Οι φαντασίες που είναι οικείες της ψυχής και του νου. Πρέπει ν’ αποφεύγομε τελείως τη φαντασία και τα σχήματα και τις αποτυπώσεις και τις διαμορφώσεις στην καθαρή προσευχή και στην απλή και ενιαία εργασία του νου
Γνωρίζομε
καλά και διδασκόμαστε από τους Αγίους ότι ο νους και η διάνοια και
κατά τον παρόντα αιώνα και κατά τον μέλλοντα κινούνται γύρω από το
Θεό και συνεργάζονται, ενώ οι άλλες δυνάμεις δόξα (γνώμη), φαντασία και αίσθηση μόνο κατά τον παρόντα αιώνα, επειδή προσιδιάζουν σ’ αυτόν
Η
ψυχή, όπως είπαμε, έχει το να φαντάζεται όχι μόνο από τους δαίμονες,
αλλά και η ίδια από τη φύση της, αφού έχει πέντε δυνάμεις, το νου, τη
διάνοια, τη δόξα (γνώμη), τη φαντασία και την αίσθηση, όπως και το σώμα
έχει τις πέντε αισθήσεις όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Έτσι η
φαντασία είναι μία από τις αισθήσεις της ψυχής, όπως είπαμε, με την
οποία και φαντάζεται η ψυχή.
Η ψυχή λοιπόν, αν θέλει να οικονομεί και να διευκρινίζει ορθά τα του εαυτού της, πρέπει να αγωνίζεται ν’ αναπτερώνει και ν’ ανυψώνει ολικά προς το Θεό εκείνες τις δυνάμεις της που την ενώνουν περισσότερο με το Θεό, και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα· για τις άλλες απλώς να φροντίζει και να τις μεταχειρίζεται και να πράττει όπως χρειάζεται. Ας έξετάσομε λοιπόν τι λένε οι Πατέρες και τι είναι εύλογο γι’ αυτά. Λέει ο άγιος Μάξιμος: «Επειδή η ψυχή είναι λογική και νοερή για τον εαυτό της, δηλαδή για την ουσία της, είναι οπωσδήποτε και αυθυπόστατη. Και αν έχει δική της υπόσταση, θα ενεργήσει κατά τη φύση της και όταν είναι μόνη και μαζί με το σώμα, θα νοεί δηλαδή κατά τη φύση της και θα λογίζεται και δε θα παύει ποτέ να μεταχειρίζεται τις νοερές δυνάμεις που έχει ως φυσικά προσόντα. Γιατί τα φυσικά προσόντα που έχει με οποιοδήποτε τρόπο κάποιο ον, όσο αυτό είναι και υπάρχει, είναι αναφαίρετα.
Η ψυχή λοιπόν, επειδή υπάρχει και υφίσταται πάντοτε αφότου έγινε —γιατί τέτοια τη δημιούργησε ο Θεός—, πάντοτε νοεί και λογίζεται και γνωρίζει· και καθ’ εαυτήν και όταν είναι μαζί με σώμα, για τον εαυτό της και από τη φύση της. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος που να μπορεί ν’ αποξενώσει την ψυχή από τα προσόντα που έχει από τη φύση της και όχι για χάρη του σώματος, όταν θα χωριστεί από αυτό».
Γνωρίζομε καλά και διδασκόμαστε από τους Αγίους ότι ο νους και η διάνοια και κατά τον παρόντα αιώνα και κατά τον μέλλοντα κινούνται γύρω από το Θεό και συνεργάζονται, ενώ οι άλλες δυνάμεις μόνο κατά τον παρόντα αιώνα, επειδή προσιδιάζουν σ’ αυτόν. Η ψυχή λοιπόν, σαν έμπειρος κυβερνήτης που έχει από τη φύση της την εξουσία των δυνάμεών της, πρέπει να επιλέξει να ενεργεί όχι μόνο για το παρόν, αλλά για το μέλλον κυρίως, και να σπεύδει με κάθε τρόπο ν’ ανυψώνει και να κινεί και να συνάπτει το νου και τη διάνοια προς το Θεό στον καιρό της καθαρής προσευχής και της νοερής και ενιαίας και απλής πνευματικής εργασίας· ενώ από τη φαντασία και τις άλλες δυνάμεις να χωρίζει τελείως το νου.
Γιατί, κατά τον άγιο Νείλο, «κατάσταση προσευχής είναι μία απαθής έξη, η οποία μ’ έναν ακρότατο έρωτα αρπάζει σε νοητό ύψος τον φιλόσοφο και πνευματικό νου». Γιατί όταν κάνει έτσι η ψυχή, θα φυλάξει το πολύτιμο αξίωμα που της αρμόζει.
Η ψυχή λοιπόν, αν θέλει να οικονομεί και να διευκρινίζει ορθά τα του εαυτού της, πρέπει να αγωνίζεται ν’ αναπτερώνει και ν’ ανυψώνει ολικά προς το Θεό εκείνες τις δυνάμεις της που την ενώνουν περισσότερο με το Θεό, και στον παρόντα αιώνα και στον μέλλοντα· για τις άλλες απλώς να φροντίζει και να τις μεταχειρίζεται και να πράττει όπως χρειάζεται. Ας έξετάσομε λοιπόν τι λένε οι Πατέρες και τι είναι εύλογο γι’ αυτά. Λέει ο άγιος Μάξιμος: «Επειδή η ψυχή είναι λογική και νοερή για τον εαυτό της, δηλαδή για την ουσία της, είναι οπωσδήποτε και αυθυπόστατη. Και αν έχει δική της υπόσταση, θα ενεργήσει κατά τη φύση της και όταν είναι μόνη και μαζί με το σώμα, θα νοεί δηλαδή κατά τη φύση της και θα λογίζεται και δε θα παύει ποτέ να μεταχειρίζεται τις νοερές δυνάμεις που έχει ως φυσικά προσόντα. Γιατί τα φυσικά προσόντα που έχει με οποιοδήποτε τρόπο κάποιο ον, όσο αυτό είναι και υπάρχει, είναι αναφαίρετα.
