Από την αγάπη για το ψάρι στο ψάρεμα της αγάπης - Point of view

Εν τάχει

Από την αγάπη για το ψάρι στο ψάρεμα της αγάπης



Παλαμίδες και παλλακίδες

 Ζαργάνα µου», «τσιπούρα µου», «δελφινάκι µου» και άλλες παντοίες ψαροειδείς παροµοιώσεις έχουν χρησιµοποιήσει οι Έλληνες ερωτύλοι για να ορίσουν το υποκείµενον του ιµέρου των και το αντικείµενο, εάν είναι τυχεροί, του ερώντος καµακίου ή των ερωτικών δικτύων τους. 

Στις λάγνες παροµοιώσεις αυτές συναντώνται, αρχαιόθεν, από την εποχή των κλασσικών Αθηνών, τα δυο πιο «ακριβά» - κυριολεκτώντας, εδώ, πανάκριβα - πάθη των Ελλήνων. 

Οι γυναίκες, ή εταίρες, και τα ψάρια -προσέξτε πάντως, πριν πείτε την καλή σας «δελφινάκι»! 

Ίσως, όσο σπάνιον, να γνωρίζει αρκετά ελληνικά, ώστε να θυµηθεί ότι στην ρίζα της ονοµασίας είναι η «δελφύς», η κοιλιά, και το δελφίνι ονοµάζεται έτσι γιατί είναι το γουρουνάκι της θάλασσας, ο «porcus piscinus» - πρόσεχεν το «έπος», ο καλός ψαράς ο Ζέπος! 

Η συνήθεια να παροµοιάζονται ή να συµφύρονται τα ονόµατα των ψαριών µε αυτά των γυναικών, έγινε θέµα αποκλειστικό της λογοπαίζουσας µάλιστα κωµωδίας του Αντιφάνη, την «Αλιευοµένη», όπου η κωµικότητα έγκειται στην δυσκολία να ξεχωρίσει κανείς αν εµπαίζονται τα θύµατά του για την αγάπη τους για τα ψάρια ή τα «οµώνυµα» κορίτσια, ή αγοράκια. 

Πάντως, ας µην περιφρονηθούν οι «Αφύαι», οι σαρδέλλες, το όνοµα παραπέµπει στην «αφυή» λευκή και άτριχη επιδερµίδα των νεαρών (φανταζόµαστε, οιουδήποτε φύλου). 

Και βεβαίως µε ύψιστο όνειρο τον τρυφερό «απολεπισµό» µιας ανθρωποµορφικής ψαρούς, µιας γοργόνας - αλλά φθηνά την έβγαζαν µε τον µύθο, πολύ πιο ακριβά τους κόστιζε η αγορά, η «ψαραγορά» και ο αγοραίος έρως, τα ακριβά «αντικείµενα του πόθου των». 

Στο βιβλίο του ‘Courtesans and Fishcakes’, ο καθηγητής James Davidson αναδιφεί το κυνήγι, ή ψάρεµα, των µεγίστων τούτων απολαύσεων για τους Αθηναίους, αλλά και το κόστος, όχι µόνο χρηµατικό, αλλά και κοινωνικό, να φανούν στην δηµοκρατική Αθήνα φιλήδονοι «οψοφάγοι», και κυρίως, µε τα µέσα να ικανοποιούν την ακόλαστη πείνα τους για µια «καλή ψαριά». 




Kαι να κατηγορούνται, όπως ο ∆ηµοσθένης κατηγορεί πολιτικό του αντίπαλο, ότι «ξεπούλησε την πατρίδα του, για να µπορέσει να έχει τα µέσα να ικανοποιήσει τα ακόλαστα πάθη του, για... ψάρια και εταίρες». 

Το βιβλίο του James Davidson (καθ. στο πανεπιστήµιο του Warwick) προσφέρει µια εµβριθή διατριβή - µε την Φουκωλτιανή έννοια του dicourse, στις κοινωνιο-φιλοσοφικές διαστάσεις της «επιθυµίας» στην Κλασσική Αθήνα, και την κεντρική θέση που κατείχε σ’ αυτήν η αγάπη για τον πρώτον όψον, το «οψάριον», το ψάρι, όσο, και δίπλα, στο.. ψάρεµα της αγάπης. 

