Ηράκλειτος.
Porta Aurea
Ο Λουκιανός
κάποτε συνέταξε εξεπίτηδες ένα περίτεχνο ακατανόητο κείμενο, το οποίο παρουσίασε
ως έργο του Ηράκλειτου. Το έδωσε σε κάποιον φιλόσοφο, προκειμένου να το
ερμηνεύσει, πράγμα που εκείνος επιχείρησε, χωρίς να αναγνωρίσει την
πλαστογραφία, με αποτέλεσμα να γελοιοποιηθεί.
Ο Ηράκλειτος προσελκύει πολλούς εξαιτίας του μονισμού του. Η σκοτεινότητά του
είναι μια άλλη αιτία έλξης. Όποιος μιλά σκοτεινά μόνο ερμηνευτές απαιτεί, και
υπάρχουν πολλοί επίδοξοι ερμηνευτές. Άλλοι ελκύονται από τον ελιτισμό και την
αυστηρότητα του φιλοσόφου, ο οποίος όχι σε λίγα αποσπάσματα θεωρεί βλάκες τους
περισσότερους ή τους υπόλοιπους συνανθρώπους του. Ασφαλώς μια ελιτιστική θεώρηση
εύκολα κολακεύει τον αναγνώστη ο οποίος με τη σειρά του κάνει την ηρακλείτεια
φιλοσοφία έμβλημα "ανωτερότητας" σκέψης. Βέβαια, εκείνοι που προσελκύονται
εξαιτίας της αντίθεσής τους προς τον δυισμό, δεν δίνουν και τόση σημασία π.χ.
στο απόσπασμα του Ηράκλειτου, ἀνθρώπους μένει ἀποθανόντας ἅσσα οὐκ ἔλπονται οὐδὲ
δοκέουσιν, δηλ. πράγματα που δεν ελπίζουν ούτε φαντάζονται περιμένουν τους
ανθρώπους μετά το θάνατό τους. Ούτε όσοι είναι φιλελεύθεροι δίνουν σημασία στο
απόσπασμα, νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός, νόμος είναι και η πειθαρχία στη
θέληση του ενός, στο Εἷς ἐμοί μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἧ, ένας άνθρωπος αξίζει όσο
μύριοι, όταν είναι άριστος, ή στο "οι άριστοι προτιμούν το ένα από όλα, την
αιώνια δόξα των θνητών, αλλά οι πολλοί χορταίνουν σαν τα κτήνη". Επιπλέον οι
τελευταίοι δύσκολα μπορούν να συνδυάσουν τις διαβεβαιώσεις του Ηράκλειτου για το
κοινό του λόγου και της φρόνησης με το ακατάσχετο υβρεολόγιο προς τους
συνανθρώπους του, που "δεν κατέχουν την αληθινή γνώση", που "δεν ξέρουν ούτε να
ακούν ούτε να λένε", τους κοινούς βλάκες, που "όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και
γι' αυτό μοιάζουν με κουφούς", που όντας πολυμαθείς είναι άννοες. Τέτοια
αποσπάσματα μάς λεν κάτι για την ψυχολογία του Ηράκλειτου: την ψυχολογική
κατάσταση κάποιου ο οποίος εκδικείται γραπτώς αυτούς οι οποίοι απέρριψαν τα
λόγια του αποκαλώντας τους ηλίθιους. Οι υποστηριχτές του Ηράκλειτου ασφαλώς
ξεχωρίζουν, μαζί με τον Ηράκλειτο, τον εαυτό τους από τους πολλούς, οι
οποίοι "δεν σκέφτονται πάνω σε αυτό που συναντούν, ούτε κι όταν το μάθουν το
γνωρίζουν, αλλά το φαντάζονται". Οι προοδευτικοί αριστεροί δύσκολα θα μπορούσαν
να αποδεχτούν ώς τις έσχατες συνέπειες το απόσπασμα πόλεμος πάντων μὲν πατήρ
ἐστι. Από την άλλη οι απόψεις του για το γίγνεσθαι έχουν ενδιαφέρον, γιατί
μπορούν να συνδυαστούν με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα και αναζητήσεις.
Όμως, όταν έχουν διασωθεί ελάχιστα αποσπάσματα, είναι δύσκολο να τίθεται ο
Ηράκλειτος ως σύμβολο ενός τρόπου σκέψης, προοδευτικότερου ή επιστημονικότερου.
