ΔΕΟΝ
Και Είναι.
Αποτελεί το
«Είναι» (όποιο νόημα κι αν δίνεται σ’αυτό, της Φύσης ή της Κοινωνίας) ένα ηθικό
«δέον», δηλαδή μια ηθική προσταγή που πρέπει να ακολουθήσει ο άνθρωπος, ή είναι
κάτι που πρέπει βέβαια να γίνει γνωστό, αλλά δεν καθορίζει τις ηθικές επιλογές
μας; Ο κόσμος (το «Είναι») που είναι όπως είναι, είναι κάτι που πρέπει να
αλλάξει, ή είναι κάτι που πρέπει να το θεωρήσουμε δεδομένο, δηλαδή «δέον» και
υπόδειγμα συμπεριφοράς για τον άνθρωπο, διότι «αυτή είναι η φύση των πραγμάτων»;
Αν το «Είναι» σημαίνει ότι ο δυνατός πάντα τυραννά τον αδύνατο, ότι πάντα
υπάρχει πονηριά και εξαπάτηση μεταξύ των ανθρώπων κ.ο.κ., είναι αυτό κάτι που
πρέπει να αλλάξει (οπότε το «Είναι» δεν αποτελεί και «Δέον») ή πρέπει να
παραδεχτούμε ότι όλα αυτά είναι θεμελιώδης συμπεριφορά της ανθρώπινης
φύσης/ιδιότητας κλπ, οπότε έτσι είναι και καλό να συμπεριφερθούμε (οπότε το
«Είναι» ταυτίζεται με το «Δέον»);
Οι οπαδοί της
αντίληψης πως το Είναι δεν αποτελεί και Δέον πρέπει να προσέξουν μην, πάνω στην
άρνησή τους να δεχτούν το σημερινό Είναι ως Δέον, οδηγηθούν είτε στο να θέλουν
μια μελλοντική ταύτιση Είναι και Δέοντος (εναντίον της σημερινής ταύτισης, την
οποία κάνουν άλλοι) είτε αρχίσουν να υπερασπίζονται το δικό τους Δέον με
επιχειρήματα από το (σύμφωνα με αυτούς) "πραγματικό" Είναι. Αν π.χ. λεν πως οι
πολλοί έχουν δικαίωμα στην εξουσία, επειδή όλοι είναι ίσοι και έχουν το δικαίωμα
να επιβάλλουν οι πολλοί την άποψή τους, απλώς δημιουργούν το Δέον αυτό από το
πραγματικό Είναι, το οποίο για τους ίδιους είναι η άποψη ότι οι άνθρωποι είναι
ίσοι. Όχι ότι είναι κακό να παίρνεις το Δέον σου από το Είναι σου, αλλά να μην
κατηγορείς τους άλλους που κάνουν το ίδιο.
Και εξουσιασμός.
Όποιος εξαγγέλλει ένα
«Δέον», δηλαδή ένα «πρέπει», σύμφωνα με το οποίο πρέπει να δράσουν οι άνθρωποι
ώστε να πραγματωθεί η ιδανική κοινωνία και να γίνουμε όλοι ευτυχισμένοι για
πάντα, είναι εξουσιαστής είτε το γνωρίζει είτε όχι, είτε το θέλει είτε όχι.
