Διαφωτισμός - και Θεός/Χριστιανισμός - Point of view

Εν τάχει

Διαφωτισμός - και Θεός/Χριστιανισμός





-και Θεός/Χριστιανισμός: υπάρχει η αντίληψη, ειδικά στους ελληνορθόδοξους που κάνουν λόγο για «άθεη ιντελιτζενσία» και «άθεο Διαφωτισμό» ότι οι Διαφωτιστές ήταν αθεϊστές. Φυσικά αυτή η αντίληψη αποτελεί τη γνωστή πολεμική τακτική του μαντρώματος. Όμως η αλήθεια είναι διαφορετική. Οι Διαφωτιστές απλώς αντιμάχονταν την χριστιανική ερμηνεία του Θεού προκρίνοντας μάλλον μια φυσική θρησκεία αντί της θετικής θρησκείας.

            Καταρχήν οι Διαφωτιστές δεν μπορούσαν να πετύχουν την κυριαρχία των ιδεών τους εάν αρνούνταν ό,τι ήταν προφανές στην εποχή τους, δηλαδή το Θεό· κι αυτό το γνώριζαν. Σε μια εποχή όπου ο αθεϊσμός συνεπαγόταν τον μηδενισμό, δηλαδή την επιδίωξη καταστροφής της κοινωνίας, κάποιος έπρεπε να είναι προσεκτικός στις διατυπώσεις του, ακόμη κι αν δεν πίστευε. Δεν έπρεπε λοιπόν να αρνείται το Θεό· ασφαλώς δεν είναι σωστό, από την άλλη, να πούμε ότι οι Διαφωτιστές ήταν υποκριτές όταν δήλωναν ότι δέχονταν την ύπαρξη Θεού. Άλλωστε υπήρξαν και αθεϊστές Διαφωτιστές· ωστόσο αυτοί ήταν μια μειοψηφία και μάλιστα μια μειοψηφία διασπασμένη: υπήρχαν οι μηδενιστές αλλά και οι αισιόδοξοι υλιστές. Το πρόβλημα των Διαφωτιστών, επομένως, δεν ήταν να απορρίψουν το Θεό, αλλά να αρνηθούν στη Σχολαστική και στην Εκκλησία το δικαίωμα να τον επικαλούνται ως απόδειξη της αυθεντίας τους προκειμένου να εξουσιάζουν την ανθρώπινη κοινωνία. Έπειτα θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν έναν μεταλλαγμένο Θεό του Χριστιανισμού, ο οποίος θα συμβάδιζε με την ανατίμηση της Φύσης, δηλαδή θα αντιμάχονταν τον χριστιανικό Θεό κι ό,τι αυτός συνεπαγόταν (αυθαίρετη κατάλυση νόμων της φύσης, αυθεντία, Ιερά Εξέταση, κοκ). Πάντως την άποψη ότι η θρησκεία κι ο Θεός κάνουν καλό στο λαό και στους αμόρφωτους, τους χαλιναγωγούν, ότι η θρησκεία μπορεί να αποβεί χρήσιμη για ένα κράτος γίνεται αποδεκτή από όλες τις μερίδες του Διαφωτισμού, τόσο από τον La Mettrie και τον Μακιαβέλι, όσο κι από τον Βολταίρο. Οι Διαφωτιστές επίσης είχαν κατανοήσει ότι μια ριζική, δηλαδή απόλυτη, αποκατάσταση της Φύσης θα οδηγούσε στην πλήρη αιτιοκρατία, στην οποία δεν έχει καμμία θέση το κανονιστικό στοιχείο. Όποιος όμως υποστήριζε την ανυπαρξία ηθικής, δεν μπορούσε να επιβληθεί κοινωνικά εκτοπίζοντας τον αντίπαλό του και την ηθική του· κι αφού μόνο ο Θεός τότε νοηματοδοτούσε την ηθική, έπρεπε να συνεχίσει να υπάρχει, αν οι Διαφωτιστές επιδίωκαν την κυριαρχία. Ο Θεός του Διαφωτισμού λοιπόν έστεκε (ή έπρεπε να στέκει) στο βάθος ως δημιουργός των φυσικών νόμων, ωστόσο ακριβώς επειδή δεν επενέβαινε πλέον σε αυτούς, η έμφαση δόθηκε στη Φύση ως αυτόνομο Όλον. Γι’ αυτό έπρεπε να απορριφθεί η συνεχής ύπαρξη ή δράση του Θεού στη Φύση (με αποτέλεσμα την παραμόρφωση της λειτουργίας της και, ταυτόχρονα, την δυνατότητα της Εκκλησίας να ισχυρίζεται ότι