Πλάτωνας και σοφιστές.
Ο Πλάτωνας
συχνά-πυκνά θεωρείται λιγότερο ελληνικός από τους σοφιστές οι οποίοι εξέφρασαν
την πραγματική ελληνικότητα, την ελευθερία της σκέψης, τον σχετικισμό και την
έλλειψη δογματισμού. Επίσης ο Πλάτων θεωρήθηκε πρόδρομος του Χριστιανισμού και
παρακμιακός. Τίποτε δεν είναι περισσότερο λανθασμένο, ειδικά για τα πρώτα.
Κανείς δεν είναι αδογμάτιστος, όλοι έχουν ακλόνητα πιστεύω. Επίσης η ελευθερία
της σκέψης και όλα τα προοδευτικά δημοκρατικά δεν είναι ακριβώς η ουσία των
σοφιστών. Η ουσία της σκέψης τους είναι ο σχετικισμός, ο οποίος, αν είναι
συνεπής, καταρρίπτει κάθε κανονιστική "δημοκρατική" πεποίθηση για δικαιότερη
κοινωνία. Ούτε πρόδρομος του Χριστιανισμού μπορεί να θεωρηθεί ο Πλάτων. Έχει
απλώς αρκετά κοινά σημεία με αυτόν, όπως και οι κυνικοί. Έχει όμως και διαφορές,
τις οποίες γνώριζαν ανέκαθεν τόσο οι Χριστιανοί όσο και οι Νεοπλατωνικοί.
Αντικειμενικά, δηλαδή πέρα από κοσμοθεωρητικές προτιμήσεις, για κανέναν λόγο δεν
μπορούν οι σοφιστές να θεωρηθούν αυθεντικότεροι Έλληνες (ή οι πραγματικοί
Έλληνες) σε σύγκριση με τον λιγότερο ή καθόλου Έλληνα Πλάτωνα. Και οι δύο είναι
προϊόντα της ελληνικότητας. Η ιδιοποίηση, υπέρ των σοφιστών, της ελληνικότητας,
είναι ιστορικά εσφαλμένη, όσο κι αν αναμένεται να γίνεται συνεχώς, διανθισμένη
με καταγγελίες για τον "χριστιανό", τον "ιεροεξεταστή" Πλάτωνα. Η αλήθεια είναι,
αντίθετα, πως ο Πλάτωνας βρίσκεται πιο κοντά στην αντίληψη του μέσου αρχαίου
Έλληνα, παρά οι σοφιστές και φιλόσοφοι οι οποίοι διώχτηκαν ο ένας μετά τον άλλον
από τον αθηναϊκό Δήμο. (20/1/2008) Αυτό αποδεικνύεται
άλλωστε ιστορικώς: οι Σωκράτης, Πρόδικος, Διαγόρας, Πρωταγόρας, Αναξαγόρας δεν
διώχθηκαν μετά την δημοσίευση των βιβλίων του Πλάτωνα στα οποία προπαγανδίζεται
η ιερά εξέταση κατά των ασεβών/αθέων, αλλά πριν τον Πλάτωνα, στον λεγόμενο χρυσό
αιώνα. Πρέπει να γίνει αποδεκτό λοιπόν ότι οι Αθηναίοι και οι λοιποί Αρχαίοι
είχαν την νοοτροπία του Πλάτωνα πριν τον Πλάτωνα, ότι δεν έφερε ο Πλάτων τον
φανατισμό και την καταδίωξη των αντιφρονούντων στην Ιστορία, ότι απλώς την
εκλογίκευσε κι ότι λαοί δίχως Πλάτωνα (π.χ. Ρωμαίοι, Ιουδαίοι) δεν ήταν λιγότερο
θρησκευτικά αδιάλλακτοι. (29/1/2008).
Αντιδιανοουμενισμός.
Παρακάτω
αναλύονται ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του αντιδιανοουμενισμού.