Ακριβώς
επειδή ΜΟΝΟ αυτό το άτομο (ή η συλλογική οντότητα) γνωρίζει «καλλίτερα»
(ή: μόνο αυτό γνωρίζει) πώς θα επιτευχθεί η επικράτηση της ιδεατής κατάστασης
και της Ιδανικής Κοινωνίας (καθότι είναι ο μόνος ερμηνευτής ή και ο οραματιστής
του «απελευθερωτικού» Δέοντος που οδηγεί στην Ιδανική Κοινωνία), μπορεί να
εξουσιάζει τα υπόλοιπα άτομα
1) όχι μόνο λέγοντάς
τους τι θα κάνουν καθημερινά, στην πράξη, ώστε να έρθει (γρηγορότερα) η Ιδανική
Κοινωνία, αλλά και
2) επειδή – όντας ο
μόνος δικαιωματικά σωστός ερμηνευτής του Δέοντος – είναι ο μόνος που γνωρίζει
πότε η Ιδανική Κοινωνία έχει πλέον γίνει πραγματικότητα, δηλαδή από ποιον
βαθμό πραγμάτωσής της και πέρα δικαιούμαστε να λέμε ότι «το Δέον/Όραμα έχει
γίνει πράξη» (καθότι τα υπόλοιπα άτομα, δηλαδή η υπόλοιπη ανθρωπότητα, δεν
γνωρίζουν ούτε τις λεπτομέρειες ούτε τα πλήρη χαρακτηριστικά της Ιδανικής
Κοινωνίας· αυτά τα χαρακτηριστικά είναι «μέσα» στο κεφάλι του
Οραματιστή-εισηγητή του Δέοντος). Έχει λοιπόν το άτομο αυτό (ή η ομάδα που
προτρέπει στο Δέον-Όραμα) «αξιώσεις κυριαρχίας» επί των υπολοίπων (στα μυαλά
τους ή και στα κορμιά τους).
Αυτή η εξουσιαστική επιβολή υπάρχει,
είτε το γνωρίζει ο εισηγητής/ερμηνευτής του Δέοντος είτε όχι· είτε το επιδίωκε
να υπάρχει είτε όχι. Και υπάρχει εξ ανάγκης, αυτομάτως. Διότι αν αυτό το Δέον
γίνει αποδεκτό από τους ανθρώπους (ηθελημένα ή όχι) ως αντικειμενικό και
σωτήριο, τότε ο μόνος τρόπος για να φτάσουμε στην Ιδανική Κοινωνία είναι να
ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά γίνεται τον τρόπο εφαρμογής του Δέοντος αυτού. Όμως
το Δέον αυτό υπάρχει/ έχει διαμορφωθεί (ή εξακολουθεί να αναδιαμορφώνεται) μόνο
στο κεφάλι του οραματιστή ή του ερμηνευτή του. Άρα, δεν γίνεται παρά να πρέπει
να ακολουθήσουμε τις συμβουλές του ατόμου αυτού (ή της ομάδας που εξαγγέλλει το
Δέον), αφού αυτός ξέρει καλύτερα ή έχει σκεφτεί περισσότερο. Αν δεν ακούσουμε
τις συμβουλές του, πιθανόν είναι ότι θα ακολουθήσουμε άλλο δρόμο από αυτόν που
φανταζόταν/οραματιζόταν ο Οραματιστής. Και θα αποτύχουμε. Γι’ αυτό το λόγο, ο
ερμηνευτής/οραματιστής του Δέοντος είτε αποκτά την πολιτική εξουσία είτε (ακόμη
χειρότερα) αποκτά την πνευματική εξουσία, γίνεται καθοδηγητής στο δρόμο για την
Ιδανική Κοινωνία. Ο εξουσιασμός λοιπόν εκ μέρους του οραματιστή/ερμηνευτή είναι
αναπόφευκτος, γιατί ακόμη κι αν ο ίδιος ο οραματιστής/ερμηνευτής δεν το
επιδιώκει, θα τον χρίσουν πνευματικό ή πολιτικό ηγέτη τους. Άρα, είτε το θέλει
είτε όχι, ο οραματιστής/ερμηνευτής του Οράματος ασκεί κυριαρχία. Είναι πιθανόν
ότι σταδιακά αντιλαμβάνεται ο οραματιστής/ερμηνευτής πως κηρύττοντας το Όραμά
του αποκτά εξουσία στις συνειδήσεις των ανθρώπων· ωστόσο, ακόμη και να μη το
επιδιώκει, είναι αναπόφευκτο να τους εξουσιάζει, αφού μόνο αυτός «ξέρει».