Η ψυχή λοιπόν, επειδή υπάρχει και υφίσταται πάντοτε αφότου έγινε —γιατί τέτοια τη δημιούργησε ο Θεός—, πάντοτε νοεί και λογίζεται και γνωρίζει· και καθ’ εαυτήν και όταν είναι μαζί με σώμα, για τον εαυτό της και από τη φύση της. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος που να μπορεί ν’ αποξενώσει την ψυχή από τα προσόντα που έχει από τη φύση της και όχι για χάρη του σώματος, όταν θα χωριστεί από αυτό».
Γνωρίζομε καλά και διδασκόμαστε από τους Αγίους ότι ο νους και η διάνοια και κατά τον παρόντα αιώνα και κατά τον μέλλοντα κινούνται γύρω από το Θεό και συνεργάζονται, ενώ οι άλλες δυνάμεις μόνο κατά τον παρόντα αιώνα, επειδή προσιδιάζουν σ’ αυτόν. Η ψυχή λοιπόν, σαν έμπειρος κυβερνήτης που έχει από τη φύση της την εξουσία των δυνάμεών της, πρέπει να επιλέξει να ενεργεί όχι μόνο για το παρόν, αλλά για το μέλλον κυρίως, και να σπεύδει με κάθε τρόπο ν’ ανυψώνει και να κινεί και να συνάπτει το νου και τη διάνοια προς το Θεό στον καιρό της καθαρής προσευχής και της νοερής και ενιαίας και απλής πνευματικής εργασίας· ενώ από τη φαντασία και τις άλλες δυνάμεις να χωρίζει τελείως το νου.
Γιατί, κατά τον άγιο Νείλο, «κατάσταση προσευχής είναι μία απαθής έξη, η οποία μ’ έναν ακρότατο έρωτα αρπάζει σε νοητό ύψος τον φιλόσοφο και πνευματικό νου». Γιατί όταν κάνει έτσι η ψυχή, θα φυλάξει το πολύτιμο αξίωμα που της αρμόζει.
Περισσότερα για το νου.
Επίσης πρέπει και ο ίδιος ο νους, ως αμερής και απλή και αυτοτελής
ουσία που είναι, καθαρή και φωτοειδής, να προσέχει και να φυλάει τον
εαυτό του αμέτοχο και χωρισμένο από τη φαντασία. Γιατί έχει και αυτός
από τον εαυτό του τη φυσική δύναμη γι’ αυτό, όπως και για να
περιστρέφεται, να επανέρχεται και να κινείται ακράτητα προς τον εαυτό
του.
Τούτο
είναι η «στάση» του νου, η οποία γίνεται σ’ αυτόν από τη θεία χάρη,
σύμφωνα με τον Ιωάννη της Κλίμακος που λέει: «Μόνο το Άγιο Πνεύμα
μπορεί να σταματήσει το νου». Γιατί ο νους, αν και ως δύναμη της ψυχής
κινείται και κατά κάποιο τρόπο εξουσιάζεται από αυτή, είναι ωστόσο
και ονομάζεται οφθαλμός της ψυχής, παρ’ όλο που, όπως είπαμε, είναι
προικισμένος και με κάποια δική του δύναμη φυσική, απλή και αυτοτελή.
Γι’ αυτό και όταν ο νους βρίσκεται σε φυσικές σχέσεις με την ψυχή και
τις δυνάμεις της, τότε είναι και δυνάμει νους και τότε καλείται
«ψυχικός άνθρωπος». Όταν
όμως αναλάβει τη δική του φυσική και απλή αξία και λαμπρότητα της
ουσίας του, την αμερή και αυτοτελή και αυτεξούσια, όταν δηλαδή
ελευθερωθεί από τις σωματικές και ψυχικές φυσικές σχέσεις και κινήσεις
και αξιωθεί, από δυνάμει νους που είναι, να γίνει «ενεργεία νους»,
όταν δηλαδή προκόψει και φτάσει στον υπέρ τη φύση «πνευματικό
άνθρωπο», τότε πλέον επανέρχεται αταλάντευτα πάντοτε στον εαυτό του και
μέσω του εαυτού του ανεβαίνει ακράτητος και ελεύθερος απ΄ όλα στην
ασχημάτιστη και άμορφη και απλή έννοια του Θεού, όπως λέει ο μέγας
Βασίλειος: «Ο νους που δε διασκορπίζεται προς τα έξω, ούτε διαχέεται με
τα αισθητήρια προς τον κόσμο, επιστρέφει στον εαυτό του, και μέσω του
εαυτού του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού· και καθώς περιλάμπεται και
καταφωτίζεται από το κάλλος εκείνο, λησμονεί και αυτή την ανθρώπινη
φύση».
Και
τότε ο νους ξαναπαίρνει το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση και το
διατηρεί σώο, επειδή είναι νους· και μέσω του εαυτού του χωρίς άλλη
μεσολάβηση ενώνεται νοερά και συναναστρέφεται με τον θείο νου, δηλαδή
με το Θεό. Αυτή είναι η κυκλική κίνηση, δηλαδή η επάνοδος και στροφή
και ένωση του νου προς τον εαυτό του και διά μέσου του εαυτού του προς
το Θεό, χωρίς κίνδυνο πλάνης και σφάλματος, επειδή είναι ένωση
ακατάσχετη και άμεση που υπερβαίνει κάθε νόηση και είναι όραση που
υπερβαίνει κάθε όραση.
Λέει και ο μέγας Διονύσιος: «Μία κίνηση της ψυχής είναι η κυκλική, δηλαδή η είσοδός της στον εαυτό της από τα έξω και η ενιαία συσπείρωση των νοερών δυνάμεών της όπως σε κύκλο. Αυτό της χαρίζει το να μην περιπλανιέται, και από τα πολλά εξωτερικά την ξαναγυρίζει και τη συγκεντρώνει στον εαυτό της· κατόπιν, αφού γίνει ενιαία, την ενώνει με τις δυνάμεις της που είναι ενιαία ενωμένες, κι έτσι τη χειραγωγεί στο Καλό και Αγαθό, που είναι πάνω απ΄ όλα τα όντα και ένα και το ίδιο και άναρχο και ατελεύτητο.
