Μπορεί να σαι πλούσιος, να σαι φτωχός, να σαι ελεεινός και πατέρας, να µην έχεις στον ήλιο µοίρα, αλλά ό,τι και να 'σαι, το κουμάντο σου για το Πάσχα θα το κάνεις. Εφ' ω και o Χαράλαμπος, ο επιλεγόµενος Μπάμπης:
-την είχα και ψηµένη.
-Τη δουλειά;
-Τη φτιάξη.
Λέει, δηλαδή, ο κουμπάρος μου ο Νικολής από τα Ψαχνά: «Κουµπάρε », λέει, «γι' αρνί», λέει, «μην κάτσεις και χολοσκάσεις. Θα σου στείλω γω ένα μαναράκι από τα δικά μου, λουκούµι πράμα», λέει.
-Κατάλαβα, Χαράλαμπε.
-Τι κατάλαβες;
-Δεν σου το 'στειλε, κι έµεινες απ’ αρνί.
-Όχι. Το 'στειλε, 'θεµά τον πατέρα του.
Το στειλε ο κουµπάρος τ' αρνί κι ήτανε πράγµατι άλλου είδους. Το 'βλεπες ζωντανό κι έγλειφες τα δάχτυλά σου. Θρεµµένο, άσπρο, γλυκούλι, μια αγαπούλα.
-T’ αρνί, ρε Μπάµπη;
-Μα τον Θεό! Εγώ τι να σου πω, δηλαδή; Το συμπάθησα. Το πήρα από καρδιάς.
-Σκέφτομαι τι µεζές θα 'γινε!
Στρίβει τα μούτρα του ο Χαραλάµπης, κουνάει το κεφάλι του o Χαραλάµπης, σε γεμίζει απογοήτευση και μαυρίλα ο Χαραλάµπης.
-Μα γιατί, μωρέ Μπάμπη;
...Να σου εξηγήσω.
Και βήχει για να µου «εξηγήξει» και αγριεύει και το µάτι του για να μου «εξηγήξει»:
...Εγώ τη Στεφανία την πήρα από έρωτα.
-Ρομαντικός ήσουνα, Μπάµπη.
...Τέλος πάντων. Από έρωτα τήνε πήρα, αλλά παιδιά ο Θεός δε µας χάρισε. Όπερ η Στεφανία το 'χε µαράζι και άμα έβλεπε µωρό, βουρκώνανε τα μάτια της και πολύ τής θλίψης γινότανε.
Tι σχέση έχει αυτό με τ' αρνί;
-Τώρα θ’ ακούσεις. Το λοιπόν, έρχεται τ' αρνί. Πάσχα ζυγώνει.
Μπορεί να 'σαι πλούσιος, να 'σαι φτωχός, να 'σαι ελεεινός
δύσκολη η χρονιά φέτος, καθόσον είπε δηλαδή η κυβέρνησις: «Φάτε ένα αβγό στα δύο, να κονομήσουµε εμείς τον προυπολογισμό και να τους πούμε τους Αµερικάνους, "µας πήρατε βαρέλι χωρίς πάτο» και που ανοίξανε και οι δουλειές και τέτοια, τα ξέρεις, λέω γω o Μπάµπης αφ' εαυτού µου:
«Μια φορά, τ αρνί το χουμε. Στύλος, να πούμε. Καβοκολόνα. T’ άλλα; Ε! Ψιλά, χοντρά, θα τα κονοµήσουµε».
-Είπες εσύ;
-Είπα γω. Κι αριβάρει τ' αρνί, και το παίρνω, και το πάω στη Στεφανία. Το βλέπει λοιπόν η Στεφανία και το ερωτεύεται.
-T’ αρνί, βρε Μπάµπη;
-T’ αρνί.
-Δεν είµαστε καλά.
-Αµ' είμαστε; Το ερωτεύεται, φίλε, και το παίρνει, και του βάζει μπλε κορδελίτσες στον λαιμό, και το χαϊδολογάει, και το ταΐζει χόρτο εκλεχτό και όλα.
-Αστείο είναι.
-Αστείο ή δράµα. Γενοβέφα είναι. Διότι έρχεται µεγάλο Σάββατο και σηκώνουμαι το πρωί, πλένω τα ποδάρια μου, σηκώνουμαι και λέω της Στεφανίας: «Πάω να φέρω άνθρωπο να σφάξει τ' αρνί».
-Τι λες;
-Ναι. Έτσι λέω. Όπου σηκώνεται η Στεφανία και µου ρίχνεται στον λαιμό: «'Οχι, Μπάμπη μου! Μην το κάνεις αυτό, Μπάµπη µου! Το παιδί μου θα σφάξουμε, Μπάµπη μου;».
-To παιδί της;
-Έτσι το πήρε, φίλε. Μητρικά. Παιδί. «Βρε, έλα στα καλά σου, γυναίκα! Βρε, έχω καλέσει κόσµο για το κοκορέτσι, γυναίκα! Bpe, θα γίνω ρεζίλης των σκυλιώνε, γυναίκα!». Τίποτα αυτή. Το παιδί Της και το παιδί της, και ένα κλάµα, κύριε... σουλιώτικο.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν δεν έχει. T’ ήµουνα; Μεμέτι, να βγω στο παιδοµάζωμα για Γενίτσαρους; Δεν έχει, δεν έχει. Καλά. Βάστα το.
-Δεν σφάχτηκε;
-Δεν σφάχτηκε και δε φαγώθηκε, κι ήρθε κι ο Μίλτος, o φίλος μου µε μια µπουκάλα ούζο, και την πήρε κι έφυγε, και την πέρασα πασκαλιάτικα µε βουβάλα κατεψυγµένη της Αουστράλιας, και Χριστός Ανέστη να λες.
Το 'πε ο Μπάμπης, λιγάκι πατέρας ο Μπάµπης, κι ας βλαστήμαγε δήθεν άγρια o µαλακός ο Μπάµπης.
Μια ιστορία του βιβλίου
“Ο κόσμος και ο κοσμάκης”
του Νίκου Τσιφόρου