1ο Μέρος
Πρωταρχικό γνώρισμα του Θεού είναι η
απλότητα. Αν ο Θεός δεν είναι απλός αλλά σύνθετος εκ διαφόρων μερών,
τότε τα μέρη αυτά πρέπει να προηγούνται του Θεού. Ένας τέτοιος όμως Θεός
δεν είναι αίτιος και δημιουργός των πάντων δεν είναι πραγματικός Θεός,
αρχή των πάντων. Ως αρχή των πάντων ο Θεός δεν πρέπει να είναι σύνθετος
αλλά απλός. Επιπλέον δεν είναι μόνο απλός, αλλά «και των απλουμένων
απλότης και των ενιζομένων ενότης»[i]. Έτσι, χωρίς να εξέρχεται ποτέ από
την αμερή απλότητά του, είναι όλος παρών «αμερώς τε και αμερίστως» σε
όλα και στο καθένα από τα όντα»[ii]. Ο Θεός, λέει ο άγιος Γρηγόριος
Παλαμάς, δεν είναι κάποιο μεγάλο σώμα, που αδυνατεί εξαιτίας του
μεγέθους του να χωρέσει σε μικρό χώρο, αλλά είναι ασώματος. Γι’ αυτό
«και πανταχού δύναται είναι και υπέρ το παν και εν ενί». Και αν φέρει
κάποιος στον νου του το μικρότερο πράγμα, και σε αυτό μπορεί όλος να
χωρέσει[iii].
Ο άνθρωπος δεν είναι απλός αλλά σύνθετος. Και αυτό δεν οφείλεται πρωτίστως στο ότι αποτελείται από σώμα και ψυχή ή έχει πολλά στοιχεία και όργανα, αλλά στο ότι έχει πολλές ανάγκες, είναι «προσδεής». Η ύπαρξη και συντήρησή του έχει ανάγκες από πολλά πράγματα που βρίσκονται έξω από τον εαυτό του. Γι’ αυτό άλλωστε χρειάζεται και πολλές αισθήσεις, ώστε να έρθει σε επαφή με τα πράγματα αυτά, να τα γνωρίσει, να τα προσλάβει και να ωφεληθεί από αυτά.
Αλλά και ο Θεός δεν είναι απλός και ασύνθετος ως κάποια αδιαφοροποίητη ουσία ή ως «καθαρά ενέργεια», όπως τον εξέλαβε ο Αριστοτέλης και ως ένα βαθμό η σχολαστική θεολογία. Η φιλοσοφική αυτή έννοια της απλότητας είναι ξένη προς την βιβλική και την πατερική παράδοση. Ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι «απροσδεής», επειδή δηλαδή διαθέτει τα πάντα και δεν έχει καμία ανάγκη συμπληρώσεως ή προσλήψεως. Άλλωστε και το αρχικό γράμμα της λέξεως «απλός» είναι αθροιστικό και όχι στερητικό. Έτσι βλέπουμε και στην Καινή Διαθήκη ότι απλός είναι ο ακέραιος, ο γενναιόδωρος, σε αντίθεση προς τον πονηρό ή τον δίψυχο[iv].
Ο Θεός είναι απλός, μολονότι είναι Τρισυπόστατος. Είναι απλός, μολονότι διακρίνεται σε ουσία και ενέργεια. Είναι απλός, μολονότι είναι ταυτόχρονα προσιτός και απρόσιτος. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι Τρισυπόστατος και επειδή διακρίνεται σε ουσία και ενέργεια: «Εν ουσία γαρ και ενεργεία εις εστι Θεός· ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον»[v]. Είναι ακόμα απλός, επειδή μπορεί να είναι ταυτόχρονα προσιτός και απρόσιτος: «Ο Θεός και πληθύνεται μένων είς και μερίζεται μένων αμερής, και μετέχεται ποικίλως άτμητος ων πάντη και της εαυτού ενότητος εχόμενος ανεκφοιτήτως καθ’ υπερούσιον δύναμιν»[vi].
Σε τελική ανάλυση ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι παντοδύναμος, απαθής και απροσδεής. Τα πιο πολυδύναμα, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι και πιο απλά, και το παντοδύναμο είναι το απλούστατο[vii]. Δεν έχει ανάγκη να αυξηθεί ή να ελαττωθεί ή να προσλάβει κάτι που το στερείται. Ο Θεός, γράφει ο ίδιος, «μόνος όντως απλούς εστιν υπερφυώς, ου μείωσιν, ουκ αύξησιν, ουκ απόθεσιν, ου πρόσληψιν όλως υπομένων. Ούτω παντοδύναμος υπάρχων απλούστατος εστιν απάντων»[viii]. Και ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Ο Θεός η των όλων αιτία είς εστι· το δε έν τούτο φως και ζωή εστι, πνεύμα και λόγος, στόμα και ρήμα…». Και ο άνθρωπος έχει μία αίσθηση σε μία ψυχή και νου και λόγο, έστω και αν αυτή χωρίζεται για τις φυσικές ανάγκες του σε πέντε[ix]. Όλες αυτές οι αισθήσεις συγκλίνουν και καταλήγουν στον νου που τις ηγεμονεύει· «νους ορά και νους ακούει».
Ο Θεός είναι φως. «Ο Πατήρ φως εστιν, ο Υιός φως εστι, το Πνεύμα το άγιον φως· έν ταύτα φως απλούν, ασύνθετον, άχρονον, συναΐδιον, ομότιμον και ομόδοξον», παρατηρεί ο όσιος Συμεών[x]. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι το θείο αυτό φως δεν είναι μόνο αμέριστο στα μεριστά, αλλά και ενοποιός και θεοποιός δύναμη. Και ως τέτοια δύναμη ενώνει και ανυψώνει αυτούς που μετέχουν, ανάλογα πάντοτε με την δεκτικότητά τους, προς την ενότητα και θεοποιό απλότητα του Πατρός[xi]. Χωρίς να παύει η ουσία του Θεού να παραμένει αμέθεκτη και απλή, παρατηρεί ο Παλαμάς, οι ενέργειές του μετέχονται από τα κτίσματα. Και ενώ αυτά που μετέχουν είναι κτιστά και έχουν κάποια αρχή, οι μετεχόμενες θείες ενέργειες είναι πολυποίκιλες, άκτιστες και αΐδιες, «συνημμέναι αϊδίως τω εξ αϊδίου παντοδυνάμω και αυτοτελεί Θεώ και Δεσπότη του παντός»[xii]. Άλλωστε βλέπουμε ότι και στην φύση το απλό λευκό φως περιέχει όλα τα χρώματα.