Ο ίδιος ο οραματιστής/ερμηνευτής συνήθως
πιστεύει και ο ίδιος στην αλήθεια του οράματός του για την Ιδανική Κοινωνία.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις όπου κάποιος εξαπατά τις μάζες, αλλά όταν
τίθεται θέμα ιδεολογίας, συνήθως ο οραματιστής πιστεύει ό,τι κηρύσσει και
αντίστοιχα οι μάζες/οπαδοί δεν εξαπατώνται. Ο οραματιστής/ερμηνευτής πιστεύει
ότι το Όραμά του θα φέρει την ευτυχία στην ανθρωπότητα, κι αυτό δεν το πιστεύει
εξ επίτηδες, για να κερδίσει οπαδούς (ή αν θέλει να κερδίσει οπαδούς, δεν είναι
ο πρώτιστός του σκοπός), αλλά γιατί θεωρεί ότι η άποψή του και η κοσμοαντίληψή
του ισχύουν αντικειμενικά. Ο λόγος που το θεωρεί αυτό είναι ότι κάθε άνθρωπος
καταλήγει να αποδέχεται μια άποψη (είτε ήταν δική του ιδέα είτε άλλων), μόνο εάν
βεβαιωθεί ότι αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και μπορεί να δώσει
βοήθεια και σωστό προσανατολισμό. Εάν ο καθένας νοιώθει ότι μια άποψη δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δηλαδή ότι δεν είναι αντικειμενική, τότε, θα
πιστέψει ότι αυτή η άποψη παραπλανά, είναι άχρηστη και μάλιστα επικίνδυνη. Έτσι
και ο οραματιστής/ερμηνευτής του Οράματος της Ιδανικής Κοινωνίας, ήδη πιστεύει
αυτό που κηρύττει. Δεν ψεύδεται και είναι εξίσου πρόθυμος να θυσιαστεί για χάρη
του Οράματός του.
Απλώς όταν βλέπει ότι και άλλοι άνθρωποι πείθονται για την αλήθεια της
κοσμοεικόνας του, τότε πείθεται κι ο ίδιος ακόμη περισσότερο ότι αυτή είναι η
αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας.
Όσοι κηρύττουν τα απελευθερωτικά Οράματα
σίγουρα αγανακτούν με την άποψη ότι εξουσιάζουν τον κόσμο. Θα ισχυριστούν πως
ό,τι κάνουν το κάνουν από αγάπη για τον κόσμο κι επειδή θέλουν να τον
απελευθερώσουν. Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι πράγματι το πιστεύουν ότι δρουν δίχως
εξουσιαστικές παρενέργειες. Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι τι πιστεύουν, αλλά τι
γίνεται. Και ό,τι γίνεται είναι η εξουσιαστική επιβουλή στις συνειδήσεις όσων
αποδέχονται αλλά και όσων αντιστέκονται στο Όραμα που οι οραματιστές/ερμηνευτές
του κηρύττουν. Γιατί είτε οι κήρυκες αυτοί ξέρουν καλλίτερα από εμάς (τους
υπόλοιπους) τι σημαίνει το Όραμα (τόσο ως τρόπος πραγμάτωσής του όσο και ως
εικόνα μιας μελλοντικής κοινωνίας) είτε όχι. Εάν δεν ξέρουν καλλίτερα, δε θα
μπορούσαν να είναι οι κήρυκες/ερμηνευτές/οραματιστές: θα ήταν κάποιοι άλλοι στη
θέση τους, οι οποίοι θα «διόρθωναν» τις πράξεις και τις σκέψεις των ανθρώπων,
ώστε να φτάσουμε στον δικό τους σκοπό, την Ιδανική Κοινωνία βάσει του Δέοντος
που οι κήρυκες σκέφτηκαν.
Είναι πολύ
αφελές να προσπαθήσει κανείς να ισχυριστεί ότι «δεν λέει στους ανθρώπους τι να
κάνουν» (δηλαδή ότι δεν τους προτείνει κανενός είδους «Δέον»). Ακόμη όμως κι
όποιος πει στους ανθρώπους «να είστε ελεύθεροι» ή «κάνετε ό,τι θέλετε, όλα
επιτρέπονται», εκτός του ότι προτείνει κάτι ανεφάρμοστο (καθ’ ότι, αν όλοι
έκαναν «ό,τι ήθελαν», η κοινωνία θα κατέρρεε σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων),
ήδη τους λέει ότι υπάρχει κάτι σωστό, ο σκοπός της Ζωής, ένα Δέον, το οποίο
είναι «να κάνουν ό,τι θέλουν». Ήδη συμβουλεύοντάς τους, τους δείχνει το Καλό και
το Κακό, δηλαδή τους εξουσιάζει. Και φυσικά η «ελευθερία» που τούς προτείνει
είναι η ελευθερία όπως την αντιλαμβάνεται αυτός (δηλαδή έχει συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά, τα οποία – κατ’ αυτόν – προσδίδουν σε μια πράξη το χαρακτηρισμό «ελεύθερη»)
και όχι κάποιος άλλος. Άρα κι εδώ έχει αξιώσεις κυριαρχίας κάποιος.
