ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ
-και ανοχή:
η αντίληψη ότι ο Διαφωτισμός πρώτος έφερε στον κόσμο το
αίτημα της πανανθρώπινης ανοχής, πέρα από θρησκείες και φυλές δεν είναι τόσο
αληθής. Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρώτος ο Διαφωτισμός έκανε λάβαρό του,
στον αγώνα του εναντίον των αντιπάλων του, το αίτημα της ανοχής, και δεν
μπορούσε – αργότερα, όταν οι ιδέες του και η τάξη που τις υποστήριζε επικράτησαν
– να το αποκηρύξει (δεδομένουν ότι νέοι «εχθροί της ελευθερίας», λ.χ. ο
κομμουνισμός ή το Ισλάμ, πήραν τη θέση του «σκοταδιστικού ιερατείου»), ολοφάνερα
τουλάχιστον, με αποτέλεσμα να επικρατήσει μια κάποια ανοχή. Λέμε ολοφάνερα,
διότι στην πραγματικότητα ο Διαφωτισμός δεν ήταν ούτε εξαρχής και δεν μπορούσε
να είναι ανεκτικός προς όλους και όλα, εάν ήθελε να επιβιώσει. Εάν ανεχόταν όλες
τις αντιλήψεις ως – τουλάχιστον στην αφετηρία της αναμέτρησης – αξιολογικά
ισότιμες, θα έπρεπε να αποδεχθεί τη σχετικότητα=μονομέρεια και της δικής του
θέσης κι επομένως να μην επιδιώξει την αντικατάσταση των παλαιότερων
δυτικοχριστιανικών-φεουδαρχικών αντιλήψεων από τις δικές του αντιλήψεις. Έτσι ο
Διαφωτισμός, συγκεκριμένα η κανονιστική πτέρυγά του, εξαρχής κήρυξε αμείλικτο
πόλεμο τόσο κατά των απόψεων της (δυτικής) Εκκλησίας όσο και κατά των
Διαφωτιστών που τάσσονταν υπέρ της αιτιοκρατικής θεώρησης. Κατά τη γνώμη της
πτέρυγας αυτής, αυτές οι απόψεις ήταν απαξιωτικές για τον άνθρωπο και
μηδενιστικές αντίστοιχα, επομένως έπρεπε να καταπολεμηθούν ως επικίνδυνες.
Όσο για την ανοχή του Διαφωτισμού προς κάθε ιδέα, αυτή είναι ένας
μύθος, ο οποίος υποστηρίζεται, διαδίδεται και καταπίνεται ευχάριστα από
«ευρωπαϊστές» και «μορφωμένους». Όσοι φαντάζονται τον Θεό βουλησιοκρατικά, είναι
«δαιμονόφρονες», υποστηρίζει ο άγγλος
Schaftesbury
(Characteristicks,
II,
11). Το 1769 ο Βολταίρος γράφει ότι ανοχή δε σημαίνει «την άδεια έκφρασης γνωμών
αντίθετων στα ήθη» (Oeuvres completes,
VI,
502). O
Ντιντερώ εξέφρασε την άποψη ότι όποιος δεν είναι διατεθειμένος να σκεφθεί
σύμφωνα με το έλλογο φυσικό δίκαιο παραιτείται από την ιδιότητά του ως ανθρώπου
και επιτρέπεται να αντιμετωπιστεί σαν «ον εκφυλισμένο», δηλαδή να εξοντωθεί
(άρθρο «Droit
Naturel»,
στην Εγκυκλοπαίδεια). Ο Ρουσσώ πάλι, γράφει «όποιος τολμά να πει ότι έξω από την Εκκλησία δεν
υπάρχει σωτηρία, πρέπει να διώχνεται από το κράτος» (Contrat
social,
IV,
8). Ο d’
Alebert
πάλι προτείνει την απαγόρευση όλων των θεολογικών συζητήσεων (Sur
la Destruction des Jesuites en France). Δίχως άλλο, μάλιστα, είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητο ότι έγκειται
αποκλειστικά στον Βολταίρο και τους ομόφρονές του να αποφασίζει ποιες γνώμες
είναι αντίθετες στα ήθη, έγκειται αποκλειστικά στον Ντιντερώ και τους επιγόνους
του να αποφασίζουν ποιο είναι το φυσικό έλλογο δίκαιο και ποιοι
δεν σκέφτονται σύμφωνα με αυτό, έγκειται αποκλειστικά στον Ρουσσώ και τα
πνευματικά του παιδιά (γαλλικά ή λ.χ. νεοελληνικά, αδιάφορο) να αποφασίζουν
ποιος πρέπει να εκδιώκεται από το κράτος και, τέλος, είναι αυτονόητο ότι
μόνο ανεκτικοί φιλόσοφοι, όπως οι Διαφωτιστές, έχουν το φιλάνθρωπο δικαίωμα να
καθορίζουν ποιες συζητήσεις θα επιτρέπονται και ποιες όχι. Με όλα αυτά
δεν ισχυριζόμαστε ασφαλώς ότι η πρότερη του Διαφωτισμού εποχή ήταν καλύτερη,
όπως διάφοροι ελληνορθόδοξοι ή όψιμοι αναρχοπατερικοί ανακάλυψαν, και ότι πρέπει
να έχουμε ως πρότυπο εκείνην, επειδή «η νεωτερικότητα διέψευσε τις ελπίδες μας
σε αυτήν». Όχι. Αλλά και η κυρίαρχη ιδεολογία, ότι ο «ανθρωπισμός» του
Διαφωτισμού μάς γλίτωσε από την μισαλλοδοξία, είναι εξίσου μια εσφαλμένη
αντίληψη.