Ενώ η απλότητα συνδέεται με την παντοδυναμία και την πληρότητα, η σύνθεση προκύπτει από την αδυναμία και την ένδεια. Όταν κάτι δεν μπορεί να υπάρχει και να διατηρείται αυτοτελώς, καταφεύγει αναγκαστικά στην σύνθεση. Ο άγιος Παλαμάς γράφει: «Εκ γαρ του μη δύνασθαι καθ’ εαυτό τι των γενητών μονοειδώς και αμιγώς παντάπασιν είναι τε και υφεστάναι, της προς έτερον εξ ανάγκης δείται συμπλοκής, διό καν τη γενέσει σύνθετον ευθύς απετελέσθη»[xiii]. Ο Θεός υπάρχει ως Ων καθεαυτόν και διαθέτει τα πάντα, χωρίς να έχει ή να μετέχει. Τα κτιστά δεν υπάρχουν ως όντα καθεαυτά, αλλά ως μετέχοντα και ως κατέχοντα. Στον Θεό το έχειν ανήκει στο είναι. Στα κτιστά το είναι χρειάζεται το έχειν.
2ο Μέρος
Ο άνθρωπος δεν είναι απλός αλλά σύνθετος. Και αυτό δεν οφείλεται πρωτίστως στο ότι αποτελείται από σώμα και ψυχή ή έχει πολλά στοιχεία και όργανα, αλλά στο ότι έχει πολλές ανάγκες, είναι «προσδεής». Η ύπαρξη και συντήρησή του έχει ανάγκες από πολλά πράγματα που βρίσκονται έξω από τον εαυτό του. Γι’ αυτό άλλωστε χρειάζεται και πολλές αισθήσεις, ώστε να έρθει σε επαφή με τα πράγματα αυτά, να τα γνωρίσει, να τα προσλάβει και να ωφεληθεί από αυτά.
Αλλά και ο Θεός δεν είναι απλός και ασύνθετος ως κάποια αδιαφοροποίητη ουσία ή ως «καθαρά ενέργεια», όπως τον εξέλαβε ο Αριστοτέλης και ως ένα βαθμό η σχολαστική θεολογία. Η φιλοσοφική αυτή έννοια της απλότητας είναι ξένη προς την βιβλική και την πατερική παράδοση. Ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι «απροσδεής», επειδή δηλαδή διαθέτει τα πάντα και δεν έχει καμία ανάγκη συμπληρώσεως ή προσλήψεως. Άλλωστε και το αρχικό γράμμα της λέξεως «απλός» είναι αθροιστικό και όχι στερητικό. Έτσι βλέπουμε και στην Καινή Διαθήκη ότι απλός είναι ο ακέραιος, ο γενναιόδωρος, σε αντίθεση προς τον πονηρό ή τον δίψυχο[iv].
Ο Θεός είναι απλός, μολονότι είναι Τρισυπόστατος. Είναι απλός, μολονότι διακρίνεται σε ουσία και ενέργεια. Είναι απλός, μολονότι είναι ταυτόχρονα προσιτός και απρόσιτος. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι Τρισυπόστατος και επειδή διακρίνεται σε ουσία και ενέργεια: «Εν ουσία γαρ και ενεργεία εις εστι Θεός· ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον»[v]. Είναι ακόμα απλός, επειδή μπορεί να είναι ταυτόχρονα προσιτός και απρόσιτος: «Ο Θεός και πληθύνεται μένων είς και μερίζεται μένων αμερής, και μετέχεται ποικίλως άτμητος ων πάντη και της εαυτού ενότητος εχόμενος ανεκφοιτήτως καθ’ υπερούσιον δύναμιν»[vi].
Σε τελική ανάλυση ο Θεός είναι απλός, επειδή είναι παντοδύναμος, απαθής και απροσδεής. Τα πιο πολυδύναμα, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι και πιο απλά, και το παντοδύναμο είναι το απλούστατο[vii]. Δεν έχει ανάγκη να αυξηθεί ή να ελαττωθεί ή να προσλάβει κάτι που το στερείται. Ο Θεός, γράφει ο ίδιος, «μόνος όντως απλούς εστιν υπερφυώς, ου μείωσιν, ουκ αύξησιν, ουκ απόθεσιν, ου πρόσληψιν όλως υπομένων. Ούτω παντοδύναμος υπάρχων απλούστατος εστιν απάντων»[viii]. Και ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Ο Θεός η των όλων αιτία είς εστι· το δε έν τούτο φως και ζωή εστι, πνεύμα και λόγος, στόμα και ρήμα…». Και ο άνθρωπος έχει μία αίσθηση σε μία ψυχή και νου και λόγο, έστω και αν αυτή χωρίζεται για τις φυσικές ανάγκες του σε πέντε[ix]. Όλες αυτές οι αισθήσεις συγκλίνουν και καταλήγουν στον νου που τις ηγεμονεύει· «νους ορά και νους ακούει».
Ο Θεός είναι φως. «Ο Πατήρ φως εστιν, ο Υιός φως εστι, το Πνεύμα το άγιον φως· έν ταύτα φως απλούν, ασύνθετον, άχρονον, συναΐδιον, ομότιμον και ομόδοξον», παρατηρεί ο όσιος Συμεών[x]. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι το θείο αυτό φως δεν είναι μόνο αμέριστο στα μεριστά, αλλά και ενοποιός και θεοποιός δύναμη. Και ως τέτοια δύναμη ενώνει και ανυψώνει αυτούς που μετέχουν, ανάλογα πάντοτε με την δεκτικότητά τους, προς την ενότητα και θεοποιό απλότητα του Πατρός[xi]. Χωρίς να παύει η ουσία του Θεού να παραμένει αμέθεκτη και απλή, παρατηρεί ο Παλαμάς, οι ενέργειές του μετέχονται από τα κτίσματα. Και ενώ αυτά που μετέχουν είναι κτιστά και έχουν κάποια αρχή, οι μετεχόμενες θείες ενέργειες είναι πολυποίκιλες, άκτιστες και αΐδιες, «συνημμέναι αϊδίως τω εξ αϊδίου παντοδυνάμω και αυτοτελεί Θεώ και Δεσπότη του παντός»[xii]. Άλλωστε βλέπουμε ότι και στην φύση το απλό λευκό φως περιέχει όλα τα χρώματα.
