Ο έρωτας του άντρα και της γυναίκας - Point of view

Εν τάχει

Ο έρωτας του άντρα και της γυναίκας

χχ

 
Σεξουαλικότητα και κοινωνία προσώπων

Η σεξουαλικότητα είναι μία από τις έμφυτες δυνάμεις του ανθρώπου και βεβαίως δεν είναι ούτε κακή ούτε αμαρτωλή αφ’ εαυτής. Αυτό το έχουν διευκρινίσει οι Πατέρες της Εκκλησίας.[1] Ο άνθρωπος καλείται όμως να μην την αφήνει τυφλή και απρόσωπη, αλλά να την προσανατολίσει προς συγκεκριμένο πρόσωπο.

 Δεν είναι απλώς τρόπος ικανοποίησης μιας ατομικής βιολογικής ορμής, αλλά γίνεται οδός για την πραγμάτωση μιας προσωπικής (δηλαδή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων), ερωτικής κοινωνίας, όπως την σκιαγραφήσαμε παραπάνω...


Σήμερα η λέξη έρωτας χρησιμοποιείται συγκεχυμένα. Άλλοτε υποβαθμίζεται για να δηλώσει μόνο τη σεξουαλική, σαρκική πράξη, κι άλλοτε ευρύνεται για να σημάνει τον ψυχικό πόθο για κάποιον. Στην εκκλησιαστική παράδοση ο έρωτας κατέχει κεντρική θέση και σηματοδοτεί όχι μια επιμέρους δραστηριότητα, αλλά έναν τρόπο ζωής. Έχει την έννοια της πύρινης αγάπης, του ολόψυχου δοσίματος στον άλλον και του γεμίσματος από τον άλλον. 

Ο άνθρωπος όχι μόνο δεν καλείται να καταστείλει τον έρωτα, αλλά, αντίθετα, καλείται να διαποτίσει ολόκληρη τη ζωή του μ’ αυτόν. Η εγωιστική ύπαρξη είναι ανέραστη ύπαρξη. Πηγή και του θείου έρωτα (του ανοίγματος προς τον Θεό) και του ανθρώπινου έρωτα (του ανοίγματος προς τον άνθρωπο) είναι ο ίδιος ο τρόπος ύπαρξης του Θεού, που είναι αγαπητική κοινωνία προσώπων και που σαρκώθηκε από τον πόθο ένωσής του με τον άνθρωπο. [2]

Για την εκκλησία, αυτή η προσωπική, ερωτική κοινωνία πραγματώνεται στο μυστήριο του γάμου. Αυτό δεν γίνεται εύκολα κατανοητό, διότι σήμερα για πολλούς ανθρώπους ο γάμος είναι απλώς μια τυπική τελετή, ένας νομικός θεσμός ή μια υποχρέωση προς τους συγγενείς, που, είτε γίνει είτε δε γίνει, δεν αλλάζει σε τίποτα την ουσία των πραγμάτων, δηλαδή τον δεσμό που ήδη υπάρχει. 

Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε ότι το μυστήριο του γάμου δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά κάτι που όντως αφορά την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και τον δεσμό του.

Ο δεσμός ενός νέου και μιας νέας που δεν έχουν τελέσει το μυστήριο του γάμου μπορεί να είναι είτε κακής είτε καλής ποιότητας. Κακής είναι όταν ο ένας αντιμετωπίζει τον άλλον ως τυχαίο εργαλείο για την ατομική του ικανοποίηση, τη θέση του οποίου μπορεί να πάρει οποτεδήποτε οποιοδήποτε άλλο. Καλής ποιότητας είναι όταν ο ένας είναι για τον άλλον μια μοναδική προσωπικότητα και μεταξύ τους υπάρχει αφοσίωση και πιστότητα. 

Αυτός ο δεσμός, δηλαδή, ούτε ανήθικος ούτε πορνικός μπορεί να χαρακτηριστεί. Το πρόβλημά του, για την εκκλησία, είναι άλλης τάξεως. Ό,τι μένει έξω από το Σώμα της Εκκλησίας δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, είναι όμως φθαρτό. Πεθαίνει όταν πεθάνουν οι συντελεστές του. 