Ο Πλούταρχος το αποδίδει παραστατικά µε τον αφορισµό: 

«πολλών όψων γενοµένων, είς εκνενίκηκε, ιχθύς µέγας» (πολλοί οι µεζέδες, αλλά ένας τους νικάει όλους, το ψάρι ο βασιληάς). 

Ο Αθήναιος αφιερώνει το 7ο και το 8ο βιβλίο των ∆ειπνοσοφιστών του στο ψάρι και στην οψοφαγία, ή, ακόµη την «οψοµανία» των Αθηναίων. 

Παραδίδεται ότι είχε διαβάσει 1000 κωµωδίες για να «ψαρέψει» τις πληροφορίες του, για την οψοµανία των Αθηναίων, η οποία και είχε εξοργίσει τον εγκρατή Στωικό Χρύσιππο, ώστε να αντιτείνει ότι ενώ οι υπόλοιποι Αθηναίοι «µόνον ενδιαφερόντουσαν για το ποιο ψάρι είναι καλύτερο σε ποιαν εποχή», ένα µονάχα καρπό από την θάλασσα λογίζουν οι «ατάραχοι» φιλόσοφοι, το... άλας. 

Ναι; 

Ίσως, αλλά όχι για τους «ατάραχους», αλλά για τον «τάριχο», τον µεζέ του αυγοτάραχου, το χαβιαράκι των αρχαίων... 

Την ακόρεστη οψοµανία άλλωστε κατά κόρον περιγελούν οι κωµωδίες, µερικά πρόσωπα της Αθήνας µάλιστα έδωσαν µοναδικό υλικό για τους κωµωδιογράφους, όπως ο «οψοµανής» ανηψιός του Αισχύλου Μελάνθιος, στο οποίο και οι τρεις κωµωδίες που διαγωνίσθηκαν στα ∆ιονύσια το 421 πΧ ήσαν αφιερωµένες, κι ο οποίος, περιγελώµενος για την οψοµανία του και στην Ειρήνη του Αριστοφάνη, παραδίδεται ότι ευχόταν «να είχε λαιµό σαν του πελαργού για να παρατείνει την ηδονή να χλαπακιάζει τους «όψους» του, τους µεζέδες του» (δηλαδή τα ψαράκια του). 




Ο ∆ηµοσθένης επιτίθεται στον Φιλοκράτη ότι παρέδωσε την Αθήνα στον Φίλιππο για να ικανοποιήσει την µανία του για την «poissonerie», και τις ίδιες κατηγορίες εξαπολύει κατά του Υπερείδη και του Κλέωνος. Ο σύγχρονος του Αριστοφάνη, κωµωδιογράφος Αρχίππος, παραθέτει µια κωµική σκηνή. 

Ένας λυράρης παίζει την λύρα του όταν ξαφνικά ακούγεται το κουδούνι που ανοίγει την ψαραγορά. 

Κι όλοι οι ακροατές του εξαφανίζονται µε µιας! 

Ο κωµικός επαινεί τον λυράρη που προτίµησε την τέχνη από το «όψον», ώσπου εννοεί ότι ο λυράρης ήταν Μπετόβεν, ήταν κουφός.

Η Ÿ«στ€άση»œ έδειχνε Ÿστ€ά€τους™œ 

Βεβαίως, το καλό το πράγµα κόστιζε, κι οι Αθηναίοι παραπονούντο για το κόστος του ψαριού. 

«Ταγήνιζε», τηγάνιζε η αγορά όσο και το µαγείρεµά του! 

Και των εταιρών το κόστος, βέβαια, οι πανάκριβες Λαΐδες κι οι Θαΐδες οι «άπληστες», και οι Φρύνες οι δυσκολοθώρητες («πιο πολύ κι απ’ τον Φαρνάβαζο») - µια δεύτερη Φρύνη επωνοµαζόταν «Σηστός», κόσκινο, γιατί κοσκίνιζε τους πελάτες της. 