Ενώ η απλότητα συνδέεται με την παντοδυναμία και την πληρότητα, η σύνθεση προκύπτει από την αδυναμία και την ένδεια. Όταν κάτι δεν μπορεί να υπάρχει και να διατηρείται αυτοτελώς, καταφεύγει αναγκαστικά στην σύνθεση. Ο άγιος Παλαμάς γράφει: «Εκ γαρ του μη δύνασθαι καθ’ εαυτό τι των γενητών μονοειδώς και αμιγώς παντάπασιν είναι τε και υφεστάναι, της προς έτερον εξ ανάγκης δείται συμπλοκής, διό καν τη γενέσει σύνθετον ευθύς απετελέσθη»[xiii]. Ο Θεός υπάρχει ως Ων καθεαυτόν και διαθέτει τα πάντα, χωρίς να έχει ή να μετέχει. Τα κτιστά δεν υπάρχουν ως όντα καθεαυτά, αλλά ως μετέχοντα και ως κατέχοντα. Στον Θεό το έχειν ανήκει στο είναι. Στα κτιστά το είναι χρειάζεται το έχειν.
Σύμφυτη με την απλότητα είναι και η
αλήθεια. Όπως επιγραμματικά σημειώνει ο Δίδυμος ο Αλεξανδρέας, η
αλήθεια «συμπέφυκεν τη απλότητι»[i]. Η θεία αλήθεια είναι απλή και
απόλυτη, ενώ η ανθρώπινη πολλαπλή και σχετική. Όσο περισσότερο πλησιάζει
κάποιος την θεία αλήθεια, τόσο περισσότερο πλησιάζει την θεία απλότητα.
Η απλότητα αυτή δεν είναι πενία ούτε αφέλεια· είναι πλούτος και σοφία,
αυτάρκεια και πληρότητα. Απλότητα και πάλι είναι η απουσία κάθε
ελλείμματος, κάθε πάθους, κάθε στερήσεως· είναι η απουσία κάθε ανάγκης
συμπληρώσεως.
Τέλος η απλότητα του Θεού συνδέεται με την απάθεια. Βέβαια η θεία απάθεια δεν έχει καμία σχέση με την απαλλαγή από τα πάθη, όπως συμβαίνει με την ανθρώπινη απάθεια. Ο Θεός είναι απαθής, γιατί ενεργεί χωρίς να πάσχει. Παρέχει χωρίς να λαμβάνει. Όσα έχει ο Θεός, γράφει ο άγιος Γρηγόριος, τα έχει «ως ενεργών μόνον, αλλ’ ουχί πάσχων κατ’ αυτά»[ii]. Αντίθετα ο άνθρωπος δεν ενεργεί μόνο, αλλά και πάσχει. Έτσι ο νους του ανθρώπου έχει επείσακτη την ικανότητα να φρονεί, γιατί την αποκτά με κάποια πείρα ή διδασκαλία, δηλαδή με πάθος. Και η τελείωση του ανθρώπου, που συμπίπτει με την θέωσή του, δεν αποτελεί καρπό ενεργείας, αλλά πάθους. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον Θεό. Αυτός δεν αποκτά την φρόνηση με πάθος, γιατί δεν προσλαμβάνει τίποτε. Ο Θεός είναι πάντοτε ο ίδιος και με τις ενέργειές του φανερώνεται αυτός που είναι. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον Πατέρα, αλλά και για τον Υιό και για το Άγιο Πνεύμα[iii].
Ο Θεός είναι από την φύση του απλός. Αλλά η απλότητα δεν είναι η φύση του Θεού. Η απλότητα, παρατηρεί ο Παλαμάς, είναι άκτιστη, χωρίς όμως να είναι και φύση του Θεού. Η απλότητα είναι «μία των θείων ενεργειών». Αυτό σημαίνει ότι γίνεται μεθεκτή, χωρίς να προσβάλλεται το αμέθεκτο της θείας ουσίας. Και με την μετοχή τους στην απλότητα του Θεού οι άγγελοι και οι ψυχές γίνονται απλοί[iv].
Οι πολέμιοι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ισχυριζόμενοι ότι αυτός προσβάλλει την απλότητα του Θεού δεν επικαλούνταν μόνο την διδασκαλία του περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας, αλλά και ρητές αναφορές του σε περισσότερες από μία θεότητες. Δεν δίστασαν μάλιστα να καταφύγουν και σε παραχαράξεις των κειμένων του, προκειμένου να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους αυτόν. Έτσι στο υπό το όνομα του Δημητρίου Κυδώνη δημοσιευμένο έργο του μοναχού Νήφωνος του Υποψηφίου παρατίθεται ως κείμενο του Παλαμά το ακόλουθο χωρίο: «Μία εστί των τριών υποστάσεων θεότης, ήτοι φύσις και ουσία υπερούσιος, απλή, αόρατος, απερινόητος, αμέθεκτος παντάπασιν. Αι δε άλλαι παρά των αγίων λεγόμεναι θεότητες, είτε μία, είτε δύο, είτε πλείους»[v].
Το ακριβές όμως χωρίο στο κείμενο του Παλαμά είναι τελείως διαφορετικό και μάλιστα απορρίπτει ρητώς τις περισσότερες θεότητες. Συγκεκριμένα το χωρίο έχει ως εξής: «Μία γαρ εστι των τριών υποστάσεων θεότης, ήτοι φύσις και ουσία υπερούσιος, απλή, αόρατος, αμέθεκτος, παντάπασιν απερινόητος. Ει δε τις άλλη των ενεργειών παρά των αγίων λέγοιτο θεότης, είτε μία, είτε δύο, είτε πλείους…ταύτα τοίνυν άπαντα πρόοδοί εισι και εκφάνσεις και δυνάμεις και ενέργειαι της μιάς θεότητος εκείνης, φυσικώς προσούσαι ταύτη και αναφαιρέτως»[vi].