επηρεάζει/εξευμενίζει/εκπροσωπεί τον Θεό αυτόν, άρα και ελέγχει τις επεμβάσεις αυτές στη Φύση και στους ανθρώπους). Κυρίαρχη ήταν τότε η άποψη του Αριστοτέλη ότι η εξήγηση της κίνησης αποτελεί το Α και το Ω της εξήγησης της Φύσης: γι’ αυτό μια θεωρία που θα ήθελε να αυτονομήσει τη Φύση από το Θεό – κι άρα να αντιταχθεί στην δ. Εκκλησία – έπρεπε να διατυπώσει μια καινούργια άποψη για την κίνηση και την μετάδοσή της από το Θεό στη Φύση. Αυτό έγινε αρκετά νωρίς, με τον Γαλιλαίο (1564-1642), ο οποίος αντέστρεψε την έννοια της αδράνειας που επικρατούσε ώς τότε (η οποία ήταν αριστοτελικής-σχολαστικής προέλευσης) και που έδινε την μεταφυσική υπεροχή στη στάση (άρα και στο πρώτο Ακίνητο Κινούν, δηλαδή το Θεό), βάσει της θέσης ότι ένα ακίνητο σώμα επιδιώκει να παραμείνει ακίνητο κι ένα κινούμενο σώμα επιδιώκει να σταματήσει την κίνησή του, λέγοντας (ο Γαλιλαίος) ότι ένα σώμα που κινείται ομοιόμορφα, δεν επιδιώκει τη στάση, αλλά αντίθετα εμμένει στην κίνηση. Έτσι, δεν χρειαζόταν κάποιο ακίνητο κινούν ώστε να δίνει συνεχώς (ήτοι να παρεμβαίνει συνεχώς) στη Φύση κίνηση· αρκούσε μια και μοναδική ώθηση και ο Θεός μετά ήταν «άχρηστος» κοσμολογικά. Όμως, αυτή η αχρηστία συνδυαζόμενη με (το αίτημα για) την ανατίμηση της Φύσης και την (αποδιδόμενη σε αυτήν) ικανότητά της να είναι πηγή κανονιστικών αξιών (ασχέτως του αν αυτές τις εμφύτεψε αρχικά ο Θεός σ’ αυτήν) οδηγεί αναγκαστικά στην μείωση της επιρροής του Θεού. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι εξάλλου είχαν δείξει την «μισαλλοδοξία» του Χριστιανισμού, έτσι ήθελαν να πιστεύουν οι Διαφωτιστές (χωρίς φυσικά να εννοούν ότι η θύραθεν διαμάχη για τον «ορθό» ορισμό του Ανθρώπου και της Φύσης διόλου λιγότερο σφοδρότερη δεν είναι από την θρησκευτική διαμάχη για τον «ορθό» ορισμό του Θεού και του χριστιανικού δόγματος), και η απλότητα των φυσικών νόμων (στους οποίους δινόταν και κανονιστική-ηθική χροιά) έκαναν ευκολότερο το έργο του μετασχηματισμού της έννοιας του Θεού. Στο εξής, και χάρη στις επιστημονικές ανακαλύψεις και στην εντύπωση που (συγκριτικά με τους θρησκευτικούς πολέμους) έκαναν αυτές και η απλότητα-«χάρη» των φυσικών νόμων, άρχισε να κυριαρχεί η διαφωτιστική ιδέα ότι ο Θεός και η θρησκεία πρέπει να συμφωνούν με τον «Λόγο». Δεν ήταν πλέον η Αποκάλυψη που θα έκρινε τον Λόγο, αλλά ο Λόγος που θα έκρινε την Αποκάλυψη αποφασίζοντας αν αυτή ήταν αληθινή. Αυτό συνεπαγόταν, αυτομάτως, ότι θα επιτυγχανόταν η αξίωση κυριαρχίας των αυτόκλητων εκπροσώπων του «Λόγου» πάνω στους αυτόκλητους εκπροσώπους της «Αποκάλυψης» και μάλιστα, τροποποιώντας την έννοια του Θεού και της θρησκείας, οι Διαφωτιστές θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την μεγάλη, τότε, δύναμη της θρησκείας, παίρνοντας με το μέρος τους τις μάζες. Πάντως η ανάγκη συμφωνίας της θρησκείας με την επιστήμη έκανε αναπόφευκτα το Χριστιανισμό μία από τις θρησκείες και όχι την θρησκεία.