α' Ο
αντιδιανοουμενισμός πάντοτε ήταν επίθεση εκ μέρους κάποιων λίγο-πολύ μορφωμένων
ή και διανοουμένων εις βάρος άλλων διανοουμένων εν ονόματι του λαού ή της
παράδοσης ή κάποιου ιδεώδους, τα οποία αντιπροσωπεύουν το υγιές και το
φυσιολογικό και εκπροσωπούνταν από τους μορφωμένους ή διανοούμενους οι οποίοι
επιτίθονταν. Αντιδιανοουμενισμός λαϊκός δεν μπορεί να υπάρξει, για τον απλό λόγο
ότι φορέας του δεν μπορεί να είναι ο απόφοιτος του δημοτικού και του γυμνασίου,
ο οποίος δεν μπορεί πέραν των ύβρεων να αντιμετωπίσει λεκτικά και απρόσωπα το
λαβύρινθο των σκέψεων του διανοουμένου, αλλά κάποιος ο οποίος μπορεί, με τη
βοήθεια του λόγου, να αποδείξει την ανωτερότητα του λαού (του απόφοιτου του
δημοτικού) επί των επαγγελματιών του λόγου, των διανοουμένων, ή κάποιος
διανοούμενος ο οποίος ομιλεί στο όνομα του "αληθινού διανοούμενου" κατακρίνοντας
ορισμένους εκφυλισμένους διανοούμενους.
β' Ο αριστερός
αντιδιανοουμενισμός έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά. Το ένα είναι η κριτική
που συνοψίζεται στο "η προδοσία των διανοουμένων", προδοσία η οποία συνίσταται
στην έλλειψη παρουσίας και συμμετοχής των διανοουμένων στους αγώνες και στις
ενέργειες εκείνες που θεωρούνται ορθές, αριστερές, απελευθερωτικές εκ μέρους της
Αριστεράς. Τέτοια κατηγορία για προδοσία έχει νόημα μόνο εάν υποτεθεί ότι ο
διανοούμενος έχει μια συγκεκριμένη αποστολή, ότι είναι "πνευματικός άνθρωπος"
(σαν κι αυτούς που υπογράφουν ομαδικά στις εφημερίδες δηλώσεις-διακηρύξεις
αριστερών φρονημάτων "εναντίον..." ή "υπέρ..") που έχει ως χρέος, ως άμισθη
εργασία, να καθοδηγεί τους συνανθρώπους του και να ανοίγει διανοητικά μονοπάτια
που οδηγούν στην απελευθέρωση του Ανθρώπου από βλαβερές προλήψεις και θεσμούς.
Τέτοια αποστολή θεωρείται αυτονόητη. Πράγματι σε παλιότερες εποχές, όταν σε κάθε
χωριό ο εγγράμματος ήταν ο δάσκαλος και στην πόλη τα πράγματα ήταν λίγο
καλλίτερα, ήταν προφανές ότι ο διανοούμενος είχε μια ειδική αποστολή εκ των
πραγμάτων, καθόριζε τις αντιλήψεις που θα επικρατούσαν, μπορούσε να παραστήσει
τον καθοδηγητή των μαζών οι οποίες δεν καταλάβαιναν από ιδέες και δεν ήξεραν να
διαβάζουν. Σήμερα, όχι ότι οι πολλοί ενδιαφέρονται ή μπορούν να ασχοληθούν με τη
φιλοσοφία, αλλά έχουν έρθει σε επαφή με κάποια στοιχειώδη σχετικά πράγματα, το
ποσοστό των πτυχιούχων είναι μεγαλύτερο και ο διανοούμενος δεν έχει για τους
πολλούς την σημασία που είχε άλλοτε. Αυτό φαίνεται με την εξέλιξη της σημασίας
του δασκάλου. Παλιά ήταν ο δεύτερος ή τρίτος μετά τον χωροφύλακα και τον παπά
στο χωριό, τώρα είναι απλώς ένας δημόσιος υπάλληλος. Γι' αυτό και παλιότερα ήταν
αυτονόητο ότι οι διανοούμενοι (ως μέλη πολιτικών κομμάτων), οι καθηγητές κλπ
ασκούσαν καθοδηγητικό ρόλο, τώρα όμως ο καθένας μπορεί να αγοράσει ένα
