Αισθήσεις πνευματικές - Point of view

Εν τάχει

Αισθήσεις πνευματικές



Αίσθηση «άυλος» ή πνευματική ονομάζεται στην Ορθόδοξη Νηπτική Παράδοση η συναίσθηση της Θείας παρουσίας, η οποία πηγάζει: α) από την «κίνηση» της ψυχής προς τον Θεό, που γίνεται με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, β) από τη θεοκεντρική κατανόηση των (πνευματικών) «λόγων των όντων» μέσω τής αναβάσεως του λόγου τους προς τον νου· ο πνευματικός δηλ. λόγος των όντων, φερόμενος από Θεία αγάπη, πληροφορεί τη νοερή αίσθηση (Διάδοχου Φωτικής, Λόγος ασκητικός), με αποτέλεσμα ο νους να φωτίζεται. Αν, παρατηρεί Μάξιμος ο Ομολογητής (Κεφάλαια περί Θεολογίας, 1.13), η φυσική αίσθηση πληρωθεί από «ακήρατες φαντασίες», βλέποντας «ευσεβώς τον ορατόν κόσμον» (1.14), τότε «καθαγιάζεται», και γ) από την ολική μέθεξη (βεβαιότητα και πείρα) με τον Θεό (Μάξ., 4.31, 4.62, 5.73). Γι’ αυτό, μπορεί να λεχθεί ότι η πνευματική αίσθηση δηλώνει «τὴν ἐν τῇ μεθέξει πεῖραν τῶν ὑπὲρ φύσιν ἀγαθῶν» (Μάξ., ερ. 60). Πάνω σε αυτό, ο πατριάρχης Κάλλιστος (Κεφάλαια περί προσευχής) σημειώνει ότι «παντί αἰσθητηρίῳ νοερῷ ληπτός ὁ Θεός διά φιλανθρωπίαν γίνεται». Ωστόσο, η ορθοδοξο-πατερική νοερή αίσθηση δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη λεγόμενη «εσωτερική αίσθηση» (internal sense ή innerer Sinn) των φιλοσόφων (Locke, Kant κ.ά.), την οποία επικρίνει ο L. Wittgenstein. Η διδασκαλία για τις «πνευματικές αισθήσεις» ανάγεται στον Ωριγένη (185-254 μ.Χ.). Ο Αδαμάντιος αυτός ανήρ, μέσα σε ένα πλατωνικό φιλοσοφικο-θεολογικώς κλίμα, διακρίνοντας τους Χριστιανούς σε κατηχούμενους και πιστούς (Fragm. 63), βλέπει πίσω από τις πέντε σωματικές αισθήσεις άλλες πέντε αντίστοιχες πνευματικές (Διάλεκτος προς Ηρακλείδαν, 17, Εις Ματθ., βιβλ. 11, 2). Οι αισθήσεις δηλ. αυτές βρίσκονται όλες στον νου [Συμεών Ν. Θεολόγου, SC 122 (1966) 403], εξ ου και «νοερές». Πράγματι, ο άνθρωπος, πέραν των πέντε σωματικών του αισθήσεων (που παρομοιάζονται με τις πέντε μωρές παρθένες τού ιερού Ευαγγελίου), διαθέτει και ισάριθμες Θείες ή νοερές, που παρομοιάζονται με τις φρόνιμες παρθένες (Ωριγ., Εις Ματθ. 145, MPG 17, 304, Μάξ. Ομ., Άπαντα, τ. 2, ερώτ. 43): «ὥσπερ γάρ ἐπί τοῦ σώματος διάφοροι αἰσθήσεις εἰσίν γεῦσις καί ὅρασις, οὕτως κατά τάς λεγομένας ὑπό τοῦ Σολομῶντος θείας αἰσθήσεις ἄλλη μέν τις ἄν εἴη ἡ ὁρατική τῆς ψυχῆς δύναμις καί θεωρητική, ἄλλη δέ ἡ γευστική καί ἀντιληπτική τῆς ποιότητος τῶν νοητῶν τροφῶν. καί ἐπεί ὁ κύριος, καθ’ ὅ μέν ἄρτος ἔστίν ζῶν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, γευστός ἐστιν, τρόφιμος ὤν τῇ ψυχῇ, καθ’ ὅ δέ σοφία ἐστίν, ὁρατός ἐστιν, ἧς τοῦ κάλλους ἐραστής ὁμολογεῖ εἶναι ὁ λέγων· Ἐραστής ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς, καί προστάσσει ἡμῖν τό Ἐράσθητι αὐτῆς, καί τηρήσει σε, διά τοῦτο ἐν Ψαλμοῖς εἴρηται τό Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ κύριος (Ωριγ., Εις Ιω., Βιβλ. 20, 43). Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και Μάξιμος ο Ομολογητής: «Ὅθεν καί παραδειγματικάς τῶν ψυχικῶν δυνάμεων εἰκόνας τάς αἰσθήσεις ἐκάλεσαν, ὡς ἑκάστης αἰσθήσεως μετά τοῦ αὐτῆς ὀργάνου, ἤγουν αἰσθητηρίου, προηγουμένως ἐκάστῃ δυνάμει τῆς ψυχῆς ἀναλόγως μυστικωτέρῳ τινί λόγῳ κατά φύσιν νενεμημένης. Καί φασιν εἶναι τῆς μέν νοερᾶς δυνάμεως ἤτοι τοῦ νοῦ, τήν ὀπτικήν αἴσθησιν, τῆς δέ λογικῆς, ἤτοι τοῦ λόγου τήν ἀκουστικήν, τῆς δέ θυμικῆς τήν ὀσφραντικήν, τῆς ἐπιθυμητικῆς δέ τήν γευστικήν, τῆς δέ ζωτικῆς τήν ἁπτικήν, καί ἁπλῶς ἵνα σαφέστερον εἴπω, τοῦ μέν νοῦ ἐστιν εἰκών ἡ ὄψις, ἤγουν ὁ ὀφθαλμός, τοῦ δέ λόγου ἐστίν ἡ ἀκοή, ἤγουν τό οὖς, τοῦ δέ θυμοῦ ἐστιν ἡ ὄσφρησις, ἤγουν ἡ ῥίς, τῆς δέ ἐπιθυμίας ἐστίν ἡ γεῦσις, καί τῆς ζωῆς ἡ ἀφή» (Μάξιμος, 80). Μάλιστα δε, ο όσιος Νικήτας Στηθάτος (Πρακτικών Κεφαλαίων, Εκατοντάς Α’) κατονομάζει κεχωρισμένως τις αισθήσεις αυτές, διασαφηνίζοντάς τες: ΝΟΥΣ ― όραση (αγρυπνία), ΛΟΓΟΣ ― ακοή (μελέτη), ΝΟΕΡΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ― γεύση (εγκράτεια), ΓΝΩΣΗ ― όσφρηση (προσευχή) και ΕΠΙΣΤΗΜΗ ― αφή (ησυχία). Στο μεταξύ, σύμφωνα με Ηλία τον Πρεσβύτερο (Γνωστικά, α’), όλες αυτές οι «πνευματικές αισθήσεις» ή, με μία λέξη, ο νους, κατανέμονται σε τρεις ενέργειες («χώρες») της ψυχής: νου (βλ. νοήματα), λόγο (λογισμούς) και αίσθηση (βλ. αισθήσεις). Κατά Μάξιμο τον Ομολογητή, «τῆς λογικῆς ψυχῆς, αὐλή μέν ἡ αἴσθησις· ναός δέ, ἡ διάνοια· ἀρχιερεύς δέ, ὁ νοῦς» (2.58). Η διπλή (σωματική και πνευματική) αυτή «αισθησιολογία» δεν νοείται ορθοδόξως κατά το πλατωνικό σχήμα τού (πνευματικού) «άνω» και (υλικού/σωματικού) «κάτω», αλλά της προπτωτικής «φυσικής αίσθησης της ψυχής» και της μεταπτωτικής διάσπασης μεταξύ εμπαθούς και λογικού (νοερού) μέρους τής ψυχής [Διάδοχου Φωτικής, SC 5 (1966) 99-100], και, στη συνέχεια, της προχριστιανικής και μεταχριστιανικής ή/και ενχριστιανικής μεταστοιχειωμένης κατάστασης (εναλλαγής) των αισθήσεων της ανθρώπινης ψυχής, όπως λ.χ. των τριών μαθητών τού Κυρίου στο όρος τής Μεταμορφώσεως (Γρηγόριος Παλαμάς, MPG 150, 1232C. 151, 433AB). Η ορθόδοξη χριστιανική πνευματικότητα δεν ταυτίζεται με τον αρχαιοελληνικό ορθολογισμό ή τη νοησιαρχία. Η νηπτική αυτή τοπογραφία τής ψυχής δεν υποδηλώνει στατικώς ένα ποσοτικό άθροισμα λ.χ. δέκα ειδών αισθήσεων, αλλά τη ―με τη συνεργία τής Θ. Χάριτος και της ανθρώπινης βούλησης― δυνατότητα (η οποία ενδέχεται να υποτροπιάσει) μεταπλάσεως «αναγωγικώς» (Θαλάσσιου, Περί αγάπης, κς’) της όλης (ανθρώπινης) ψυχής σε «πνεύμα» ή «νουν», ήτοι τη μεταμόρφωση από ψυχικό σε πνευματικό άνθρωπο (Α’ Κορ. 2, 14, Ιούδα 19): «Καθαρθώμεν τάς αισθήσεις, και οψόμεθα, τώ απροσίτω φωτί τής αναστάσεως, Χριστόν εξαστράπτοντα, και, Χαίρετε, φάσκοντα, τρανώς ακουσόμεθα, επινίκιον άδοντες» (Ιω. Δαμασκηνού, Κανών, ωδή α’). Με άλλα λόγια, οι πνευματικές αισθήσεις κατανοούνται μέσα σε εκκλησιαστικό – λειτουργικό πλαίσιο. Τόσο κατά την κάθαρση