Άλλη κίνηση της ψυχής είναι η ελικοειδής· κατ’ αυτήν η ψυχή ελλάμπεται τις θείες γνώσεις κατά τρόπο οικείο προς αυτήν, όχι νοερά και ενιαία, αλλά λογικά και αποδεικτικά, και με σύνθετες και μεταβατικές ενέργειες. Η τρίτη κίνηση της ψυχής είναι η “κατ’ ευθείαν”, όταν αυτή δεν εισέρχεται στον εαυτό της και δεν κινείται με ενική νοερότητα, όπως κάνει στην κυκλική κίνηση, αλλά προχωρεί προς τα γύρω της εξωτερικά· κι από αυτά, σαν από κάποια σύμβολα ποικίλα και πολλά, ανυψώνεται στις απλές και ενωμένες θεωρίες».
Και ο άγιος Μάξιμος: «Όταν ο νους λάβει την άμεση ένωση με το Θεό, τότε η φυσική δύναμη του νου να νοεί και να νοείται μένει αργή τελείως. Όταν λοιπόν λύσει τη δύναμη αυτή και νοήσει κάποιο από τα δημιουργήματα, χωρίζει τον εαυτό του από το Θεό, γιατί διακόπτει την ένωση αυτή που υπερβαίνει κάθε νόηση. Όσο είναι με αυτή ενωμένος με το Θεό, μεταθέτει από τον εαυτό του το νόμο της φύσεως σαν αμετακίνητο βουνό, επειδή ξεπέρασε τη φύση κι έγινε κατά μετοχή θεός».
Και πάλι λέει: «Ο καθαρός νους με την ένωσή του με την Αιτία των όντων έρχεται σε μιά σχέση που υπερβαίνει κάθε νόηση, παύοντας την πολυποίκιλη φυσική κίνηση και σχέση του προς όλα όσα δεν είναι Θεός και φτάνοντας στην άρρητη κατάληξη όπου, με τρόπο που ξεπερνά τη γνώση, κρατά μόνο την υπέρ νόηση παμμακάριστη σιγή, την οποία δεν μπορεί διόλου να φανερώσει λόγος ή νόηση, αλλά μόνο η πείρα της μετοχής εκείνων που αξιώθηκαν να την απολαύσουν πέρα από τη νόηση. Σημάδι της ευδιάγνωστο και σε όλους καταφάνερο είναι η συνειδητή και τέλεια αναισθησία και διάσταση της ψυχής προς τον παρόντα αιώνα.
Όταν λοιπόν ο νους δε βοηθείται από την ψυχή στο να κινείται πάντοτε προς το Θεό, ούτε ο ίδιος πραγματώνει και ενεργεί το δικό του έργο, δηλαδή να επιστρέφει στον εαυτό του κι έτσι ν’ ανεβαίνει ελεύθερα στην έννοια του Θεού, ή μάλλον όταν δεν καρπώνεται τούτο και από τα δύο, αλλά ενώνεται με τη φαντασία, τότε πλέον και ποικίλλεται και βρίσκεται μακριά από το Θεό».
Λέει και ο μέγας Διονύσιος: «Μία κίνηση της ψυχής είναι η κυκλική, δηλαδή η είσοδός της στον εαυτό της από τα έξω και η ενιαία συσπείρωση των νοερών δυνάμεών της όπως σε κύκλο. Αυτό της χαρίζει το να μην περιπλανιέται, και από τα πολλά εξωτερικά την ξαναγυρίζει και τη συγκεντρώνει στον εαυτό της· κατόπιν, αφού γίνει ενιαία, την ενώνει με τις δυνάμεις της που είναι ενιαία ενωμένες, κι έτσι τη χειραγωγεί στο Καλό και Αγαθό, που είναι πάνω απ΄ όλα τα όντα και ένα και το ίδιο και άναρχο και ατελεύτητο.
Άλλη κίνηση της ψυχής είναι η ελικοειδής· κατ’ αυτήν η ψυχή ελλάμπεται τις θείες γνώσεις κατά τρόπο οικείο προς αυτήν, όχι νοερά και ενιαία, αλλά λογικά και αποδεικτικά, και με σύνθετες και μεταβατικές ενέργειες. Η τρίτη κίνηση της ψυχής είναι η “κατ’ ευθείαν”, όταν αυτή δεν εισέρχεται στον εαυτό της και δεν κινείται με ενική νοερότητα, όπως κάνει στην κυκλική κίνηση, αλλά προχωρεί προς τα γύρω της εξωτερικά· κι από αυτά, σαν από κάποια σύμβολα ποικίλα και πολλά, ανυψώνεται στις απλές και ενωμένες θεωρίες».
Και ο άγιος Μάξιμος: «Όταν ο νους λάβει την άμεση ένωση με το Θεό, τότε η φυσική δύναμη του νου να νοεί και να νοείται μένει αργή τελείως. Όταν λοιπόν λύσει τη δύναμη αυτή και νοήσει κάποιο από τα δημιουργήματα, χωρίζει τον εαυτό του από το Θεό, γιατί διακόπτει την ένωση αυτή που υπερβαίνει κάθε νόηση. Όσο είναι με αυτή ενωμένος με το Θεό, μεταθέτει από τον εαυτό του το νόμο της φύσεως σαν αμετακίνητο βουνό, επειδή ξεπέρασε τη φύση κι έγινε κατά μετοχή θεός».
Και πάλι λέει: «Ο καθαρός νους με την ένωσή του με την Αιτία των όντων έρχεται σε μιά σχέση που υπερβαίνει κάθε νόηση, παύοντας την πολυποίκιλη φυσική κίνηση και σχέση του προς όλα όσα δεν είναι Θεός και φτάνοντας στην άρρητη κατάληξη όπου, με τρόπο που ξεπερνά τη γνώση, κρατά μόνο την υπέρ νόηση παμμακάριστη σιγή, την οποία δεν μπορεί διόλου να φανερώσει λόγος ή νόηση, αλλά μόνο η πείρα της μετοχής εκείνων που αξιώθηκαν να την απολαύσουν πέρα από τη νόηση. Σημάδι της ευδιάγνωστο και σε όλους καταφάνερο είναι η συνειδητή και τέλεια αναισθησία και διάσταση της ψυχής προς τον παρόντα αιώνα.
