ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣ, ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΗΘΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Είναι
κοινότοπο στην εποχή μας να διατυμπανίζεται ο σχετικισμός ως θεραπεία για την
καταπολέμηση της επιθετικότητας και ως τρόπος για την επίτευξη της ανεκτικότητας
προς τον διαφορετικό. Ωστόσο δεν προκύπτει από πουθενά η σύνδεση μεταξύ ανοχής
και σχετικισμού. Η διαπίστωση ότι οι αξίες και τα συμφέροντα είναι σχετικές δεν
συνεπάγεται την άποψη ότι δεν πρέπει να προσπαθούμε να επιδιώκουμε την επιβολή
των δικών μας αξιών με κάθε μέσο. Μπορεί λ.χ. να γνωρίζουμε ότι οι αξίες είναι
σχετικές, ότι τα συμφέροντά μας είναι ατομικά κι όχι ευρύτερα κ.λπ., κι όμως να
αγωνιζόμαστε με πείσμα για την επικράτησή τους επί των άλλων αξιών και
συμφερόντων. Για παράδειγμα, μπορεί ένας εθνικιστής να εννοήσει ότι τα
συμφέροντα και οι αξίες του έθνους του είναι σχετικά κι όχι απόλυτα, αλλά αυτό
δεν τον κάνει να μην αγωνίζεται για την κατατρόπωση των εχθρών του έθνους του.
Μπορεί, με άλλα λόγια, κάποιος να πιστεύει απόλυτα στην αλήθεια του, να γνωρίζει
ότι αυτή είναι μία από τις πολλές αλήθειες που υπάρχουν στον κόσμο, αλλά διόλου
ειρηνικότερος να γίνεται. Ακόμη και η σχετικιστική διαμαρτυρία κατά της Μίας και
Μοναδικής Αλήθειας ή Λόγου ως υπαιτίων της βαρβαρότητας και βίας πρέπει να
αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό: ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι η βία και η
βαρβαρότητα υπάρχουν πολύ πριν την εφεύρεση της Μίας Αλήθειας ή Λόγου· ο Ένας
και Μοναδικός Λόγος δεν αποτελεί λοιπόν την αιτία της βαρβαρότητας, αλλά απλώς
ένα από τα ενδεχόμενα όπλα της. Κι αφού είναι έτσι, τότε η σχετικιστική
αγανάκτηση κατά όσων δέχονται τον ένα και μοναδικό Λόγο είναι ανόητη. Άλλωστε οι
φιγούρες σχετικιστών τύπου Νίκου Δήμου, που ειρωνεύονται τους εκάστοτε «ταλιμπάν»,
διατυμπανίζουν την ανοχή και το ότι «δεν πιστεύουν σε τίποτα», μόνο χαμόγελα
συγκατάβασης προκαλούν, αφού ακριβώς η (αβάσιμη) πίστη τους είναι υπαρκτή κι
έγκειται στην πεποίθηση ότι η διαπίστωση της πολλότητας των διαφορετικών αξιών
οδηγεί απαραίτητα στην έλλειψη επιθετικότητας.
Από την άλλη και ο ηθικός οικουμενισμός σφάλλει, γιατί από ορισμένες
διαπιστώσεις σχετικές με την ανθρωπότητα, θεωρεί ότι οδηγούν στην συνεννόηση και
την ανεκτικότητα μεταξύ όλων των ανθρώπων. Οι διαπιστώσεις αυτές αφορούν την
ύπαρξη πανανθρώπινων καταβολών, όπως η ικανότητα για γλώσσα και η ορθολογικότητα
ή άλλες νοητικές ικανότητες. Ωστόσο ενώ οι καταβολές αυτές είναι κοινές, το
περιεχόμενο αυτών δεν είναι εκ των προτέρων κοινό ή προδιεγραμμένο, ώστε να
προκύπτει η ανοχή. Μπορεί μάλιστα τα περιεχόμενα να είναι εντελώς διαφορετικά,
οπότε δεν προκύπτει η συνεννόηση αλλά η έχθρα. Η κατανόηση=γνώση της θέσης του
άλλου δεν συνεπάγεται συμφωνία μαζί του και ανοχή. Και δύο εχθροί μπορεί να
θέλουν, ο ένας να γνωρίζει=κατανοεί τον άλλον, αλλά αυτό δε συνεπάγεται ότι
επιδιώκουν τη συμφιλίωση.
