Το γυμνό
Το γυμνό ως άνθρωπος
αντιπαρατίθεται στο γυμνό ως τσόντα. Η ίδια η ηθελημένη γυμνότητα κάποιου
συνεπάγεται την απουσία άμυνας κι εν τέλει φόβου μπρος σε όποιον τη βλέπει. Η
γυμνότητα ως τσόντα συνεπάγεται τη θέαση του γυμνού ανθρώπου κυρίως ή
αποκλειστικά ως πράγματος και γι' αυτό συνεπάγεται/προϋποθέτει εκ μέρους του
γυμνού ανθρώπου την άμυνα και το φόβο της απροσωποποίησης. Τέτοιος φόβος μπορεί
να υπερνικηθεί μόνο μέσω κάποιας άμεσης υλικής αμοιβής, συνήθως χρηματικής. Δεν
αποκλείεται βέβαια στη γυμνότητα ο ερωτισμός, το αντίθετο μάλιστα: η έλλειψη
φόβου (ότι είσαι πράγμα) είναι ακριβώς μια αναγκαία συνθήκη/αυτονόητο της
αγάπης. Δεν υπάρχουν μυστικά, μεταξύ αυτών και το μυστικό που τα ρούχα κρύβουν,
ακριβώς διότι η ψυχική απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων είναι μηδενική. Στη
γυμνότητα ως τσόντα/χυδαιότητα υπάρχει ένα είδος αυνανισμού παρά την υλική
ύπαρξη του άλλου προσώπου. Αυτός/αυτή υπάρχει, μόνο που είναι πράγμα, όχι
πρόσωπο. Τέτοιος αυνανισμός (ή αίσθηση πνευματικού αυνανισμού), αλλά από την
ανάποδη, από την πλευρά του γυμνού ανθρώπου ο οποίος δέχεται να είναι
αντικείμενο (σκεύος ηδονής), βρίσκεται εν τέλει και στον μαζοχισμό. Μπορεί
κανείς, βέβαια, να ανιχνεύσει και μια μορφή/βαθμό χυδαιότητας ακόμη και στις
περιπτώσεις όπου υπάρχει προσωπική ερωτική σχέση: Αλλά τότε μπορεί κανείς να
υποθέσει π.χ. ότι ο άντρας απλώς φαντασιώνεται ότι η σύντροφός του είναι η πόρνη
του, η αποκλειστικά δική του, κι όχι ότι είναι μια πόρνη που λίγο
πιο πριν την έχει χρησιμοποιήσει ο γείτονας (γι' αυτό και η κατηγορία "πόρνη"
είναι υβριστική). Ομοίως η γυναίκα ενδέχεται να θέλει να χρησιμοποιηθεί ως
σκεύος ηδονής από τον δικό της σύντροφο, αλλά μόνο επειδή νοιώθει
ταυτισμένη με αυτόν, κι όχι από έναν μετά τον άλλον άσχετους με αυτήν ή
αποκρουστικούς άντρες. (12/4/2009)
Νεοφιλελεύθερο σέξ
Προφανῶς ἐδῶ δὲν ἐννοεῖται τὸ σὲξ
μεταξὺ τῶν νεοφιλελεύθερων. Ἀναφερόμαστε στὶς ἐκλαϊκευμένες πλέον θεωρήσεις
ὁρισμένων ἐξελικτιστῶν καὶ νεοφιλελεύθερων γιὰ τὶς σεξουαλικὲς προτιμήσεις καὶ
συμπεριφορὲς τοῦ ἀνθρώπινου γένους οἱ ὁποῖες βασίζονται στὴν θεωρία τοῦ
ἐγωιστικοῦ γονιδίου. Παρακάτω δὲν πρόκειται νὰ παρατεθοῦν ἐκτενῶς ἢ λεπτομερῶς
οἱ ἀπόψεις αὐτές, ἁπλῶς παρουσιάζονται ὁρισμένα παραδείγματα ποὺ δείχνουν τὴ
σαθρότητα τῶν θεωρήσεων αὐτῶν. Ἀσφαλῶς ἡ ἄποψη γιὰ τὴν ἐγωιστικὴ συμπεριφορὰ τῶν
ἀτόμων καὶ τῶν κοινωνιῶν γίνεται ἀποδεκτὴ καὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ὡστόσο ὑποστηρίζουμε, ὡς
ἀρχὲς τὰ ἑξῆς: Ἀφενὸς ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἐγὼ μπορεῖ φαντασιακὰ νὰ διευρύνεται ἔτσι
ὥστε τὸ ἄτομο νὰ ἀγωνίζεται χάριν πραγμάτων ἢ ἀτόμων τὰ ὁποῖα δὲν ἀποτελοῦν τὸ
ἐγὼ μὲ τὴν καθαρὰ ὑλικὴ σημασία (αὐτὴ ἡ θέση ὑποστηρίχτηκε ἐκτενῶς στὸ ἄρθρο μας
ἰσχὺς καὶ αὐτοσυντήρηση). Ἀφετέρου ὅτι ἡ νεοφιλελεύθερη ἐξελικτικὴ
θεώρηση κάνει τὸ λάθος ποὺ κάνει κάθε κοσμοθεώρηση, δηλαδὴ πιστεύει ὅτι τὸ
ἀνθρώπινο παρελθὸν καὶ ἡ τοτινὴ ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ διεπόταν ἀπὸ τὶς δικές
της, σημερινὲς ἀντιλήψεις γιὰ τὸ δίκαιο, τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ ὡραῖο. Ἔτσι, "φυσικοποιεῖ"
κάποιες σημερινὲς ἀντιλήψεις, τὶς δικές της, ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι φυσικές,
ἐγγενεῖς στὸν ἄνθρωπο. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ λάθος της.
Ἔτσι, ἂν ἀρχίσουμε γιὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὶς σεξουαλικὲς προτιμήσεις, οἱ
νεοφιλελεύθεροι ἐξελικτιστὲς ὑποστηρίζουν πάνω-κάτω τὰ ἑξῆς γιὰ αὐτὸ ποὺ ἑλκύει
σεξουαλικὰ ἄντρες καὶ γυναῖκες: Ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο φύλα ψάχνουν ἐρωτικὸ σύντροφο
ὁ ὁποῖος, γιὰ τὸν ἄνδρα νὰ εἶναι γόνιμος καὶ ὑγιής, γιὰ τὴ γυναίκα νὰ μπορεῖ νὰ
ἀναθρέφει τὰ παιδιά της, ἀναζητοῦν ὁρισμένα σωματικὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα
"δείχνουν" ὅτι ὁ ὑποψήφιος σύντροφος ἐκπληρώνει τοὺς παραπάνω σκοπούς. Κατὰ τοὺς
νεοφιλελεύθερους ἐξελικτιστὲς αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά,
δείγματα ὑγείας καὶ "καλῶν γονιδίων" γιὰ τοὺς ἄνδρες εἶναι,
μεταξὺ ἄλλων, τὸ "τριγωνικὸ" ἄνω μέρος τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀπουσία κοιλιᾶς, γιὰ
τὶς γυναῖκες τὸ σχῆμα κλεψύδρας τοῦ σώματος καὶ οἱ καμπύλες,
ἡ ὀμορφιά καὶ γενικὰ ἡ νεότητα.
Ἐπίσης ἡ γυναίκα πρέπει νὰ ἀναζητᾶ ἄντρα ὁ ὁποῖος νὰ μπορεῖ νὰ ἀναθρέψει τὰ
παιδιὰ τὰ ὁποῖα θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴν μεταξύ τους συνεύρεση,
δηλαδὴ πλούσιο ἄντρα. Ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ
ἀλλοῦ (Γ' Μέρος) ἡ θεωρία τοῦ ἐγωιστικοῦ γονιδίου καταλήγει νὰ ἀντιμετωπίζει τὸ
γονίδιο ὡς ἕνα ὄν, μὲ σκέψη, βούληση κ.ἄ. τέτοια ἀνθρωπομορφικὰ χαρακτηριστικά,
ἐνῶ ἡ φυσικὴ ἐπιλογὴ καταλήγει βάσει τῆς νεοφιλελεύθερης ἐξελικτικῆς θεώρησης νὰ
εἶναι ἕνα εἴδος θεοῦ ὁ ὁποῖος ἐντελῶς τυχαῖα ἔχει νεοφιλελεύθερες κοινωνικὲς
προτιμήσεις.
Ὅπως καὶ νά 'χει, ὡς
πρώτη ἀπάντηση σὲ τέτοιες θεωρήσεις μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα
ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι στὴν μακρινὴ ἐποχή, κατὰ τὶς ἀπαρχὲς τοῦ Homo
Sapiens Sapiens οἱ κοιλαράδες καὶ οἱ παχιὲς δὲν ἦταν ἐπιθυμητoὶ
σεξουαλικά. Ὡς δεύτερη ἀπάντηση μπορεῖ κανεὶς νὰ δείξει ὅτι τὰ πρότυπα τῆς
ὀμορφιᾶς ὥς πρόσφατα, σὲ μὴ δυτικὲς χῶρες, ἦταν διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ σημερινά.
Ὅλοι μας λίγο πολὺ παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε σὲ παλιὰ τραγούδια (π.χ.
ρεμπέτικα) νὰ ἐπαινεῖται ἡ παχιὰ νέα γυναίκα ποὺ "εἶναι ἀφράτη σὰ φρατζόλα". Καὶ
γνωρίζουμε καὶ ὅτι κάτι τέτοιο ἴσχυε γιὰ ἐκλεπτυσμένες προνεωτερικὲς δυτικὲς
κοινωνίες, ὅπου σὲ πίνακες τῶν ἐποχῶν αὐτῶν παριστάνονται οἱ γυναῖκες ὡς
ὑπερβολικὰ παχουλὲς γιὰ τὰ σημερινά μας γοῦστα. Προφανῶς ἡ ἰσχνότητα τοῦ σώματος
τότε θεωρεῖτο ἄσχημη καὶ δεῖγμα ὑψηλῆς πιθανότητας πρόωρης θνησιμότητας. Μὲ
δεδομένη τὴν πείνα καὶ τὶς μὴ θεραπεύσιμες ἀρρώστιες οἱ παχεῖς ἄνθρωποι
ἐπιβίωναν περισσότερο καὶ εὐκολότερα. Ἀσφαλῶς δὲν ἀμφισβητοῦμε τὸ δεδομένο τῆς
ἐγωιστικῆς ὀρθολογιστικῆς ἐπιλογῆς
παραθέτοντας τὰ παραδείγματα αὐτὰ τὰ ὁποῖα δείχνουν ὅτι
ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸ Ὡραῖο δὲν εἶναι μία συγκεκριμένη καὶ ἐγγεγραμμένη στὰ γονίδια
ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. Ὡστόσο, εἶναι οἱ κοινωνικὲς καὶ πολιτισμικὲς συνθῆκες
(πείνα, ἀρρώστειες, πνευματικὲς τάσεις) καὶ ὄχι κάποιες ὑποτιθέμενες γονιδιακὲς
ἐπιταγές σχετικὰ μὲ τὸ Ὡραῖο αὐτὲς ποὺ σὲ μιὰ ἐποχὴ καθιστοῦν σεξουαλικὰ
ἑλκυστικὸ ἕναν καὶ ὄχι ἄλλον τύπο ἀνθρώπινου σώματος. Ἀλλὰ ἀκριβῶς ὁ πυρήνας τῆς
νεοφιλελεύθερης ἐξελικτικῆς θεώρησης εἶναι ὅτι σὲ κάθε ἐποχὴ οἱ λεπτὲς καὶ οἱ
λεπτοὶ ἦταν ἐγγενῶς ἐπιθυμητότεροι. Ὡς τρίτη ἀπάντηση μποροῦμε νὰ δείξουμε τὶς
ἐξαιρέσεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἐξαιρέσεις. Γιατί συμβαίνει λεπτοὶ νὰ
ἐρωτεύονται χοντρὲς καὶ τὸ ἀντίστροφο; Ὑπάρχει κάποια στατιστικὴ δυσλειτουργία
στὰ γονίδια τοῦ λεπτοῦ ἄντρα ἡ ὁποία τὸν ἐμποδίζει νὰ δεῖ ὅτι ἐπειδὴ ἡ σύντροφός
του εἶναι χοντρὴ εἶναι καὶ γενετικὰ ἀκατάλληλη γιὰ τὴ διαιώνιση τῶν γονιδίων
του; (Ἂς θεωρήσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν λόγοι ὑλικοῦ συμφέροντος, π.χ. ἡ χοντρὴ
σύντροφος δὲν εἶναι πλούσια οὔτε εἶναι τὸ ἀφεντικὸ στὴ δουλειὰ τοῦ λεπτοῦ-γυμνασμένου
ἄντρα). Κι ἐνῶ μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι πάνω κάτω ὁ ἄντρας εἶναι τῆς ἴδιας
περίπου ὀμορφιᾶς, ἀναλογικά, μὲ τὴν γυναίκα τὴν ὁποία ἐπιλέγει καὶ ἡ ὁποία τὸν
ἐπιλέγει, ἡ θέση αὐτὴ εἶναι τόσο ἀόριστη, δηλαδὴ ἐπιτρέπει τόσες πολλὲς
ἀποκλίσεις ὥστε καθίσταται ἀνεπαρκὲς ἐρευνητικὸ ἐργαλεῖο. Ἡ νεοφιλελεύθερη
ἐξελικτικὴ θεώρηση θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξηγήσει γενετικὰ γιατί τέτοιες "ἀνωμαλίες"
συμβαίνουν. Τέτοιες "ἀνωμαλίες", ὅμως, μόνον πολιτισμικὰ ἐξηγοῦνται, π.χ. διότι
τὸ ζεῦγος χοντρὸς-λεπτὴ ἔχει κοινὰ ἐνδιαφέροντα, ἀπόψεις ἢ κοσμοθεωρήσεις καὶ
νοιώθουν ὅτι ταιριάζουν περισσότερο ἀπὸ ὅτι θὰ ταίριαζαν μὲ κάποιον/κάποια λεπτὸ-γυμνασμένο/χοντρή.
Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι καὶ μὲ βάση τὴν "πολιτισμικὴ-κοινωνικὴ" ὁμοιότητα δὲν
ἀπαλείφεται τὸ κριτήριο τῆς ἐγωιστικῆς ὀρθολογικῆς ἐπιλογῆς (καθένας ἀναζητᾶ
κάποιαν ποὺ κοινωνικῶς εἶναι ὅμοιά του), ἀλλὰ ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ νεοφιλελεύθερη
ἐξελικτικὴ ἀντίληψη γι' αὐτὸ τὸ κριτήριο εἶναι περιορισμένου εὔρους, δηλαδὴ
μερική. Μιὰ τέταρτη ἀπάντηση δίνεται μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἑξῆς ἐρώτησης: γιατί, ὄχι
σπάνια, πλούσιοι καὶ πλούσιες ἐρωτεύτηκαν καὶ ἔζησαν μὲ φτωχὲς καὶ φτωχοὺς
ἀντίστοιχα
ἀπαρνούμενοι/ες (π.χ. μέσω ἀποκλήρωσης) τὴν ὑλική,
πατρικὴ κληρονομιὰ ἀντὶ νὰ ἐπιλέξουν
πλούσιες καὶ πλούσιους σεξουαλικοὺς συντρόφους ("συζύγους") ἀντίστοιχα, οἱ
ὁποῖοι λόγω τοῦ πλούτου θὰ μεγιστοποιοῦσαν ἀκόμη περισσότερο τὴν δυνατότητα
ἐπιβίωσης τῶν τέκνων τους (= τῶν γονιδίων τους); Πῶς ἐξηγεῖται ἐξελικτικῶς μιὰ
τέτοια περίπτωση; Ἁπλῶς δὲν ἐξηγεῖται ἐξελικτικὰ ἀλλὰ πολιτισμικά, δηλαδὴ ἡ
ἐγωιστικὴ ὀρθολογικὴ ἐπιλογὴ δὲν ἐκδηλώνεται γονιδιακὰ καὶ ἐνστικτωδῶς, ἀλλὰ
πολιτισμικῶς. Ἀκόμη περισσότερο, ἡ θεωρία ὅτι οἱ γυναῖκες ψάχνουν νὰ βροῦν
κάποιον ποὺ νὰ φροντίζει τὰ παιδιὰ τὰ ὁποῖα θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴ συνεύρεση μαζί
του εἶναι κοινωνικὰ βασισμένη καὶ ὄχι γονιδιακά. Στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἀνθρωπότητας
οἱ ἄνθρωποι ὡς τροφοσυλλέκτες δὲν καταμέριζαν τὴν ἐργασία ἀνάλογα μὲ τὸ φύλο:
τόσο οἱ ἄντρες ὅσο καὶ οἱ γυναῖκες μάζευαν τροφή. Συνεπῶς, ἐξαιτίας τῆς σχετικῆς
ἰσότητας δὲν ὑπῆρχε κάποιος λόγος ὥστε οἱ γυναῖκες νὰ καθορίζουν τὶς σεξουαλικὲς
ἐπιλογές τους μὲ βάση τὸν περισσότερο πλοῦτο (ὁ ὁποῖος δὲν ὑπῆρχε) ἢ ὑλικὴ-κοινωνικὴ
δύναμη (ἡ ὁποία ἦταν ἐλάχιστη) κάποιου ἄνδρα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες ἄλλαξαν
ἔτσι ὥστε ὁ ἄντρας νὰ δουλεύει καὶ ἡ γυναίκα νὰ περιορίζεται σπίτι, ἀσφαλῶς μιὰ
τέτοια ἐξέλιξη σήμαινε ὅτι ἡ γυναίκα κατὰ τὴν ἐπιλογὴ συντρόφου ἔπρεπε νὰ
συνυπολογίζει ὅτι αὐτὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τόσο πλούσιος ὥστε νὰ συντηρεῖ τὰ
γονίδιά της (τὰ παιδιά της). Ἀλλὰ τέτοιος συνυπολογισμὸς εἶναι πολιτισμικὸς καὶ
ὄχι γονιδιακὰ βασισμένος. Ἄλλωστε σήμερα ἡ γυναίκα στὶς δυτικὲς κοινωνίες
μπορεῖ νὰ ἔχει ἰδίους πόρους, ἀφοῦ ἐργάζεται. Σύμφωνα μὲ τὴ νεοφιλελεύθερη
ἐξελικτικὴ θεώρηση ἀρχικὰ δημιουργήθηκε ἕνα γονίδιο, τὸ ὁποῖο σήμερα εἶναι
ἄχρηστο. Ἀντὶ γιὰ τέτοια πολύπλοκη καὶ ἀναπόδεικτη θεώρηση, ἡ πολιτισμικὴ
θεώρηση εἶναι ἁπλούστερη. Γονιδιακὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐξηγηθεῖ γιατί ὁρισμένοι
προτιμοῦν (μόνο) νέες καὶ ὄμορφες ἐνῶ ἄλλοι (μόνο) ἐργατικὲς καὶ ἀξιόπιστες ὅταν
αὐτὲς οἱ δύο (ἢ τέσσερις) ἰδιότητες δὲν βρίσκονται στὸ ἴδιο πρόσωπο.
Γονιδιακὰ (δηλ. μὲ βάση τὸ κριτήριο τῆς ἀπαίτησης γιὰ διαιώνιση τῶν ἰδίων
γονιδίων) εἶναι ἐπίσης ἀδύνατο νὰ ἐξηγηθεῖ γιατί κάποιοι πάμπτωχοι ἄνδρες
ἀνάμεσα σὲ μιὰ πλούσια ἀλλὰ γριὰ ἢ στείρα καὶ σὲ μιὰ νέα/ὄμορφη ἀλλὰ φτωχὴ
ἐπιλέγουν τὴ γριὰ/στείρα, δηλ. ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν μὴ μεταφορὰ τῶν γονιδίων τους
σὲ ἑπόμενη γενιά - ὅπως καὶ τὸ ἀντίθετο, οἱ ἴδιοι ἄνδρες νὰ ἐπιλέξουν τὴν νέα
καὶ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἀνυπαρξία πόρων βάσει τῶν ὁποίων θὰ συντηρηθοῦν τὰ
γονίδια/παιδιά τους.
Βέβαια, οἱ νεοφιλελεύθεροι ἐξελικτιστὲς ἔχουν ἐπινοήσει -ἀντιεπιστημονικῶς,
εἶναι ἡ ἀλήθεια- πολλὰ ἀνύπαρκτα γονίδια ὥστε νὰ ἑρμηνεύουν κάθε ἀπόκλιση
κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καταφεύγοντας στὴν θεωρία τῆς ἐπίδρασης τέτοιων
γονιδίων. Γιὰ παράδειγμα οἱ ἐξελικτιστές ἔχουν "ἀνακαλύψει" γονίδιο "ποὺ ὁδήγησε
ἕνα παιδὶ νὰ θέλει νὰ δολοφονήσει τὴ νεογέννητη ἀδελφή του", ἕνα γονίδιο ποὺ "ἀνταποδίδει
τὴν καλοσύνη μὲ καλοσύνη", ἕνα γονίδιο ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ ἀλκοόλ, τὴ
νικοτίνη ἢ τὴν ὑπερβολικὴ τηλεθέαση κ.ο.κ., ὁπότε εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ
ἐξηγήσουν πῶς κατὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Homo Sapiens Sapiens
δημιουργήθηκαν ἢ προϋπῆρχαν, ἐπὶ δεκάδες χιλιάδες ἔτη ὕπαρξης τοῦ H.S.S.,
γονίδια τὰ ὁποῖα χρησίμευσαν μόλις στὰ τελευταῖα 50-100 χρόνια.
Ὅμως δὲν εἶναι καθόλου ἀναγκασμένοι, γιατὶ τέτοια γονίδια δὲν
ὑπάρχουν καὶ δὲν ὑπάρχει ἡ ἀντιστοιχία ποὺ οἱ νεοφιλελεύθεροι ἐξελικτιστὲς
ὑποθέτουν, δηλαδὴ "ἕνα γονίδιο ἀνὰ χαρακτηριστικό".
Μιὰ ἄλλη νεοφιλελεύθερη ἐξελικτικὴ (Ν/Εξ.) θεώρηση ἀφορᾶ στὴν ἀνδρικὴ ζηλοτυπία
ἡ ὁποία σχετίζεται μὲ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῶν συγκεκριμένων, μόνο δικῶν του (τοῦ
κάθε ἄντρα) γονιδίων ἀπὸ τὴ σύντροφο. Σύμφωνα μὲ τὴν
Ν/Εξ. θεώρηση ὁ ἄντρας δὲν
θέλει νὰ σπαταλᾶ τοὺς γενετικούς του πόρους καὶ τὶς δυνάμεις του (λεφτά, χρόνος
ποὺ διατίθεται γιὰ ἀνατροφὴ τέκνων) σὲ τέκνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δικά του, ποὺ
εἶναι δηλαδὴ προϊόντα ἀπιστίας, ὁπότε γίνεται ζηλότυπος προκειμένου ἡ σύντροφός
του νὰ μὴ συνευρεθεῖ μὲ ἄλλον, κρυφὰ προφανῶς, ὥστε νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι τὰ
γονίδιά του θὰ διαιωνιστοῦν. Ὅπως γράφει ἡ Susan McKinnon
(Νεοφιλελεύθερη γενετική, σ. 51) "οἱ ἐξελικτικοὶ ψυχολόγοι δὲν
μποροῦν νὰ
ἐξηγήσουν γιατί τὰ ἄτομα ἀποκλίνουν στὴν ἔκφραση ἑνὸς συγκεκριμένου
πολιτισμικοῦ
κανονιστικοῦ προτύπου (νόρμας). Σὲ πολιτισμοὺς ὅπου ἡ ἐξωσυζυγικὴ
σεξουαλικὴ
σχέση ἐπιτρέπεται ἀνοικτὰ καὶ ἡ ἔκφραση τῆς ζηλοτυπίας δὲν ἐνθαρρύνεται,
γιατί
ὁρισμένα ἄτομα ἐκφράζουν παρ' ὅλα αὐτὰ ζήλια; Καὶ ἀντίστροφα, σὲ
κοινωνίες ὅπου
ἡ ἐξωσυζυγικὴ σεξουαλικὴ σχέση παρεμποδίζεται καὶ ἡ ἔκφραση ζηλοτυπίας
κυρώνεται
ἀνοικτά, γιατί ὁρισμένα ἄτομα δὲν ἐκφράζουν καθόλου ζήλια; Δεύτερο, δὲν
μποροῦν
νὰ ἐξηγήσουν γιατί ὑπάρχουν τόσο πολλὲς δυνατὲς ἀντιδράσεις στὴν ἴδια
πράξη -τὴν
ἐξωσυζυγική, λ.χ., σχέση. Γιατί θεωρεῖται ἀπιστία γιὰ μερικοὺς καὶ
σεξουαλικὴ
ἐλευθερία γιὰ κάποιους ἄλλους; Γιατί ἡ ψυχρὴ ἀπόσυρση ἀποτελεῖ ἐπαρκῆ
ἔκφραση
ζηλοτυπίας γιὰ κάποιους ἄνδρες ἐνῶ ὁ φόνος μόλις καὶ ἀρκεῖ γιὰ κάποιους
ἄλλους;".