Όταν λοιπόν ο νους δε βοηθείται από την ψυχή στο να κινείται πάντοτε προς το Θεό, ούτε ο ίδιος πραγματώνει και ενεργεί το δικό του έργο, δηλαδή να επιστρέφει στον εαυτό του κι έτσι ν’ ανεβαίνει ελεύθερα στην έννοια του Θεού, ή μάλλον όταν δεν καρπώνεται τούτο και από τα δύο, αλλά ενώνεται με τη φαντασία, τότε πλέον και ποικίλλεται και βρίσκεται μακριά από το Θεό».
Ακόμη λίγα για την καθαρή προσευχή.
Λέει ο άγιος Νείλος: « Ν’
αγωνίζεσαι να κρατήσεις το νου σου, στον καιρό της προσευχής, κωφό και
άλαλο, και έτσι θα μπορέσεις να προσευχηθείς». Επίσης λέει: «Εγώ λέω
κάτι δικό μου, που το έχω πει και σε νεωτέρους. Μακάριος ο νους, ο
οποίος κατά τον καιρό της προσευχής απέκτησε τέλεια αμορφία».
Και ο άγιος Φιλόθεος λέει: «Είναι
πολύ σπάνιο να βρεις ανθρώπους που το λογιστικό τους τελεί σε ησυχία.
Αυτό συμβαίνει μόνο σ’ εκείνους που με τον τρόπο αυτό μηχανεύονται να
κρατούν πάντοτε μέσα τους τη θεία χαρά και παρηγοριά».
Και ο μέγας Βασίλειος: «Προσευχή
καλή είναι αυτή που προξενεί στην ψυχή εναργή την έννοια του Θεού·
και αυτό είναι κατοίκηση του Θεού μέσα μας(Β΄ Κορ. 6, 16), το να έχει
κανείς με τη μνήμη εγκατεστημένο μέσα του το Θεό, όταν δηλαδή δε
διακόπτεται η συνέχεια της μνήμης από γήινες φροντίδες, ούτε ταράζεται
ο νους από αναπάντεχα πάθη, αλλά αποφεύγοντάς τα όλα ο φιλόθεος
άνθρωπος αναχωρεί στο Θεό».
Άλλο είναι η απάθεια του νου και άλλο η αληθινή προσευχή, η οποία είναι και μεγαλύτερο.
Και πάλι: «Όταν δεν χρονοτριβεί ο
νους στα ψιλά νοήματα των πραγμάτων, δε σημαίνει ότι έφτασε κιόλας τον
τόπο της προσευχής. Επειδή μπορεί να μένει στη θεωρία των πραγμάτων
και να λεπτολογεί τους λόγους τους· τα οποία, αν και είναι γυμνά
λόγια, αφού είναι θεωρίες πραγμάτων, αφήνουν ωστόσο το αποτύπωμά τους
στο νου και τον αποτραβούν μακριά από το Θεό».
Λέει και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Εκείνοι των οποίων ο νους έχει μάθει να προσεύχεται αληθινά, είναι που κυρίως μιλούν στον Κύριο κατά πρόσωπο(Εξ. 33, 11), όπως μιλάνε οι φίλοι του βασιλιά στο αυτί του». Από αυτά και άλλα παρόμοια μπορείς να εννοήσεις με ακρίβεια τη διαφορά και το αδύνατο της συγκρίσεως των δύο πνευματικών εργασιών, της «κατά παραδοχήν» και της «κατ’ επιβολήν». Γιατί αυτής έργο είναι οι μελέτες και οι πολλές και ποικίλες θεωρίες, ενώ εργασία της πρώτης, η αληθινή προσευχή. Ακόμη, θα εννοήσεις ότι άλλο είναι η απάθεια του νου και άλλο η αληθινή προσευχή, και ότι εκείνος που έχει την αληθινή προσευχή, κατά τους Αγίους, έχει οπωσδήποτε και το νου απαθή. Όχι όμως ότι και εκείνος που έχει μόνο το νου απαθή, μπόρεσε να αποκτήσει και την αληθινή προσευχή. Αυτά λοιπόν έτσι είναι.
Ας επιστρέψει τώρα ο λόγος στο θέμα μας. Επειδή λοιπόν όχι μόνο αυτά που είπαμε παραπάνω, αλλά και η ίδια η μνήμη των αγαθών και των αντιθέτων συνηθίζει κατά κάποιο τρόπο να αφήνει αμέσως τα αποτυπώματά τους στο νου και να τον οδηγεί στη φαντασία, πρέπει να μιλήσομε λίγο και γι’ αυτό.
Πρέπει να γνωρίζομε λοιπόν και
τούτο· ότι, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, δεν μπορεί ο νους να φτάσει
στην απάθεια από μόνη την πρακτική, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και
ποικίλες θεωρίες. Αλλά πάλι, σύμφωνα με τον θειότατο Νείλο, είναι
δυνατό και στην απάθεια να φτάσει κανείς και να μην προσεύχεται
αληθινά, αλλά να ποικίλλεται ο νους του και να είναι μακριά από το
Θεό.
Λέει συγκεκριμένα αυτός ο Άγιος:
«Και αν ακόμη ο νους ξεπεράσει τη σωματική θεωρία, δεν είδε ακόμη
τέλεια τον τόπο του Θεού. Γιατί μπορεί να βρίσκεται στη γνώση των
νοημάτων και να ποικίλλεται σύμφωνα με αυτήν».
Επίσης: «Όποιος έφτασε στην
απάθεια, δε σημαίνει οπωσδήποτε ότι πλέον προσεύχεται αληθινά. Γιατί
μπορεί να στέκεται στα ψιλά νοήματα των πραγμάτων και να περισπάται
από τις εικόνες τους και να απέχει μακριά από το Θεό».
Λέει και ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Εκείνοι των οποίων ο νους έχει μάθει να προσεύχεται αληθινά, είναι που κυρίως μιλούν στον Κύριο κατά πρόσωπο(Εξ. 33, 11), όπως μιλάνε οι φίλοι του βασιλιά στο αυτί του». Από αυτά και άλλα παρόμοια μπορείς να εννοήσεις με ακρίβεια τη διαφορά και το αδύνατο της συγκρίσεως των δύο πνευματικών εργασιών, της «κατά παραδοχήν» και της «κατ’ επιβολήν». Γιατί αυτής έργο είναι οι μελέτες και οι πολλές και ποικίλες θεωρίες, ενώ εργασία της πρώτης, η αληθινή προσευχή. Ακόμη, θα εννοήσεις ότι άλλο είναι η απάθεια του νου και άλλο η αληθινή προσευχή, και ότι εκείνος που έχει την αληθινή προσευχή, κατά τους Αγίους, έχει οπωσδήποτε και το νου απαθή. Όχι όμως ότι και εκείνος που έχει μόνο το νου απαθή, μπόρεσε να αποκτήσει και την αληθινή προσευχή. Αυτά λοιπόν έτσι είναι.