Η Εκκλησία επιθυμεί όχι την κατάργηση του αληθινού έρωτα, αλλά – ακριβώς επειδή δέχεται την ομορφιά και τη σπουδαιότητά του – την αφθαρτοποίηση του, το μπόλιασμα του στη πηγή της Ζωής. Αυτό απεργάζεται το μυστήριο του γάμου. Εισάγει τους δύο ανθρώπους, όχι ως μεμονωμένα άτομα αλλά ως ζευγάρι, ως σχέση μοναδικών κι ανεπανάληπτων προσώπων, στο Σώμα του Χριστού. Στο μυστήριο αυτό, δηλαδή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συντελείται κάτι αντίστοιχο προς το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. 

Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι το ψωμί είναι σημαντικό για τη ζωή. Είναι όμως φθαρτό και μετά από μερικές μέρες θα σαπίσει. Η Εκκλησία δεν το καταργεί, αλλά το εισάγει στον χώρο της και το μεταβάλει σε Σώμα Χριστού, το κάνει άφθαρτο.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το μυστήριο του γάμου εντάσσει το ζευγάρι μέσα σε μια κοινότητα. Όπως κάθε μυστήριο, έτσι και το μυστήριο του γάμου δεν είναι μια ατομική διαδικασία ή μια κοσμική τελετή ή (όπως δυστυχώς συμβαίνει στην πράξη) ευκαιρία για επίδειξη, αλλά κάτι πολύ ουσιαστικότερο: είναι μια γιορτή, μια χαρά στην οποία συμμετέχουν όχι μόνο οι συγγενείς και οι προσκεκλημένοι, αλλά όλο το σώμα της Εκκλησίας, και εικονίζει πως θα είναι η Εκκλησία στη Βασιλεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, αρχικά το μυστήριο ήταν συνδεδεμένο με τη τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Το ζευγάρι, δηλαδή, καλείται από την Εκκλησία να υπερβεί κάθε μορφή ατομικισμού και συμφεροντολογίας.

Στη ζωή της Εκκλησίας δεν υπάρχουν αυτοματισμοί ούτε μαγικές τελετές. Το μυστήριο του γάμου είναι για το ζευγάρι η έναρξη μιας πορείας, ενός συνειδητού αγώνα, μιας διαρκούς άσκησης στην αγάπη. Αυτό φαίνεται έντονα και από το απόσπασμα της επιστολής του Παύλου που διαβάζεται στην ιερολογία του γάμου (Εφεσ. 5, 20 – 33), όπου ο γάμος παραλληλίζεται προς τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία και επισημαίνεται το χρέος αμοιβαίας αγάπης και φροντίδας (η περιβόητη φράση «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα»έπεται μιας ολόκληρης σειράς συστάσεων και προς τον άνδρα, και βέβαια δεν μιλάει για φόβο, αλλά για σεβασμό!).

«Τίποτα ας μην είναι για τη γυναίκα πολυτιμότερο από τον άντρα της, κι ο άντρας ας μην ποθεί τίποτα περισσότερο από τη γυναίκα του … Τίποτα δεν συγκροτεί τόσο αρμονικά τη ζωή μας, όσο ο έρωτας του άντρα και της γυναίκας». [3] Θα μπορούσαν να είναι λόγια ενός σύγχρονου ποιητή ή τραγουδοποιού. Είναι όμως λόγια του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.  

Σημειώσεις
1. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (14ος αι.), π.χ. αιώνες πριν από τις διαπιστώσεις της σύγχρονης βιολογίας και ψυχολογίας, σημείωνε ότι η σεξουαλικότητα είναι φυσική και μάλιστα εκδηλώνεται ήδη από τη βρεφική ηλικία του ανθρώπου (PG 150, 1069)
2. Χαρακτηριστικά, ένα θεολογικό έργο του 6ου αιώνα υπό το όνομα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου χαρακτηρίζει το θείο έρωτα «εκ – στατικό», δηλαδή μη στατικό, αλλά κινούμενο, εξερχόμενο από τη στάση και ανοιγόμενο προς τον άλλον (PG 3, 712)
3. PG 51, 369 και 62,136

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΤΗΣ Γ΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ «ΘΕΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ» Μ. ΜΠΕΓΖΟΥ – ΑΘ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΕΚΔΟΣΗ 2012

Pages