Ἐπιπλέον οἱ Ν/Εξ. θὰ πρέπει νὰ ἀποδείξουν γονιδιακῶς γιὰ ποιὸ λόγο
συναντᾶμε
περιπτώσεις ὅπου γυναῖκες οἱ ὁποῖες ἔχουν μόλις παντρευτεῖ ἄντρες οἱ
ὁποῖοι
ἔχουν ἀνήλικα παιδιὰ ἀπὸ προηγούμενους γάμους τους δέχονται/ἀποφασίζουν
νὰ τὰ
ἀναθρέψουν ἰσότιμα μὲ τὰ δικά τους παιδιά, παρ' ὅλο που δὲν μεταφέρεται
τὸ
γενετικό ὑλικό τους (τῶν γυναικῶν) μέσω τῶν παιδιῶν αὐτῶν. Καὶ γιὰ ποιὸν
ἐξελικτικὸ λόγο ἄνδρες-σύζυγοι τῶν ὁποίων οἱ γυναῖκες εἶναι στεῖρες
ἀποδέχονται
νὰ υἱοθετήσουν ξένα παιδιὰ ἀντὶ νὰ τὶς χωρίσουν καὶ νὰ βροῦν σεξουαλικὲς
συντρόφους οἱ ὁποῖες θὰ διαιωνίσουν τὰ δικά τους (τὰ ἀνδρικὰ) γονίδια;
Φυσικά, δὲν χρειάζεται νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς κοινωνίες ὅπου ἐπιτρέπεται ἡ
πολυανδρία.
Σύμφωνα μὲ τοὺς Ν/Εξ. τέτοιες κοινωνίες ἦταν μὴ ἀνθρώπινες, ἀφύσικες,
ἀφοῦ οἱ
ἄντρες τῆς μίας συζύγου δέχονταν τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μὴν διαιωνιστοῦν τὰ
δικά τους
γονίδια ἀλλὰ νὰ διαιωνιστοῦν αὐτὰ τῶν ἄλλων ἀντρῶν-συζύγων. Καί, βέβαια,
δὲν
χρειάζεται νὰ πᾶμε στὴν Ν.Ἀ. Ἀσία καὶ τὴν ὑποσαχάρεια Ἀφρικὴ γιὰ τὸ
φαινόμενο
τῆς πολυανδρίας, καὶ ὅπου τὰ παιδιὰ δὲν ἀντιμετωπίζονται "γονιδιακῶς",
ἀλλὰ
στοὺς Ἑβραίους ὅπου ἡ συγγένεια διευκρινιζόταν μέσω τῆς μητέρας.
Ἑπομένως δὲν
εἶναι ἀπαραίτητη σὲ κάθε περίπτωση ἡ "χυδαία ὑλιστικὴ" ἐξήγηση τῆς
ἐμφάνισης
ζηλοτυπίας στοὺς ἄντρες, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φόβου ὅτι θὰ ἀναθρέφουν τέκνα
ἄλλων
ἀντρῶν. Ἡ ἐρωτικὴ ζήλεια πράγματι μπορεῖ νὰ ἐξηγεῖται μὲ τὴν σκέψη (τοῦ
ζηλεύοντος) ὅτι ἐξαιτίας πιθανῆς ἐρωτικῆς ἀπιστίας τοῦ/τῆς συντρόφου του
θὰ
ἀναθρέφει παιδιά ποὺ δὲν εἶναι γονιδιακῶς δικά του, ἀλλὰ δὲν ἐξηγεῖται
μόνο ἔτσι.
Γιὰ παράδειγμα, τίποτε δὲν πιστοποιεῖ ὅτι ζευγάρια ποὺ ἔχουν ἐπιλέξει νὰ
μὴν
κάνουν παιδιὰ δὲν αἰσθάνονται, καθένα μέλος του γιὰ τὸ ἄλλο, ἐρωτικὴ
ζήλεια σὲ
περίπτωση (πιθανότητας) ἀπιστίας.
Ἀκόμη περισσότερο ἐσφαλμένη εἶναι ἡ θεώρηση τῶν δυτικῶν σεξουαλικῶν προτύπων ὡς
οἰκουμενικῶν καί, ἀκόμη χειρότερα, ὡς γονιδιακὰ ἐγγεγραμμένων. Εἶναι γνωστὸ ὅτι
οἱ ἀρχαῖοι Θράκες (ἢ κάποιες φυλές τους) ἐπέτρεπαν στὰ κορίτσια τους τὶς
προγαμιαῖες σχέσεις, ἀλλὰ μετὰ τὸ γάμο ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ αὐτὲς πίστη, δίχως νὰ τὶς
θεωροῦν κατώτερες ἠθικὰ λόγω τῶν προγαμιαίων σχέσεών τους.
Πιθανὴ ἀντίρρηση στὰ παραπάνω εἶναι ὅτι ὑπερτονίζεται ἡ ἐξαίρεση καὶ ὄχι ὁ
κανόνας. Σὲ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ παραπάνω παραδείγματα πράγματι ἔγινε ἀναφορὰ στὴν
ἐξαίρεση. Ὡστόσο ζητήματα ὅπως αὐτὸ τῆς ἀντίδρασης στὴν ἀπιστία δὲν ἐπιλύονται
στὸ πλαίσιο ἐξαίρεση-κανόνας. Τὸ κυριότερο εἶναι ὅτι ἐφόσον ἡ νεοφιλελεύθερη
ἐξελικτικὴ θεώρηση ἀπαιτεῖ νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς ἐπιστημονικὴ θεωρία, θὰ πρέπει
νὰ δίνει ἐπιστημονικὲς ἀπαντήσεις γιὰ τὶς "ἐξαιρέσεις" σύμφωνες μὲ τὴν ἀντίληψή
της. Ἄν, δηλαδή, ἀντιμετωπίζει τὰ ζητήματα κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς καὶ
σεξουαλικότητας ἀποκλειστικὰ μὲ βάση τὴν "ὑποσυνείδητη φωνὴ" τῶν γονιδίων, τότε
θὰ πρέπει νὰ δώσει καὶ μιὰ "γονιδιακὰ" βασισμένη ἀπάντηση στὰ ζητήματα τῶν
ἐξαιρέσεων. Καὶ πράγματι, οἱ νεοφιλελεύθεροι ἐξελικτιστὲς ἔχουν ἐπιχειρήσει κάτι
τέτοιο, νὰ "ἀνακαλύπτουν" διάφορα γονίδια τὰ ὁποῖα ἐξηγοῦν τὶς "ἐξαιρέσεις".
Ὡστόσο ὄχι ἁπλῶς αὐτὰ τὰ γονίδια δὲν ὑπάρχουν, ὄχι ἁπλῶς θὰ ἦταν παράλογο νὰ
δημιουργηθοῦν πρὶν 60 χιλιάδες χρόνια γονίδια π.χ. γιὰ τὴν τηλεόραση καὶ τὸ
κάπνισμα, τὰ ὁποῖα παρέμεναν ἀδρανῆ ἕως τώρα, ἀλλὰ δὲν ἰσχύει ἡ σχέση ἕνα
γονίδιο ἀνὰ ἰδιότητα χαρακτήρα, δηλαδὴ τὰ γονίδια δὲν εἶναι "ἐγωιστικά", μὲ τὸν
τρόπο ποὺ οἱ νεοφιλελεύθεροι ἐξελικτιστὲς τὰ ἐννοοῦν, ὡς σκεπτόμενα ἀνθρωπάκια-μυστικοσύμβουλους,
ὅπου γιὰ κάθε ὑποπερίπτωση ὑπάρχει καὶ ἕνα γονίδιο τὸ ὁποῖο λύνει τὸ πρόβλημα (ἡ
αὐξανόμενη πολυπλοκότητα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς ἀπαιτεῖ συνεχῶς αὐξανόμενο ἀριθμὸ
σὲ σχέση μὲ αὐτὸν τῶν προϊστορικῶν γονιδίων).
Ὑποστηρίζοντας τὰ παραπάνω, δηλαδὴ ὅταν ἀπορρίπτουμε τὶς ἀπόψεις γιὰ γονιδιακὴ
ἐξήγηση τῆς σεξουαλικῆς συμπεριφορᾶς τῶν δύο φύλων, δὲν δεχόμαστε κάποια
πρωτοκαθεδρία κάποιου "Νοήματος" (ἑρμηνευόμενο ἔτσι ὥστε νὰ
ἀντιπαρατίθεται στὴν ὕλη καὶ τὴν ἰσχύ/αὐτοσυντήρηση) τὸ
ὁποῖο ὁρίζεται ἐξεπίτηδες ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι "'ἠθικό", δηλαδὴ(!) ἀνιδιοτελές.
Στεκόμαστε ἐνάντια τόσο σὲ μιὰ "χυδαία" ὑλιστικὴ ἐξήγηση ἡ ὁποία παραγνωρίζει
τὴν σχετικὴ πολιτισμικὴ ποικιλία, ὅσο καὶ σὲ μιὰ "πνευματοκρατικὴ"
("ἀνιδιοτελοκρατική") ἑρμηνεία τῆς
σεξουαλικότητας. (25/10/2009)
Σεξ και αρχαιότητα.
Στην φαντασία των
περισσότερων η Αρχαιότητα μοιάζει να είναι η εποχή όπου ο καθένας είχε το
δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει αναφορικά με το σεξ - αλλά «μετά ήρθε ο
Χριστιανισμός και τα απαγόρευσε όλα» . Δυστυχώς αυτό είναι ακόμη μια παρανόηση
της εποχής αυτής, η οποία διαδόθηκε για λόγους πολεμικούς προς την άποψη του
Χριστιανισμού για το σεξ. Δεν είναι γνωστό λ.χ. ότι η μοιχεία ήταν αδίκημα, ότι
στην Αθήνα ο κερατωμένος μπορούσε και να σκοτώσει, δίχως νομικές συνέπειες, τον
κερατά εάν τον έπιανε στα πράσα
(Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 57,
3), ότι ο πατέρας κόρης που πιανότανε με άλλον μπορούσε να την σκοτώσει
(Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου, 182) ή να την πουλήσει ως δούλα (Πλούταρχου,
Σόλων 23, 2), ότι την μοιχαλίδα την έβαζαν πάνω σε λίθο ώστε να την δει όλη
η πόλη, και μετά την ανέβαζαν πάνω σε ένα γαϊδούρι και τη διαπόμπευαν σε όλη την
πόλη, κυκλικά. Μετά, η πομπή επέστρεφε στην αρχική θέση και πάλι την έδειχναν σε
όλο τον κόσμο. Από το σημείο αυτό και για όλη της τη ζωή, η μοιχαλίδα θεωρούνταν
«άτιμη» και την αποκαλούσαν «Ονοβάτιν», επειδή την διαπόμπευσαν πάνω σε γάιδαρο
(Θ.Β. Βενιζέλου, Περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, α' έκδοση
Αθήναι 1873, επανέκδ. Δημιουργία, σ. 45) ή ότι «[Ο νόμος] απαγορεύει εις την
γυναίκα που θα απεκαλύπτετο ότι εμοιχεύθη, να φορή κοσμήματα, και να παρακολουθή
τας δημόσιας ιεροπραξίας, δια να μη διαθφείρη και τας τιμίας γυναίκας,
αναμιγνυόμενη μαζί των. Αν δε φορέση κοσμήματα ή μεταβή εις τον ναόν,
επιτρέπεται στον καθένα να της πετάει τα κοσμήματα και να της σχίζη τα ρούχα και
να την κτυπά και μόνον δεν δίδη δικαίωμα να την σκοτώσουν ή να την σακατέψουν.