Ας επιστρέψει τώρα ο λόγος στο θέμα μας. Επειδή λοιπόν όχι μόνο αυτά που είπαμε παραπάνω, αλλά και η ίδια η μνήμη των αγαθών και των αντιθέτων συνηθίζει κατά κάποιο τρόπο να αφήνει αμέσως τα αποτυπώματά τους στο νου και να τον οδηγεί στη φαντασία, πρέπει να μιλήσομε λίγο και γι’ αυτό.
Συνέχεια για τη φαντασία και για εντυπώσεις στο νου και για τα σημάδια της πλάνης και της αλήθειας.
Και ο άγιος Νείλος λέει: «Η ανώτερη
προσευχή είναι των τελείων, η οποία είναι μία αρπαγή του νου και τέλεια
έκσταση από τα αισθητά, οπότε το πνεύμα με αλάλητους στεναγμούς
πλησιάζει ικετευτικά το Θεό(Ρωμ. 8, 26) που βλέπει τη διάθεση της
καρδιάς ν’ ανοίγει σαν γραμμένο βιβλίο και με άφωνα ψηφία να του
παρουσιάζει την επιθυμία της. Έτσι αρπάχθηκε και ο Παύλος μέχρι τον
τρίτο ουρανό, μη γνωρίζοντας αν είναι με το σώμα ή χωρίς το σώμα(Β΄ Κορ.
12, 2). Έτσι και ο Πέτρος είδε την οπτασία της οθόνης όταν ανέβηκε
στο δώμα να προσευχηθεί(Πράξ. 10, 11-16).
Δεύτερη προσευχή, κατώτερη από την πρώτη, είναι όταν λέει κανείς τα λόγια της προσευχής και ο νους παρακολουθεί με κατάνυξη και με συναίσθηση σε Ποιόν απευθύνει τη δέησή του. Προσευχή όμως που διασπάται και συμφύρεται με σωματικές φροντίδες, βρίσκεται μακριά από το να είναι πραγματική προσευχή».
Εσύ λοιπόν να τηρείς αυτά και να μην παραδέχεσαι τα άλλα, ώσπου να ειρηνεύσουν τα πάθη και να συμβουλευτείς, όπως προείπαμε, εκείνους που έχουν πείρα. Αυτά που είπαμε παραπάνω και τα παρόμοια με αυτά είναι με λίγα λόγια τα σημάδια της πλάνης. Πρόσεξε τώρα και τα σημάδια της αλήθειας.
Τα σημάδια της αλήθειας και του αγαθού και ζωοποιού Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια, τα οποία απαριθμεί ο θείος Παύλος αποκαλώντας τα καρπούς του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).
Και πάλι ο ίδιος λέει: «Να πορεύεστε ως τέκνα του φωτός· γιατί ο καρπός του Πνεύματος διακρίνεται από πλήρη αγαθότητα και δικαιοσύνη και αλήθεια»(Εφ. 5, 8-9), ενώ η πλάνη έχει όλα τα αντίθετα. Και κάποιος σοφός στα θεία που ερωτήθηκε, λέει τα εξής: «Για τον απλανή δρόμο της σωτηρίας που με ρώτησες, αγαπητέ, να ξέρεις ότι είναι πολλοί δρόμοι που οδηγούν στη ζωή και πολλοί που οδηγούν στο θάνατο.
Ένας δρόμος που οδηγεί στη ζωή είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού. Μέσα σ’ αυτές τις εντολές θα βρεις κάθε μορφή αρετής, ιδιαίτερα αυτές τις τρεις· ταπείνωση, αγάπη και έλεος. Χωρίς αυτές κανείς δε θα δει τον Κύριο. Αυτά τα τρία ακαταμάχητα όπλα κατά του διαβόλου, εννοώ την ταπείνωση, την αγάπη και το έλεος, μας τα χάρισε η Αγία Τριάδα, τα οποία μήτε να τα αντικρίσει δεν μπορεί όλος ο εσμός των δαιμόνων.
Γιατί οι δαίμονες δεν έχουν ούτε ίχνος ταπεινώσεως, αφού εξαιτίας της υπερηφάνειάς τους έγιναν ζοφεροί και ετοιμάστηκε γι’ αυτούς το αιώνιο πυρ(Ματθ. 25, 41). Πού βρίσκεται σ’ αυτούς σκιά έστω αγάπης ή ελέους, που έχουν άσπονδη έχθρα εναντίον του ανθρωπίνου γένους και δεν παύουν να το πολεμούν ακατάπαυστα; Με αυτά λοιπόν τα όπλα ας θωρακιστούμε, που όποιος τα έχει είναι ανίκητος από τους εχθρούς».
Και παρακάτω λέει: «Αυτό το τρίπλοκο σχοινί, το οποίο ύφανε και έπλεξε η Αγία Τριάδα, το βλέπομε να είναι και τρία και ένα. Τρία μεν στα ονόματα, κι αν θέλεις και στις υποστάσεις, ένα δε κατά τη δύναμη και την ενέργεια και την εγγύτητα και κλίση και οικειότητα προς το Θεό. Γι’ αυτές τις τρεις αρετές είπε ο Κύριος ότι “ο ζυγός μου είναι αγαθός και το φορτίο μου ελαφρό”(Ματθ. 11, 30), και ο αγαπημένος Μαθητής ότι “οι εντολές Του δεν είναι βαριές”(Α΄ Ιω. 5, 3)».