Απολύτως απλός είναι μόνο ο Θεός, που είναι και η πηγή κάθε απλότητας. Τα απλά κτίσματα, όπως είναι οι άγγελοι ή οι ψυχές των ανθρώπων, δεν είναι τελείως απλά ούτε από την φύση τους απλά. Η απλότητά τους είναι δευτερογενής και σχετική. Γίνονται και λέγονται απλά κατά μετοχή της θείας απλότητας και σε σύγκριση με τα υλικά σώματα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο άλλοτε παρουσιάζονται απλά και άλλοτε όχι, ανάλογα με τις καταστάσεις τους, τα πάθη τους και τις αλλοιώσεις που υφίστανται από αυτά. Ο Θεός όμως δεν είναι απλός «από συγκρίσεως» ή «από μεθέξεως», αλλά καθεαυτόν και ως μεταδότης της απλότητας· είναι «ο καταλλήλως παρ’ εαυτού μεταδιδούς εκάστω της απλότητος»[vii].
Η απλότητα κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όπως και γενικότερα κατά την παράδοση της Εκκλησίας, δεν έχει μόνο θεολογική αλλά και σωτηριολογική σπουδαιότητα. Η ίδια η σωτηρία του ανθρώπου πραγματοποιείται με την αναγωγή του στην απλότητα. Η ανεξέλεγκτη διάσπαση, στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος με την εκτροπή του από το θείο θέλημα, θεραπεύεται με την αποκατάσταση της ενότητάς του, που σε τελική ανάλυση είναι η ανύψωσή του στην πληρότητα της θείας απλότητας. Το έργο αυτό, που θεμελιώθηκε από τον Χριστό με την ενανθρώπησή του, καλείται να το οικειοποιηθεί με την τήρηση των εντολών κάθε Χριστιανός.
Ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, η καινή κτίση. Προσλαμβάνοντας ο ασύνθετος Λόγος του Θεού στην υπόστασή του την σύνθετη ανθρώπινη φύση προσέδωσε σε αυτήν την δυνατότητα να οδηγήσει ολόκληρη την κτίση στην ενότητα της θείας απλότητας. Έτσι ο άνθρωπος, «ως συνδρομή του παντός» και «ανακεφαλαίωσις των του Θεού κτισμάτων»[viii], έχει με την ενιαία σύνθετη ψυχοσωματική φύση του το μοναδικό μεταξύ των κτισμάτων προνόμιο, να ενοποιεί και να αναφέρει ευχαριστιακά διά του εαυτού του στον Θεό ολόκληρη την κτίση.
Ολόκληρη η ησυχαστική παράδοση που υπερασπίστηκε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς χαρακτηρίζεται από την κίνηση προς την ανθρωπολογική αλλά και την κοσμολογική ενότητα και απλότητα με θεολογική θεμελίωση και προοπτική. Ο άνθρωπος ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού εικονίζει και την θεία απλότητα. Αυτή όμως, όπως και κάθε θεία ιδιότητα, διατηρείται και τελειοποιείται στον άνθρωπο μόνο με την μετοχή του στην θεία ενέργεια και ζωή. Ο άνθρωπος, μολονότι είναι σύνθετος ως «προσδεής», καλείται κατά τον χρόνο της ζωής του να οικειωθεί και να αφομοιώσει την θεία ζωή και την θεία απλότητα ως χαρισματική πληρότητα.
Τέλος η απλότητα του Θεού συνδέεται με την απάθεια. Βέβαια η θεία απάθεια δεν έχει καμία σχέση με την απαλλαγή από τα πάθη, όπως συμβαίνει με την ανθρώπινη απάθεια. Ο Θεός είναι απαθής, γιατί ενεργεί χωρίς να πάσχει. Παρέχει χωρίς να λαμβάνει. Όσα έχει ο Θεός, γράφει ο άγιος Γρηγόριος, τα έχει «ως ενεργών μόνον, αλλ’ ουχί πάσχων κατ’ αυτά»[ii]. Αντίθετα ο άνθρωπος δεν ενεργεί μόνο, αλλά και πάσχει. Έτσι ο νους του ανθρώπου έχει επείσακτη την ικανότητα να φρονεί, γιατί την αποκτά με κάποια πείρα ή διδασκαλία, δηλαδή με πάθος. Και η τελείωση του ανθρώπου, που συμπίπτει με την θέωσή του, δεν αποτελεί καρπό ενεργείας, αλλά πάθους. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τον Θεό. Αυτός δεν αποκτά την φρόνηση με πάθος, γιατί δεν προσλαμβάνει τίποτε. Ο Θεός είναι πάντοτε ο ίδιος και με τις ενέργειές του φανερώνεται αυτός που είναι. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον Πατέρα, αλλά και για τον Υιό και για το Άγιο Πνεύμα[iii].
Ο Θεός είναι από την φύση του απλός. Αλλά η απλότητα δεν είναι η φύση του Θεού. Η απλότητα, παρατηρεί ο Παλαμάς, είναι άκτιστη, χωρίς όμως να είναι και φύση του Θεού. Η απλότητα είναι «μία των θείων ενεργειών». Αυτό σημαίνει ότι γίνεται μεθεκτή, χωρίς να προσβάλλεται το αμέθεκτο της θείας ουσίας. Και με την μετοχή τους στην απλότητα του Θεού οι άγγελοι και οι ψυχές γίνονται απλοί[iv].
Οι πολέμιοι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ισχυριζόμενοι ότι αυτός προσβάλλει την απλότητα του Θεού δεν επικαλούνταν μόνο την διδασκαλία του περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας, αλλά και ρητές αναφορές του σε περισσότερες από μία θεότητες. Δεν δίστασαν μάλιστα να καταφύγουν και σε παραχαράξεις των κειμένων του, προκειμένου να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους αυτόν. Έτσι στο υπό το όνομα του Δημητρίου Κυδώνη δημοσιευμένο έργο του μοναχού Νήφωνος του Υποψηφίου παρατίθεται ως κείμενο του Παλαμά το ακόλουθο χωρίο: «Μία εστί των τριών υποστάσεων θεότης, ήτοι φύσις και ουσία υπερούσιος, απλή, αόρατος, απερινόητος, αμέθεκτος παντάπασιν. Αι δε άλλαι παρά των αγίων λεγόμεναι θεότητες, είτε μία, είτε δύο, είτε πλείους»[v].