Έτσι ατιμάζει αυτού του είδους τις γυναίκες και κάμνει τον βίον των αβίωτο»
(Αισχίνη, Κατά Τιμάρχου, 183).
Δεν είναι
διόλου ευρέως γνωστές επίσης ούτε οι απόψεις σημαντικών φιλοσόφων για το σεξ.
Όπως μπορεί να δει κανείς πολλοί φιλόσοφοι είχαν πολύ συντηρητικές απόψεις,
δίχως να είναι χριστιανοί.
Ιάμβλιχου, Περί του
πυθαγορικού βίου, 48, 55, 85, 210: «[ο Πυθαγόρας] τους είπε μάλιστα να
προσέχουν και τούτο: να έχουν σχέσεις μονάχα με τους συζύγους τους (…) αν όμως
[η γυναίκα] έρθει σε συνουσία με άλλον άνδρα [όχι το συζυγό της], ο θεός δε θα
τη συγχωρέσει (…) [Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι] οι πόνοι είναι καλό, ενώ οι ηδονές από
κάθε πλευρά κακό˙ διότι, αφού γεννηθήκαμε για να τιμωρηθούμε, πρέπει να
τιμωρούμαστε (…) Το μικρό αγόρι πρέπει ν’ ανατρέφεται μ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε
να μην αναζητά κατά τα πρώτα του 20 έτη την συνουσία (…) [οι Πυθαγόρειοι]
θεωρούσαν ότι πρέπει να περισταλούν όλες οι παρά φύση γεννητικές λειτουργίες
καθώς και αυτές που γίνονται με ακόλαστο τρόπο και να παραμείνουν όσες γίνονται
με σωφροσύνη και νομιμότητα, όσες δηλαδή στοχεύουν στην τεκνοποιία». Ο
Πλάτων (Νόμοι
841d-e): «Μπορεί πάντως, με τη βοήθεια του θεού, να καταφέρουμε να επιβάλουμε το
ένα από τα δύο πρότυπα σεξουαλικής συμπεριφορά. Να μην έχει κανείς σχέσεις με
οποιαδήποτε ελεύθερη γυναίκα εκτός από τη σύζυγό του και να μην κάνει νόθα
παιδιά (…) να θεσπιστεί κανονισμός για τον άνδρα που έχει σχέσεις με κάποια
γυναίκα, που αγόρασε ή απέκτησε με οποιονδήποτε τρόπο, εκτος από τη νόμιμη
σύζυγό του, ο οποίος θα του επιβάλλει να την κρατήσει κρυφή από όλους τους
άλλους». «Αν το ζευγάρι έχει κάνει παιδιά σύμφωνα με τους νόμους και ο άντρας
έχει σχέσεις με άλλη γυναίκα ή η γυναίκα με άλλον άντρα, ενώ εξακολουθούν να
βρίσκονται σε ηλικία τεκνοποιίας, οι ένοχος θα υποστεί την ίδια ποινή με
εκείνους που μπορούν ακόμα να τεκνοποιήσουν» (Νόμοι 784e). «Ξέρω κάποιο
τρόπο για να επιβάλω τον νόμο που επιτρέπει τη σεξουαλική επαφή μόνο για λόγους
τεκνοποιίας και απαγορεύει όχι μόνο τις σεξουαλικές σχέσεις στις οποίες
σκοτώνεται σκόπιμα το ανθρώπινο γένος, αλλά και τη σπατάλη του σπέρματος πάνω σε
πέτρες και χώματα, όπου δε θα ριζώσει ποτέ και δε θα δημιουργήσει νέους
ανθρώπους. Πρέπει να αποφεύγουμε ακόμα και το θηλυκό έδαφος, στο οποίο δε
θέλουμε να φυτρώσει ο σπόρος μας» (Νόμοι, 838e-839a). «Ο
Δημόκριτος
αποδοκίμαζε τις σαρκικές απολαύσεις, διότι, έλεγε, καταβάλλουν τη συνείδηση δια
της ηδονής (…) [Ο Δημόκριτος] είχε κακή γνώμη για τις γυναίκες, και δεν
επιθυμούσε παιδιά, γιατί η ανατροφή τους παρεμποδίζει τη φιλοσοφία» (Μπ. Ράσσελ,
Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, τ. Α’, σελ. 146). Αρνείται την
τεκνογονία: Στοβαίου, Εκλογαί, 4, 24: «Τεκνοτροφίη
σφαλερόν˙ τὴν μὲν
γὰρ ἐπιτυχίαν ἀγῶνος μεστὴν καὶ φροντίδος κέκτηται, τὴν δὲ ἀποτυχίαν ἐνυπέρθετον
ἑτέρᾳ ὀδύνῃ. Οὐ δοκεῖ μοι χρῆναι παῖδας
κτᾶσθαι˙ ἐνορῶ γὰρ ἐν παίδων κτήσει πολλοὺς καὶ μεγάλους κινδύνους,
πολλὰς δὲ λύπας, ὀλίγα δὲ τὰ εὐθηλέοντα καὶ ταῦτα λεπτά τε καὶ ἀσθενέα».
«[Ο Επίκουρος λέει ότι] ο σοφός δε θα συνευρευεί με γυναίκα, με την οποία οι
νόμοι απαγορεύουν κάτι τέτοιο. (...) Οι Επικούρειοι πιστεύουν ότι ο σοφός δε θα
ερωτευτεί. Ακόμη, ότι ο έρωτας δεν είναι θεόπεμπτος. (...) Η συνουσία ποτέ δεν
ωφέλησε˙ καλό θα ήταν και να μην έβλαπτε» (Διογένης Λαέρτιος, X, 118). «Να
απαγορεύεται ρητά η σεξουαλική επαφή με άλλη ή άλλον για οποιονδήποτε λόγο, από
τη στιγμή που κάποιος θα γίνει νόμιμα σύζυγος. Κι αν κάποιος συλληφθεί να κάνει
κάτι τέτοιο σε εποχή τεκνοποιίας, πρέπει να τιμωρείται με ποινή ανάλογη με το
αμάρτημά του» (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Η’, 14 (1335b 37)).
«Για τούτο οι σύζυγοι αυτό πρέπει να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη ευλάβεια,
μένοντας αγνοί από κάθε ανίερη και άνομη συναναστροφή μέ άλλους, να μη σπέρνουν
εκεί απ’ όπου δεν θέλουν να φυτρώσει αλλά και, αν καρπίσει, ντρέπονται και
προσπαθούν να το κρύψουν» (Πλούταρχου, Γαμικά παραγγέλματα, 42 (144b)).
«Πρέπει να επιχειρούμε τους επιρρεπείς στις ηδονές και τους αδιάφορους στις
επιπλήξεις να δένουμε με το ζυγό του γάμου˙ γιατί αυτός είναι το ασφαλέστατο
χαλινάρι της νεότητας» (Πλούταρχου, Περί παίδων αγωγής, 19).
«Πρέπει να απορρίψουμε τους πολλούς χιτώνες της ψυχής μας, και τούτον τον ορατό
και σάρκινο, επειδή συνδέονται με το δέρμα μας» (Πορφύριου, Περί αποχής
εμψύχων, 1, 31). «Επειδή όλα τα πάθη είναι ασφαλώς αισχρά, πρέπει να τα
αποφεύγωμε όλα, όπως ακριβώς τα αφροδίσια» (Περί αποχής εμψύχων, 1, 40).
«Οι ερωτικές πράξεις μιαίνουν. (…) Τα αφροδίσια πάθη και οι σχέσεις αυτές
μολύνουν οπωσδήποτε˙ το ίδιο και οι ονειρώξεις, διότι αναμιγνύεται η ψυχή με το
σώμα» (Περί αποχής εμψύχων, 4, 20). «χρὴ
μόνα μὲν ἀφροδίσια νομίζειν δίκαια τὰ ἐν γάμῳ καὶ ἐπὶ γενέσει παίδων
συντελούμενα, ὅτι καὶ νόμιμά ἐστιν˙ τὰ δὲ γὲ ἡδονὴν θηρώμενα ψιλὴν ἄδικα καὶ
παράνομα, κἂν ἐν γάμῳ ᾗ» (Μουσώνιου,
Περί Αφροδισίων, εκδ. Hense, Λειψία 1905, σ. 64). «Όσο για τα αφροδίσια,
πρέπει να μείνεις αγνός πρίν το γάμο, αλλά αν είναι ανάγκη να γευτής την ηδονή,
πράξε μόνο ό,τι είναι νόμιμο» (Επίκτητου, Εγχειρίδιο 33, 8). «Ο Ιππόλυτος
(Αιρέσεων έλεγχος, 7, 30 = Εμπεδοκλής Β 110) κατηγορεί τον Μαρκίωνα ότι
αντιγράφει τους καθαρμούς του Εμπεδοκλή στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από τον
γάμο:
διαίρει γὰρ ὁ γάμος κατὰ Ἐμπεδοκλέα τὸ ἓν καὶ ποιεῖ πολλά.
Αυτό εξηγείται από ένα άλλο δόγμα που ο Ιππόλυτος (ό.π., 7, 29 = Εμπεδοκλής Β
115) αποδίδει στον Εμπεδοκλή, ότι οι σεξουαλικές σχέσεις οδηγούν στην
καταστρεπτική λειτουργία του Νείκους» (E.R. Doods, Οι Έλληνες και το παράλογο,
σ. 266). Ο Ξενοκράτης «καί
ποτε καὶ Φρύνην τὴν ἑταίραν ἐθελῆσαι πειρᾶσαι αὐτόν, καὶ δῆθεν διωκομένην ὑπό
τινων καταφυγεῖν εἰς τὸ οἰκίδιον. τὸν δὲ ἕνεκα τοῦ ἀνθρωπίνου εἰσδέξασθαι, καὶ
ἑνὸς ὄντος κλινιδίου δεομένῃμεταδοῦναι τῆς κατακλίσεως· καὶ τέλος πολλὰ
ἐκλιπαροῦσαν ἄπρακτον ἀναστῆναι. λέγειν τε πρὸς τοὺς πυνθανομένους ὡς οὐκ ἀπ'
ἀνδρός, ἀλλ' ἀπ' ἀνδριάντος ἀνασταίη»
(Διογένης Λαέρτιος, IV, 7).
«[Η Νεοπλατωνική
Υπατία]
έφτασε την κορυφή της ηθικής αρετής˙ παρέμεινε παρθένα» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος
Ιστορία, 43A). «Ο [Νεοπλατωνικός] Θεοσέβιος, ο πιο σώφρων από τους
ανθρώπους, είχε συμφωνήσει να έχει σεξουαλικές σχέσεις με μια γυναίκα με σκοπό
την τεκνογονία. Ωστόσο, καθώς δεν γεννιόνταν παιδιά, ο Θεοσέβιος εμφάνισε την
ζώνη εγκράτειας [σωφροσύνης δακτύλιον] και είπε στη γυναίκα του: "γυναίκα, πριν
από καιρό σου έδωσα ένα δακτυλίδι, για να κυβερνά μια ένωση προορισμένη για
τεκνογονία˙ τώρα σου δίνω αυτήν την ζώνη εγκράτειας, η οποία θα σε βοηθήσει να
ζήσεις στο εξής μια αγνή ζωή (…)"» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 46E).
«[Ο Νεοπλατωνικός
Μαρίνος]
παρέμεινε μέχρι να πεθάνει δίχως καμμία σεξουαλική επαφή» (Δαμάσκιου,
Φιλόσοφος Ιστορία, 97B).
«Τόσο μεγάλη ήταν η
περιφρόνηση [του Νεοπλατωνικού Σαραπίωνα] για τα υλικά αγαθά που (…) έμεινε σε
όλη τη διάρκεια της ζωής του αδιάφθορος από σεξουαλική επαφή» (Δαμάσκιου,
Φιλόσοφος Ιστορία, 111).