Και πιό κάτω: «Γι’ αυτό η ψυχή που έγινε ένα με το Θεό για την καθαρότητα του βίου και την τήρηση των εντολών και τα τρία αυτά όπλα, τα οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ντύθηκε τον ίδιο το Θεό. Κι έγινε θέσει θεός με την ταπείνωση, το έλεος και την αγάπη· και αφού ξεπέρασε την υλική δυάδα και ανέβηκε πάνω από τη συγκεφαλαίωση του νόμου, εννοώ την αγάπη(Ρωμ. 13, 10), ενώθηκε με την υπερούσια και ζωαρχική Τριάδα, συναντώντας Την με τρόπο άμεσο και παίρνοντας φως από το φως Της και νιώθοντας χαρά αδιάκοπη και αιώνια». Αλλά φτάνουν αυτά.
Όπως λοιπόν αναφέραμε μερικά από τα γνωρίσματα και τους καρπούς της πλάνης και της αλήθειας, από τους οποίους καρπούς, κατά τον θείο Παύλο, θα μπορέσομε κάπως να καταλάβομε τι πνεύμα έχουν εκείνοι που ενεργούνται από αυτούς, έτσι είναι εύλογο και πρέπει να πούμε λίγα, με γνώμες των Πατέρων, και για την παρηγοριά που δίνει η καθεμιά τους, δηλαδή για τη θεία και αληθινή χάρη και για την επίπλαστη και δαιμονική. Λέει λοιπόν σχετικά ο θείος Διάδοχος τα εξής.
Αν ησυχάζεις και θέλεις να είσαι
μόνος με μόνο το Θεό, μην παραδεχτείς ποτέ ό,τι και να δεις, αισθητό ή
νοερό, μέσα σου ή από έξω, ακόμη και αν είναι η όψη τάχα του Χριστού ή
μορφή Αγγέλου ή Αγίου ή ένα φωτεινό αποτύπωμα που σχηματίζεται ως
φαντασία στο νου, αλλά να μείνεις δύσπιστος και επιφυλακτικός σ’ αυτό,
ακόμη κι αν πρόκειται για κάτι αγαθό, προτού ρωτήσεις εκείνους που
έχουν πείρα, καθώς είπαμε. Αυτό είναι πάρα πολύ ωφέλιμο και πάρα πολύ
αγαπητό στο Θεό και ευπρόσδεκτο από Αυτόν.
Να κρατάς πάντοτε το νου σου χωρίς
χρώμα, χωρίς μορφή, χωρίς εικόνες, χωρίς σχήματα, χωρίς ποιοτικές ή
ποσοτικές έννοιες, και μόνο τα λόγια της προσευχής να προσέχεις και να
μελετάς και να σκέφτεσαι μέσα στην καρδιακή κίνηση, σύμφωνα με τον
Ιωάννη της Κλίμακος που λέει: «Αρχή της προσευχής είναι να αποκρούει ο
νους εκ προοιμίου με τη μονολόγιστη προσευχή την προσβολή των
λογισμών.
Μεσότητά της είναι να παραμένει η διάνοια σ’ εκείνα που λέει και μόνο. Και τέλος της προσευχής είναι η αρπαγή προς τον Κύριο».
Δεύτερη προσευχή, κατώτερη από την πρώτη, είναι όταν λέει κανείς τα λόγια της προσευχής και ο νους παρακολουθεί με κατάνυξη και με συναίσθηση σε Ποιόν απευθύνει τη δέησή του. Προσευχή όμως που διασπάται και συμφύρεται με σωματικές φροντίδες, βρίσκεται μακριά από το να είναι πραγματική προσευχή».
Εσύ λοιπόν να τηρείς αυτά και να μην παραδέχεσαι τα άλλα, ώσπου να ειρηνεύσουν τα πάθη και να συμβουλευτείς, όπως προείπαμε, εκείνους που έχουν πείρα. Αυτά που είπαμε παραπάνω και τα παρόμοια με αυτά είναι με λίγα λόγια τα σημάδια της πλάνης. Πρόσεξε τώρα και τα σημάδια της αλήθειας.
Τα σημάδια της αλήθειας και του αγαθού και ζωοποιού Πνεύματος είναι η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθότητα, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια, τα οποία απαριθμεί ο θείος Παύλος αποκαλώντας τα καρπούς του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).
Και πάλι ο ίδιος λέει: «Να πορεύεστε ως τέκνα του φωτός· γιατί ο καρπός του Πνεύματος διακρίνεται από πλήρη αγαθότητα και δικαιοσύνη και αλήθεια»(Εφ. 5, 8-9), ενώ η πλάνη έχει όλα τα αντίθετα. Και κάποιος σοφός στα θεία που ερωτήθηκε, λέει τα εξής: «Για τον απλανή δρόμο της σωτηρίας που με ρώτησες, αγαπητέ, να ξέρεις ότι είναι πολλοί δρόμοι που οδηγούν στη ζωή και πολλοί που οδηγούν στο θάνατο.
Ένας δρόμος που οδηγεί στη ζωή είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού. Μέσα σ’ αυτές τις εντολές θα βρεις κάθε μορφή αρετής, ιδιαίτερα αυτές τις τρεις· ταπείνωση, αγάπη και έλεος. Χωρίς αυτές κανείς δε θα δει τον Κύριο. Αυτά τα τρία ακαταμάχητα όπλα κατά του διαβόλου, εννοώ την ταπείνωση, την αγάπη και το έλεος, μας τα χάρισε η Αγία Τριάδα, τα οποία μήτε να τα αντικρίσει δεν μπορεί όλος ο εσμός των δαιμόνων.
Γιατί οι δαίμονες δεν έχουν ούτε ίχνος ταπεινώσεως, αφού εξαιτίας της υπερηφάνειάς τους έγιναν ζοφεροί και ετοιμάστηκε γι’ αυτούς το αιώνιο πυρ(Ματθ. 25, 41). Πού βρίσκεται σ’ αυτούς σκιά έστω αγάπης ή ελέους, που έχουν άσπονδη έχθρα εναντίον του ανθρωπίνου γένους και δεν παύουν να το πολεμούν ακατάπαυστα; Με αυτά λοιπόν τα όπλα ας θωρακιστούμε, που όποιος τα έχει είναι ανίκητος από τους εχθρούς».