            Ταυτόχρονα, οι Διαφωτιστές, προκειμένου να αποσοβήσουν μια επιστροφή ενός Χριστιανικού Θεού «από την πίσω πόρτα», δηλαδή μέσω της «τέλειας (αφού οι νόμοι της ήταν απλοί, γνώσιμοι και ανθρώπινοι) Φύσης» στην οποία πίστευαν (αφού μια τέλεια Φύση συνεπάγεται έναν πανάγαθο κ.λπ. χριστιανικό Θεό), προτιμούσαν να αναφέρονται και στις ατέλειές της, ώστε να παρουσιάζεται ο δημιουργός της ως ατελής, άρα να μην είναι ο χριστιανικός ή, τέλος πάντων, να μην του δίνεται εκείνη η σημασία η οποία θα του έδινε το κύρος του χριστιανικού Θεού ή θα επανέφερε τον Θεό της Εκκλησίας. Λ.χ. ο Ντιντερώ  έλεγε ότι η κατάλυση της φυσικής τάξης με την εμφάνιση τεράτων, αποτελεί σίγουρη ένδειξη εναντίον του ισχυρισμού ότι η Φύση κατευθύνεται από τη σοφία του Θεού· αντίθετα, η τάξη απορρέει από τις «αρχέγονες ιδιότητες της Φύσης» (ο Ντιντερώ βέβαια ήταν άθεος). Επίσης υπήρχε εναντίωση, με την βοήθεια των «τεράτων», στην θεωρία της προΰπαρξης, ότι δηλαδή η ύλη, με προκαθορισμένη κανονικότητα, οφείλει να παράγει ό,τι έθεσε μέσα της ο Θεός την ημέρα της δημιουργίας. Επίσης μέσω του προαναφερθέντος σκεπτικιστικού παιχνιδιού αρνούνταν στη θεολογική παράταξη το δικαίωμα να κάνει λόγο για την αλήθεια των δογμάτων της κρατώντας φυσικά το δικαίωμα να ισχυρίζονται την αλήθεια των δικών τους απόψεων.
