Τον ίδιο καιρό που ο Πλωτίνος αποκάλυπτε τη σοφία του Πλάτωνα στην έπαυλη ενός συγκλητικού έξω από τη Ρώμη (από το 244 έως το 270), πολύ μακριά, στην πατρίδα του την Αίγυπτο, ο γιος μιας ευκατάστατης οικογένειας χωρικών προσευχόταν στην εκκλησία του χωριού του. Αυτός ο νεαρός, ο Αντώνιος, θεώρησε πως τα λόγια του Χριστού «Ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς … και δεύρο ακολούθει μοι» ήταν μια εντολή προς αυτόν προσωπικά. Άρχισε να ζει ως ερημίτης γύρω στο 269. Σταδιακά, απομακρύνθηκε από τα περίχωρα του χωριού του και προχωρούσε όλο και βαθύτερα στην έρημο από το 285...
Όταν πέθανε το 356, στην ηλικία των εκατό πέντε ετών, είχε ζήσει πάνω από εβδομήντα χρόνια σε μια απαγορευτική ερημιά, σε απόσταση εβδομάδων από την πλησιέστερη πόλη. Ο Αντώνιος είχε εγκαταλείψει τον πολιτισμό, όπως τον εννοούσαν οι αρχαίοι. Και όμως, ο Αντώνιος έγινε ο «πατέρας των μοναχών». Υπήρξε ο ήρωας μιας αριστοτεχνικής βιογραφίας που έγραψε ο Αθανάσιος, πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ο ντροπαλός γιος Αιγύπτιων χωρικών, που απέφυγε να πάει στο σχολείο, έφτασε να επηρεάσει τη χριστιανική εκκλησία σε κάθε πόλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Οι δύο αυτοί σημαντικοί Αιγύπτιοι, ο Πλωτίνος και ο Αντώνιος, ορίζουν δύο διαφορετικούς δρόμους της θρησκευτικής ιστορίας στην ύστερη αρχαιότητα. Είχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: ο Πλωτίνος «ζούσε σαν να ντρεπόταν που είχε γεννηθεί από ανθρώπινο σώμα» και ο Αντώνιος «κοκκίνιζε» κάθε φορά που έπρεπε να φάει. Και οι δύο προκαλούσαν θαυμασμό, επειδή είχαν αποκτήσει ένα σχεδόν «θεϊκό» έλεγχο του νου πάνω στο σώμα. Αλλά τα μέσα που είχε επιλέξει ο καθένας για τον ίδιο σκοπό ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα.
Για τον Πλωτίνο και τους παγανιστές διαδόχους του, η αίσθηση του «άλλου κόσμου» ήταν απόρροια της παραδοσιακής κουλτούρας, όπως η τελευταία χιονισμένη κορφή μιας οροσειράς: η άσκηση στην κλασσική φιλολογία και τη φιλοσοφία αποτελούσε τη βάση του ασκητισμού του ύστερου Ρωμαίου φιλοσόφου – και έμοιαζε τόσο αμετακίνητη όσο και οι πρόποδες των Ιμαλαΐων. Ο «θεϊκός» άνθρωπος του παγανισμού μπορούσε να προέλθει μόνο από λογίους που είχαν εκπαιδευθεί σύμφωνα με το πρότυπο ενός πολιτισμένου άρχοντα.
Ο μέσος χριστιανός επίσκοπος του τέλους του 3ου και των αρχών του 4ου αιώνα είχε πλησιάσει αρκετά αυτό το ιδεώδες – αυστηρός, πολύ μορφωμένος, με τρόπους πολιτισμένους. Αλλά η χριστιανική Εκκλησία είχε παραμείνει δεκτική και σε άλλες μορφές έμπνευσης: ακόμα και ο λόγιος Ωριγένης, για παράδειγμα, είχε αφήσει χώρο στη χριστιανική Εκκλησία για τον «απλοϊκό» κόσμο που θα εκλάμβανε τις εντολές του Χριστού στην κυριολεξία τους.
Μέσα σε μια γενιά, από την εποχή του Ωριγένη, ο χριστιανισμός είχε αρχίσει να απλώνεται στα χωριά της Αιγύπτου, της Συρίας και (σε μικρότερο βαθμό) της βόρειας Αφρικής. Άνδρες όπως ο Αντώνιος θα άκουγαν προσεκτικά τις ριζοσπαστικές χριστιανικές διδαχές και, όπως ο Αντώνιος, θα αντιδρούσαν άμεσα ερχόμενοι σε ρήξη με το περιβάλλον τους. Αυτή η ρήξη συνοψίζεται σε έναν όρο που χρησιμοποιούσαν εδώ και καιρό οι χωρικοί της Αιγύπτου οι οποίοι είχαν αποσυρθεί από τον κόσμο σε στιγμές απόγνωσης ή καταπίεσης: την αναχώρηση (από όπου η αγγλική λέξη anchorite = ερημίτης).
Για τον Πλωτίνο και πολλούς χριστιανούς επισκόπους η απομάκρυνση από τον κόσμο συντελέστηκε ήρεμα, χωρίς ρήξη με τη περιβάλλουσα κουλτούρα και κοινωνία. Αντίθετα, μια φυσική, ξεκάθαρη «αναχώρηση» στάθηκε η βάση του πνευματικού βίου του Αντωνίου: η εγκατάλειψη του πολιτισμένου κόσμου ήταν απαραίτητο πρώτο βήμα στο νέο ασκητικό κίνημα. Με όποιο τρόπο κι αν το εξωτερίκευε, ο νέος χριστιανός άγιος είχε επιλέξει την αντίθεση με τις νόρμες της πολιτισμένης ζωής στη Μεσόγειο.
Αναπόφευκτα λοιπόν, ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι, ο πολιτισμός που δημιούργησαν, τα ηθικά τους παραγγέλματα, ακόμα και τα μέρη που προτίμησαν για τις συνάξεις τους σηματοδοτούσαν μια ρήξη με το παρελθόν. Η γοητεία και η σημασία του ασκητισμού που σάρωσε τον ρωμαϊκό κόσμο κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: ήταν ένα κίνημα αυτοκαλούμενων αναχωρητών, που υποστήριζαν πως είχαν κάνει μια καινούργια αρχή στη ζωή τους.