φιλοσοφικό βιβλίο ή ένα βιβλίο κοινωνιολογικό και να μάθει αυτά στα οποία πριν
μόνον ο δάσκαλος/"πνευματικός άνθρωπος" είχε πρόσβαση. Αξίζει εδώ να αναφερθεί η αντιμετώπιση εκ
μέρους των Αριστερών τής χρήσης του σκεπτικισμού από τους διανοούμενους (με
αφορμή τη στάση των διανοούμενων κατά τις ταραχές του Δεκεμβρίου του 2008, λόγω
του φόνου του Αλέξη Γρηγορόπουλου). Ο σκεπτικισμός όταν αποδομεί την εχθρική
σκέψη και καταφέρεται εναντίον των εχθρικών, μη αριστερών αντιλήψεων, είναι
καλός και επαινείται. Όταν όμως εμφανίζεται ως "σκεπτικισμός ελευθέρας βοσκής" -
ειδικά σε περίοδο εξέγερσης ή επαναστατικής ζύμωσης - δηλαδή ως λίγο ή πολύ
αδιάφορος (αφηρημένος) σκεπτικισμός προς το επαναστατικό (ή άλλο) πρόταγμα
και τον πυρετό των διαδηλώσεων, αντιμετωπίζεται εχθρικά από την Αριστερά, ως
"κουβέντα για την κουβέντα", ως σκέψη που αντιτίθεται στη δράση (μπορεί κανείς
εδώ να θυμηθεί τις αντισχολαστικές μομφές για νοησιαρχία τού 14ου αι.) άρα ως
σκέψη βλαβερή, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σιωπή ή με τον
χλευασμό: Ο λόγος ο οποίος (ειδικά) σε καιρό εξέγερσης δεν παροτρύνει για δράση
αλλά προσκαλεί σε στοχασμό (για τον στοχασμό, συχνά) όχι απλώς για τη
μεθοδολογία της απελευθέρωσης αλλά και για το είδος της ή ακόμη και για την
χρησιμότητά της, είναι επικίνδυνος αφού καθυστερεί την κοινωνική έκρηξη. Το
άλλο χαρακτηριστικό είναι η λασπολογία προς τους εχθρικούς, τους
αποδεδειγμένα αλλότριους πολιτικά διανοούμενους. Δεν έχει σημασία τι έχει πει ο
συγκεκριμένος διανοούμενος, αλλά αρκεί η παράθεση ορισμένων άσχετων πραγμάτων με
τα συγκεκριμένα λεγόμενά του. Για παράδειγμα ο καθηγητής Γιανναράς υφίσταται
επίθεση όχι τόσο για τα όσα φιλοσοφικά ή αφιλοσόφητα υποστηρίζει στα δεκάδες
βιβλία του, όσο για το ότι κατά τη διάρκεια της χούντας διάβαζε αντί να
βασανίζεται από την Αστυνομία (κατηγορία στην οποία απαντά εξίσου επιθετικά
αναφερόμενος στο γεγονός ότι όλοι μετά την Μεταπολίτευση έγιναν, σε μία νύχτα,
"αντιστασιακοί") και για το ότι από καθηγητής Θεολογίας έγινε καθηγητής
Φιλοσοφίας, Κύριος οίδε με τι άνομα μέσα. Όχι βέβαια ότι είναι λάθος να
δείχνεται ποιος (δηλαδή με τι προθέσεις) λέει κάτι, αλλά η εμμονή μόνο ή κυρίως
σε αυτή την οπτική δεν είναι δείγμα αμεροληψίας.
Αντίθετα, όταν ο διανοούμενος έχει τη σωστή στάση, γίνεται αντικείμενο
υπεράσπισης απέναντι στον δεξιό αντιδιανοουμενισμό.
γ' Ο δεξιός
αντιδιανοουμενισμός καταφέρεται εναντίον των διανοουμένων οι οποίοι είτε δεν
έχουν ως κύριο μέλημα τη διάσωση της παράδοσης, της τάξης και του έθνους (αν την
έχουν ως μέλημα) είτε δεν αντιλαμβάνονται τα παραπάνω με τον ίδιο τρόπο με τον
οποίο οι εκπρόσωποι του δεξιού αντιδιανοουμενισμού τα αντιλαμβάνονται. Συνήθης
κατηγορία είναι αυτή του καθεστωτικού κρατικοδίαιτου διανοουμένου, ο οποίος