            Αποφασιστικό χτύπημα στην ιδέα του Θεού ήταν η αντίληψη ότι η ύλη έχει την ικανότητα, σταδιακά, να σκέφτεται. Αυτή ήταν μια αρχικά βιολογική αντίληψη, την οποία αποδέχτηκαν οι θεϊστές Διαφωτιστές, με την άποψη ότι «αν ο Θεός το επιθυμεί, μπορεί να επιπροσθέσει στην ύλη την ικανότητα να σκέφτεται» (ο Λοκ κι ο Βολταίρος το πίστευαν), ώστε να σωθεί ο Θεός του Διαφωτισμού και η κατρακύλα στον μηδενισμό. Εδώ φαίνεται το παράδοξο να προωθείται ο αθεϊσμός ακριβώς μέσω απόψεων που (ήθελαν να συνδυάσουν θεϊσμό και επιστήμη, και) ήταν θεϊστικές· φαίνεται δηλαδή η ετερογονία των σκοπών, ήτοι το ότι αλλού στοχεύει κανείς κι αλλού πετυχαίνει. Μόνο έτσι εξηγείται το φαινόμενο, ενώ οι αθεϊστές ήταν μια μικρή μερίδα των Διαφωτιστών, στό τέλος του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου ο αθεϊσμός να κυριαρχεί. Γιατί, όταν ο Θεός επιφορτίστηκε να καταργήσει τον εαυτό του μέσω της παντοδυναμίας του («μπορεί να επιπροσθέσει»), όταν η ύλη μπορεί να κινείται δίχως πρώτο κινούν, μπορεί να σκέφτεται κ.λπ., τότε ο Θεός είναι κοσμολογικά «άχρηστος», άρα ανύπαρκτος· αυτό φυσικά είναι μόνο ένα από τα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθεί, ωστόσο ήταν το κυρίαρχο, αφού η επιστήμη ήταν  ο κυρίαρχος μύθος της εποχής. Επειδή η επιστήμη και η Φύση ήταν στο επίκεντρο (αφού η δεύτερη είχε ανατιμηθεί, με την άποψη ότι είναι έλλογη και άξια επιστημονικής έρευνας), κάθε διεύρυνση των ορίων της πρώτης και των δυνατοτήτων της δεύτερης συνεπαγόταν ολοένα και περισσότερο ότι δεν χρειαζόταν, δεν ήταν ανάγκη να υπάρχει πίσω από την δεύτερη ένας Δημιουργός. Το «ξυράφι του Όκκαμ», αιώνες πριν, αυτό σήμαινε: μεταξύ δύο επεξηγήσεων ενός φαινομένου, η απλούστερη είναι και αληθέστερη.
            Το ενδιαφέρον στην υπόθεση ήταν ότι, ενώ όλοι σχεδόν οι «μονομάχοι», (φυσικά οι) θεολόγοι και οι (περισσότεροι) Διαφωτιστές, ταυτόχρονα πολεμούσαν τον αθεϊσμό και δήλωναν πίστη στο Θεό, τελικά ο αθεϊσμός θριαμβεύει. Αυτό συνέβη γιατί, εφόσον η ιδέα του Θεού έπρεπε να υποτάσσεται (=να μην αντιφάσκει) στο φυσικοεπιστημονικό κοσμοείδωλο, τελικά οι αλληλοκατηγορίες των «μονομάχων» ότι οι αντίπαλοί τους οδηγούν στον αθεϊσμό έδιναν την λογική εντύπωση ότι όλων των αντιμαχόμενων πλευρών οι απόψεις οδηγούν στον αθεϊσμό κι, άρα, ο αθεϊσμός είναι αναπόδραστος ή αναγκαίος· για όσο καιρό δεν υπήρχε κάποιο άλλο κριτήριο εκτός από τον ίδιο το Θεό, δεν υπήρχε περίπτωση η αλλαγή από τη μία πίστη στην άλλη να τον οδηγήσει σε έκπτωση. Όταν όμως και η θέση Α και η θέση (-Α) ισχυριζόταν ότι υπερμαχόταν για το Θεό και κατά του αθεϊσμού επιρρίπτοντας στην αντίθετή της θέση τον αθεϊσμό, ενώ η Φύση παρέμενε ακλόνητη και υποτάσσονταν σ’ αυτήν και η Α και η (-Α), τότε η ιδέα του Θεού μειωνόταν.