Το ακριβές όμως χωρίο στο κείμενο του Παλαμά είναι τελείως διαφορετικό και μάλιστα απορρίπτει ρητώς τις περισσότερες θεότητες. Συγκεκριμένα το χωρίο έχει ως εξής: «Μία γαρ εστι των τριών υποστάσεων θεότης, ήτοι φύσις και ουσία υπερούσιος, απλή, αόρατος, αμέθεκτος, παντάπασιν απερινόητος. Ει δε τις άλλη των ενεργειών παρά των αγίων λέγοιτο θεότης, είτε μία, είτε δύο, είτε πλείους…ταύτα τοίνυν άπαντα πρόοδοί εισι και εκφάνσεις και δυνάμεις και ενέργειαι της μιάς θεότητος εκείνης, φυσικώς προσούσαι ταύτη και αναφαιρέτως»[vi].
Απολύτως απλός είναι μόνο ο Θεός, που είναι και η πηγή κάθε απλότητας. Τα απλά κτίσματα, όπως είναι οι άγγελοι ή οι ψυχές των ανθρώπων, δεν είναι τελείως απλά ούτε από την φύση τους απλά. Η απλότητά τους είναι δευτερογενής και σχετική. Γίνονται και λέγονται απλά κατά μετοχή της θείας απλότητας και σε σύγκριση με τα υλικά σώματα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο άλλοτε παρουσιάζονται απλά και άλλοτε όχι, ανάλογα με τις καταστάσεις τους, τα πάθη τους και τις αλλοιώσεις που υφίστανται από αυτά. Ο Θεός όμως δεν είναι απλός «από συγκρίσεως» ή «από μεθέξεως», αλλά καθεαυτόν και ως μεταδότης της απλότητας· είναι «ο καταλλήλως παρ’ εαυτού μεταδιδούς εκάστω της απλότητος»[vii].
Η απλότητα κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όπως και γενικότερα κατά την παράδοση της Εκκλησίας, δεν έχει μόνο θεολογική αλλά και σωτηριολογική σπουδαιότητα. Η ίδια η σωτηρία του ανθρώπου πραγματοποιείται με την αναγωγή του στην απλότητα. Η ανεξέλεγκτη διάσπαση, στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος με την εκτροπή του από το θείο θέλημα, θεραπεύεται με την αποκατάσταση της ενότητάς του, που σε τελική ανάλυση είναι η ανύψωσή του στην πληρότητα της θείας απλότητας. Το έργο αυτό, που θεμελιώθηκε από τον Χριστό με την ενανθρώπησή του, καλείται να το οικειοποιηθεί με την τήρηση των εντολών κάθε Χριστιανός.
Ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, η καινή κτίση. Προσλαμβάνοντας ο ασύνθετος Λόγος του Θεού στην υπόστασή του την σύνθετη ανθρώπινη φύση προσέδωσε σε αυτήν την δυνατότητα να οδηγήσει ολόκληρη την κτίση στην ενότητα της θείας απλότητας. Έτσι ο άνθρωπος, «ως συνδρομή του παντός» και «ανακεφαλαίωσις των του Θεού κτισμάτων»[viii], έχει με την ενιαία σύνθετη ψυχοσωματική φύση του το μοναδικό μεταξύ των κτισμάτων προνόμιο, να ενοποιεί και να αναφέρει ευχαριστιακά διά του εαυτού του στον Θεό ολόκληρη την κτίση.
Ολόκληρη η ησυχαστική παράδοση που υπερασπίστηκε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς χαρακτηρίζεται από την κίνηση προς την ανθρωπολογική αλλά και την κοσμολογική ενότητα και απλότητα με θεολογική θεμελίωση και προοπτική. Ο άνθρωπος ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Θεού εικονίζει και την θεία απλότητα. Αυτή όμως, όπως και κάθε θεία ιδιότητα, διατηρείται και τελειοποιείται στον άνθρωπο μόνο με την μετοχή του στην θεία ενέργεια και ζωή. Ο άνθρωπος, μολονότι είναι σύνθετος ως «προσδεής», καλείται κατά τον χρόνο της ζωής του να οικειωθεί και να αφομοιώσει την θεία ζωή και την θεία απλότητα ως χαρισματική πληρότητα.
3ο Μέρος
Η αφομοίωση αυτή, που μυσταγωγεί την
θέωση του ανθρώπου και την σωτηρία όλου του κόσμου, πραγματοποιείται με
την χάρη του Θεού και τον ασκητικό αγώνα του ανθρώπου. Πρώτος ο
ανθρώπινος νους ανυψούμενος προς τον «πρώτον Νουν» δέχεται ανάλογα με
την δεκτικότητά του «τον αρραβώνα των μελλόντων αγαθών». Έτσι
μετασκευάζεται ο ίδιος και διά του εαυτού του μετασκευάζει «το
συνημμένον σώμα προς το θειότερον … προοιμιαζόμενος την υπό του
πνεύματος επί του μέλλοντος αιώνος της σαρκός κατάποσιν»[1]. Η μετασκευή
αυτή δεν έχει θεωρητικό αλλά εμπειρικό χαρακτήρα. Δεν συντελείται με
τον συνήθη αισθητό τρόπο, αλλά γίνεται «υπεραισθητώς αισθητή»[2]. Η
«αίσθησις των μελλόντων αγαθών» βιώνεται από τον άνθρωπο πνευματικά με
τις λεγόμενες πνευματικές νοερές αισθήσεις. Όλες αυτές οι αισθήσεις
συνοψίζονται σε μία πνευματική νοερά αίσθηση, η οποία χαρακτηρίζεται
έτσι, γιατί υπερβαίνει και υπερβάλλει κάθε φυσική αίσθηση.
Ο μακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος προχωρεί σε διαρκώς αυξανόμενη διάσπαση που διαβρώνει την προσωπική και την κοινωνική ζωή του. Όσο παραμένει στην κατάσταση αυτήν αδυνατεί να ολοκληρωθεί ως πρόσωπο και να προσεγγίσει την πληρότητα της θείας απλότητας που εικονίζει. Επειδή ο Θεός είναι απλός και ασύνθετος, θέλει και οι ψυχές που τον πλησιάζουν να είναι απλές και ακέραιες[3]. Η προσέγγιση αυτή αρχίζει με την περισυλλογή και επαναφορά του νου στην καρδιά, που αποτελεί κατά τον άγιο Γρηγόριο «το των λογισμών ταμείον»[4].