Το παράδοξο είναι ότι ενώ ο σχετικισμός κι ο ηθικός οικουμενισμός
αλληλοκατηγορούνται ως εχθροί της ανοχής (λ.χ. οι σχετικιστές διαμαρτύρονται
ενάντια στην δικτατορία της μίας Ηθικής, ενώ οι οικουμενιστές διαμαρτύρονται
εναντίον της ηθικής αδιαφορίας των σχετικιστών), στην πραγματικότητα
αλληλοσυμπληρώνονται. Έτσι, και οι δύο ισχυρίζονται ότι η ιδεολογία τους οδηγεί
στην ανοχή και την συμφιλίωση των ανθρώπων. (23/2/2007)
Σχετικισμός και ανοχή.
Ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις
του Θανάση Τριαρίδη στο θέμα της ανοχής, γιατί συνεχίζουν τη συλλογιστική του
ουμανιστικού σχετικισμού ένα βήμα παραπέρα - ή παρακάτω. Ο Τριαρίδης θεωρεί ότι
πρέπει να υπάρχει ανεκτικότητα και προς αυτούς που ο ίδιος αποκαλεί "φασίστες" ή
αυτούς που εμείς θα αποκαλούσαμε εχθρούς της ανοχής προς τον εχθρό. Τι εννοεί με
την ανεκτικότητα; "Θα
ξεκινούσα από εκείνο το παλιό
habeo corpus:
δηλαδή, έχω σώμα, είμαι κύριος της ζωής μου, μπορώ να την
αυτοδιαθέτω, να την επιλέγω, έχω δικαίωμα να αγαπώ και να μισώ, να επενδύω ή να
ξοδεύω όπως θέλω τον μάταιο χρόνο μου. Το
habeo corpus
προσδιορίζεται σε σχέση με το
habere corpus
του απέναντί μας. Ό,τι κι αν πιστεύουμε, όπως κι αν το πιστεύουμε, οφείλουμε να
προτάξουμε ετούτο το δικαίωμα του απέναντι σώματος – ακόμη κι όταν αυτό (το
σώμα) πάει πιο πέρα από την ηθική μας. Κάπως έτσι νομίζω πως προσδιορίζεται η
ανεκτικότητα – η θεμελιακή προϋποθεση της ανοιχτής κονωνίας".
Ωστόσο η θέληση για προσωπική
αυτοδιάθεση διόλου δεν προσδιορίζεται, εκ φύσεως, σε σχέση με την θέληση του
απέναντι σώματος για αντίστοιχο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Όχι μόνο δεν
προκύπτει από κάπου, αλλά είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως η κυριότητα της ζωής
ορισμένων από τους ίδιους συνεπαγόταν ή προϋπέθετε την έλλειψη κυριότητας της
ζωής κάποιων άλλων. Δεν υπάρχει αντικειμενική απόδειξη πως είμαστε ελεύθεροι
μόνο όταν και οι άλλοι είναι ελεύθεροι - όπως και δεν υπάρχει αντικειμενική
απόδειξη πως είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν υποτάσσουμε τους άλλους. Αυτό το
"οφείλουμε να προτάξουμε ετούτο το δικαίωμα του απέναντι σώματος", λοιπόν, δεν
πηγάζει από πουθενά, δεν βασίζεται πουθενά, δεν πείθει παρά μόνο ως γούστο,
όχι ως ανάγκη, ως βεβαιότητα, ως αλήθεια. Απλώς ένα γούστο ανάμεσα στα άλλα.
Επικίνδυνος σχετικισμός; Ο ίδιος ο Τριαρίδης δηλώνει αντίπαλος των εχθρών του
σχετικισμού, "εθνοφασίστα" Χριστόδουλου και του καθολικού Πάπα, φαίνεται να
ευχαριστείται με τον σχετικισμό που καταρρίπτει τις απόψεις περί μίας αλήθειας.