«Ενώ
απαρνιόταν όλες τις αισθήσεις [ο Νεοπλατωνικός Ισίδωρος] αποκήρυξε την αίσθηση
της αφής περισσότερο από τις άλλες, γιατί είναι γήινη και στερεά, και τραβάει
την ψυχή προς τα κάτω» (Δαμάσκιου, Φιλόσοφος Ιστορία, 12C). Σύμφωνα με
τον Κέλσο (Λόγος Αληθής, Ζ’) μόνο αν κάποιος αποστρέψει τα μάτια της
ψυχής του από τη σάρκα θα δει τον θεό (ἐὰν σαρκὸς ἀποστραφέντες ψυχῆς ὀφθαλμοὺς
ἐγείρετε… μόνον οὕτως τὸν θεὸν ὄψεσθε). Επιπλέον
δεν είναι απαραίτητο πράγμα το να
προέρχεται τέτοιος φόβος λόγω σεξουαλικής ελευθεριότητας από την σκέψη
για εκδικητική τιμωρία ενός παντοδύναμου όντος το οποίο προσβάλλεται εάν κάποιος
είναι (σεξουαλικά) «ανήθικος», αλλά αρκεί – για την εμφάνιση φόβου και τον ηθικό
αυτοπεριορισμό λόγω του φόβου αυτού – η πίστη ότι η ίδια η φύση των πραγμάτων
οδηγεί σε μεταθανάτια ή επίγεια τιμωρία και δυστυχία όποιον είναι «ακόλαστος».
Έτσι, ο Πλάτων αναφέρει ότι οι ακόλαστοι κ.λπ. θα τιμωρούνταν είτε με επαναφορά
στη ζωή μετενσαρκωνόμενοι σε κατώτερα ζωικά είδη είτε με την αιώνια παραμονή
στον Άδη. Κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει την τιμωρό επέμβαση ενός θεού ο οποίος
ενδιαφέρεται ειδικά για την τιμωρία των «ανήθικων», ούτε καν την ύπαρξη κάποιου
παντοδύναμου θεού, αλλά προκύπτει από την ίδια τη φύση του κόσμου – όπως τον
αντιλαμβάνεται ο Πλάτων – και των νόμων που τον διέπουν. Συνεπώς ο φόβος για
τέτοια δυστυχή μοίρα αν δεν ακολουθηθεί η «ορθή» ηθική δεν έχει να κάνει με την
πιθανότητα τιμωρίας από κάποιο υπέρτατο προσωπικό ον (και, συνεπακόλουθα, ούτε
με την πίστη στην ύπαρξη τέτοιου όντος) και, γι’ αυτό, δεν ισχύει η άποψη ότι η
νεοπλατωνική ηθική διέφερε από την χριστιανική επειδή μόνο η δεύτερη βασιζόταν
στο φόβο για κακή τύχη της ψυχής, εάν ο άνθρωπος είχε «ακόλαστη» συμπεριφορά.
Είτε τέτοια ηθική την επιτάσσει η «φύση των πραγμάτων» (με συγκεκριμένες
αρνητικές συνέπειες, αν παραγνωρισθεί) είτε ένας προσωπικός εξωκοσμικός θεός,
πάλι υπάρχει φόβος για τις αρνητικές συνέπειες.
Δεν είναι διόλου γνωστό ότι τα
ομοφυλοφιλικά κριτήρια των Αρχαίων Ελλήνων ήταν εντελώς αντίθετα από τα σύγχρονα
κριτήρια αποδοχής της ομοφυλοφιλίας:
οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν
«φυσιολογικές» τις ομοσεξουαλικές σχέσεις μόνο μεταξύ ενήλικα και ανήλικου που
δεν είχε αναπτύξει ακόμη τριχοφυΐα. Οι Αρχαίοι θεωρούσαν «κοινωνικά αποδεκτό»
ό,τι θεωρείται σήμερα έγκλημα: το σέξ μεταξύ ενήλικα και άτριχου αγοριού (από τα
11-12 – ή και νωρίτερα – ώς τα 17), ενώ θεωρούσαν ανωμαλία και διαστροφή το
ομοφυλοφιλικό σεξ, όταν το αγόρι είχε αρχίσει να αναπτύσσει τριχοφυΐα. Στα μάτια
των Αρχαίων Ελλήνων η σημερινή ομοφυλοφιλία (αυτό που έχουμε σήμερα όλοι κατά
νου ως ομοφυλοφιλία), το σεξ ανάμεσα σε δύο ενήλικες άντρες, θα τους φαινόταν
αηδιαστική (ή άξια ειρωνίας) ανωμαλία, που μόνο κτηνοβάτες τσοπάνοι – όπως λέει
ο παιδεραστής Μελέαγρος σ’ ένα ποίημά του (Παλατινή Ανθολογία,
XII,
41) – αρέσκονταν να διαπράττουν. Αντί ορισμένοι να διαστρεβλώνουν την
Αρχαιότητα, για να υπερασπιστούν τη σύγχρονη ομοφυλοφιλία, θα 'πρεπε να
επαινέσουν το σεξ με άτριχα ακόμη αγοράκια (αφού αυτό ήταν το πραγματικό
κριτήριο των Ελλήνων – δες, μεταξύ άλλων, το ποίημα του παιδεραστή Αλκαίου (Παλατινή
Ανθολογία, XII,
30), όπου προειδοποιείται το, άτριχο ακόμη, αγοράκι πως αρχίζοντας να βγάζει
τρίχες, θα το εγκαταλείπουν οι εραστές του) και να καταδικάσουν το σεξ μεταξύ
ενηλίκων ανδρών, αφού «αυτό έκαναν και οι Αρχαίοι». Ωστόσο ένα σωρό αφελείς
υψώνουν, ως λάβαρο υπεράσπισης της σημερινής ομοφυλοφιλίας, την αρχαιοελληνική
παιδεραστία, αγνοώντας ότι αυτά τα δύο είναι αντιδιαμετρικά αντίθετα αναμεταξύ
τους. Ασφαλώς δεν χρειάζονται και πολλές αποδείξεις για να καταδειχθεί ο
μισογυνικός χαρακτήρας της αρχαίας παιδεραστίας («Παιδός τοι χάρις ἐστί˙ γυναικὶ
δὲ πιστὸς ἑταῖρος / οὐδείς, ἀλλ’ αἰεὶ τὸν παρεόντα φιλεῖ» = «Η ευγνωμοσύνη
χαρακτηρίζει τα αγόρια. Στη γυναίκα κανείς σύντροφος δεν μπορεί να έχει
εμπιστοσύνη, αλλά κάθε φορά αυτή αγαπάει όποιον είναι μπροστά της» (Θέογνις,
Ελεγειών Β’, 1367-1368). «Το άλογο το ζώο ξέρει / να σμίγει μόνο με το θηλυκό
του / Όμως εμείς οι λογικοί έχουμε τούτο ακόμα˙ / βρήκαμε τη δουλειά την απο
πίσω. / Κι αυτοί που περιορισμένοι είναι στις γυναίκες / σε τίποτε δε διαφέρουν
των αλόγων ζώων» (Στράτωνα, Παλατινή Ανθολογία,
XII,
245)).
Η σεξουαλική ελευθερία στην
Αρχαιότητα αφορούσε τους ενήλικες άντρες μόνο, και πάλι υπό προϋποθέσεις (μόνο
με εταίρες κλπ). Δεν είναι γνωστό ότι
οι Αρχαίοι άνδρες παντρεύονταν όχι από
έρωτα αλλά για να αποκτήσουν παιδιά τα οποία θα τους γηροκομούν. Ποινικό αδίκημα
ήταν για τους Σπαρτιάτες (και γενικά για τους Αρχαίους Έλληνες) το να μην
παντρευτείς. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο υπήρχαν ειδικοί κανόνες
γι’ αυτό το «αδίκημα». Το Αρχαίο Κράτος είχε απόλυτο δικαίωμα να επιβάλλει στους
πολίτες του να παντρεύονται και τιμωρούσε όσους δεν παντρεύονταν ή αργούσαν να
παντρευτούν ή έκαναν «κακό – κακό κατά την άποψη του Κράτους, βέβαια – γάμο». Ο
Διονύσιος Αλικαρνασσεύς που είχε εξετάσει τα αρχαία χρονικά της Ρώμης, λέει (IX,
22) ότι ανακάλυψε έναν παλαιό νόμο που υποχρέωνε τους νέους να παντρεύονται. Τα
ίδια λέει κι ο Κικέρωνας (De legibus,
3, 2) κι ο Πολυδεύκης (3, 48: «ἦσαν καὶ ἀγαμίου δίκαι πολλαχοῦ καὶ ὀψιγαμίου καὶ
κακογαμίου ἐν Λακεδαίμοσι»). Οι Αρχαίοι Σπαρτιάτες είχαν την «γραφήν αγαμίου»,
δηλαδή την καταγγελία με την οποία ο ανύπαντρος δικαζόταν δημόσια επειδή δεν
παντρεύτηκε, επειδή άργησε να παντρευτεί (δίκη οψιγαμίου), ακόμα και
διότι παντρεύτηκε αταίριαστα (δίκη κακογαμίου). Στη Ρώμη, με απόφαση του
τιμητή επέβαλλαν πρόστιμο στους άγαμους (Βαλέριος Μάξιμος, 2, 9˙ Α. Γέλλιος, 1,
6 & 2, 15). «Κατά τον χειμώνα οι άρχοντες διέτασσον τους αγάμους να περιέρχωνται
γυμνοί κυκλικώς την αγοράν, αυτοί δε, καθ’ όν χρόνον περιεφέροντο, απήγγελλον
τραγουδούντες έν ποίημα, το οποίον είχε κατασκευασθή δια την ιδικήν των
περίπτωσιν, ότι δηλαδή δικαίως υποβάλλονται εις αυτήν την τιμωρίαν, διότι
επιδεικνύουν ανυπακοήν εις τους νόμους της πατρίδος. Επίσης οι άγαμοι είχον
αποστερηθή των τιμητικών διακρίσεων και των περιποιήσεων, τας οποίας οι νέοι
εσυνήθιζον να προσφέρουν εις τους μεγαλύτερους των κατά την ηλικίαν»
(Πλούταρχου, Λυκούργος, 15). Όσο για τη γυναίκα, αυτή παντρευόταν όποιον
διάλεγαν οι δικοί της (Ναυμάχιος στον Στοβαίο, στίχ. 12 των Γαμικών
Παραγγελμάτων· Πλάτωνα, Νόμοι 774e·
Ξενοφώντα, Οικονομικός, 7, 10-11). Ωστόσο
επιστρατεύονται διαφορα παραμύθια, για να καταδειχθεί ο δήθεν σκοταδισμός του
Χριστιανισμού, από τους πιο διαφορετικούς ημιμαθείς, από αντιχριστιανούς πολυθεϊστές έως
Νεοέλληνες "ευρωπαϊστές". Λες και στην Αρχαιότητα δεν επικρατούσε το ίδιο
πράγμα, ελαφρώς πιο σοβινιστικό. (24/2/2007)
Σεξ και Χριστιανισμός.
Πόσο απόμακρες
μοιάζουν οι συμβουλές "ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου". Πόσο
απόμακρες μοιάζουν οι συμβουλές των Πατέρων του 4ου αιώνα προς τους γονείς να
βρίσκουν γρήγορα γυναίκα στο παιδί τους, "για να μη πορνεύσει". Φαντάζεται
κανείς να έπιανε ο γονιός τη λίστα συνοικεσίων για τον 20χρονο γιο του;
Φαντάζεται κανείς πόσοι θα σπούδαζαν με βάση το πρώτο ρητό; "Δοκιμάσαμε κάθε
πιθανότητα της χριστιανικής ζωής, την πιο αυστηρή, την πιο επιεική, την πιο αθώα
και την πιο εκούσια, ακόμα και την πιο φρόνιμη", γράφει ο Νίτσε. Και οι δύο
χριστιανικές προτάσεις στο σήμερα φαντάζουν τόσο αφελείς (όπως και οι
αχριστιανικές απελευθερωτικές ίσως), η μια να ζητά την εφαρμογή του "γράμματος",
η άλλη να μιλά για σχέσεις και εκστατικά-εξωτικά βιώματα που καμμία σχέση με την
πραγματικότητα δεν έχουν, ώστε είναι να απελπίζεται κανείς, εάν δεν διατηρεί το
χιούμορ του.