Το να πιστεύουμε ότι υπήρξε κάποιος «Αιώνας
των Φώτων» που διαδέχθηκε κάποια «Σκοτεινή Εποχή» είναι ασυγχώρητο ιστορικό
σφάλμα, γιατί απλούστατα η ιδέα της ανεκτικότητας χρησιμοποιείται, όπως κάθε
ιδέα, ως όπλο ενάντια στον εκάστοτε εχθρό. Όταν βρισκόμαστε σε μειονεκτική θέση,
τότε επικαλούμαστε την «ανοχή προς το διαφορετικό», ενώ – όπως είναι αναμενόμενο
– όταν ισχυροποιούμαστε ή κυριαρχούμε, τότε κάνουμε λόγο για την προφάνεια της
Αλήθειας (μας) και την βλαβερότητα-επικινδυνότητα των εχθρικών μειονοτικών
αντιλήψεων. Έτσι γινόταν και έτσι θα γίνεται «ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις τῶν ἀνθρώπων
ᾖ». Εάν οι Διαφωτιστές και οι Χριστιανοί εναλλάσονται και εναλλάσσονταν στη θέση
του αμυνόμενου, αυτό διόλου δεν αναιρεί την αλήθεια για την πολεμική χρήση της
ανοχής.
Ο Διαφωτισμός, προκειμένου να κυριαρχήσει
κοινωνικά, έπρεπε να είναι μισαλλόδοξος, τόσο μισαλλόδοξος όσο και ο
Χριστιανισμός (ή οποιαδήποτε άλλη θρησκεία και φιλοσοφία). Έπρεπε δηλαδή να
θεωρεί και να διακηρύττει μόνο τη δική του αντίληψη ως αληθή. Εάν λ.χ. δεν
προέκρινε την δική του αντίληψη περί ανθρώπινης αξιοπρέπειας, περί Φύσης, περί
ηθικού νόμου ως την μοναδική σωστή, τότε δεν θα μπορούσε να απαντήσει στο
αναπόφευκτο ερώτημα, για
τι, τέλος πάντων, θα έπρεπε ο άνθρωπος να «απελευθερωθεί» από την θεολογική
«αυθεντία».
Πρέπει να γίνει εδώ λόγος για το ρατσισμό των
Διαφωτιστών, συγκεκριμένα για το ρατσισμό προς τους μαύρους, του Βολταίρου, ο
οποίος έγραφε (Essai sur les moeurs, εισαγωγή): «Και δεν είναι άνθρωποι,
παρά το παράστημα του σώματος, μιας κι η ικανότητα στο να διατυπώνουν την σκέψη
τους απέχει υπερβολικά πολύ από την δική μας», για τον ρατσισμό του Χιουμ, ο
οποίος έγραφε (Of national characters, στο Essays Moral
and Political): «Είμαι σε θέση να
υποψιαστώ πως οι νέγροι, και γενικά όλα τα άλλα ανθρώπινα είδη, ότι είναι φύσει
κατώτερα από τα λευκά. Δεν υπήρξε ποτέ πολιτισμένο έθνος άλλου χρώματος εκτός
από λευκό, ούτε ακόμα και οποιοδήποτε άτομο που να διέπρεψε στην δράση ή την
κερδοσκοπία. Καμία έξυπνη κατασκευή μεταξύ τους, καμία τέχνη, καμία επιστήμη»,
για το ρατσισμό του Καντ, ο οποίος έγραφε (Beobachtungen über das Gefühl des
Schönen und Erhabenen): «Οι νέγροι της Αφρικής δεν έχουν λάβει από τη φύση
καμία νοημοσύνη που εξυψώνεται επάνω από τον ανόητο», για τον ρατσισμό του
Μοντεσκιέ, ο οποίος γράφει (Το πνεύμα των νόμων, 15, 5): «Αυτοί για τους
οποίους κάνουμε λόγο είναι μαύροι από την κορυφή μέχρι και τα νύχια και έχουν
τόσο πλακουτσές μύτες που είναι σχεδόν αδύνατον να νοιώσεις οίκτο για αυτούς.
Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς πως ο Νους του Θεού που είναι τόσο σοφός, διάλεξε
να βάλει ψυχή, ακόμη περισσότερο καλή ψυχή, σε ένα σώμα τελείως μαύρο. Είναι
τόσο φυσικό να σκέφτεται κανείς ότι το χρώμα αποτελεί την ουσία της έννοιας του
ανθρώπου (…) Είναι αδύνατο για μας να πιστέψουμε ότι είναι ανθρώπινα όντα». Ο
Βολταίρος, ο οποίος περιφρονούσε την Παλαιά Διαθήκη, έγραφε κι αυτά: «[οι
Εβραίοι] γεννιούνται όλοι τους με λυσσαλέο φανατισμό στις ψυχές τους, όπως οι
Βρετανοί και οι Γερμανοί γεννιούνται με ξανθά μαλλιά. Δεν θα εκπλαγώ καθόλου αν
κάποια στιγμή αυτοί γίνουν η καταστροφή της ανθρώπινης φυλής». (Lettres de
Memmius a Ciceron (1771)). «Μοιάζεις να είσαι ο πλέον τρελός όλων. Οι Κάφροι, οι
Οτεντότοι, και οι Νέγροι της Γουινέας είναι πολύ πιο λογικοί και έντιμοι
άνθρωποι από τους προγόνους σου, τους Εβραίους. Έχετε ξεπεράσει όλα τα έθνη σε
θρασείς μύθους, σε κακή συμπεριφορά και σε βαρβαρότητα. Σας αξίζει να
τιμωρείστε, γιατί αυτό είναι το πεπρωμένο σας» (Γράμμα σε Εβραίο που του
είχε γράψει διαμαρτυρόμενος για τον αντισημιτισμό του, L'Essai sur le moeurs et
l’esprit des nations (1756)). «Ξέρω ότι υπάρχουν μερικοί Εβραίοι στις αγγλικές
αποικίες. Αυτοί οι μαρράνοι [= κρυπτοεβραίοι] πάνε όπου υπάρχει το χρήμα. Αλλά
το εάν αυτοί οι περιτετμημένοι που πουλάνε παλιόρουχα ισχυρίζονται ότι ανήκουν
στη φυλή του Νεφθαλί ή του Ισσάχαρ δεν είναι μικρής σημασίας. Είναι, απλά, τα
μεγαλύτερα καθάρματα που έχουν ποτέ λερώσει το πρόσωπο της γης» (Γράμμα στον
Jean-Baptiste Nicolas de Lisle de Sales (1773)). Η παράθεση των παραπάνω
αποσπασμάτων δε σημαίνει ότι ο Διαφωτισμός ήταν ρατσιστικός ως
Διαφωτισμός, αλλά ότι οι Διαφωτιστές ήταν ρατσιστές, ότι στο ζήτημα αυτό
ακολουθούσαν το ρεύμα των υπόλοιπων "αφώτιστων" ή "θρησκόληπτων" Ευρωπαίων και
ότι τέτοιες διακηρύξεις μπορούν άνετα να χρησιμοποιούνται από τους σημερινούς
ρατσιστές. Το σπουδαιότερο συμπέρασμα όμως είναι ότι, αντίθετα από ό,τι εμείς
σήμερα νομίζουμε γι' αυτούς και αντίθετα από ό,τι εμείς θεωρούμε φυσιολογικό,
στα μυαλά των Διαφωτιστών ρατσισμός και διακηρύξεις για την απελευθέρωση του
ανθρώπου (από τη φεουδαρχία και τον Χριστιανισμό) ήταν πράγματα απολύτως
συμβατά. (23/9/2008).
Οι σύγχρονοι
θεωρούμε ότι ο Διαφωτισμός σήμαινε τους ίδιους τους Διαφωτιστές ό,τι εμείς
τώρα νομίζουμε πως σημαίνει: αντιρατσισμός, πανανθρώπινα δικαιώματα,
δημοκρατία για όλους. Ωστόσο είναι "εκ των υστέρων μεθερμηνεία" και αβάσιμη
υπόθεση κάτι τέτοιο. Οι Διαφωτιστές πίστευαν ό,τι έγραφαν και όχι τις
"διαστρεβλωμένες"-μεθερμηνευμένες ιδεολογίες που προέρχονται από το Διαφωτισμό.