Όταν ο άνθρωπος παραμένει προσηλωμένος στα αισθητά και τα φθαρτά, τότε και ο νους του γίνεται σαρκικός. Όταν όμως ο νους επιστρέφει στην καρδιά και υψώνεται στον Θεό, τότε και η σάρκα συνανυψώνεται με αυτόν, μετασκευάζεται και γίνεται «οίκημα Θεού»[5]. Η ησυχαστική ζωή με την μονολόγιστη ευχή επιμελείται την επιστροφή του νου στην καρδιά. Αυτή πραγματοποιείται με την συνεργία της θείας χάριτος και καθιστά τον άνθρωπο κύριο του εαυτού του. Έτσι ενοποιείται και μπορεί πλέον να κατευθύνει ολόκληρη την ύπαρξή του στον Θεό εφαρμόζοντας την πρώτη και μεγάλη εντολή· «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου»[6].
Το σώμα δεν εμποδίζει την κίνηση του ανθρώπου προς την θεοειδή απλότητα. Αντιθέτως μάλιστα αυτό προσφέρεται ως «τόπος» προσεγγίσεώς της. Αυτό βεβαιώνει και ο ησυχασμός. Επαναλαμβάνοντας τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη ο Παλαμάς γράφει· «ησυχαστής εστιν ο το ασώματον εν σώματι περιορίζειν σπεύδων»[7]. Το δυσχερές και παράδοξο αυτό έργο ενοποιεί τον άνθρωπο και προετοιμάζει την θέωσή του. Γι’ αυτό και ολόκληρη η ησυχαστική ζωή είναι προσανατολισμένη στην ενοποίηση του ανθρώπου· ενοποίηση του διασκορπισμένου νου, συγκέντρωση του ασώματου αυτού νου μέσα στο σώμα, αυτοσυγκέντρωση του όλου ανθρώπου στο ενδότατο σώμα του που ονομάζεται καρδιά[8]. Τον σκοπό αυτόν υπηρετεί και η μονολόγιστη ευχή. Όπως ο απλός Θεός, προκειμένου να αποκαλύψει στον άνθρωπο τον εαυτό του, προφέρει συνήθως μία μόνο πρόταση, έτσι και ο άνθρωπος που αναζητεί την ενοποιό απλότητα, απευθύνεται προς τον Θεό με μονολόγιστη ευχή[9].
Ο Θεός είναι ζηλωτής. Δεν θέλει τον άνθρωπο μοιρασμένο· τον θέλει ολόκληρο. Και μόνο όταν ενοποιηθεί ο διασπασμένος και διαμοιρασμένος από την αμαρτία και τα πάθη του άνθρωπος, μπορεί να σταθεί μπροστά στον Δημιουργό του και να ανταποκριθεί στην εντολή του. Όταν ο άνθρωπος συγκεντρωθεί στον εαυτό του και τον Θεό, γίνεται «έν πνεύμα εν Κυρίω». Συνδέεται με τον Θεό Λόγο, στον οποίο κατά μίαν απερινόητη απλότητα, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι λόγοι των όντων «ενοειδώς και εισι και υφεστήκασιν», γίνεται ενοειδής και υπερβαίνει κάθε διαίρεση[10]. Την κατακόρυφη αυτή ενότητα ακολουθεί και η οριζόντια πλάτυνση, που αγκαλιάζει αγαπητικά και ενοποιεί όλον τον κόσμο. Έτσι η ενότητα γίνεται ουσιαστικά συνώνυμη με την απλότητα. Ο άνθρωπος ενοποιείται, αγκαλιάζει ολόκληρη την κτίση και την «αναφέρει» μαζί με τον εαυτό του στον Θεό, φανερώνοντας έτσι στην πληρότητά της και την «κατ’ εικόνα Θεού» κατασκευή του[11].
Ο τόπος της συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό είναι η καρδιά του ανθρώπου. Κατά την χαρακτηριστική εικόνα του βιβλίου της Αποκαλύψεως ο Χριστός στέκεται στην πόρτα και κτυπά. Αν κάποιος ακούσει την φωνή του και ανοίξει την πόρτα, θα μπει μέσα και θα δειπνήσει μαζί του[12]. Όταν ο πιστός ενώνεται πραγματικά με τον Χριστό, τότε αποκτά, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, «νουν Χριστού»[13], ή, όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Χριστός αρμόζεται «ως μέλος ηγεμονικόν» του ανθρώπου[14]. Έτσι θεωρεί τα πνευματικά, στο μέτρο κατά το οποίο καθιστά τον νου του δεκτικό του θείου φωτισμού[15].
Η αλήθεια του Θεού δεν επιδέχεται μερισμό ή διαίρεση, αλλά μερίζεται αμερίστως και μετέχεται αδιαιρέτως. Και η πνευματική αίσθηση της αλήθειάς του προσεγγίζεται από τον άνθρωπο με τον θείο φωτισμό, όταν έχει τον νου του καθαρό από τα πάθη. Η αίσθηση αυτή, που δεν είναι μόνο πνευματική, εφ’ όσον είναι αίσθηση, αλλά ούτε μόνο αίσθηση, εφ’ όσον είναι πνευματική, γίνεται άμεσα αντιληπτή, όχι μόνο όπως η αίσθηση των αισθητών, αλλά ακόμα εντονότερα[16]. Με τον τρόπο αυτόν εξέρχεται ο άνθρωπος από την κοσμική διάσπαση και πολλαπλότητα, και μετέχει στην θεία ενότητα και απλότητα. Η ολοκλήρωση της μετοχής αυτής απόκειται στον μέλλοντα αιώνα, όπου ο Θεός ενωμένος με τον καθένα από τους θεουμένους θα έχει μία ενέργεια με αυτούς[17].