(16/7/2006)
Και επιθυμία.
Το "δέον" εδώ
σημαίνει το ηθικά και γενικά σωστό, το μη βλαβερό κ.λ.π., ενώ η επιθυμία
σημαίνει την εσωτερική παρόρμηση. Ο άνθρωπος δεν κάνει κάτι που πιστεύει ότι δεν
είναι σωστό, σε κάθε του πράξη. Αυτή η αρχή ισχύει μόνο για πράξεις για τις
οποίες γνωρίζει εκ των υστέρων εάν το αποτέλεσμά τους είναι ωφέλιμο και ηθικά
σωστό, ή αντίστοιχα βλαβερό και ανήθικο (με όποια έννοια και όποιο ηθικό
σύστημα, αδιάφορο). Γιὰ
παράδειγμα, τὸ κάπνισμα. Κάποιος ξέρει ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι βλαβερὸ/λάθος.
Ὡστόσο, τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία καπνίζει, δὲν πράττει συνειδητὰ τὸ «λάθος/ἀνήθικο».
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ἅμα ρωτοῦνταν, θὰ ἀπαντοῦσε ὅτι ἔχει ἀνάγκη τὸν καπνό, ὅτι τὸν
χαλαρώνει κ.λ.π. Ταυτόχρονα, θὰ παραδεχτῇ ὅτι τὸ κάπνισμα βλάπτει τὴν ὑγεία,
ἀλλὰ γιὰ τοὺς παραπάνω λόγους θὰ συνεχίσῃ νὰ καπνίζῃ. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι, ἐνῶ
γνωρίζει ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι «λάθος», πράττει τὴν λάθος πράξη, ἀλλὰ ὅτι
ἐκείνη τὴ στιγμή, στὴν ἡθική του ἀξιολόγηση «λάθος» εἶναι
τὸ νὰ μὴν ὑπακούσῃ στὴν ἐπιθυμία, στὴν ἀπόλαυση. Ὁ παράγων ὑγεία ἔρχεται, ἐκείνη
τὴ στιγμή, δεύτερος σὲ σημαςία. Ἄρα, καπνίζοντας ὁ ἄνθρωπος αὐτός κάνει τὸ «σωστό»
(ὅπως ΑΥΤΟΣ τὸ ἀντιλαμβάνεται, ΕΚΕΙΝΗ τὴ στιγμὴ), ποὺ εἶναι ἡ ἀπόλαυση, ἡ
προτεραιότητα τῆς ἐπιθυμίας, κι ὄχι τὸ λάθος, ποὺ εἶναι νὰ πράξῃ σύμφωνα μὲ τὸ
δεύτερο σὲ σημαςία κριτήριο (τὴν ὑγεία) ἀντὶ τοῦ πρώτου. Ἄρα, ὅταν ἔχουμε
στιγμὲς ὅπου κυριολεκτικὰ δροῦμε ἐναντίον τῶν καθιερωμένων ἀξιολογικῶν ἀρχῶν/κριτηρίων
μας (ἠθικῶν καὶ μή), στὴν πραγματικότητα δὲν δροῦμε «ἐναντίον τῶν ἀξιολογικῶν
κριτηρίων μας», ἀλλὰ καθιερώνουμε (στιγμιαῖα καὶ γιὰ λίγο) νέα καὶ διαφορετικὰ
ἀξιολογικὰ κριτήρια συμπεριφορᾶς, ἢ ἀντιστρέφουμε τὴν καθιερωμένη κατάταξη τῶν
ἀξιολογικῶν κριτηρίων, καθιερώνοντας δηλαδὴ κατ’ οὐσίαν ἄλλη συμπεριφορά ὡς «σωστή».