Απλώς νομίζει, όπως κι ο Νίκος Δήμου, πως ο σχετικισμός έχει ή πρέπει να έχει
όρια. Τα όρια που έχουν κατά νου οι ίδιοι, φυσικά. Ένας σχετικισμός
ανθρωπιστικός - ωσάν να μην υπήρχε στην ιστορία (των ιδεών) σχετικισμός
αντιανθρωπιστικός και μηδενιστικός κι ωσάν ο τύπος του σχετικισμού ο οποίος
είναι του γούστου τους είναι ο μόνος ορθός ή ο μόνος "πραγματικός
σχετικισμός", πέραν του γούστου. Βέβαια, να είναι κανείς σχετικιστής και
ταυτόχρονα να θεωρεί αυτονόητο πως ο ανθρωπιστικός σχετικισμός είναι ο
πραγματικός ή, ακόμη χειρότερο, να σκέφτεται να τον αποδείξει ως πραγματικό και
ωφέλιμο, είναι πράγματα που μόνο στον γεμάτο "αντιφασίστες" τόπο αυτόν τα
διανοείται κανείς.
Ο Τριαρίδης συνεχίζει υποστηρίζοντας πως "Το
όριο της ανεκτικότητας απέναντι στην έφραση του μίσους είναι εκείνο το θολό,
αμφιλεγόμενο σημείο όπου η φασιστική ρητορική μετασχηματίζεται σε φασιστική
πράξη, όταν τα λόγια γίνονται γροθιές, σιδερολοστοί και βόμβες· δηλαδή όταν το
Μein
Kampf γίνεται
Νόμοι της Νυρεμβεργης και
Kristallnacht.".
Ένας
σχετικισμός που δεν αποδέχεται την απόλυτη ισοτιμία των πάντων, ως ζητημάτων
γούστου, είναι δεδομένο ότι σοκάρεται στο φαινόμενο της βίας, ότι το θεωρεί
απαράδεκτο, και συνεπώς δεν είναι σχετικισμός. Μια απόλυτη όμως αντίθεση στη βία
συνεπάγεται την άρνηση της βίας εναντίον των τυράννων. Είναι βέβαια αφελής η
αντίληψη ότι η διακήρυξη της βίας (από τους "φασίστες") δεν θα οδηγήσει κάποτε
στη βία· ακόμη και η διακήρυξη, άλλωστε, της μη βίας οδηγεί συχνά στη βία.
Πράγματι ἐδῶ ὑπάρχει μιὰ τεράστια ἀντίφαση ἢ ἄγνοια, γιὰ τὴν ὁποία κάναμε λόγο
στὸ "Διάλογο". Ἡ ἀπόλυτη ἐξίσωση (ἰσηγορία) τῶν ἀπόψεων καὶ ὁ διάλογος, ὅταν
φτάσουν στὸ ἔσχατο φιλοσοφικὸ θεμέλιο, τὸ γοῦστο καὶ τὶς προδιαθέσεις, δὲν
ἀποδεικνύουν τὴν ὑπεροχὴ καμμίας ἄποψης και ἔτσι εἴτε κλονίζουν τὴν κυρίαρχη
ἄποψη εἴτε ὁδηγοῦν στὴν ἐκ μέρους της ἄσκηση βίας. Πῶς ὅμως ἀποκλείεται ἀπὸ τὸν
Τ. τὸ ἐνδεχόμενο δημοκρατικὰ νὰ πειστοῦν οἱ ἀκροατὲς γιὰ τὴν "ὀρθότητα" τῶν
ἀκροδεξιῶν ἀπόψεων; Καὶ - ἂν πειστοῦν - νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἀντίστοιχες πολιτικὲς
δράσεις, εἴτε αὐτὲς εἶναι, δημοκρατικὰ ψηφισμένοι, ρατσιστικοὶ νόμοι εἴτε ὠμὴ
βία κατὰ τῶν μειονοτήτων καὶ (λαθρο)μεταναστῶν; Γιατὶ προφανῶς ἡ ἀνεκτικότητα
αὐτὴ ἀπέναντι στὶς θεωρητικὲς ἐκφράσεις τοῦ μίσους δὲν σημαίνει συμφωνία μὲ
