Τέλος, τον Γιαννάκη (σ.σ. τον Πρόδρομο), που λες, αφού τον τσακώσανε στην έρημο, τον πήγαν στα Γεροσόλυμα, όπου αφού τον βασάνισαν καλά – καλά οι μπάτσοι της εποχής, τον έριξαν σ’ ένα βαθύ πηγάδι και κάθε τόσο πηγαίνανε από πάνω οι κόπροι και τον ρωτάγανε: Θα βάλεις μια υπογραφή, ρε μαλάκα, να τελειώνουμε, άντε γιατί μας τα ‘πρηξες, δεν έχουμε κι άλλη δουλειά νομίζεις; Με σένα θ’ ασχολιόμαστε τώρα; Σκοτώνονται στη δουλειά, βλέπεις, οι καργιόληδες, και ο Γιαννάκης τους φώναζε από τον πάτο του πηγαδιού, χέστε με, ρε μαλάκες – και άγιος να είσαι, δεν μπορείς να μη βρίσεις σε τέτοιες περιπτώσεις – και άντε πνιγείτε μέσα στα σκατά σας που νομίζετε ζωή, διότι, βρε μαλάκες, ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος μόνο σε σχέση ελευθερίας και ευτυχίας με τους συνανθρώπους του, σε συναισθηματική αρμονία με τον εαυτό του, αλλιώς γίνεται σκατό ανθρώπινο, το πιο άχρηστο και επικίνδυνο πράγμα δηλαδή, διότι και το σκατό των ζώων ακόμα είναι ευλογία θεού για τα λουλούδια και τα φυτά. Μόνο ο άνθρωπος, που τρώει και καταστρέφει τα πάντα, παράγει άχρηστα κι επικίνδυνα πράγματα, και για τη φύση και για τη ζωή. Άντε στο καλό λοιπόν, διότι είμαι και χριστιανός ο φουκαράς και κολάζομαι …
Είδαν και απόειδαν, και τι του κάνουν οι κουφάλες; Τον βγάζουν απ’ το πηγάδι, τον ψιλοσενιάρουνε, ώστε να είναι μεταξύ σφύρας και άκμονος, που λένε, δηλαδή ούτε να αισθάνεται τέλεια κρατούμενος, κουρελής και βασανισμένος, σε μια κατάσταση που την ξέρει την έχει συνηθίσει, ούτε, να πούμε, όπως ήταν στην κοινωνία, ελεύθερος άνθρωπος που έχει τη δικιά του ταυτότητα, προσωπικότητα και λοιπά, και συνεπώς μπορεί να χειριστεί τη νέα κατάσταση φυσιολογικά. Από την άποψη λοιπόν της εμφάνισης, είναι κρεμασμένος ανάμεσα στο πηγάδι και στη φυσιολογική του ζωή, μαστόροι, σου λέω, μια ζωή οι καργιόληδες …
Τέλος, τον βγάζουνε, που λες, απ’ το πηγάδι, τον ψιλοσενιάρουνε και τον πάνε στο παλάτι της ωραιότερης γκόμενας της Ιερουσαλήμ. Ε, φτάνουν, ανοίγουν μια πόρτα και τον σπρώχνουν μέσα. Βοήθα, Χριστέ κι Απόστολε. Μια αίθουσα, ούτε μεγάλη ούτε μικρή, χώρος που το μάτι σου τον αγκαλιάζει ολόκληρο χωρίς προσπάθεια, αλλά χωρίς να σε πιέζει κανένα αίσθημα κλεισούρας, ένα τραπέζι φορτωμένο με τα καλά του κόσμου.
Στις φωτοσκιάσεις των κεριών, που έκαιγαν σε ασημένια και χρυσά κηροπήγια, ολόγυμνες σκλάβες με μοναδικό φόρεμα μια χρυσή αλυσιδίτσα στη μέση τους, χόρευαν στους λικνιστικούς ρυθμούς μιας μουσικής, που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα του κήπου μαζί με τις ευωδιές της άνοιξης που ήταν στο φόρτε της. Και κει, στο βάθος της αίθουσας, πάνω σ’ ολόχρυσο ντιβάνι, η Σαλώμη ξαπλωμένη μέσα στα μεταξωτά της πέπλα. Κοίλα και καμπύλες οδηγούσαν τα μάτια του σε πεδιάδες φορτωμένες με ανεμώνες, τα σκέλια της πηγές αθανασίας, ο αέρας φορτωμένος απ’ το άρωμα του εκλεκτού χασισιού που καιγότανε σε αλαβάστρινα τάσια στις τέσσερις γωνιές της αίθουσας, μεθούσε τις αισθήσεις.