Δηλαδή: όπως οι Διαφωτιστές κάνοντας λόγο για ανθρώπινα ή πολιτικά δικαιώματα
δεν εννοούσαν π.χ. ότι πολιτικά δικαιώματα πρέπει να έχει όλος ο λαός (όπως
πιστεύουμε εμείς σήμερα για την έκταση των πολιτικών δικαιωμάτων), αλλά ότι οι
πλούσιοι αστοί μόνο πρέπει να έχουν πολιτικά δικαιώματα, με τον ίδιο τρόπο ο
φιλελευθερισμός τους αφορούσε τη λευκή φυλή και όχι τους μαύρους ή τους Εβραίους
(όπως νομίζουμε εμείς σήμερα ότι ο φιλελευθερισμός νοείται). Δεν υπήρξε δηλαδή
κάποια αόρατη εξέλιξη ή μια δυνάμει εξέλιξη προς την οικουμενικότητα π.χ. των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του αντιρατσισμού, διότι ο αντιρατσισμός είναι
ενάντιος στη σκέψη των Διαφωτιστών, ενώ πολιτικά δικαιώματα πρέπει να έχουν μόνο
οι πλούσιοι αστοί, πάλι σύμφωνα με τους Διαφωτιστές. Το ότι αργότερα
κάποιοι εμπνεόμενοι από τις διακηρύξεις των Διαφωτιστών ζήτησαν ανθρώπινα και
πολιτικά δικαιώματα για όλους δεν συνεπάγεται ότι ήταν μια "λογική συνέπεια" των
διακηρύξεων των ίδιων των Διαφωτιστών. Σημαίνει απλώς ότι όσοι αργότερα ζήτησαν
πανανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα για όλους απλώς οικειοποιήθηκαν ορισμένες
θέσεις τις οποίες και άλλαξαν ριζικά προς κάτι το οποίο σήμερα θεωρούμε δίκαιο
και σωστό - το οποίο όμως για τους Διαφωτιστές θα ήταν αφύσικο και άδικο. Γιατί
μόνο ριζική αλλαγή είναι η θέση "όλοι να έχουν πολιτικά και ανθρώπινα
δικαιώματα" σε σχέση με τη θέση "ανθρώπινα δικαιώματα έχουν μόνο οι λευκοί,
πολιτικά δικαιώματα μόνον οι αστοί".
Το πρόβλημα
φυσικά δεν έγκειται ούτε στην μεταγενέστερη μεθερμηνεία των απόψεων των
Διαφωτιστών, ούτε φυσικά είναι κακή καθεαυτή η διακήρυξη/πραγμάτωση των
πανανθρώπινων δικαιωμάτων ή των πολιτικών δικαιωμάτων για όλους. Αλλά είναι
πραγματικά διαστρέβλωση της ιστορίας, όταν οι υποτιθέμενοι επίγονοι του
Διαφωτισμού ισχυρίζονται ότι ο Διαφωτισμός ήταν πανανθρώπινος σε σχέση λ.χ. με
τον Χριστιανισμό ο οποίος ήταν επιθετικός προς τους μη Χριστιανούς. Ο
Διαφωτισμός ήταν τόσο ρατσιστικός προς τους μη λευκούς και αδιάφορος προς τους
μη αστούς, όσο και ο Χριστιανισμός ήταν αδιάφορος ή εχθρικός προς τους μη
Χριστιανούς. (6/10/2008). Σήμερα π.χ. θεωρείται ότι ο
Διαφωτισμός ήταν - ως προς τις προγραμματικές του διακηρύξεις και τη στοχοθεσία
- πιο ευρύς και πανανθρώπινος από ό,τι ο Χριστιανισμός, ενώ κάτι τέτοιο δεν
ισχύει: Όπως στην πράξη οι χριστιανοί ήταν καλοί προς τους ομόδοξούς τους μόνο,
έτσι στην πράξη και θεωρία οι Διαφωτιστές ζητούσαν πολιτικές ελευθερίες για τους
αστούς μόνο, και ανθρώπινα δικαιώματα για τους λευκούς μόνο. Εάν η επισήμανση
του περιορισμένου εύρους των διακηρύξεων του αυθεντικού Διαφωτισμού των κειμένων
(δηλ. η επισήμανση της ομοιότητάς του προς αυτό το οποίο - τον Χριστιανισμό -
θεωρείται ότι ξεπέρασε σε εύρος) και η επισήμανση του γεγονότος ότι η εκ των
υστέρων (19ος-20ός αι.) μεθερμηνεία και τροποποίηση των διακηρύξεων ως προς το
μαζικότερο (όχι μόνο για αστούς) και το πανανθρώπινο (όχι μόνο για τους λευκούς)
δεν οφείλεται στην αναπόφευκτη εγγενή τάση του Διαφωτισμού για κάτι τέτοιο (δηλ.