Ἔπειτα ἀπὸ μικρὸ διάστημα ὁ ἄνθρωπος ἐπαναφέρει ὡς ἀξιολογικὲς ἀρχὲς/κριτήρια
αὐτὲς ποὺ εἶχε πρὶν πράξῃ τὴν συγκεκριμένη πράξη. Ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ
φαινομενικὴ «ἀντιφατικότητα» μεταξὺ λόγων καὶ ἔργων. Μὲ ἄλλα λόγια, στὴν
πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντα συνεπὴς μὲ τὶς ἀρχές, τὰ κριτήρια
συμπεριφορᾶς του, τὴν ἀντίληψη περὶ «λάθους», «σωστοῦ», «βλαβεροῦ» κι «ὠφέλιμου»
ποὺ ἔχει κάθε στιγμή. Ὑπὸ τὴν προϋπόθεση φυσικὰ ὅτι γνωρίζει (ὅσο μπορεῖ) τὶς
συνέπειες μιᾶς πράξης ἢ τὴν «ἠθική» της ἀξιολόγηση.
Ὁ Πλάτων δηλώνει συχνὰ ὅτι κανεὶς δὲν εἶναι κακὸς ἐν γνώσει του, ἀλλὰ ἡ κακία
ὀφείλεται στὴν ἄγνοια τοῦ πραγματικὰ ἀγαθοῦ. Γιατὶ ἂν γνώριζε κανεὶς ὅτι αὐτὸ
ποὺ πράττει εἶναι ἐν τέλει κακὸ καὶ βλαβερό, δὲ θὰ τὸ ἔπραττε, παρὰ τὴν
προσωρινὴ εὐχαρίστηση. Πιστεύει (π.χ. στὸν Πρωταγόρα 356d
κ.ἑ.) ὅτι εἶναι ζήτημα ἐπιστήμης καὶ μάλιστα
μετρητικῆς ἐπιστήμης νὰ γνωρίζουμε ποιὲς πράξεις προκαλοῦν μακροπρόθεσμα καὶ
βραχυπρόθεσμα τέτοιο ἀγαθὸ καὶ βλάβη, ὥστε τὸ συνολικὸ ἀγαθὸ νὰ ἐπικρατεῖ τῆς
συνολικῆς βλάβης. Αὐτὸ τὸ ἐπεξηγεῖ λέγοντας πὼς ὅπως τὰ μακρινότερα ἀντικείμενα
φαίνονται μικρότερα, ἀνεξαρτήτως μεγέθους, ἐνῶ τὰ κοντινότερα ἀντικείμενα
φαίνονται μεγαλύτερα σὲ μέγεθος ἀπὸ τὰ μακρινά, ἔτσι καὶ τὸ τωρινὸ ὄφελος
φαίνεται μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ μακροπρόθεσμο ὄφελος ἢ καὶ τὴ μακροπρόθεσμη βλάβη.