πληρώνεται από το λαό αλλά δεν συμφωνεί με το λαό. Εδώ προϋποτίθεται ότι θα
έπρεπε να συμφωνούν ή και να κανακεύουν το λαό οι διανοούμενοι. Βέβαια, είναι
σωστή η άποψη για την δημιουργία αριστερής κλίκας στα ΑΕΙ, η οποία φιμώνει τις
αντίθετες φωνές ή επιδιώκει τον αποκλεισμό από την καθηγητική σταδιοδρομία όσων
δεν έχουν τις ίδιες με αυτήν απόψεις. Αλλά κάτι τέτοιο γινόταν και πριν τη
Μεταπολίτευση, εκ μέρους της Δεξιάς, οπότε η δημιουργία κλίκας είναι
χαρακτηριστικό κάθε πολιτικής παράταξης. Υποτίθεται, επιπλέον, ότι ο τόπος
κινδυνεύει από τους διανοουμένους οι οποίοι διαβρώνουν την παράδοση όπως την
βιώνει αυθεντικά ο λαός. Τέτοια υπόθεση δεν λαμβάνει υπόψη της κατά πόσο ο λαός
αντιδρά λ.χ. στον καταναλωτισμό, κατά πόσο δηλαδή η θεωρητική "διάβρωση" που
προκαλούν οι διανοούμενοι στον αγνό λαό είναι απλώς η θεωρητική δικαιολόγηση της
υλικής διάβρωσης την οποία δέχεται ο λαός στην πράξη (παρασιτισμός, ολιγαρχική
έμμεση δημοκρατία). Πέραν αυτών υπάρχει η διαδικασία του αποδιοπομπαίου τράγου:
εφόσον ο διανοούμενος είναι κάτι άλλο, λ.χ. ένας που δεν γουστάρει τα σκυλάδικα
και τις παρελάσεις, και μόνο με την ύπαρξή του συνιστά πρόκληση για την
βεβαιότητα του λαού (αλλά κυρίως του μορφωμένου υπερασπιστή του λαού) πως ο
δρόμος που ακολουθεί ο λαός είναι ορθός, ασφαλής, δοκιμασμένος και με ευχάριστο
προορισμό. Εδώ μιλά το ένστικτο της αγέλης ή μάλλον το ένστικτο αυτού που θέλει
να γίνει βοσκός. Η κριτική της έλλειψης ριζών προέρχεται από την άποψη ότι ρίζες
μπορεί να προέρχονται από ελληνικό χώμα κι ότι η σωστή δοσολογία
εγχώριας-αλλότριας σκέψης είναι μία και συγκεκριμένη.
Άλλη μορφή του δεξιού αντιδιανοουμενισμού είναι η νεοφιλελεύθερη κριτική, της
συμπαράστασης στον ολοκληρωτισμό. Εδώ δεν μας ενδιαφέρει κατά πόσο ήταν
ολοκληρωτική η ΕΣΣΔ, αλλά ότι από τους νεοφιλελεύθερους διανοουμένους
προϋποτίθεται ότι κάθε εναντίωση στο πρότυπο της έμμεσης καπιταλιστικής, μαζικής
δημοκρατίας συνιστά νοσταλγία του ναζισμού και του μπολσεβικισμού, οι οποίοι
υποτίθεται ότι είναι πανόμοιοι, ενώ, παρ' όλο που η έμμεση βία της
νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας γίνεται δεκτή ως δίκαιη, δηλαδή υιοθετείται η
διάκριση καλή-κακή βία, προς τους αριστερούς διανοουμένους γίνεται η μομφή ότι
υποστηρίζουν τη "βία" γενικά και αόριστα (εδώ εξαλείφεται η διάκριση καλής-κακής
βίας, και η βία θεωρείται κακή έτσι κι αλλιώς), άρα την τρομοκρατία. Το
αποτέλεσμα είναι η παρουσίαση ως ταραξιών όσων δε συμφωνούν με τους (συναδέλφους
τους) απολογητές του συστήματος διανοούμενους και η απαξίωση της παράλογης
διανόησης - η οποία εξάλλου είναι "κρατικοδίαιτη στο τελευταίο σοσιαλιστικό
κράτος της Ευρώπης", λες και οι νεοφιλελεύθεροι διανοούμενοι και πολιτικοί ήταν
κάτι άλλο.