για τέτοια διεύρυνση των στόχων και διακηρύξεων), συνιστούν εναντίωση στο
Διαφωτισμό ή απλώς απομυθοποίησή του, αυτό εξαρτάται από την προσκόλληση του
καθενός σε κανονιστικές αντιλήψεις. Γιατί η άποψη η οποία λέει και ότι
πριν το Διαφωτισμό δεν ήταν καλλίτερα αλλά και ότι ο Διαφωτισμός είχε
περιορισμένο εύρος στοχοθεσίας δεν εναντιώνεται στο περιεχόμενο του Διαφωτισμού
(αλλά ούτε και το υπερασπίζεται). Αντίθετα η άποψη η οποία θεωρεί εναντίωση
(ρομαντικής, χριστιανικής ή άλλης υφής) στο Διαφωτισμό την αποκάλυψη του
περιορισμένου εύρους του Διαφωτισμού απλώς δεν έχει επιστημονικές προϋποθέσεις,
αλλά επιδιώκει τη διαιώνιση ενός μύθου ο οποίος σήμερα χρησιμεύει για πολεμικούς
λόγους στους "επιγόνους" του Διαφωτισμού.(7/10/2008)
-και Βολταίρος:
αυτός ο φιλόσοφος
θεωρείται από τους επιγόνους των Διαφωτιστών κάτι σαν αγαθός Πατέρας, ο οποίος
μας δίδαξε το καλό, το φως, την αλήθεια και πολέμησε «την άτιμη»
(«Να
συντρίψουμε την άτιμη» = την Εκκλησία. Επιστολή στον
d’
Alembert,
28/12/1762 και στον
Damilaville,
7/1/1764). Η πραγματικότητα είναι ότι ο Βολταίρος είναι ένα από τα
χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αντιφατικού φιλοσόφου, αφού τη μια έλεγε το ένα
και την άλλη το άλλο. Όμως ένας τέτοιος αντιφατικός φιλόσοφος δεν μπορεί να
είναι αντικείμενο θαυμασμού, όπως νόμιζε ο Κοραής.
Έτσι, ο
Βολταίρος δέχεται την αθανασία της ψυχής εξαιτίας του κακού στον κόσμο (Poeme
sur la Desastre) και επομένως εξαιτίας της αναγκαιότητας να υπάρχει δικαιοσύνη και λόγω της
αναγκαιότητας να υπάρχει θεία αμοιβή ή τιμωρία (Dieu
et les hommes,
II
).
Αλλού όμως, όταν δεν τον νοιάζει η ηθική, αλλά η οντολογία, διακηρύσσει την
άγνοιά του σχετικά με την υφή της ψυχής και αμφισβητεί ότι η ψυχή αποτελεί
υπόσταση (Dict.
Phil.
Art. “Ame”· Lettres de Memmius,
XV· De l’ ame).
Επίσης δεν θεωρεί
δυνατή την απόδειξη της αθανασίας της ψυχής (Dict.
Phil.,
Art.
“Ame”
= Oeuvres completes,
XVII,
145), ενώ αλλού τονίζει ότι «μονάχα μια γελοία ματαιοδοξία» γεννά την εντύπωση
μιας ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα σε ανθρώπινη και ζωική ψυχή (Traite
de Metaph.).
Ο Βολταίρος, όταν ασκεί
πολεμική εναντίον του αθεϊσμού, τότε ισχυρίζεται ότι ο Θεός είναι ο μέγας
γεωμέτρης και «κατασκευαστής», ενώ η Φύση δεν αποτελεί κάτι το αρχέγονο και
αυθύπαρκτο, αλλά ένα δημιούργημα (Dict.
Phil.,
Art. “Nature” · Hist. de Jenni, VIII · Dial. D’ Euhemere, II ).
Όταν όμως αντιμάχεται την
δυαρχία, ο Βολταίρος, χωρίς να ταυτίζει Θεό και Φύση, ισχυρίζεται ότι ένας Θεός,
που πριν από τη Δημιουργία δεν θα είχε κάνει τίποτα, είναι αδιανόητος (Tout
en Dieu).
Πάντως, καλού κακού, ο Βολταίρος γράφει «όποιο σύστημα κι αν ασπαστούμε, κανένα
δεν βλάπτει την ηθική: γιατί, τι σημασία έχει αν η ύλη δημιουργήθηκε ή απλώς
διευθετήθηκε;» (Dict.
Phil., Art. “Matiere”).