Πιστεύει ὅτι τέτοια μέτρηση καὶ τέτοια ἐπιστήμη εἶναι δυνατὴ καί, γι' αὐτό, ἡ
ἄγνοια αὐτὴ μπορεῖ νὰ θεραπευτεῖ. Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ μετρήσουμε πάντοτε καὶ μὲ
μαθηματικὴ σιγουριὰ τὴ μελλοντικὴ βλάβη ἢ ωφέλεια; Στὸ παράδειγμα μὲ τὸ κάπνισμα
εἶναι πολλοὶ οἱ καπνιστές, ἀλλὰ λίγοι ὅσοι παθαίνουν καρκίνο ἢ βλάπτονται σοβαρά
παντοιοτρόπως. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ
βρεθεῖ, εἶναι δυνατὸν νὰ προβλέψουμε τὸ συνολικὸ ὄφελος μιᾶς πράξης προσθέτοντας
τὴν πρόσκαιρη ὠφέλεια/βλάβη στὴν μακροπρόθεσμη ὠφέλεια/βλάβη. Σὲ ἄλλες, ἐπίσης
πολλές, πράξεις, τῶν ὁποίων ἐπίσης ὁ ἀριθμὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ προσδιοριστεῖ,
εἶναι ἀδύνατον νὰ προβλέψουμε τὸ συνολικὸ ὄφελος ἢ βλάβη μιᾶς πράξης, ἐνῶ γιὰ
ὁρισμένες πράξεις ἄλλοτε μποροῦμε καὶ ἄλλοτε ἀδυνατοῦμε νὰ προβλέψουμε. Συνήθως
μποροῦμε νὰ βεβαιώσουμε μόνο γιὰ πιθανότητα συνολικῆς βλάβης ἢ ὠφέλειας παρὰ γιὰ
σίγουρη βλάβη ἢ ὠφέλεια. Ἐπιπλέον πολλὲς φορὲς κάποια ἄλλα κριτήρια, γιὰ σκοπὸ
καὶ τελικὸ προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου μᾶς καθοδηγοῦν στὴν κρίση μας, ἔτσι ὥστε τὸ
ἄθροισμα τῆς ὠφέλειας νὰ μὴν ἐξαρτάται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ συνολικὴ βλάβη ἀλλὰ
ἀπὸ τὸ ὑπεριστορικὸ κριτήριο. Τέτοια κριτήρια εἶχε ὁ Πλάτων. Ἀλλά, ἐπιπροσθέτως,
πῶς μποροῦμε νὰ μαθηματικοποιήσουμε τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς πράξης καὶ νὰ τὸ
χαρακτηρίσουμε ἀντικειμενικὰ μὲ (-5) ἢ μὲ (-3) ἢ μὲ (+4); Αὐτὸ εἶναι τὸ
σοβαρότερο πρόβλημα. Δὲν εἶναι μῆλα ἀθροιζόμενα τὸ τελικὸ κόστος, ἡ βλάβη καὶ τὸ
ὄφελος μιᾶς πράξης. Κι ἂν εἶναι ἔτσι, τότε ἡ ἄγνοια γιὰ τὴν πρόβλεψη τῶν
συνεπειῶν μιᾶς πράξης, πρὶν τὴν πραγματοποιήσουμε, γίνεται βεβαιότητα. Ἀλλὰ τότε
τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπιλέγουμε νὰ πράξουμε κάτι ποὺ ἐπιθυμοῦμε καὶ τὸ ὁποῖο ἐν τέλει
μᾶς βλάπτει δὲν ὀφείλεται στὴν ἠθελημένη ἄγνοιά μας (κι ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος
γιὰ ἔρευνα) γιὰ τὰ πραγματικὰ καὶ ὄχι νομιζόμενα ἀγαθὰ ἀποτελέσματα τῆς πράξης,
ἀλλὰ στὴν ἀντικειμενικὴ ἀδυναμία μας νὰ ξέρουμε ἀπὸ πρὶν τὴν ἔκβαση, ἀναφορικὰ
μὲ τὰ ὀφέλη-ἀπώλειες, μιᾶς πράξης. Καὶ τὸ πράγμα περιπλέκεται περισσότερο, ὅταν
ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ὄχι σπανίως ἀλλάζουν τὰ κριτήρια ὠφελιμότητας ποὺ
ἔχουν κατὰ τὸ μεσοδιάστημα μεταξὺ τῆς ἔναρξης πραγματοποίησης καὶ τῆς ἐμφάνισης
τῶν τελικῶν συνεπειῶν τῆς πράξης, δηλαδὴ ἐνῶ ξεκινοῦν νὰ πράξουν κάτι ἔχοντας
συγκεκριμένα κριτήρια γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ ὀφέλιμο, στὴν πορεία αὐτὰ μπορεῖ νὰ
ἀλλάζουν καί, ἔτσι, ἀκόμη κι ἂν ἡ ἀπόπειρα ἐπίτευξης ἑνὸς σκοποῦ στέφεται μὲ
ἐπιτυχία, ὁ δράστης λυπᾶται καὶ νοιώθει ὅτι βλάπτεται ἀπὸ τὴν πραγματοποίηση τῆς
πράξης, ὄχι γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπειδὴ ἄλλαξε τὰ κριτήρια περὶ
ἀγαθοῦ καὶ βλάβης. (21/9/2008)