Δηλαδή, σύμφωνα με τους πρώτους ο
εκδικητικός Θεός δεν ευλογεί τη σχέση τους αν αυτοί, για οποιοδήποτε λόγο, έστω
οικονομικό, αδυνατούν να συνταιριάξουν τις ζωές τους, γιατί θεωρεί ότι δεν τον
θέλουν. Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης είναι ικανοί να μετρούν τα λεπτά και τα
δεπτερόλεπτα πριν το γάμο, ώστε να δηλώσουν ότι λ.χ. η συνουσία 5 λεπτά πριν το
γάμο συνιστά αμαρτία φοβερή, ενώ 5 λεπτά μετά δεν συνιστά αμαρτία. Τα τερτίπια
τους φυσικά δεν τα αντιλαμβάνονται οι ίδιοι, αφού αφενός – στην περίπτωση αυτή
λ.χ. – εμμένουν στην αυστηρή τήρηση των κανόνων, ενώ αφετέρου είναι ικανοί να
κάνουν «γαργάρα» το γεγονός ότι ενώ ο Χριστός απαγόρευσε το διαζύγιο, η Εκκλησία
δέχτηκε και δεύτερο και τρίτο γάμο, παραμερίζοντας τις ρητές απόψεις (χάριν
«οικονομίας», φυσικά, όταν δεν είναι εφικτή η συμβίωση) του ιδρυτή της. Όπου
λοιπόν τους καπνίζει τηρούν απαρέγκλιτα το «δόγμα» και φρίττουν στην ιδέα της
συνουσίας δυο μονογαμικά ερωτευμένων ατόμων πριν το γάμο, ενώ όπου όχι, τότε
δημιουργούν ό,τι δόγμα θέλουν, λόγω "ανθρωπιάς".
Και πόσο
περίεργα είναι επίσης τα νεορθόδοξα τερτίπια που τάχα αποσυμβολίζουν την έκσταση, το εξωτικό στοιχείο
του "γράμματος", που ώς τώρα δήθεν δεν το ήξερε κανείς, προκειμένου να κερδίσουν
κανέναν πιστό παραπάνω. Μια μεταμόρφωση της ξερής σχέσης μέσω μιας ευλογίας σε
ακαταλαβίστικα ελληνικά και να! το ζευγάρι που ώς τότε ήταν ιδιοτελές και
αδιάφορο για το Είναι του Άλλου, τώρα κοιτιέται "μεταμορφωμένο" μέσα στο φως,
τώρα ασκείται στο άθλημα της υπηρεσίας για τον Άλλον (το ότι η σεξουαλική αγάπη
είναι αποκλειστική, εχθρική - διώχνει τους άλλους, πόσο
χριστιανικό -
αυτό περνάει στο ντούκου, όταν μιλάμε για τόσο υψηλές "αγαπητικές
σχέσεις"). Τι
ελευθερία του ήθους, με ξεψαρωτικές δηλώσεις "ανηθικότητας". Ωστόσο ο
μηχανισμός της
ιδιοτέλειας εξηγεί πολύ καλλίτερα την έλξη και την αφοσίωση παρά τα
νερουλά νεορθόδοξα, τα οποία στο κάτω-κάτω πηγαίνουν 100% εναντίον τής
έως τώρα,
εξαρχής, επίσημης χριστιανικής αντίληψης περί σεξ. (23/2/2007)
Κατά τον Θ.
Ζιάκα «όσοι εξιδανικεύουν την αρχαιότητα», «βλέπουν το αντιερωτικό κέλυφος του
μεσαιωνικού και του νεωτερικού χριστιανισμού και βγάζουν αναχρονιστικά
συμπεράσματα. ((30) Για να ισιώσεις ένα στραβό ραβδί πρέπει να το λυγίσεις προς
την αντίθετη κατεύθυνση. Ο χριστιανισμός, παρατηρεί ο Βίλχελμ Ράιχ, όντας μια
θρησκεία αγάπης, κινδύνευε, αν δεν έπαιρνε τα μέτρα του, να μετατραπεί σε
θρησκεία οίκου ανοχής, καθώς ερχόταν σε επαφή με το σεξουαλικώς παθολογικό
περιβάλλον τού ελληνορωμαϊκού κόσμου. Το «λύγισμα του ραβδιού» προς την αντίθετη
κατεύθυνση ήταν αναγκαίο. Κι αυτό ακριβώς έκαναν ο Απόστολος Παύλος και οι
διάδοχοί του. Η παγίωση της μετάπτωσης στο άλλο άκρο είναι μεταγενέστερη εξέλιξη.
Πραγματοποιήθηκε βαθμιαία, καθώς η Εκκλησία συγχωνευόταν με το κράτος (ή η ίδια
γινόταν κράτος, όπως στη Δύση). Το αντιερωτικό κέλυφος είναι στοιχείο της
εξουσιαστικής θωράκισης του συλλογικού μηχανισμού και συμβαδίζει με την
αυτονόμηση των φορέων του από τη λαϊκή βάση τους» (Η έκλειψη του υποκειμένου, σ.
287). Αφήνοντας κατά μέρος το αβάσιμο μα σκόπιμο μάντρωμα για λόγους πολεμικής
(=«όσοι βλέπουν τον αντιερωτισμό του Χριστιανισμού εξιδανικεύουν την αρχαιότητα»)
παρατηρούμε τα εξής. Εάν μερικοί δεν θέλουν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ
Χριστιανισμού του Ιησού και Χριστιανισμού του Παύλου (η οποία είναι αβάσιμη,
αφού ο απ. Παύλος δεν λέει τίποτα διαφορετικό από τον Χριστό), δηλαδή εάν δεν
θέλουν να μην είναι Χριστιανοί, τότε πρέπει να αντιληφθούν ότι το «λύγισμα του
ραβδιού» έγινε ευθύς εξαρχής κι όχι αργότερα από τον απ. Παύλο και τους
διαδόχους του· η δε «παγίωση της μετάπτωσης» δεν έγινε όταν η Εκκλησία
συγχωνευόταν με το κράτος ή γινόταν κράτος (δηλ. από τα 320 μ.Χ. και μετά), αλλά
πολύ πιο πριν, στους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ. Άλλωστε η ηθική του ιουδαϊκού και
δη του προπαύλειου Χριστιανισμού ήταν (και θεωρούνταν αυτονόητη από τους
πρωτοχριστιανούς) η αυστηρή ιουδαϊκή ηθική· δεν χρειαζόταν λοιπόν αρχικώς ρητές
διευκρινίσεις/απαγορεύσεις, εκεί όπου το αυτονόητο ήταν εξαρχής και στον πυρήνα
του «αντιερωτικό», αλλά οι παύλειες απαγορεύσεις ήρθαν ως επιβεβαίωση της
επικράτησης και συνέχειας της αυστηρής ιουδαϊκής ηθικής, όταν ο Χριστιανισμός
πρωτοκηρύττονταν στους εθνικούς. Το αντιερωτικό «κέλυφος», που δεν συνιστά
κέλυφος αλλά τον πυρήνα, λοιπόν, δεν είναι ούτε στοιχείο εξουσιαστικής θωράκισης
του συλλογικού μηχανισμού ούτε συμβαδίζει με την μεταγενέστερη αυτονόμηση της
ιεραρχίας από τη λαϊκή εκκλησιαστική βάση. Γιατί, πώς γίνεται να θεωρείται κάτι
«μεταγενέστερο κέλυφος», την στιγμή που υπήρχε εξαρχής και εξαρχής θεωρείτο
αυτονόητο; Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτός ο απολογητικός σχετικισμός
(=«μη βαράτε, δεν είναι απόλυτες οι σεξουαλικές απαγορεύσεις του Χριστιανισμού»)
(ασφαλώς για λόγους προσέλκυσης των νέων ανθρώπων) θα έπρεπε να
οδηγήσει τους υποστηρικτές του, εφόσον η σημερινή εποχή είναι (σχεδόν) εξίσου
σαρκολατρική και πανσεξουαλική όπως η ύστερη ρωμαϊκή, να υιοθετήσουν την σκληρή
παύλεια γραμμή, να την επαναφέρουν, ώστε να «ισιώσουν το ραβδί» το οποίο
ξαναστράβωσε. Θα έπρεπε κοντολογίς να γίνουν «Ταλιμπάν», αντί να κατηγορούν τους
ασεξουαλικούς «ευσεβιστές» Ορθόδοξους για παρανόηση ή διαστρέβλωση της
χριστιανικής-ευαγγελικής αντίληψης για τα αφροδίσια. Δεν το πράττουν όμως.
Ο
"χριστιανικός" σχετικισμός προσπαθεί, προκειμένου να εξαντικειμενικευθεί οριστικά
κι έτσι να γίνει ελκυστικός, να σχετικοποιήσει τις ρητές απαγορεύσεις τις Καινής
Διαθήκης. Έτσι διαβάζουμε πως «όπως έχει παρατηρηθεί οι όροι «μοιχεία» και «πορνεία»
έχουν στο Ευαγγέλιο μια απόλυτη σημασία: Πορνεία είναι η δίχως έρωτα σχέση.
Μοιχεία είναι να απιστείς όταν ο (η) σύντροφός σου σε αγαπά. Ο όρος περιλαμβάνει
και την ενδιάθετη απιστία» (Ζιάκα, Πέρα από το Άτομο, σ. 111). Για λόγους
άμβλυνσης των εντυπώσεων δεν διευκρινίζεται ότι η μοιχεία και η πορνεία στην Κ.
Διαθήκη αναφέρονται ως προς το γάμο κι όχι αορίστως προς μια (ακόμη κι εκτός
χριστιανικού γάμου) σχέση ή προς μια (ακόμη και εκτός χριστιανικού γάμου)
συμβίωση-«συντροφία». Άλλο όμως να αναφέρονται η μοιχεία/πορνεία προς μια σχέση
ή συντροφία ακόμη και εκτός γάμου κι άλλο πράγμα να αναφέρονται αποκλειστικά
προς τον χριστιανικό γάμο· η δεύτερη περίπτωση αποκλείει αυτομάτως την πρώτη.
Στην εκκλησιαστική παράδοση, όσο κι αν ο Ζιάκας το ερμηνεύει αλλιώς και "αντιεξουσιαστικά",
ο "σύντροφος" είναι πάντοτε ο νόμιμα, δηλαδή με θρησκευτική τελετή, σύντροφος,
κι όχι ο "όπως λάχει" σύντροφος. Η αοριστία ωστόσο των λέξεων «σχέση» και «σύντροφος»,
οι οποίες χρησιμοποιούνται, κάνει δυνατό ένα «αντιπουριτανικό»
παιχνίδι. Η λεκτική αμφισημία-αοριστία του νεορθόδοξου σχετικισμού συνεπάγεται
λογικά (και συνιστά ένα κωμικό παράδοξο) ότι λ.χ. μια νομότυπη («με παπά και με
κουμπάρο») χριστιανική σχέση στην οποία πλέον δεν υπάρχει έρωτας ανάμεσα στο
ζευγάρι, συνιστά πλέον ... πορνεία!
(12/3/2007)
Λανθασμένη εἶναι ἡ
ἐπιχειρηματολογία, κυρίως τοῦ Γιανναρᾶ, βασισμένη στὸ παύλειο ρητὸ «ὁ Χριστὸς
μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν κατάρα του [ἰουδαϊκοῦ] Νόμου», ἀναφορικὰ μὲ τὴ
σεξουαλικότητα· τὸ ρητὸ αὐτὸ ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς Νεορθόδοξους ὡς ἡ ἀπόδειξη ὅτι
ὁ Χριστιανισμὸς ἐξαρχῆς ἐναντιώθηκε στὴν «εὐσεβιστικὴ» καὶ αὐστηρὴ ἠθική.