αὐτὲς οὔτε ἄρνηση τῆς δυνατότητας ἢ τῆς ἀνάγκης διαμαρτυρίας ἐναντίον τους, ἀλλὰ
ἄρνηση π.χ. νὰ ἀπαιτηθεῖ ἀπαγόρευση τῆς δυνατότητας στοὺς ἀκροδεξιοὺς νὰ
ἐκφράζονται ἐλεύθερα δημοσίως. Προφανῶς ἡ δυνατότητα ἐλεύθερης ἔκφρασης, ἡ
ἀπόλυτη (δηλαδὴ ἡ προτροπή λ.χ. γιὰ "ἐθνικοσοσιαλιστικὸ κράτος", γιὰ βία κατὰ
τῶν μειονοτήτων, γιὰ στρατιωτικὲς ἐπεμβάσεις σὲ γειτονικὲς χῶρες - κατ'
ἀντιστοιχία μὲ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία τῶν ἀριστερῶν καὶ τῶν ἀκροαριστερῶν νὰ
προτρέπουν σὲ κατάργηση τοῦ κράτους ἢ σὲ βίαιη κατάληψη τῆς ἐξουσίας καὶ ἀλλαγὴ
τοῦ οἰκονομικοῦ συστήματος) συνεπάγεται ὅτι κάποιοι πείθονται καὶ πειθόμενοι
ἐπιδιώκουν νὰ πραγματώσουν τὰ πιστεύω τους. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει πράξη δίχως θεωρία
πίσω της. Μόνο που, ὅταν οἱ πολλοὶ ἔχουν πειστεῖ γιὰ "τὴν ἀλήθεια" τῶν
ἀκροδεξιῶν, τότε εἶναι ἀργά. Πιὸ σώφρονα ἀριστερὴ τακτικὴ εἶναι ἡ γνωστὴ ἄρνηση
γιὰ διάλογο μὲ τοὺς ἀκροδεξιούς, ἢ διάλογο γιὰ τὴν ὀρθότητα ἢ μὴ τῶν ἀκροδεξιῶν
θέσεων στὴ βάση τοῦ ἀπόλυτου σχετικισμοῦ καὶ ἐξίσωσης (ἡ ὁποία ὅμως ἀκριβῶς
εἶναι ἡ βάση κάθε διαλόγου) ἀκριβῶς ἐπειδὴ σὲ ἔσχατα μεταφυσικὰ ζητήματα καὶ
θεωρήσεις τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει τεκμηρίωση καὶ
ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη τῶν θέσεων κανενός.
Υπάρχει όμως και "αντιπρόταση":
"Ποια μπορεί να είναι η
αντιπρότασή μας, λοιπόν; Σίγουρα όχι μια μαγική λύση, αλλά μια διαδρομή κόντρα
στη βολική αυτοκατάφασή μας: η αποθεολογικοποίηση της εκπαίδευσης μας, του
πολιτικού λόγου μας, της κοινωνικής συμμετοχής μας, η έξοδός μας από το κοπάδι
της ομογενοποιημένης κοινοτοπίας που συχνά είναι ασυνείδητη άσκηση βίας και
μίσους". Με άλλα λόγια:
αφήνουμε στους ηλίθιους φασίστες το δικαίωμα να υπάρχουν, αλλά λ.χ. στα σχολεία
κάνουμε κατηχητικό του τύπου "οφείλουμε να προτάξουμε το δικαίωμα του άλλου
σώματος" και "οι φασίστες πιστεύουν σε κάτι παράλογο". Κι αυτό καλείται "αποθεολογικοποίηση
της εκπαίδευσης". Πρέπει να τονιστεί εδώ βέβαια πως δεν γίνεται υπεράσπιση
του φασισμού ως τέτοιου, αλλά
υπενθύμιση ότι ένας συνεπής σχετικισμός δεν μπορεί να κάνει λόγο για "φασισμό"
(εννοείται υποτιμητικώς) δίχως να είναι φιλοσοφικά ασυνεπής. Επειδή δεν μπορεί
να υπάρξει κοσμοεικόνα δίχως Εχθρό, η αποθεολογικοποίηση είναι αδύνατη.