Η ενότητα αυτή χαρακτηρίζει και την Εκκλησία ως σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Η Εκκλησία είναι μία. Και η ενότητα της Εκκλησίας ως καθολικότητα και πληρότητα ταυτίζεται με την αλήθεια και την απλότητα. Όπως επιγραμματικά σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισίν»[18]. Η αλήθεια, όπως και η απλότητα, δεν διασπάται ούτε μερίζεται. Το αληθές είναι «έν», ενώ το «ψεύδος πολυσχιδές»[19]. H απλότητα, ως άκτιστη ενέργεια του Θεού της αλήθειας, περιπτύσσεται ολόκληρη την κτίση, και μέσω του ανθρώπου, που βρίσκεται στο μεθόριο του υλικού και του πνευματικού κόσμου, κατευθύνει τα πάντα προς την απλοποιό ενότητα, προς την εν Θεώ πληρότητά τους.
Ο μακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος προχωρεί σε διαρκώς αυξανόμενη διάσπαση που διαβρώνει την προσωπική και την κοινωνική ζωή του. Όσο παραμένει στην κατάσταση αυτήν αδυνατεί να ολοκληρωθεί ως πρόσωπο και να προσεγγίσει την πληρότητα της θείας απλότητας που εικονίζει. Επειδή ο Θεός είναι απλός και ασύνθετος, θέλει και οι ψυχές που τον πλησιάζουν να είναι απλές και ακέραιες[3]. Η προσέγγιση αυτή αρχίζει με την περισυλλογή και επαναφορά του νου στην καρδιά, που αποτελεί κατά τον άγιο Γρηγόριο «το των λογισμών ταμείον»[4].
Όταν ο άνθρωπος παραμένει προσηλωμένος στα αισθητά και τα φθαρτά, τότε και ο νους του γίνεται σαρκικός. Όταν όμως ο νους επιστρέφει στην καρδιά και υψώνεται στον Θεό, τότε και η σάρκα συνανυψώνεται με αυτόν, μετασκευάζεται και γίνεται «οίκημα Θεού»[5]. Η ησυχαστική ζωή με την μονολόγιστη ευχή επιμελείται την επιστροφή του νου στην καρδιά. Αυτή πραγματοποιείται με την συνεργία της θείας χάριτος και καθιστά τον άνθρωπο κύριο του εαυτού του. Έτσι ενοποιείται και μπορεί πλέον να κατευθύνει ολόκληρη την ύπαρξή του στον Θεό εφαρμόζοντας την πρώτη και μεγάλη εντολή· «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου»[6].
Το σώμα δεν εμποδίζει την κίνηση του ανθρώπου προς την θεοειδή απλότητα. Αντιθέτως μάλιστα αυτό προσφέρεται ως «τόπος» προσεγγίσεώς της. Αυτό βεβαιώνει και ο ησυχασμός. Επαναλαμβάνοντας τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη ο Παλαμάς γράφει· «ησυχαστής εστιν ο το ασώματον εν σώματι περιορίζειν σπεύδων»[7]. Το δυσχερές και παράδοξο αυτό έργο ενοποιεί τον άνθρωπο και προετοιμάζει την θέωσή του. Γι’ αυτό και ολόκληρη η ησυχαστική ζωή είναι προσανατολισμένη στην ενοποίηση του ανθρώπου· ενοποίηση του διασκορπισμένου νου, συγκέντρωση του ασώματου αυτού νου μέσα στο σώμα, αυτοσυγκέντρωση του όλου ανθρώπου στο ενδότατο σώμα του που ονομάζεται καρδιά[8]. Τον σκοπό αυτόν υπηρετεί και η μονολόγιστη ευχή. Όπως ο απλός Θεός, προκειμένου να αποκαλύψει στον άνθρωπο τον εαυτό του, προφέρει συνήθως μία μόνο πρόταση, έτσι και ο άνθρωπος που αναζητεί την ενοποιό απλότητα, απευθύνεται προς τον Θεό με μονολόγιστη ευχή[9].
Ο Θεός είναι ζηλωτής. Δεν θέλει τον άνθρωπο μοιρασμένο· τον θέλει ολόκληρο. Και μόνο όταν ενοποιηθεί ο διασπασμένος και διαμοιρασμένος από την αμαρτία και τα πάθη του άνθρωπος, μπορεί να σταθεί μπροστά στον Δημιουργό του και να ανταποκριθεί στην εντολή του. Όταν ο άνθρωπος συγκεντρωθεί στον εαυτό του και τον Θεό, γίνεται «έν πνεύμα εν Κυρίω». Συνδέεται με τον Θεό Λόγο, στον οποίο κατά μίαν απερινόητη απλότητα, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, οι λόγοι των όντων «ενοειδώς και εισι και υφεστήκασιν», γίνεται ενοειδής και υπερβαίνει κάθε διαίρεση[10]. Την κατακόρυφη αυτή ενότητα ακολουθεί και η οριζόντια πλάτυνση, που αγκαλιάζει αγαπητικά και ενοποιεί όλον τον κόσμο. Έτσι η ενότητα γίνεται ουσιαστικά συνώνυμη με την απλότητα. Ο άνθρωπος ενοποιείται, αγκαλιάζει ολόκληρη την κτίση και την «αναφέρει» μαζί με τον εαυτό του στον Θεό, φανερώνοντας έτσι στην πληρότητά της και την «κατ’ εικόνα Θεού» κατασκευή του[11].
Ο τόπος της συναντήσεως του ανθρώπου με τον Θεό είναι η καρδιά του ανθρώπου. Κατά την χαρακτηριστική εικόνα του βιβλίου της Αποκαλύψεως ο Χριστός στέκεται στην πόρτα και κτυπά. Αν κάποιος ακούσει την φωνή του και ανοίξει την πόρτα, θα μπει μέσα και θα δειπνήσει μαζί του[12]. Όταν ο πιστός ενώνεται πραγματικά με τον Χριστό, τότε αποκτά, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, «νουν Χριστού»[13], ή, όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Χριστός αρμόζεται «ως μέλος ηγεμονικόν» του ανθρώπου[14]. Έτσι θεωρεί τα πνευματικά, στο μέτρο κατά το οποίο καθιστά τον νου του δεκτικό του θείου φωτισμού[15].