            Ο πανθεϊσμός δεν μπορούσε να επικρατήσει στους κόλπους των Διαφωτιστών (άσχετα αν εξαρχής υπήρξαν φιλόσοφοι όπως ο Σπινόζα), διότι η μηχανιστική αντίληψη της Φύσης, που αναπτύχθηκε αρχικά, υποβάλλει (όπως κάθε εικόνα μηχανής) τη σκέψη ενός κατασκευαστή. Επίσης ο πανθεϊσμός ήταν επικίνδυνος για όποιον τον υποστήριζε· εμμένοντας στον θεϊσμό οι Διαφωτιστές (ειδικά οι πρώιμοι) μπορούσαν να καλύπτουν εύκολα και δίχως εκκλησιαστικές κυρώσεις  την αντιεκκλησιαστική τάση τους και ταυτόχρονα μπορούσαν να μεθερμηνεύουν κοινούς χριστιανικούς τόπους αφαιρώντας έτσι από την δ. Εκκλησία το προνόμιο της ερμηνείας του Θεού (ή της Βίβλου κ.ο.κ.). Για παράδειγμα, όταν ο Γαλιλαίος απαιτεί ευλαβικά να θεωρηθεί η μελέτη των έργων του Θεού σπουδαιότερη από τη μελέτη των λόγων του, αφού η άμεση γνώση των βουλών του Κυρίου ξεπερνά τις ανθρώπινες πνευματικές δυνάμεις, ή όταν ο Bacon δικαιώνει (ή δικαιολογεί στα μάτια της δ. Εκκλησίας) την έρευνα της Φύσης ως ενθουσιασμό για τα έργα του Θεού, κι όταν ο Θεός και η Αποκάλυψη πρέπει πλέον να συμφωνούν (να μην αντιφάσκουν) προς το θύραθεν επιστημονικό κοσμοείδωλο, τότε η δημιουργία του Θεού μετατρέπεται από επιχείρημα της Εκκλησίας σε επιχείρημα για την ανωτερότητα των θέσεων της φυσικής επιστήμης και των Διαφωτιστών.
            Αυτή η θεοκτονία αρχίζει, ασυνείδητα βέβαια, από τον 12ο και 13ο αιώνα, στην σχολαστική θεολογία, όταν η Σχολαστική αποφαίνεται ότι ο Θεός, η βούλησή του, δεν μπορεί να θέλει κάτι αντίθετο από τον Λόγο· με αποτέλεσμα, διόλου προφανές για τους τοτεινούς, την περικοπή της παντοδυναμίας του Θεού. Ήταν επίσης αιτία η αντίδραση των καθολικών θεολόγων στην προσπάθεια του Θωμά Ακυινάτη (1225-1274) να συνδυάσει με έναν καινούργιο τρόπο Λόγο και πίστη (καταλήγοντας στο συμπέρασμα για την συμφωνία Λόγου-Θεού, ή πίστης-λογικής). Ο Θωμάς, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον αριστοτελισμό και το Λόγο συνδυαστικά με την καθολική πίστη, θέλοντας να δείξει ότι πίστη και λόγος δεν είναι ασυνταίριαστα, αλλά έτσι έδωσε υπερβολική σημασία στον Λόγο, στο ότι δηλαδή η πίστη πρέπει να αποδεικνύεται λογικά· κι όλα αυτά τα έκανε, προκειμένου να αποκρούσει την πανθεϊστική, μονιστική ερμηνεία του Αριστοτέλη από τον ισπανό Άραβα Αβερρόη (1126-1198). Το θωμιστικό συνταίριασμα αυτό πίστης και λόγου στη συγκεκριμένη του αναλογία ενόχλησε κύκλους της καθολικής Εκκλησίας, οι οποίοι έτσι θέλησαν να αντιδράσουν στην σύζευξη αυτήν και στην ανατίμηση του Λόγου. Γι’ αυτό ισχυρίστηκαν ότι ο (ανθρώπινος, εννοείται) Λόγος δεν μπορεί να νοήσει τις έσχατες αλήθειες, φοβούμενοι ότι η σύζευξη αυτή στο τέλος θα βλάψει την πίστη υπέρ του Λόγου. Έτσι όμως, οι ίδιοι οι μεταθωμιστικοί θεολόγοι, με το να απορρίπτουν την δυνατότητα του Λόγου να ερευνά ή να εγκρίνει τις έσχατες αλήθειες της πίστης (δλδ να πρέπει η πίστη να εξαρτάται από την έγκριση του Λόγου), συνέβαλαν στο να θεωρηθεί αντικείμενο μελέτης του Λόγου – τι άλλο απέμενε εξάλλου; – ο υλικός κόσμος, η Φύση. Μαζί με εξωθεολογικούς κύκλους, οι οποίοι (από αντίδραση στην δ. Εκκλησία, αντέστρεψαν την εκκλησιαστική κοσμοεικόνα και) θεώρησαν ότι η Φύση καθεαυτή συνιστά ένα έλλογο Όλον, άξιο μελέτης, η άποψη αυτή ενισχύθηκε από το φόβο των αντιθωμικών καθολικών. Έτσι όμως ο Λόγος και η προσοχή του ανθρώπου επικεντρώθηκαν στο Εντεύθεν. Αυτή η κριτική στη (χριστιανική) μεταφυσική, το αν ο ανθρώπινος (άρα και ο εκκλησιαστικός) Λόγος δύναται να ερευνά/γνωρίζει τις έσχατες αλήθειες του Εκείθεν, ήταν η πρώτη χρονικά· η δεύτερη κριτική, έγινε μεταγενέστερα, όταν η πρώτη κριτική είχε γίνει κοινός τόπος μεταξύ των λογίων, και σήμαινε την αμφισβήτηση της ύπαρξης διαίρεσης μεταξύ Εκείθεν και Εντεύθεν, δηλαδή της Μεταφυσικής.
            Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα γινόταν αντίστοιχα στο Βυζάντιο. Εκεί γινόταν πιο λεπτές διακρίσεις κι ο αγνωστικισμός της Ορθοδοξίας ήταν πολύ πιο λεπτεπίλεπτος. Επίσης – διόλου ασήμαντο – το Βυζάντιο ήταν συνεχιστής της παγανιστικής Αρχαιότητας, ως κράτος, και ακολούθησε την θρησκευτική πολιτική της, η οποία συνίστατο (όπως έχουμε δει στο Α’ Μέρος) στην δίωξη της ετεροδοξίας (δηλαδή διόλου δεν «πρωτοτυπούσε» το Βυζάντιο, ως εξουσία, στο θλιβερό αυτό άθλημα, κι ούτε έφτασε τις αρχαίες επιδόσεις). Πιθανότατα, εάν αφηνόταν δίχως κρατικές επεμβάσεις η διανόηση (π.χ. στην περίπτωση του Ιω. Ιταλού και μετά), αν δηλαδή η αρχαιοελληνική αρχή της κρατικής έλλειψης ανεξιθρησκίας, η οποία στο Βυζάντιο οριζόταν ως «η φιλοσοφία είναι ελεύθερη αρκεί να μην αντικαθιστά την δογματική διδασκαλία», έπαυε να ισχύει, τότε θα είχαμε μια παρόμοια εξέλιξη, αφού καθένας θα έλεγε ό,τι ήθελε. Μη ξεχνάμε όμως ότι δύσκολα θα εγκατέλειπε την αρχαία κρατική παράδοση το Βυζάντιο (αφού θεωρούσε τον εαυτό του μόνο νόμιμο συνεχιστή της Αρχαιότητας και της Ρώμης) κι ότι, σε αντίθεση με την πολυδιασπασμένη σε κράτη Δ. Ευρώπη, εδώ υπήρχε ένα κράτος μόνο, το οποίο ελεγχόταν ευκολότερα από την "εθνική" του Εκκλησία – άρα θα επέτρεπε λιγότερες παρεκκλίσεις από το επίσημο δόγμα. Επίσης είναι πιθανό ότι τα ενδιαφέροντα των υποτιθέμενων εξωεκκλησιαστικών Βυζαντινών (αν δεν έπεφτε το Βυζάντιο στα 1453 και 1204) θα τους οδηγούσαν σε έναν πλωτινισμό ή παγανισμό της ύστερης αρχαιότητας (όπως δείχνουν – όσο μπορούμε να βασιστούμε σ’ αυτές – οι απόψεις των Πλήθωνα και Ιταλού) κι όχι σε μια καθαρά θύραθεν κοσμοθεώρηση, τύπου Δύσης, δίχως κυρίαρχες πανθεϊστικές τάσεις. Αλλά πάλι κανείς δεν ξέρει. Άλλωστε και στην Δύση το φιλοσοφικό ρεύμα που τελικά οδήγησε στην εκκοσμίκευση του 19ου αι., αρχικά (Cusanus, Bruno, Telesio κ.ά.) κρύβονταν πίσω από ή δεχόταν ειλικρινά μια αμφίσημη πανθεϊστική-θεϊστική τάση δίχως καμμία νύξη για αθεϊσμό.