Και παρακάτω λέει: «Αυτό το τρίπλοκο σχοινί, το οποίο ύφανε και έπλεξε η Αγία Τριάδα, το βλέπομε να είναι και τρία και ένα. Τρία μεν στα ονόματα, κι αν θέλεις και στις υποστάσεις, ένα δε κατά τη δύναμη και την ενέργεια και την εγγύτητα και κλίση και οικειότητα προς το Θεό. Γι’ αυτές τις τρεις αρετές είπε ο Κύριος ότι “ο ζυγός μου είναι αγαθός και το φορτίο μου ελαφρό”(Ματθ. 11, 30), και ο αγαπημένος Μαθητής ότι “οι εντολές Του δεν είναι βαριές”(Α΄ Ιω. 5, 3)».
Και πιό κάτω: «Γι’ αυτό η ψυχή που έγινε ένα με το Θεό για την καθαρότητα του βίου και την τήρηση των εντολών και τα τρία αυτά όπλα, τα οποία είναι ο ίδιος ο Θεός, ντύθηκε τον ίδιο το Θεό. Κι έγινε θέσει θεός με την ταπείνωση, το έλεος και την αγάπη· και αφού ξεπέρασε την υλική δυάδα και ανέβηκε πάνω από τη συγκεφαλαίωση του νόμου, εννοώ την αγάπη(Ρωμ. 13, 10), ενώθηκε με την υπερούσια και ζωαρχική Τριάδα, συναντώντας Την με τρόπο άμεσο και παίρνοντας φως από το φως Της και νιώθοντας χαρά αδιάκοπη και αιώνια». Αλλά φτάνουν αυτά.
Όπως λοιπόν αναφέραμε μερικά από τα γνωρίσματα και τους καρπούς της πλάνης και της αλήθειας, από τους οποίους καρπούς, κατά τον θείο Παύλο, θα μπορέσομε κάπως να καταλάβομε τι πνεύμα έχουν εκείνοι που ενεργούνται από αυτούς, έτσι είναι εύλογο και πρέπει να πούμε λίγα, με γνώμες των Πατέρων, και για την παρηγοριά που δίνει η καθεμιά τους, δηλαδή για τη θεία και αληθινή χάρη και για την επίπλαστη και δαιμονική. Λέει λοιπόν σχετικά ο θείος Διάδοχος τα εξής.
Η θεία και η επίπλαστη παρηγοριά.
Η πρώτη, επειδή προέρχεται από το
Θεό, θέλει να παρηγορεί φανερά τους αγωνιστές της ευσέβειας με πολλή
χαρά της ψυχής, αυξάνοντας την αγάπη. Η αντίθετη, επειδή συνηθίζει να
αναρριπίζει την ψυχή με κάποιον άνεμο πλάνης, επιχειρεί με τον ύπνο του
σώματος να εξαπατήσει την πείρα της αισθήσεως του υγιούς νου, όταν
μάλιστα είναι χλιαρός στη μνήμη του Θεού.
Αν λοιπόν, όπως είπα, βρεθεί ο νους σε κατάσταση της συνεχούς μνήμης του Κυρίου Ιησού Χριστού, διασκορπίζει την φαινομενικά γλυκιά εκείνη αύρα του εχθρού και με χαρά προχωρεί στον εναντίον του πόλεμο, έχοντας ως δεύτερο και κατάλληλο όπλο, μετά τη χάρη, και την πείρα που απέκτησε».
Και συνεχίζει ο άγιος Διάδοχος: «Αν η ψυχή, χωρίς καμία αμφιβολία ή φαντασία, ανάβει στην αγάπη του Θεού, παρασύροντας με κάποιο τρόπο και το σώμα στο βάθος της ανέκφραστης εκείνης θείας αγάπης, είτε αυτό είναι ξύπνιο είτε όταν, με τον τρόπο που προείπα, έρχεται σε ύπνο όπου ενεργεί η θεία χάρη, και δε σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο το αντικείμενο της αγάπης, δηλαδή το Θεό, ας γνωρίζει ότι η τέτοια αγάπη είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Καθώς ευφραίνεται ολόκληρη η ψυχή από την ανείπωτη εκείνη γλυκύτητα, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να σκεφτεί, γιατί χαίρεται με αμείωτη χαρά. Αν όμως, μέσα σ’ αυτή τη θεία ενέργεια, ο νους αισθανθεί και την παραμικρή αμφιβολία ή ακάθαρτη σκέψη, αν και κάνει χρήση του αγίου ονόματος για άμυνα του κακού και όχι μάλλον από αγάπη μόνο του Θεού, τότε πρέπει να εννοήσει ότι η παρηγορία εκείνη προέρχεται από τον απατεώνα διάβολο και είναι χαρά επιφανειακή.
Αυτή η χαρά είναι άτακτη και άγευστη και προξενείται από τον εχθρό που θέλει να νοθεύσει την ψυχή. Γιατί όταν δει το νου να καυχιέται για την πείρα της αισθήσεώς του, τότε, όπως προείπα, προσκαλεί με αγαθοφανείς παρηγορίες την ψυχή. Έτσι αυτή παρασύρεται από τη χαύνη και κάθυγρη αυτή γλυκύτητα και δεν καταλαβαίνει την ένωση του πονηρού πνεύματος μαζί της. Από αυτό γνωρίζομε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης.
Είναι όμως αδύνατο να γευθεί κανείς με αίσθηση ψυχής τη θεία αγαθότητα ή να λάβει αισθητή πείρα της κακίας των δαιμόνων, αν δεν γνωρίσει με βεβαιότητα ότι η χάρη έχει κατοικήσει στο βάθος του νου του, ενώ τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό δε θέλουν ποτέ οι δαίμονες να το πιστέψουν οι άνθρωποι, για να μην οπλίζεται έτσι ο νους τους εναντίον τους με τη μνήμη του Θεού».
Έχεις λοιπόν αρκετά και γι’ αυτό το ζήτημα και αρκέσου σ’ αυτά. Γιατί, όπως λέει η παροιμία, πέρα από τα Γάδειρα δεν μπορεί κανείς να περάσει· και όταν βρεις μέλι, φάγε λίγο, μήπως παρατρώγοντας κάνεις εμετό(Παροιμ. 25, 16).