Ο Βολταίρος, προκειμένου
να αφαιρέσει από την (δυτική) Εκκλησία το δικαίωμα να επικαλείται το Θεό ώστε
(αυτή) να επιβάλλει στην κοινωνία τις εντολές που, σύμφωνα με αυτήν, έχει δώσει
ο Θεός, διακηρύσσει ότι η «αδυναμία της νόησής μας» μάς επιβάλλει να
ομολογήσουμε την «άγνοιά μας για τη φύση της θεότητας»· και πράγματι, ένας Θεός
για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα, δεν μπορεί να δίνει συγκεκριμένες,
εκκλησιαστικές, εντολές ούτε να δικαιώνει την αυθεντία-κυριαρχία της Εκκλησίας.
Ωστόσο, αλλού ο Βολταίρος φαίνεται να είναι άριστα κατατοπισμένος για τη φύση
και τις βουλές του Θεού, όταν διαβεβαιώνει ότι ο Θεός δεν είναι δυνατόν να
βασανίζει ανθρώπους αιώνια.
Ο Βολταίρος
άλλοτε δεχόταν ότι η ύπαρξη του Θεού εγγυάται πως «τα πάντα είναι καλά», κι
άλλοτε διαμαρτυρόταν που ο Θεός ανέχεται το κακό ζητώντας του υπαιτιότητα.
Ο Βολταίρος
άλλοτε ισχυρίζεται ότι καλό και κακό ταυτίζονται με το χρήσιμο και το βλαβερό
και χρησιμοποιεί το επιχείρημα της σχετικότητας των αξιών (Traite
de Metaph.,
III,
IX),
αργότερα όμως δέχεται την ύπαρξη ενός έμφυτου (άρα και πανανθρώπινου, μη
σχετικού) «αισθήματος ανθρωπιάς» (Elements,
I,
5 ), αφού οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι (Essai,
CXLIII) και
υπάρχει η Μία Ηθική (Dict.
Phil.,
Art “Morale”, “Aristote”).
Ο Βολταίρος ισχυρίζεται
ότι ότι «το καλό της κοινωνίας απαιτεί να θεωρεί ο άνθρωπος τον εαυτό του
ελεύθερο», για να προσθέσει ότι θα απέρριπτε τη μοιρολατρία, ακόμη κι αν αυτή
ανταποκρινόταν στα πράγματα (επιστολή στον
Helvetius,
11/9/1739), ενώ αργότερα δέχεται την ύπαρξη ηθικού κώδικα βασισμένου στην αιτιοκρατία
(δηλαδή στην έλλειψη ελευθερίας), συγκεκριμένα στην αρχή της ηδονής (Dict.
Phil.,
Art. “Franc Arbitre”).
Αλλού γράφει ότι «η αρετή
δεν είναι αγαθό· είναι καθήκον: δεν έχει καμια σχέση με αισθήματα οδύνης ή
ευχαρίστησης» (Dict.
Phil.,
Art. “Bien”, “souverain”).
Ο Βολταίρος θεωρεί ότι τα
πάθη είναι η «κύρια αιτία της τάξης» πάνω στη γη (Traite
de Meaph.,
VIII), αλλά
είναι εξίσου επικίνδυνα και απαραίτητα (Zadig,
XX). Και ενώ
οι προσπάθειες για τον μετριασμό τους συχνά αποδεικνύονται επίπονες, αν όχι
μάταιες (Stances,
II), ο Βολταίρος δηλώνει ότι δε θέλει να εκμηδενίσει, αλλά να ρυθμίσει τα πάθη (Remarques
sur les Pensees de Pascal).
Ο
Βολταίρος θεωρεί ανεπίτρεπτη την αξιολόγηση ξένων ηθών με βάση τα δικά μας (Essai,
VI), αλλά θεωρεί ότι δεν αληθεύει η είδηση ότι στις Ινδίες δεν υπάρχει ατομική
ιδιοκτησία, αφού αυτό «θα ήταν ενάντια στη Φύση», δηλαδή στα κριτήρια του
Ευρωπαίου (Essai,
CXLIII) και
καταφάσκει την ισπανική κατάκτηση της Αμερικής και την εξόντωση των Ινδιάνων,
τους οποίους θεωρεί άγριους, επειδή δεν ζούσαν κοινωνικά οργανωμένοι.
Ο
Κοραής, παρακολουθώντας την μετακομιδή των λειψάνων του Βολταίρου στο Πάνθεο,
εκμυστηρεύεται το κρυφό του μεράκι και καημό: να ήταν κι ο ίδιος ένας Έλληνας
Voltaire
(επιστολή στον Δ. Λώτο, 15/11/1791).