Η αλήθεια του Θεού δεν επιδέχεται μερισμό ή διαίρεση, αλλά μερίζεται αμερίστως και μετέχεται αδιαιρέτως. Και η πνευματική αίσθηση της αλήθειάς του προσεγγίζεται από τον άνθρωπο με τον θείο φωτισμό, όταν έχει τον νου του καθαρό από τα πάθη. Η αίσθηση αυτή, που δεν είναι μόνο πνευματική, εφ’ όσον είναι αίσθηση, αλλά ούτε μόνο αίσθηση, εφ’ όσον είναι πνευματική, γίνεται άμεσα αντιληπτή, όχι μόνο όπως η αίσθηση των αισθητών, αλλά ακόμα εντονότερα[16]. Με τον τρόπο αυτόν εξέρχεται ο άνθρωπος από την κοσμική διάσπαση και πολλαπλότητα, και μετέχει στην θεία ενότητα και απλότητα. Η ολοκλήρωση της μετοχής αυτής απόκειται στον μέλλοντα αιώνα, όπου ο Θεός ενωμένος με τον καθένα από τους θεουμένους θα έχει μία ενέργεια με αυτούς[17].
Η ενότητα αυτή χαρακτηρίζει και την Εκκλησία ως σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Η Εκκλησία είναι μία. Και η ενότητα της Εκκλησίας ως καθολικότητα και πληρότητα ταυτίζεται με την αλήθεια και την απλότητα. Όπως επιγραμματικά σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «οι της του Χριστού Εκκλησίας της αληθείας εισί και οι μη της αληθείας όντες ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισίν»[18]. Η αλήθεια, όπως και η απλότητα, δεν διασπάται ούτε μερίζεται. Το αληθές είναι «έν», ενώ το «ψεύδος πολυσχιδές»[19]. H απλότητα, ως άκτιστη ενέργεια του Θεού της αλήθειας, περιπτύσσεται ολόκληρη την κτίση, και μέσω του ανθρώπου, που βρίσκεται στο μεθόριο του υλικού και του πνευματικού κόσμου, κατευθύνει τα πάντα προς την απλοποιό ενότητα, προς την εν Θεώ πληρότητά τους.
Σημειώσεις – 1ο Μέρος
[i] Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 1,3,PG 3,589C.
[ii] Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών,PG 91, 1257B.
[iii] Γρηγ.Παλαμά, Διάλεξις προς Χιόνας 12, έκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τ. 4, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 159.
[iv] Βλ. Ματθ. 6,22-23. Ιακ.1, 5-8.
[v] Γρηγ.Παλαμά, Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 37, έκδ. Π.
Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σ.200.
Πρβλ. και παράγρ.50, σ. 212.
[vi] Γρηγ. Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 23,ό.π.,σ.157.
[vii] Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 53 ό.π.,σ.215.
[viii] Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 54,ό.π.,σ.216.
[ix] Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικός λόγος 3,7.
[x] Συμεών Νέου Θεολόγου, Θεολογικός 3,141-143. SC 122. 184.
[xi] Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 6. ό.π., σ. 141-142
[xii] Περί θείων ενεργειών 40-41, ό.π., σ. 125-126.
[xiii]Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 53 ό.π.,σ.215.
Σημειώσεις – 2ο Μέρος
[i] Διδύμου Αλεξανδρέως, Περί Τριάδος 3,1, PG 39,780D.
[ii] Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 26. ό.π., σ.159.
[iii] Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 40, ό.π., σ. 203.
[iv] Γρηγ. Παλαμά, Προς Δανιήλ Αίνου 9, ό.π.,σ.383. Διάλογος
Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 36,ό.π., σ.199. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου,
Λόγος εις τα Θεοφάνια 7, PG 36, 317D.
[v] Κατά Παλαμά,PG 154, 848BC.
[vi] Γρηγ.Παλαμά, Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου
27,ό.π.,σ.189-190.Περισσότερα για παραποιήσεις κειμένων του αγίου
Γρηγορίου Παλαμά βλ. στο βιβλίο μας, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1998, σ.
248-250.
[vii] Ό.π.55,Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 2,σ.216.
[viii] Γρηγ. Παλαμά, Ομιλία 53,35, εκδ. Σ. Οικονόμου, Γρηγορίου του Παλαμά, ΟμιλίαιΚΒ, Αθήναι 1861,σ.172.
Σημειώσεις – 3ο Μέρος
[1] Βλ.Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,33, ό.π.,Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα,τομ.1, Θεσσαλονίκη 1962,σ.444.
[2]Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,3,34, ό.π.,σ.568.
[3] Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 24,9.
[4] Βλ. Γρηγ. Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3,ό.π., σ.396.
[5] Βλ. Γρηγ. Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,9,ό.π., σ.402.
[6] Μαρκ.12,30. Πρβλ. Ματθ. 22,37.
[7] Γρηγ. Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,6,ό.π., σ.399. Πρβλ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 27,5.
[8]Γρηγ. Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3,ό.π.,σ.396.
[9] Βλ.Αρχιμ. Ζαχαρία(Ζαχάρου), Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, Έσσεξ Αγγλίας 2012, σ.385 κ.ε., όπου και περισσότερα.
[10] Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία 5, PG 91,681Β.
[11] Βλ. Γρηγ. Παλαμά, Προς Ξένην 59, Συγγράματα, τομ. 5, σ.224.
[12] Βλ. Αποκ.3,20.
[13] Βλ. Α΄Κορ. 2,16.
[14] Γρηγ. Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,16, Συγγράμματα, τομ.1.σ.426.
[15] Βλ.ό.π.,1,3,17,σ.427.
[16]«ορά γαρ, ουκ αισθήσει μεν, ως η αίσθησις δε τα αισθητά τρανώς
και τρανότερον ή αύτη» Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,21, Συγγράμματα,
τομ 1, σ.432.
[17] Βλ. Γρηγ. Παλαμά, Προς Γαβράν 29, Συγγράμματα, τομ 2, σ.357. Πρβλ. Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αποριών, PG 91,1076C.
[18] Γρηγ. Παλαμά, Αναίρεσις γράμματος Ιγνατίου 3, Συγγράμματα, τομ 2, σ. 627.
[19] Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια θεολογικά, PG 91,1076B.
Πηγή: Περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ τ. 3ος (2012), τομ. ΠΓ. σ. 63-71.
Πηγή: Περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ τ. 3ος (2012), τομ. ΠΓ. σ. 63-71.