«Όταν ο νους μας αρχίσει να
αισθάνεται την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος, τότε και ο σατανάς
έρχεται μέσα στη νυκτερινή ησυχία, όταν κανείς έρθει σε ελαφρότατο
ύπνο, και με κάποια αίσθηση που φαίνεται γλυκιά, παρηγορεί την ψυχή.
Αν λοιπόν ο νους βρεθεί να κρατεί θερμά τη μνήμη του αγίου ονόματος
του Κυρίου Ιησού και μεταχειρίζεται σαν όπλο κατά της απάτης το άγιο
και ένδοξο αυτό όνομα, εγκαταλείπει ο πλάνος τη δολοπλοκία του, αλλά
σηκώνει φανερό πόλεμο κατά της ψυχής. Από αυτό ο νους μαθαίνει με
ακρίβεια την απάτη του πονηρού και αυξάνει περισσότερο την πείρα του
στη διάκριση».
Και πάλι: «Η παρηγορία που δίνει το
πνεύμα, έρχεται όταν το σώμα είναι ξύπνιο ή και όταν πρόκειται να
παραδοθεί σε ελαφρό ύπνο, όταν κανείς με τη θερμή μνήμη του Θεού είναι
σαν κολλημένος στην αγάπη Του. Η παρηγορία όμως από τη σατανική πλάνη
έρχεται όταν, καθώς είπα, ο αγωνιστής βρίσκεται σε λεπτό ύπνο έχοντας
μέτρια μνήμη του Θεού.
Αν λοιπόν, όπως είπα, βρεθεί ο νους σε κατάσταση της συνεχούς μνήμης του Κυρίου Ιησού Χριστού, διασκορπίζει την φαινομενικά γλυκιά εκείνη αύρα του εχθρού και με χαρά προχωρεί στον εναντίον του πόλεμο, έχοντας ως δεύτερο και κατάλληλο όπλο, μετά τη χάρη, και την πείρα που απέκτησε».
Και συνεχίζει ο άγιος Διάδοχος: «Αν η ψυχή, χωρίς καμία αμφιβολία ή φαντασία, ανάβει στην αγάπη του Θεού, παρασύροντας με κάποιο τρόπο και το σώμα στο βάθος της ανέκφραστης εκείνης θείας αγάπης, είτε αυτό είναι ξύπνιο είτε όταν, με τον τρόπο που προείπα, έρχεται σε ύπνο όπου ενεργεί η θεία χάρη, και δε σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο το αντικείμενο της αγάπης, δηλαδή το Θεό, ας γνωρίζει ότι η τέτοια αγάπη είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Καθώς ευφραίνεται ολόκληρη η ψυχή από την ανείπωτη εκείνη γλυκύτητα, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να σκεφτεί, γιατί χαίρεται με αμείωτη χαρά. Αν όμως, μέσα σ’ αυτή τη θεία ενέργεια, ο νους αισθανθεί και την παραμικρή αμφιβολία ή ακάθαρτη σκέψη, αν και κάνει χρήση του αγίου ονόματος για άμυνα του κακού και όχι μάλλον από αγάπη μόνο του Θεού, τότε πρέπει να εννοήσει ότι η παρηγορία εκείνη προέρχεται από τον απατεώνα διάβολο και είναι χαρά επιφανειακή.
Αυτή η χαρά είναι άτακτη και άγευστη και προξενείται από τον εχθρό που θέλει να νοθεύσει την ψυχή. Γιατί όταν δει το νου να καυχιέται για την πείρα της αισθήσεώς του, τότε, όπως προείπα, προσκαλεί με αγαθοφανείς παρηγορίες την ψυχή. Έτσι αυτή παρασύρεται από τη χαύνη και κάθυγρη αυτή γλυκύτητα και δεν καταλαβαίνει την ένωση του πονηρού πνεύματος μαζί της. Από αυτό γνωρίζομε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης.
Είναι όμως αδύνατο να γευθεί κανείς με αίσθηση ψυχής τη θεία αγαθότητα ή να λάβει αισθητή πείρα της κακίας των δαιμόνων, αν δεν γνωρίσει με βεβαιότητα ότι η χάρη έχει κατοικήσει στο βάθος του νου του, ενώ τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό δε θέλουν ποτέ οι δαίμονες να το πιστέψουν οι άνθρωποι, για να μην οπλίζεται έτσι ο νους τους εναντίον τους με τη μνήμη του Θεού».
Έχεις λοιπόν αρκετά και γι’ αυτό το ζήτημα και αρκέσου σ’ αυτά. Γιατί, όπως λέει η παροιμία, πέρα από τα Γάδειρα δεν μπορεί κανείς να περάσει· και όταν βρεις μέλι, φάγε λίγο, μήπως παρατρώγοντας κάνεις εμετό(Παροιμ. 25, 16).
Η θεία ηδονή που πηγάζει από την καρδιά.
Είναι καταλληλη ευκαιρία να
πούμε: Ποιος μπορεί να περιγράψει τη γλυκύτητα του μελιού σ’ εκείνους
που δεν το έχουν γευθεί ποτέ; Και ασύγκριτα πολύ περισσότερο, ποιος θα
περιγράψει τη θεία ηδονή και την υπερφυσική και ζωήρρυτη ευφροσύνη
που πηγάζει από την καρδιακή καθαρή και αληθινή προσευχή και που
αναβρύζει αέναα; Όπως λέει ο Θεάνθρωπος Ιησούς: «Εκείνος που θα πιει
από το νερό που θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το
νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει ζωή
αιώνια»(Ιω. 4, 14)· και πάλι: «Αν κανείς διψά, ας έρχεται σ’ εμένα
και ας πίνει. Από
τα βάθη εκείνου που πιστεύει σ’ εμένα, όπως είπε η Γραφή, θα ξεχυθούν
ποταμοί ζωντανού νερού»· τούτο το είπε —προσθέτει ο επιστήθιος
Μαθητής— για το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι θα πίστευαν σ’ Αυτόν(Ιω.
7, 37-39). Και ο μέγας Παύλος λέει: «Έστειλε ο Θεός το Πνεύμα του Υιού
Του στις καρδιές μας να κράζει· Αββά, Πατέρα!»(Γαλ. 4, 6).
——————————————————————
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 94-100).
——————————————————————
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 94-100).