Και η Γνάθαινα των 2000 δραχµών τον χρόνο (κι η κόρη της το Γναθαίνιο, που εξέδιδεν η µάνα της), και η Νικώ, κι η Πολυξένη που έφαγε και τις 2000 δραχµές του φωκαρά Τιµάρχου (όπως παραδίδει ο Αισχίνης), ενώ οι πλείστες οι κωµωδίες του Μενάνδρου ή του Πλαύτου αναφέρονται και σ’ έναν άσωτο υιό, που µαζεύει λεφτά να αγοράσει την καλή του «εταίρα», ο πιο σίγουρος τρόπος να χαθεί µια πατρική περιουσία. 

Αλλά αν υπήρχαν και τα «φρυκτά», η φτηνοµαρίδα για τηγάνισµα, οι «µεµβράδες» και τα «χαψία» δίπλα στους απρόσιτους λαβράκεις, και τους πάνω από το κάθε τι βασιλείς «έγχελεις», τα χέλια, υπήρχαν κι οι φθηνότερες, προσιτές ακόµη και στους δούλους, οι «δίδραχµες» οι «λεωφόροι», οι πιο φθηνές, οι «τριώβολες» για την «κύβδη», την πιο απρόσωπη και γρήγορη στάση - πιο ακριβή πάντως η «λορδώ» - η στάση έδειχνε το στάτους του πελάτη! 

Μία πήρε και το όνοµα «Όβολη», η ∆εκαρίτσα, άντε, µας διαβάζουν κυρίες, δεν θα µπούµε σε «πιπεράτες» λεπτοµέρειες. 

Η Κυρήνη η «δωδεκαµήχανος», στον Αριστοφάνη, ήταν µαέστρος σε δώδεκα στάσεις, αλλά προσπαθήστε να εννοήσετε ποια στάση ήταν η «λέαινα επί τυροκνήστιδος» (λέαινα στον τρίφτη του τυριού): 

η δική µας συµβουλή, «don’t try this at home»! 

Το ‘Courtesans and Fishcakes’, του James Davidson, δείχνει ότι η σεξουαλικότητα στην αρχαία Αθήνα ήταν ένα γλυστερό εµπόρευµα, ενταγµένο σε ένα δαίδαλο λεπτών κοινωνικών διαπραγµατεύσεων, όπως κι άλλες ηδονές κι απολαύσεις, από τη οψοφαγία, τους λαχταριστούς έγχελεις, τα χέλια, µέχρι την οινοφλυγία, την οινοποσία. 

Αλλά, το εξαίρετο βιβλίο των αρχαίων αθηναϊκών απολαύσεων, απόλαυση το ίδιο στην ανάγνωση, κατορθώνει να παίζει µε χιούµορ στον τίτλο του, για την συνάφεια της απόλαυσης του µπαρµπουνιού και της «µια µπαρµπουνάρα είµαι εγώ», πώς τραγουδά την θηλυκιά καπατσωσύνη η ρεµπέτω, µια απογοήτευση είναι ο τίτλος της ελληνικής µετάφρασης, στις εκδόσεις Περίπλους (Αθήναι 2003): 

«Αρχαίοι Αθηναίοι: Ηδονές, Καταχρήσεις και Ήθη».

 Μπλιά, πώς κατορθώνεις να πνίξεις κι ένα ψάρι. 

Χρόνια πριν, όταν πρωτοσυναντήσαµε το βιβλίο στην έκδοσή του στο Λονδίνο το 1997, ανασκοπώντας στο παροικιακό ραδιόφωνο και στις εφηµερίδες εκεί, το αποδώσαµε µε τον όµοια, ελπίζουµε, λαχταριστό τίτλο: 

«Παλαµίδες και Παλλακίδες». Καλή µας όρεξη, κτύπησε το καµπα νάκι της ψαραγοράς!!






via

Pages