Όπως ήταν φυσικό, του Γιαννάκη όλα του τεντώθηκαν, τα υγρά μέσα στο στομάχι του χοροπηδάνε όπως η λάβα σε ηφαίστειο – τον είχαν νταίη μπάι νταίη, οι κουφάλες – ο μυρωδάτος αέρας μεθάει τα πλεμόνια του και ακονίζει τις αισθήσεις του σα στουρναρόπετρα γύφτικη, ενώ τα κορμιά των γυμνών γυναικών, άγριοι κάκτοι της ερήμου στα μάτια του, και κει, ανάμεσα στα σκέλια, λίγο ψηλότερα στους βουβώνες, δαίμονες με μαστίγια και πανέμορφες νεράιδες με άνθη πασχαλιάς βασανίζουν το ταλαίπωρο κορμί του. Λέει η Σαλώμη, έλα, Γιαννάκη, κάθισε. Ο Γιαννάκης, ακόμα ζαλισμένος, κάθεται άκρη άκρη σε μια καρέκλα σα νύφη σε προξενιό.
Τότε η Σαλώμη μ’ ένα νεύμα διώχνει τις μικρές σκλάβες, σηκώνεται και του τραβάει ένα στριπτήζ, να σου φύγει το καφάσι. Ένα χορευτικό ξεβράκωμα, μωρέ, ναι, έτσι το λένε τώρα. Ο Γιαννάκης έκθαμβος, που λένε, παρακολουθεί αυτό το πανέμορφο κορμί να του προσφέρεται σε κάθε λίκνισμα, σε κάθε στάση, σε κάθε μουσική νότα. Όταν τέλειωσε το χορό η Σαλώμη, μόνο μικρές χρυσές σταγόνες ιδρώτα στόλιζαν το πανέμορφο κορμί της. Θεά του έρωτα και της αμαρτίας, ξαπλώνει στο ντιβάνι, φωνάζει τον Γιαννάκη κοντά της και του λέει, φίλησέ με, Γιαννάκη, χάιδεψέ με, είμαι δική σου.
Ο Γιαννάκης ο έρμος την κοιτάει στα μάτια και της λέει, κοίτα να δεις, κορίτσι μου, είσαι πολύ όμορφο. Αν σε είχα μαζί μου στην έρημο, το πρωί θα έμπαινα μέσα σου, όπως μπαίνει το φως μέσα στη νύχτα την αυγή, το μεσημέρι θα ταξίδευα στους λόφους σου, στις λόχμες και στους ανθώνες του κορμιού σου, και το άρωμα της ηδονής μας θ’ ανέβαινε θυσία στον ένα και μοναδικό θεό μου, και το βράδυ, ποτάμι εγώ και θάλασσα εσύ, θα ταξιδεύαμε στην αιωνιότητα της ηδονής. Αλλά τώρα εδώ παίζονται άλλα παιχνίδια, άγρια και πολύ σημαντικά, γι’ αυτό σε παρακαλώ, κορίτσι μου, βάλε κάνα ρούχο πάνω σου και φώναξε αυτούς τους κόπρους τους φρουρούς να με γυρίσουν στο πηγάδι.
Η Σαλώμη φρύαξε. Είχε, βλέπεις, κι αυτή μεγάλη εμπιστοσύνη στο μουνί της, όπως εξάλλου όλες οι πουτάνες, αρσενικές και θηλυκές, που ασκούν εξουσία. Φωνάζει τους φρουρούς, κι αντί να τους πει να τον ξαναπάνε τον Γιαννάκη στο πηγάδι, τους ζητάει να τον αποκεφαλίσουν και να της φέρουν το κεφάλι του πεσκέσι σε ασημένιο δίσκο. Ο Γιαννάκης την κοίταξε και χαμογέλασε. Όταν φέραν το κεφάλι του στον ασημένιο δίσκο, χαμογελούσε ακόμα, και η Σαλώμη έκλαψε πικρά …