-και νοησιαρχία:
υπάρχει η άποψη ότι ο Διαφωτισμός εκπροσωπεί τη νοησιαρχία
ὄντας ὀρθολογικός. Ωστόσο αυτή είναι λανθασμένη και οφείλεται στη σύγχυση μεταξύ
των εννοιών του ορθολογισμού και της νοησιαρχίας.
Κατ’ ἀρχὴν ὁ ὀρθολογισμός,
ὄντας τυπικὸς μονάχα, συνίσταται στὴν λογικᾶ ἄψογη χρήση τῶν ἐπιχειρηματολογικῶν
μέσων τῆς σκέψης, προκειμένου νὰ κατοχυρωθεῖ θεωρητικὰ μιὰ δεδομένη
κοσμοαντίληψη, ἡ ὁποία βρίσκεται, εἴτε τὸ γνωρίζουν εἴτε τὸ ἀρνοῦνται οἱ
ἐπιχειρηματολογοῦντες, πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ αἰτιολόγηση. Δύο λογικὰ ἰσοπίθανες
καὶ συνάμα ἀντίθετες κοσμοαντιλήψεις εἶναι ἡ νοησιαρχία καὶ ὁ ἐμπειρισμός. Ὅμως
καὶ οἱ ἐμπειριστὲς ἦταν Διαφωτιστές. Ο Condillac καὶ ὁ Χὸμπς εἶναι παραδείγματα.
Ο Διαφωτισμός διαμορφώθηκε εναντίον της καρτεσιανής νοησιαρχίας και του χωρισμού
σε res extensa και res cogitans. Ὁ Καρτέσιος, προκειμένου νὰ ἀποτρέψει τὴν
ἐπικράτηση τοῦ ἀθεϊσμοῦ μέσῳ τῶν ἐπιστημῶν διαχώρισε τὸν κόσμο σὲ ὕλη καὶ πνεῦμα.
Ἔτσι δημιουργοῦνταν μιὰ κάποια αὐτοτέλεια γιὰ τὸν μηχανικὸ ὑλικὸ κόσμο, ἀλλὰ
ὡστόσο ὁ τελευταῖος ὑποτάσσονταν στὸ ἐξωυλικὸ πνεῦμα (κι ἐδῶ ἔγκειται ὅτι ἡ
νοησιαρχία ἦταν κυρίαρχη) καὶ συνεπῶς ἡ ὀντολογικὴ ἀνατίμηση τοῦ κόσμου δὲν
μποροῦσε νὰ προχωρήσει.
Οι Διαφωτιστές, από τον Newton και έπειτα, αντιτάχθηκαν
στον χωρισμό αυτόν, ο οποίος κατά τη γνώμη τους δεν οδηγούσε στην ανατίμηση της
Φύσης. Το κύριο ρεύμα του Διαφωτισμού συγκροτήθηκε στην άποψη ότι ο άνθρωπος
είναι Φύση. Αυτή η άποψη οδήγησε στην ανατίμηση της ύλης-Φύσης και στον
υποβιβασμό της νόησης. Ο «Λόγος» του Διαφωτισμού ήταν εξαρτώμενος από την
αισθητή διάσταση του ανθρώπου κι όχι από κάποια μεταφυσική πηγή. Ριζώνει, θα
έλεγε κανείς, στα ένστικτα του ανθρώπου και στις αισθήσεις του – σε αντίθεση με
προηγούμενες, θεολογικές αντιλήψεις, περί Λόγου ο οποίος προέρχεται από το
μεταφυσικό. Νόηση και βούληση συνυφάνονται.
Οἱ Διαφωτιστὲς εἶχαν κατὰ νοῦ καὶ
χρησιμοποιοῦσαν μὲ δύο διαφορετικὲς σημασίες τὴν ἔννοια τοῦ Λόγου. Ἀπὸ τὴ μιὰ
ἐννοοῦσαν τὴν τυπικὴ λογικὴ καὶ τὴν ἀναλυτικὴ σκέψη καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕναν
κανονιστικὸ λόγο ριζωμένο στὰ ἔνστικτα καὶ συνυφασμένο μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση
στὴν ὁλότητά της· ὄχι στὸν νοῦ μόνον. Ἡ δισημία αὐτὴ εὔκολα παρανοοῦνταν, εἰδικὰ
ἀφοῦ ἡ ἔννοια τοῦ Λόγου παραπέμπει στὴ σκέψη καὶ στὴ νόηση. Ἔτσι, ὁ Λὸκ γράφει
ὅτι ἡ ἀναλυτικὴ σκέψη δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὶς πρῶτες ἀρχές (Essay, I,
1, 6-12), ἐνῶ ἀλλοῦ μὲ τὴ λέξη reason δηλώνει ὅτι ἐννοεῖ τὶς ψυχικὲς δυνάμεις (Essay,
IV, 18, 3). «Συμπεριφέρομαι ἔλλογα» γιὰ τοὺς Διαφωτιστὲς σήμαινε «ζῶ κατὰ φύσιν»,
δηλαδὴ σύμφωνα μὲ ἐπιταγὲς ἐνδιάθετες στὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ μὴ προερχόμενες
ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ Ἀποκάλυψη ἢ κάποια αὐθεντία. Ἤδη ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι
φύση γκρέμιζε τὴν ἡγεμονία τῆς ἄυλης νόησης καὶ ἀνατιμοῦσε τὴν αἰσθητὴ διάσταση
τοῦ ἀνθρώπου.
Είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι ο Ρουσσώ ήταν «ανορθολογιστής» και εκπροσωπεί την
αντινοησιαρχία σε αντίθεση με τον δήθεν νοησιαρχικό Διαφωτισμό. Κι ο Βολταίρος,
λ.χ., ονομάζει τον κανονιστικό Λόγο «ένα άλλο είδος ενστίκτου» (Dialogues d’
Evhemere, V), ἐνῶ ἀλλοῦ δηλώνει ὅτι ὁ
Λόγος μὲ τὴν ἔννοια τῆς καθαρῆς νόησης ἔβλαψε (Pensees, Remarques), ωστόσο είναι ένας από τους κυριότερους
Διαφωτιστές. Ο Ρουσσώ άλλωστε γράφει ότι ο Λόγος μάς δίνει τη σωστή αντίληψη για
τη θεότητα (Emile, IV) και μας προσανατολίζει
σωστά, ενώ η καρδιά μπορεί και να μας ξεγελάσει (Nouv.
Heloise,
III, 20).
Επίσης γράφει ότι μονάχα ο Λόγος
διδάσκει στους ανθρώπους το καλό και το κακό. Ἐπίσης, κι ἐδῶ φαίνεται ὅτι καὶ ὁ
Ρουσσὼ ἦταν Διαφωτιστὴς κι ὄχι (προ)ρομαντικός, ὁ Ρουσςὼ καταπολεμᾶ τὸν
ἀναλυτικὸ λόγο λέγοντας ὅτι εἶναι παθητικὸς καὶ δὲν δημιουργεῖ τίποτε μεγάλο (Emile,
IV)· δηλαδή, ἐξαιτίας τῆς δισημίας τοῦ λόγου,
χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια λέξη γιὰ τὴ νοησιαρχία καὶ τὸν κανονιστικό, ἐνστικτώδη
λόγο. Ο Ρουσσώ δεν καταπολεμά τον Λόγο, παρά βαθαίνει το περιεχόμενό του
οδηγώντας στα άκρα την Διαφωτιστική εξίσωση του 18ου αιώνα
Φύση=Λόγος. Εδώ δεν έχουμε όμως να κάνουμε με ένα αίτημα υποταγής των αισθημάτων
στο Λόγο, αφού κι ο Λόγος είναι Φύση, η οποία εννοείται κανονιστικά κι επομένως
τον εμπεριέχει κάνοντας περιττή τη νοησιαρχία. Τον 18ο αι. κανείς δεν
διατύπωσε εναντίον του Ρουσσώ τη μομφή του ανορθολογισμού. Η αποστροφή του
Ρουσσώ προς τη νοησιαρχία δεν πρέπει να θεωρείται σημείο κυριαρχίας της
τελευταίας κατά την εποχή του, αλλά ότι τότε η χειρότερη κατηγορία που μπορούσε
κανείς να προσάψει σε κάποιον ήταν η κατηγορία της νοησιαρχίας. Από την άποψη
των αξιών άλλωστε, ο Ρουσσώ βρίσκεται πολύ κοντύτερα στον Καντ παρά στον οπαδό
των αισθήσεων Ντε Σαντ. Άλλωστε ενάντια στη νοησιαρχία είχαν αντιταχθεί οι
Διαφωτιστές και οι πνευματικοί τους πρόγονοι ήδη εναντίον της Σχολαστικής και
των καρτεσιανών μαθηματικών, δίχως αυτό να τους καθιστούσε «ενάντιους στο
Διαφωτισμό». Οι ρομαντικοί του 19ου αι. πιάστηκαν από την αμφίσημη (ή
πολύσημη) έννοια του Λόγου ταυτίζοντάς την με τη νόηση (ενώ ο Διαφωτισμός έχει
άλλη αντίληψη του κανονιστικού Λόγου, τον οποίο διαχωρίζει από τον αναλυτικό),
ώστε να κατηγορήσουν τον Διαφωτισμό για ξερή νοησιαρχία και να του
αντιπαραθέσουν το «αίσθημα» και την «καρδιά».