δ'. Η στάση
των διανοούμενων απέναντι στην εξουσία είναι πηγή αστείρευτου
αντιδιανοουμενισμού, και επειδή η εξουσία μπορεί να έχει οποιοδήποτε χρώμα, ο
αντιδιανοουμενισμός αυτός υιοθετείται εύκολα και από πολλούς. Από τη μία,
υποτίθεται ότι ο διανοούμενος πρέπει να έχει οξύνει την "κριτική σκέψη" του
περισσότερο από τους άλλους, κι έτσι, χάρη σε μια θαυματουργική σύζευξη αρετής
και γνώσης, πρέπει να αποκρούει με βδελυγμία την (κάθε) εξουσία η οποία τον
χαϊδεύει προκειμένου αυτός να την εξυμνεί αποκοιμίζοντας τις συνειδήσεις των
πολλών απόφοιτων του δημοτικού. Από την άλλη η στάση των ίδιων των διανοουμένων
προς την εξουσία, ειδικά των αριστερών αλλά όχι μόνον αυτών, θυμίζει το ρητό "το
έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται". Γιατί θυμάται κανείς τον φιλοναζισμό του
Χαϊντέγκερ ή τους μετεμφυλιακούς τεμενάδες των Νεοελλήνων διανοουμένων προς το
πολιτικό καθεστώς μεταξύ του 1949-1974, όπως θυμάται τις οργιλές και ατελείωτες
απολογίες των Ελλήνων αριστερών διανοουμένων υπέρ των κομμουνιστικών καθεστώτων
της Αν. Ευρώπης ώς το 1989, όπως και θυμάται κανείς τις εκσυγχρονιστικές και
σοσιαλνεοφιλελεύθερες φανφάρες της δεκαετίας του 1990-2000 εκ μέρους των
μεταλλαγμένων αριστερών διανοουμένων υπέρ του πολυπολιτισμού, της Ευρώπης (και
των προγραμμάτων της), της αντι-βαλκανίτιδας. Η στάση αυτή αναπόφευκτα οδηγεί σε
αλληκατηγορίες μεταξύ των κλικών των διανοουμένων για ξεπούλημα στην εξουσία.
Όμως οι διανοούμενοι απλώς πιστεύουν ό,τι και ο Πλάτων, ότι είναι δυνατόν είτε
να γίνει ο βασιλιάς φιλόσοφος είτε ο φιλόσοφος σύμβουλος του βασιλιά (είτε, το
πιο απίθανο και ανομολόγητο, να γίνει ο φιλόσοφος βασιλιάς) και, αφενός ως
άνθρωποι που ελπίζουν ειλικρινά, πιστεύουν ότι ο επόμενος/άλλος εξουσιαστής
θα είναι πιο φιλόσοφος από ό,τι ο προηγούμενος, ενώ αφετέρου ως επαγγελματίες
γνωρίζουν ότι δίχως κλίκα και διασυνδέσεις σε χώρους έξω από αυτόν της άυλης
σκέψης, θα έκλειναν το προσωπικό τους φιλοσοφικό μαγαζί. (11/1/2009)
Χρησιμότητα
Οι περισσότεροι
άνθρωποι αναρωτιούνται για τη χρησιμότητα κλάδων της γνώσης όπως η φιλοσοφία και
η ιστορία. Ασφαλώς, όπως τονίστηκε πολλές φορές στον ιστότοπο αυτόν, η έννοια
της ανάγκης και της χρησιμότητας είναι υποκειμενική. Η φιλοσοφία προσφέρει μια
ευρύτερη θέαση του κόσμου. Όποιος έχει ανάγκη από τέτοια θέαση ευρύτερη, που
διευρύνει τους διανοητικούς ορίζοντές του, έχει ανάγκη και από τη φιλοσοφία.
Όποιος είναι ευχαριστημένος με τον μικρόκοσμό του, δηλαδή με την αναζήτηση, την
έγνοια και την ευχαρίστηση με πράγματα σχετικά με το τι θα φάει και θα πιεί, τι
λεφτά κερδίζει, πού θα πάει εκδρομές ή τι θα δει στην τηλεόραση, αν θα πάει στο
γυμναστήριο και στο σκυλάδικο/κλαμπ κ.ο.κ., αυτός δεν κατανοεί το λόγο για τον
οποίο θα έπρεπε να διευρύνει τους ορίζοντές του μελετώντας τη φιλοσοφία και την
ιστορία. Και το μυρμήγκι είναι ευχαριστημένο με τον μυρμηγκικό κόσμο και μικρο-ορίζοντά
του, δεν γνωρίζει ούτε επιδιώκει να γνωρίζει την οπτική του ανθρώπου. Η διαφορά,
λοιπόν, μεταξύ όσων θεωρούν άχρηστη τη φιλοσοφία και όσων τη θεωρούν χρήσιμη
είναι διαφορά οπτικής ανάλογη με τη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και μυρμηγκιού. Δεν
μπορεί κανείς να κατηγορήσει το μυρμήγκι ότι θέλει να είναι μυρμήγκι, ούτε και
τον άνθρωπο επειδή θέλει να είναι άνθρωπος.(12/4/2009)