Πρόκειται γιὰ πρώτου μεγέθους παρανόηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀντίληψης γιὰ τὴ
σεξουαλικότητα. Γιατὶ ἡ ἀρχικὴ καὶ ἀνέκαθεν ἑκκλησιαστικὴ ἑρμηνεία τῆς σχέσης
Νόμου καὶ Καινῆς Διαθήκης ἦταν ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Χριστιανοὶ κάνουν περισσότερα ἀπὸ
ὅσα προστάζει ὁ Νόμος κι ὄχι ἡ νεορθόδοξη ἑρμηνεία ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν κάνουν
ὅσα προστάζει, ἀπὸ ἠθικῆς καὶ εἰδικὰ σεξουαλικῆς ἄποψης, ὁ Νόμος. Αὐτὸ μπορεῖ ν’
ἀνιχνευθεῖ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, π.χ. στὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ε’ 17-19, 27: «Μὴ
νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι
ἀλλὰ πληρῶσαι. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ
μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ
μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ' ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. (…) Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις,
Οὐ μοιχεύσεις. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι
αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς
σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν
τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν». Δηλαδή, ἐκεῖ πού,
βάσει τοῦ Νόμου, ἀπαγορευόταν ἁπλῶς ἡ πράξη καθεαυτὴ τῆς μοιχείας,
τώρα πιὰ μὲ τὴν Καινὴ
Διαθήκη, σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι λέει ὁ Νεορθόδοξος σχετικισμός, ἀπαγορεύεται καὶ ἡ
προϋπόθεση τῆς μοιχείας,
ἡ
σκέψη,
καὶ
ἔτσι
ἀπὸ τὸ ἔγκλημα τῆς πράξης πᾶμε στὴ θεσμοθέτηση τοῦ ἐγκλήματος τῆς σκέψης.
Ἂν αὐτὸ συνιστᾶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν ἠθικὸ πουριτανισμὸ καὶ τὴν τυπολατρία τοῦ
ἰουδαϊκοῦ Νόμου χάριν τῆς «ἐλευθερίας τοῦ ἤθους» καὶ ἂν δὲν συνεπάγεται
ἐπίταση - στὴν πράξη - τῆς ἀπαγορευτικῆς τακτικῆς, θὰ μᾶς τὸ ἐξηγήσουν καλλίτερα οἱ
Νεορθόδοξοι.
Ἀλλοῦ
ἀναφέρεται ἡ παραπάνω παύλεια ρήση: στὸ ὅτι διαπιστώθηκε πὼς ὁ Νόμος δὲν σώζει
ἀλλὰ συνιστᾶ κατάρα κι ὅτι ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἔσωσε ἀπὸ αὐτήν. Δὲν συνεπάγεται ὅμως
τὴν πλήρη ἀπόρριψη τοῦ Νόμου.
Ο Γιανναράς έχει σοβαρό πρόβλημα με την ύπαρξη εκκλησιαστικών Κανόνων που
αντιστρατεύονται στην «αντιευσεβιστική» του αντίληψη. «Βρίθουν οι Κανόνες από
τις πιο απίθανες διαστροφές, εξιδιασμένες επινοήσεις ασελγημάτων-ποικιλότροπα
εφευρήματα κτηνοβασίας, αιμομιξίας, ομοφυλοφιλίας, αυνανισμού. (…) Θεσμοποιούν
απαιτήσεις άμεμπτης κοινωνικής διαγωγής, κυρίως των κληρικών, αντικειμενοποιούν
και εκνομίζουν προϋποθέσεις εγκυρότητας μυστηρίων, ιδιαίτερα του γάμου,
επιμένουν σε λεπτομερή προγραμματισμό των σεξουαλικών σχέσεων των συζύγων» (Γιανναρά,
Ενάντια στη θρησκεία, σ. 115). Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνει
κανείς διαβάζοντας τα παραπάνω είναι ότι, σύμφωνα με το Γιανναρά, οι παραπάνω
αναφερόμενες σεξουαλικές πρακτικές δεν υπήρχαν πριν καταχωρηθούν
(μεταξύ 3ου και
10ου αιώνα)
στους εκκλησιαστικούς
κανόνες κι ότι, επομένως, αυτοί που συνέταξαν τους εκκλησιαστικούς κανόνες ήταν
τόσο εφευρετικοί, ώστε να συμπεριλάβουν στους
Κανόνες…
ανύπαρκτες έως τότε πράξεις και σεξουαλικές πρακτικές. Προφανώς ο Γιανναράς έχει
ελλιπή γνώση για το σεξ στην προχριστιανική αλλά και ειδικά στην Ύστερη
Αρχαιότητα και ανάλογα ομιλεί (εδώ συγκρούεται και με τον Ζιάκα, ο οποίος θεωρεί
υπαρκτές όλες αυτές τις πρακτικές). Η αντιφατικότητα των συγκεκριμένων απόψεων
έγκειται στο ότι ενώ ολημερίς κι ολονυκτίς ο Γιανναράς θρηνεί για τον
χριστιανικό ατομικισμό εξυμνώντας παράλληλα την κοινότητα και την Εκκλησία ως
ενιαίο σώμα, από την άλλη αμφισβητεί και ειρωνεύεται ακριβώς τα πνευματικά
προϊόντα της συλλογικής αντίληψης και σκέψης της, δηλαδή τους εκκλησιαστικούς
κανόνες. Μπορεί βέβαια ο Γιανναράς να έχει δίκαιο όταν υποστηρίζει ότι, για τον
Χριστιανισμό, η τήρηση των εκκλησιαστικών Κανόνων ούτε σώζει ούτε κάνει
καλύτερον κάποιον, δηλαδή έχει δίκαιο να μέμφεται τους φαρισαΐζοντες Χριστιανούς
που δίνουν έμφαση στον ηθικισμό, αλλά αφού (όπως είδαμε παραπάνω) ο Χριστιανός
έτσι κι αλλιώς οφείλει να κάνει περισσότερα από αυτά που ζητά ο Νόμος, το
πρακτικό αποτέλεσμα είναι εις βάρος της γιανναρικής "απελευθερωτικής" ερμηνείας
του Χριστιανισμού: πρακτικά ένας Χριστιανός πρέπει να είναι ακόμη πιο αυστηρός
ηθικιστής, έστω κι αν θεωρητικά - σε αντίθεση με τον πιστό του ιουδαϊκού Νόμου -
δεν
δέχεται ότι η τήρηση των ηθικών εντολών, των σεξουαλικών απαγορεύσεων κ.λπ.,
συνεπάγεται "ηθικότητα" ή "σωτηρία της ψυχής". Γιατί, είτε λ.χ. είσαι
μονογαμικός επειδή πιστεύεις ότι έτσι σώζεσαι από την κόλαση είτε δεν το
πιστεύεις, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο και το αυτό, δηλ. δεν είσαι
πολυγαμικός. Το συμπέρασμα είναι προφανές, είτε κάποιος συμφωνεί με τους
εκκλησιαστικούς κανόνες είτε όχι: δίκαιο έχει, αναφορικά με το τι λέει ο
Χριστιανισμός, με το ποια είναι η αυθεντική πρωτοχριστιανική ερμηνεία βασισμένη
στη συνεχή σταθερή πρακτική και πραξεολογία, περισσότερο η συντηρητική πτέρυγά
του και λιγότερο
οι Νεορθόδοξοι. (8/6/2007)
Χρήσιμη και διδακτική, για τις σχέσεις
του ιστορικού Χριστιανισμού και του σεξ θα ήταν η παράθεση ορισμένων στοιχείων
για την σεξουαλική ζωή των Ορθόδοξων Βυζαντινών, για το βυζαντινό σεξ.
Τον 4ο αι. ο
άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος κάνει λόγο περί μαλακών ή επί της σκηνής μαλακιζομένων
νέων (PG
49, 229· 57, 427· 62, 236) και πιστοποιεί ότι στα χρόνια του πολλοί παρατούσαν
τις γυναίκες και «αρρένων σώμασιν ενύβριζον» (PG
60, 472), ότι άλλοι σκόρπιζαν την περιουσία τους «παισί πεπορνευμένοις» (PG
61, 102, 495). Προσθέτει ότι το κακό, δηλαδή η ομοφυλοφιλία «ήν εν τη συνηθεία
τη κοινή», δηλαδή ήταν κοινή συνήθεια (PG,
59, 513· 62, 706). Καταλήγει ο Χρυσόστομος ότι καταντά να είναι περιττό το γένος
των γυναικών, αφού όλα τα γυναικεία τα πράττουν οι άντρες, ότι η η παιδεραστία
στους χρόνους του ήταν νόμος στο μέσον των πόλεων (PG,
47, 361). Επίσης ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος αναφέρει άντρες οι οποίοι ούτε
άντρες ήταν ούτε γυναίκες, αλλά άντρες για τις γυναίκες και γυναίκες για τους
άντρες (PG,
37, 1583-4). Τον ίδιο αιώνα ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει την παιδοφιλία, το ίδιο
κάνει κι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης. Τον 4ο και 5ο αιώνα
επιβεβαιώνουν για την διάδοση της παιδοφιλίας και παιδεραστίας στο
Βυζάντιο-Ρωμανία ο Αμάσσειας Αστέριος, που κάνει λόγο για «ανδρογύνους ώνιον
παρέχοντας τω δήμω την ώραν» (PG,
40, 221) και ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (PG,
78, 525) καθώς και ο ασκητής Νείλος (PG,
79, 284). Τον 6ο αι. ο Ιουστινιανός ομολογεί την ύπαρξη ομοφυλοφιλίας
(JN,
2, 398). Ο ιστορικός Αγαθίας, την ίδια εποχή πιστοποιεί ότι οι άντρες «εις
αλλήλους ξείνον άγουσι γάμον», δηλαδή... παντρευόντουσαν αναμεταξύ τους
(Επίγραμμα 82). Ύπαρξη αρσενοκοιτίας και παιδοφιλίας φανερώνει ο Ιωάννης ο
Νηστευτής (PG,
88, 1912, 2893). Τον 8ο αι. ο Θεόδωρος ο Στουδίτης κάνει λόγο για
τους «ασχημοσύνην προς τους άνδρας επιδεικνυμένους» (PG,
99, 1728). Τον 9ο αι. στον Ονειροκριτικό του Αχμέτ γίνεται
μνεία για συνουσία με νέο· επίσης στην Εκλογή των νόμων του Κωνσταντίνου
Πορφυρογέννητου (PG,
113, 540). Τον 13ο αι. ο Πατριάρχης Αθανάσιος ζητεί από τον
αυτοκράτορα να μη μένουν ατιμώρητοι οι ομοφυλόφιλοι, δείγμα ότι υπήρχαν πολλοί
τέτοιοι (Μανουήλ Γεδεών, Κανονικαί διατάξεις, 2, 46). Τον 15ο αι. ο
Ιωσήφ Βρυέννιος φρονεί ότι το Βυζάντιο κατέρρεε επειδή οι άνθρωποι ήταν «αρρενομανίαις
εγκείμενοι» (Τίνες αι αιτίε των καθ’ ημάς λυπηρών, 3, 119). Τα ίδια
πίστευε κι ο Γεωργηλάς (Ιστορική εξήγησις περί Βελισσαρίου, 816) και ο
Μανόλης Σκλάβος (Η συμφορά της Κρήτης, 149). Ο Κύπριος Λεόντιος Μαχαιράς,
τον ίδιο αιώνα, πιστοποιεί ότι την ομοφυλοφιλία συνήθιζαν πολύ οι κάτοικοι της
Αμμοχώστου (Χρονικό, 1, 464, 32).
Για ευνούχους και συνουσία
με ευνούχους γίνεται μνεία τον 5ο αι. από τον άγιο Κύριλλο που λέει
ότι «τα των γυναικών έπασχον μετ’ ανδρών ως γυναίκες μαλακώς ευναζόμενοι» (Σουΐδας,
λ. σπαδώνες), τον 6ο αι. ο Ιωάννης ο Νηστευτής κάνει λόγο επίσης (PG,
88, 1921). Τον 5ο αι. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο μικρός «εφίλει έρωτι
Χρυσάφιον κουβικουλάριον ως πάνυ ευπρεπή όντα» (Μαλάλα, Χρονογραφία, 363,
3). Τον 6ο αι. ο ύπαρχος του Ιουστινιανού Ιωάννης ο Καππαδόκης
μαρτυρείται ότι «ετρύφα μειρακίοις ψιλοίς και μήπω λείω του σώματος αρρενοφανέσι»
(Λυδού, Περί αρχών, 3, 62). Επίσης πολλοί άρχοντες και αρχιερείς βρέθηκαν
ομοφυλόφιλοι επί Ιουστιανιανού (Γεώργιου Μοναχού, Χρονικόν, 2, 645). Τον
9ο αι. στον Ονειροκριτικό (κεφ. 128) του Αχμέτ αναφέρεται
συνουσία με ευνούχο. Στα Βασιλικά, συλλογή νόμων, γίνεται αναφορά σε
όσους ευνουχίζουν άλλους λόγω φιληδονίας.