Στην πραγματικότητα όλη η αβάσιμη αντίληψη περί χαμπέο κόρπους δεν είναι παρά
σκέτη μεταφυσική, με ανθρωπιστικά πρόσημα. Με ελευθερόφρονα ευχολόγια του
τύπου "προτιμώ να αποφασίσουν οι άνθρωποι να αγαπηθούν από μόνοι τους, παρά να
τους εξαναγκάσει κάποιος άλλος". Από την μία σχετικιστικές αερολογίες και μύδροι
κατά της "μίας αλήθειας" και από την άλλη δήλωση πίστης στο "habeo
corpus", προφανώς ως την μία-μόνη αλήθεια, στην οποία
βεβαίως έχουν ορισμένοι το δικαίωμα να μην πιστεύουν και αντ' αυτής να πιστεύουν
σε "φασιστικά ψεύδη" - πόσο μεγαλόψυχη παραχώρηση ετούτη πια. Το
habeo corpus δεν είναι παρά ένα ιδεολόγημα - όπως οι ρατσιστικές αντιλήψεις των Δυτικών τον 19ο και 20ό αι.,
όπως
οι αντιλήψεις για την αιωνιότητα και το δίκαιο του φεουδαλισμού κατά το Μεσαίωνα. Αν ήταν τόσο
αυταπόδεικτα φυσικό ή ωφέλιμο, θα παραμέριζε τις "τις
ιδεολογίες, τις ηθικές επιταγές, τις μεγάλες αφηρημένες λέξεις-φενάκες".
Κι όμως και το ίδιο είναι μια ηθική επιταγή, μια αντίληψη ότι ο κόσμος είναι ή
πρέπει να είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Με μύθους ανακατωμένους με αφελή
σχετικισμό όμως δεν προκύπτει η ανοχή - άλλωστε αυτή έχει όρια, όπως πολύ καλά
υπενθυμίζεται. Γι' αυτό αξίζει να σημειωθεί: ο σχετικισμός δεν οδηγεί απαραίτητα
ούτε στο σεβασμό του διαφορετικού συνανθρώπου ούτε και στο μίσος εναντίον του -
γι' αυτό και η καπηλεία του μόνο κωμική πράξη είναι. (4/10/2007)
Ένας φιλοσοφικά συνεπής σχετικισμός δεν παραξενεύεται αλλά, αντίθετα, βρίσκει
πολύ φυσιολογικό το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι (η πλειοψηφία) που
θεωρούν τον σχετικισμό λογικά και ηθικά απαράδεκτο. Τόσο φυσιολογικό =
αναμενόμενο, όσο τα συμπεράσματα για την ποικιλία των αντικρουόμενων απόψεων.
Σχετικισμός και πράξη.
Ο σχετικισμός συνεπάγεται, εκτός
των άλλων, ότι είναι αδύνατο να εξηγηθούν επαρκώς και να γίνουν αποδεκτές οι
έσχατες κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις του συνομιλητή. Καθώς, όσο πιο πίσω και πιο
κάτω, στα θεμέλια της επιχειρηματολογίας του αντιπάλου, οδεύει η συζήτηση, τα
αυτονόητα του αντίπαλου δεν γίνονται αποδεκτά και ορισμένες φορές δε γίνονται
κατανοητά, όσο κι αν τα εξηγεί ο ένας στον άλλο. Αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη
ικανότητας για πειθώ ή σε ανοησία ή σε παρεξήγηση, αλλά στο ότι το γούστο του
καθενός είναι διαφορετικό: η διαφορετική παιδεία του, οι διαφορετικές
συναναστροφές του, η διαφορετική ανατροφή του, ακόμη και τα γονίδια,
διαμορφώνουν διαφορετικές προτιμήσεις και γούστα, όχι μόνο για τα ευτελή
πράγματα όπως η μπύρα και το φαγητό, αλλά και για τον τρόπο ερμηνείας του
κόσμου. Ασφαλώς τα γούστα των συνομιλητών ενδέχεται να συμπίπτουν μερικώς ή
πλήρως, σε συγκεκριμένο εξεταζόμενο θέμα ή σε πολλά. Η συμφωνία ή σύμπτωση δεν
συνεπάγεται ότι βρήκαν την αλήθεια, αλλά ότι είχαν παραπλήσιες ή κοινές
παραστάσεις και τρόπο σκέψης. Τέτοια ασυνεννοησία κυρίως προκύπτει στα θεωρητικά
ζητήματα (πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά) και λιγότερο στα επιστημονικά, ωστόσο και
στα τελευταία η αξιολόγηση της επιτυχίας ή της πρακτικότητας ή του οφέλους είναι
ζήτημα υποκειμενικής κρίσης ή υποκειμενικής απαίτησης (π.χ. κρίνω ασύμφορη την
απόδοση άνω του 90% γιατί δεν ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο ή γιατί το κόστος μού
φαίνεται υψηλό, ενώ για κάποιον άλλον η κρίση είναι διαφορετική).