            Ωστόσο ο Διαφωτισμός δεν προχώρησε στην οριστική θεοκτονία. Άλλωστε, ώς και τον 18ο αιώνα, η Φύση δεν μπορούσε να θεοποιηθεί, διότι ακόμα θεωρούνταν σημαντικά τα θέματα της δίκαιης τιμωρίας ή αμοιβής του κάθε ατόμου. Όταν αυτά έπαψαν να θεωρούνται σημαντικά σε κοινωνικό επίπεδο, όταν η θεολογική παράταξη αποσαθρώνεται αλληλοσπαρασσόμενη και δίχως κρατική υποστήριξη, τότε δεν απομένει παρά η αντίληψη του ανθρωπιστικού αθεϊσμού του 19ου αιώνα, ότι ο άνθρωπος σκοτώνοντας το Θεό μπορεί να πάρει στα χέρια του το πεπρωμένο του.
-και παραλογισμός: Ο Maupertuis, προκειμένου να εξηγήσει την δημιουργία ζωής από την ανόργανη ύλη, αρχικά δεχόταν ότι η επιγένεση ανάγεται στην έλξη (Venus phys. , XVII), έπειτα χαρακτηρίζει την ένθετη στην ύλη «αρχή της νόησης» ως «επιθυμία», από τη μια, και «αποστροφή», από την άλλη, για να προσθέσει κατόπιν και τη «μνήμη» (Syst. de Nat., XIV, LV)· σε άλλα χωρία γίνεται λόγος για «ένστικτο» (Syst. de Nat., LX) ή για κάποια «σκοτεινή και άναρθρη αίσθηση» (Response a Diderot). Λέει βέβαια αλλού κι ότι τα πρώτα οργανικά άτομα διαμορφώθηκαν με τρόπο θαυματουργό (Syst. de Nat., XXXI), αν και φροντίζει να αφήσει ρευστά τα όρια ανάμεα σε θαύμα και σε σύμπτωση (Syst. de Nat., XLV). Ο Buffon ισχυρίζεται ότι τα οργανικά κύτταρα προκύπτουν από τη συνεργία θερμότητας και έλξης (La Nature, Seconde Vue)· αργότερα όμως θεωρεί τη δημιουργία των κυττάρων ως χημική διαδικασία (Epoques de la Nat., 5e Ep.). Σύμφωνα με τον άθεο La Mettrie το οργανικό προήλθε από τη σύμμιξη του εδάφους με σπέρματα ωριμασμένα στον αέρα, χάρη στην ενέργεια της θερμότητας (Syst. dEpicure, VII-X). Για τον επίσης άθεο Ντιντερώ, η μεταμόρφωση της «αδρανούς ύλης» σε «αισθανόμενη» εμφανίζεται ως προϊόν μιας «ζύμωσης», χάρη στην οποία π.χ. ένα κονιορτοποιημένο κομμάτι μάρμαρο μεταβάλλεται πρώτα σε χώμα και κατόπιν, διαμέσου της αφομοίωσής του από φυτά, σε κάτι βρώσιμο και οργανικό (Entretien entre dAlembert et Diderot), αν και ξεχνά ότι και τα φυτά είναι ζωντανή ύλη. Ο Hollbach παράγει την οργανική ζωή από μια «ζύμωση», που πραγματοποιείται υπό την επίδραση της θερμότητας (Syst. de la Nat., I, 59). Καλλίτερα να ζυμώνεις παρά να κοσκινίζεις· ή κάτι τέτοιο. Τέλος, ο αναπόφευκτος Βολταίρος, μαζί με τους Ιησουΐτες αρνούνταν να θεωρήσει τον πολύποδα ως ζώο (Dict. Philos., Art. “Polypes”).
Porta Aurea

Pages