και την έκσταση της υπερφυσικής αποκάλυψης (προφητείας), όσο και κατά τη λειτουργία των μυστηρίων ο πιστός ζει με όλες του τις δυνάμεις (ψυχικές και σωματικές) αγιοπνευματικώς: «Ἀνάρχου βασιλείας ἐστίν εἰκών ἡ τοῦ νοῦ περί τήν ἀληθῆ γνῶσιν ἀτρεψία καί ἡ τῆς αἰσθήσεως περί τήν ἀρετήν ἀφθαρσία, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος κατά τήν ἐν πνεύματι πρός τόν νοῦν τῆς αἰσθήσεως μεταποίησιν μόνῳ τῷ θείῳ νόμῳ τοῦ πνεύματος ἀλλήλοις συνδεδεμένων, καθ' ὅν τήν ἀεικίνητον τοῦ λόγου καί ζῶσαν διαπαντός ἔχουσι διϊκνουμένην ἐνέργειαν, ἐν ᾗ πᾶσα παντελῶς ἄπεστι πρός τό θεῖον ἀπέμφασις» (Μαξίμου, ερ. 55, σχόλ. 24). Κατά τούς Ανατολικούς Πατέρες τής Εκκλησίας, οι πνευματικές αισθήσεις, αφού γεννηθούν στα βάθη τού νου με το μυστήριο του βαπτίσματος [Διάδοχου Φωτ., SC 5 (1966) 135], αφυπνίζονται και τελειοποιούνται με το μυστήριο του Χρίσματος (Ιω. Χρυσ.). Εντούτοις, κατά τούς Πατέρες, οι πνευματικές αισθήσεις διατηρούνται υγιείς ή ανανήφουν (μετά από κάποια ατονία ή πάθησή τους) στον άνθρωπο ως Χάρισμα μετά από την πνευματική του κάθαρση, μεταβάλλοντάς τον σε αληθινό προφήτη. Γι’ αυτό, Μάξιμος ο Ομολογητής (περί Θεολογίας, εκατοντάς Α’) αλληγορεί: «αἴσθησις δέ οἱ Προφῆται». Σύμφωνα με τους Ευάγριο Ποντικό, Ιωάννη Χρυσόστομο και Συμεών Νέο Θεολόγο, η Θεία (πνευματική) όραση, εκτός των «σωματικών» εμφανίσεων (Θεοφάνειες, Χριστοφάνειες, Μαριοφάνειες, Αγγελοφάνειες, Αγιοφάνειες κ.λπ.) και οπτασιών, εκδηλώνεται μέσω τής «εν εγρηγόρσει» φαντασίας (βλ. φανταστικές οράσεις = θεοκεντρικά προσανατολισμένη φαντασία ή όραμα), τής νοερής όρασης (βλ. έλλαμψη), των διανοητικών οραμάτων (Wachtträumen = αρπαγή ή έκσταση), της θεοκεντρικής ερμηνείας (βλ. φωτισμό = «μάτια τής πίστεως») και του ονείρου (βλ. θεόπεμπτα όνειρα: somnia a Deo missa). Εξάλλου, η πνευματική ακοή εκδηλώνεται είτε με εξωτερικές-αισθητές («σωματικές»), είτε με νοητικές (εσωτερικές) φωνές. Έπειτα, η όσφρηση αντιλαμβάνεται το άρωμα των αρετών και τη δυσοσμία τού κακού. Ομοίως, η γεύση επαισθάνεται την αγαθότητα και τη γλυκύτητα του Θεού, ενώ η αφή προσδίνει τη «βεβαιότητα». Όλα δε αυτά τα πνευματικά αισθήματα αποτελούν, κατά Θεοφάνη τον Έγκλειστο, σημείο πνευματικής υγείας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αισθήσεις πνευματικές», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’, Καράμπελια Μ., «Η εμπειρία τής `αισθήσεως’ στο Διάδοχο Φωτικής», Γρηγόριος ο Παλαμάς (Μάιος – Αύγουστος 2003) 471-494· Olphe – Galliard M., “Le sens spirituel dans l’ histoire de la spiritualité”, Nos sens et Dieu. Études carmélitaines, Desclée de Brouwer, pp. 179-193, 1954· Rahner K., “Le début d’ une doctrine des cinq sens spirituels chez Origène”, Revue d’ Ascétique et de Mystique 13 (1932) 113-145· Špidlik T., Η πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 2000· Τσιτσίγκος Σ. Κ., Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2000.
via

Pages