της», αδιαφορώντας για το πρόσωπο.
Αρνούμαι να χρησιμοποιήσω την προσευχή ως μέσο να καλοπιάσω το Θεό, για να μου κάνει το χατίρι.
Αρνούμαι να κοινωνήσω για να νιώσω δικαιωμένος και να γίνει η θεία Κοινωνία μέσον επιβράβευσης της αρετής μου.
Αρνούμαι ν’ αγαπήσω για ν’ αγαπηθώ, να ελεήσω για να ελεηθώ, ως να είναι «δούναι και λαβείν».
Αρνούμαι να βάλω τον εαυτό μου στους «δίκαιους», ενάρετους και καλούς χριστιανούς, γνωρίζοντας ότι ο Χριστός είπε στους μαθητές Του «όταν κάνετε όλα όσα σας προστάζει ο Θεός, να λέτε: “είμαστε ανάξιοι δούλοι· κάναμε αυτό που οφείλαμε να κάνουμε”» (Ματθ.17,10).
Αρνούμαι να ενοχοποιήσω το δώρο του έρωτα, ταυτίζοντάς τον με την πορνεία.
Αρνούμαι να καταδικάσω «στο πυρ το εξώτερον» όσους δεν είναι χριστιανοί, προδικάζοντας την κρίση του Θεού.
Αρνούμαι να δεχτώ ότι όσοι δεν εκκλησιάζονται δεν μπορούν να έχουν εμπειρία Θεού, γνωρίζοντας ότι «το Πνεύμα Θεού όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8).
Αρνούμαι να ταυτίσω όποιον εκκλησιάζεται με τον τέλειο και αναμάρτητο.
Αρνούμαι να θεωρήσω κάθε κληρικό ως αλάνθαστο και ικανό να καθοδηγήσει τους ανθρώπους.
Αρνούμαι να πω ότι όλοι οι «άνθρωποι της Εκκλησίας» είναι υποκριτές.
Αρνούμαι να δεχτώ ότι ο διάβολος δεν υπάρχει κι ότι τα περί παραδείσου και κολάσεως είναι παραμύθια.
Αρνούμαι να μην αναγνωρίσω την ομορφιά, την ελευθερία, την ευρύτητα και την Αλήθεια της Ορθοδοξίας.
Αρνούμαι να θεωρήσω την Εκκλησία ως την «κοινωνία των τελείων» κι όχι τη «σωτηρία αυτών που χάνονται» (άγ. Ισαάκ ο Σύρος).
Αρνούμαι να πιστέψω ότι είμαι πιόνι στα χέρια του Θεού, χωρίς σεβασμό της ελευθερίας μου και χωρίς την ευθύνη για τις επιλογές μου.
Αρνούμαι ν’ ακολουθήσω ένα Θεό που με καλεί να αρνηθώ τον εαυτό μου και να σηκώσω το σταυρό μου, όταν αυτός πρώτος δεν με αγαπά «μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».
Αρνούμαι να κατευθύνω τους δικούς μου ανθρώπους σ’ ένα δρόμο ζωής που οι ίδιοι δεν θέλουν, έστω κι αν αυτός είναι ο όντως δρόμος της Ζωής.
Αρνούμαι ν’ απελπιστώ για ό,τι είμαι και για ό,τι δεν είμαι και ό,τι θα ’πρεπε να είμαι, ξεχνώντας το λόγο του Κυρίου μου, πως «χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν» (Ιω. 15,5).
Αρνούμαι, τέλος να θέλω να πείσω τον οποιονδήποτε με τα πιο πάνω. Καταθέτω απλά την αντίδρασή μου για ό,τι ψεύτικο και λανθασμένο παρουσιάζεται ως αλήθεια, για κάθε υποκριτικό και εγκόσμιο που στερεί τη θέα και την αναπνοή του Ουρανού από του νυν αιώνος.