Για πρωκτική συνουσία
γυναικών κάνουν λόγο τον 4ο αι. ο Γρηγόριος Νύσσης (PG,
46, 528) και Μέγας Βασίλειος
(PG,
31, 449), τον 9ο αι. η συλλογή νόμων Βασιλικά (60, 21, 9). Τον
10ο αι. ο Ιωάννης Τζέτζης γράφει ότι μια γυναίκα «από τριών ειργάζετο
οπών την εργασίαν» (Χιλιάδες, 6, 36, 36), δηλαδή συνουσιαζόταν από τρεις
οπές. Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι οι συγγραφείς ήταν απλώς ευφάνταστοι και
δεν έγραφαν για πράγματα που έβλεπαν καθημερινά στο Βυζάντιο.
Για γυναικείο αυνανισμό, τον
6ο αι. ο Ιωάννης ο Νηστευτής γράφει «ουδέ μην και μαλακίζονται αι
γυναίκες, ως οι άνδρες» (PG,
88, 1094). Ο Βασίλειος, μαθητής του Μεγάλου Βασιλείου (4ος αι.)
γράφει ότι και οι παρθένες αυνανίζονταν όπως οι άντρες. Σε μεταγενέστερο
βυζαντινό νομοκανόνα σημειώνεται «όταν αι γυναίκες μαλακισθώσιν ατές τους ώσπερ
και οι άνδρες» (χειρ. Εθν. Βιβλ. Αθηνών, αρ. 673, φ. 194β). Ο βυζαντινός
σχολιαστής των Ιππέων του Αριστοφάνη (στ. 25) γράφει «οι γαρ απτόμενοι των
αιδοίων ουχ ως ήρξαντο, αλλά σπουδαιότερον κινούσιν εκπυρούμενοι τη συνεχεία της
κινήσεως». Τον 16ο αι. στον Έπαινο των ευγενικών γυναικών
αναφέρεται ότι υπάρχουν γυναίκες που «κάμνουσίν το μοναχές των» (στ. 675).
Στην Αφήγησιν παράξενον
του Σαχλίκη (στ. 682) αναφέρεται ότι πολλές γυναίκες όχι μόνο δεν πλήρωναν τους
εραστές τους, αλλά τους πλήρωναν αυτές. Άλλες συνευρίσκονταν με ευνούχους, όπως
παρατηρεί το Πηδάλιο.
Μια βυζαντινή συνταγή, με τη
βοήθεια της οποίας οι άλλοτε παρθένες Βυζαντινές προσπαθούσαν να φαίνονται
παρθένες, γράφει «σύμφυτον βοτάνην λειώσας υπόθες ή στυπτηρίαν σχιστήν μετά
δάφνης φύλλου ζέσας προσκλύζου». Στο μεταγενέστερο Συναξάριον των ευγενικών
γυναικών (στ. 660) οι γυναίκες θέλουν να κρύψουν το γεγονός της συνουσίας
και «βάνουν, κλείουν και ματώνουν και την τρύπα τους ορθώνουν».
Τον 4ο αι. ο
Χρυσόστομος αναφέρει την ζωοφιλία γράφοντας για άντρες «πολλούς ευρίσκομεν
γυναίκας παρατρέχοντας, αλόγοις δε μιγνυμένους» (PG,
60, 472). Επίσης αναφέρει ο Χρυσόστομος γυναίκες που συνουσιάζονταν με ζώα (PG,
60, 472). Ο Γρηγόριος ο Νύσσης κάνει λόγο επίσης, στον 4ο κανόνα του,
όπως κι ο Μέγας Βασίλειος (PG,
138, 608). Τον 6ο
αι. ο Ιωάννης Νηστευτής κάνει λόγο «περί κτηνοβασίας και ορνεοβασίας» (PG,
88, 1893, 1912, 1921). Τον 12ο αι. ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης
αναφέρεται στην γυναικεία ζωοφιλία γράφοντας «πεπείραται γουν και της του νυν
γένους γυνή κυνός ευγενούς έρωτι κατασχεθείσα και χρωτιζομένη τω κακώ» (ΕΠ,
1166, 28). Τον 15ο αι. κάνει λόγο ο Ιωσήφ Βρυέννιος για τους «ζωοφθορίας εγκειμένους» (ό.π., 3, 119). Τον 15ο αι. επίσης ο Κρητικός Στέφανος
Σαχλίκης χαρακτηρίζει κάποια γυναίκα ως εχνιογαμημένην, συνουσιαζόμενη με
ζώα δηλαδή (Γραφαί και στίχοι και ερμηνείε, στ. 170).
Παρ’ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία
απαγόρευε το συλλούσιμο γυναικών και αντρών, τον 12ο αι. στο
Βυζάντιο-Ρωμανία έβλεπε κανείς να συλλούζονται τα αντρόγυνα στα δημόσια λουτρά,
όπως παρατηρεί ο Θ. Βαλσαμών (στο Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, 2, 484).
Για μάλαξη των γυναικείων
στηθών, για χειρονακτικό ερεθισμό του γυναικείου αιδοίου, για φίλημα του πέους,
πεολειχία και αιδοιολειχία στο Βυζάντιο-Ρωμανία κάνουν λόγο τον 4ο
αι. ο Χρυσόστομος (PG,
61, 607), τον 6ο αι. ο ιστορικός Αγαθίας (Παλατινή Ανθολογία,
I,
271, 289) και ο ποιητής αυλικός Παύλος Σιλεντιάριος (ΠΑ,
V,
294), ο Νικηφόρος πρεσβύτερος Κων/πολης (Βίος Ανδρέου του κατά Χριστόν σαλού
(PG,
111, 643)), τον 9ο αι. ο Αχμέτ στον Ονειροκριτικό του (κεφ.
128, σ. 79) και τον 12ο αι. ο Θεόδωρος Βαλσαμών (βλ. Ράλλη-Ποτλή,
Σύνταγμα, 4, 229-30).
Στο ιπποτικό βυζαντινό
μυθιστόρημα του 12ου αι. Καλλίμαχος και Χρυσορρόη,
περιλαμβάνονται ερωτικές σκηνές που δεν προϋποθέτουν τον απαραίτητο για τα ήθη
της εποχής γάμο, ωστόσο ο ποιητής τις αναφέρει δίχως καμμία ντροπή ή κατάκριση.
Ο Νικηφόρος Βασιλάκης, κληρικός και ιεροκήρυκας στην Αγία Σοφία, σε μια
«ηθοποιία» («ηθοποιία» ήταν ένα ρητορικό προγύμνασμα όπου ένας μαθητής
αναλαμβάνει να παρουσιάσει μια ιστορική ή μυθική προσωπικότητα με τον πιο
ολοκληρωμένο τρόπο) του με τον τίτλο «Τι είπε η Πασιφάη όταν ερωτεύτηκε τον
ταύρο» περιγράφει την ακαταμάχητη ερωτική έλξη της Πασιφάης για τον ταύρο
γράφοντας, μεταξύ άλλων: «δεν ντρέπομαι γι’ αυτή την αγάπη, σαν να ήταν αφύσικη.
Και η Ευρώπη αγάπησε έναν ταύρο και μια άλλη κοπέλα ένα άλογο....ζηλεύω την
αγελάδα..έχει την τύχη να έχει τέτοιον εραστή...ό,τι ακολουθήσει δεν θα αφορά
κανέναν άλλο εκτός από εμένα την ίδια και τον θεό Έρωτα».
Τα βυζαντινά σπίτια ήταν
γεμάτα από ζωγραφιές στους τοίχους οι οποίες απεικόνιζαν σεξουαλικές σκηνές ή
γυμνές γυναίκες, Σάτυρους, την Αφροδίτη με τον Άρη κ.λπ. Τον 4ο αι. ο
Γρηγόριος Νύσσης αναφέρεται στις ζωγραφιές αυτές οι οποίες ήταν «της εμπαθούς
ηδονής υπεκκαύματα απογυμνούσης της τέχνης, από μιμήσεως τα αθέατα» (PG,
44, 345, 656). Η απεικόνιση αυτή πρέπει να εξακολουθούσε και αργότερα, αφού η εν
Τρούλλω σύνοδος, στα τέλη του 7ου αι., την απαγόρευε. Στον 100ο
κανόνα της συνόδου αυτής διαβάζουμε «τας την όρασιν καταγοητευούσας γραφάς είτε
εν πίναξιν είτε άλλως πως ανατιθεμένας και τον νουν διαφθειρούσας και κινούσας
προς τα των αισχρών ηδονών υπεκκαύματα...». Τη συνέχιση όμως του εθίμου αυτού
πιστοποιεί τον 8ο αι. η σύνοδος του 789 που κάνει λόγο για όσους
ζωγραφίζουν «σχήματα πορνικά και θεάματα». Τον 10ο αι. έχουμε τη
μαρτυρία του Συμεών του Μεταφραστού, ο οποίος γράφει «αι προς τα αισχρά κινούσαι
την όρασιν γραφαί, αζωγράφητοι» (Επιτομή κανόνων,
PG,
114, 292). Τον 12ο αι. ο Θ. Βαλσαμών επεξηγώντας τους σχετικούς
κανόνες γράφει ότι οι ερωτομανείς απεικόνιζαν σε πίνακες ή σε τοίχους ερωτίδια
«ή και τινα έτερα μυσαρά, όπως τας σαρκικάς αυτών επιθυμίας δια της προς τούτο
οράσεως εκπεραίνωσιν» (βλ. Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα, 2, 545-6) και
πιστοποιεί ότι και στα χρόνια του γινόταν αυτή η συνήθεια, γράφοντας «παρά τοις
οίκοις πλουσίων τινών γραφαί τοιαύται, και ταύτα χρυσόπαστοι, μετά πάσης
ασχημοσύνης εξεικονίζονται».
Τι προκύπτει από τα
παραπάνω; Αναφορικά με τους Νεορθόδοξους προκύπτει ότι διόλου εποχή ηθικής
κάθαρσης (που τάχα επακολούθησε την διεφθαρμένη παγανιστική Αρχαιότητα) δεν ήταν
το «προσωποκεντρικό» Βυζάντιο. Όσα παραθέσαμε δείχνουν, όπως και για τις
εκστατικές και μυστικιστικές προσωποκεντρικές κοσμοθεωρήσεις, ότι ο
Χριστιανισμός δεν είχε παρά ελάχιστη απήχηση στη σεξουαλική ζωή των Βυζαντινών,
παρ’ όλο που αυτοί ήταν συνειδητά και ειλικρινώς Χριστιανοί, κι επομένως
ισχυρισμοί τύπου «όλοι είχαν τότε καημό ν’ αγιάσουν» (=να γίνουν «Πρόσωπα»)
καταρρίπτονται ακόμη μια φορά, δηλαδή ακόμη περισσότερο. Άλλους καημούς βλέπουμε
να είχαν οι Βυζαντινοί. Αναφορικά με τους Ορθόδοξους του κατηχητικού και τους
συντηρητικούς που ονειρεύονται «ορθόδοξους ηγεμόνες» οι οποίοι θα βάλουν τα
πράγματα στη θέση τους και θα επιστρέψουμε στο ηθικό, ορθοδοξότατο Βυζάντιο και
στο φρόνημα των Πατέρων που επικρατούσε τάχα τότε, παρατηρούμε ότι μόνο ηθικό
δεν μπορεί να αποκαλείται το Βυζάντιο κι επομένως το πρότυπό των συντηρητικών
είναι αναληθές· θέλουν την επιστροφή σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ, σε μια εποχή
τάχα αγνότητας, παρθενίας και ευλάβειας. Τι σχέση είχαν με τη βυζαντινή
πραγματικότητα οι απόψεις των Πατέρων που θεωρούσαν ότι η παρθενία είναι
καλύτερη και ανώτερη του, επίσης καλού βεβαίως, γάμου; Τέλος, αναφορικά με τους
ποικίλους «αντιβυζαντινούς» (παγανιστές,
"διαφωτιστές"
κ.λπ.) που κάνουν λόγο για
Μεσαίωνα και σκοτεινό παπαδοκρατούμενο Βυζάντιο, πρέπει να κάνουμε λόγο για την
γνωστή αμάθειά τους και άγνοια της ιστορίας κι έτσι να μη χρειάζεται να
ασχοληθούμε στα σοβαρά άλλο μαζί τους. (6/4/2007).