Ακόμη και η διαδικασία της μάθησης στηρίζεται είτε στη συμφωνία πάνω σε κάποιες
βασικές αρχές (μέθοδος ανάλυσης κ.λπ.) είτε στην παραδοχή από τον μαθητή ότι
είναι ανίδεος και πρέπει να συμμορφωθεί με την κοσμοαντίληψη του δασκάλου
υιοθετώντας την. Δεν αντίκειται η ύπαρξη δεδομένων γούστων στην μάθηση. Στη
συζήτηση δύο γούστα συγκρούονται, συμπίπτουν και αποκλίνουν μερικώς ή πλήρως.
Στη μάθηση διαμορφώνεται το γούστο του μαθητή ή προστίθενται γνώσεις στη βάση
ενός προσυμφωνημένου γούστου.
Από τη διαπίστωση του σχετικισμού, δηλαδή της διαπίστωσης τής μερικής ή πλήρους
ασυνεννοησίας ή διαφωνίας, δεν είναι απαραίτητη η αποχή από κάθε πράξη. Ο
σχετικιστής έχει επίγνωση της ασυνεννοησίας και διαφωνίας, ωστόσο ο ίδιος, πέρα
από την επίγνωση αυτήν, έχει λάβει ορισμένη παιδεία, έχει ορισμένες
συναναστροφές, οικογένεια με ορισμένες απόψεις, ορισμένα γονίδια, ορισμένα
αναγνώσματα και ορισμένες (περιορισμένες) εμπειρίες. Εάν δεν επιδιώξει την
αυτοκαταστροφή του, πρέπει να δράσει, να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που
προκύπτουν. Και θα δράσει με βάση το γούστο του και τον τρόπο σκέψης του, όπως
έχει διαμορφωθεί έως τώρα. Δίχως να πείθεται για την αληθοφάνεια των άλλων
κοσμοαντιλήψεων, πρέπει να στηριχθεί, θέλοντας και μη, σε ό,τι του φαίνεται
αληθινό, δοκιμασμένο και εγγυημένο. Ο σχετικισμός λοιπόν μπορεί να είναι μόνο
θεωρητικός και ποτέ πρακτικός. Ο πρακτικός σχετικισμός θα συνεπαγόταν την
αδυναμία εκλογής της αντικειμενικής αλήθειας μεταξύ αλληλοσυγκρουόμενων απόψεων
και κριτηρίων για την αλήθεια και τελικά την αδυναμία για δράση. Τι άλλο
απομένει για κάποιον εκτός από την υιοθέτηση των δικών του (ή άλλων) γούστων; Η
μη πραγμάτωση του σχετικισμού στην πράξη δεν συνεπάγεται αντίφαση με τα
θεωρητικά συμπεράσματά του. Γιατί δεν είναι θεωρητικό συμπέρασμα του σχετικισμού
η άρνηση να λάβει κανείς θέση, αλλά μόνο η διαπίστωση της (μερικής ή πλήρους)
ασυνεννοησίας και αντίθεσης μεταξύ των θέσεων που υπάρχουν και διαφημίζονται.
Για παράδειγμα, δύο λαοί ή κυβερνήσεις ή στρατοί έχουν σαφή επίγνωση της
ασυνεννοησίας και διαφωνίας των λαών τους, αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι
παραιτούνται από τη δράση - αυτό θα σήμαινε παραίτηση από τη ζωή. Δεν μπορεί να
υπάρξει όμως καμμία δράση σύμφωνα με όλα τα γούστα, όλα τα
κριτήρια, όλα τα συμπεράσματα, παρά μόνο σύμφωνα με ορισμένα
κριτήρια (ηθικά ή χρησιμοθηρικά), ορισμένο γούστο (με την βαθύτερη
έννοια), ορισμένα βιώματα και γνώσεις. (5/12/2007)