«Η διαφορά αυτόνομης από ετερόνομη κοινωνία είναι στο ότι η πρώτη γνωρίζει πως οι νόμοι είναι δικοί της. Μια κοινωνία είναι αυτόνομη όταν έχει πλήρη επίγνωση ότι δεν υπάρχει μια εξωγενής ή υπερβατική πηγή των θεσμών και των νόμων της». Έτσι νομίζει ο Φωτόπουλος. Από πού όμως αποκτά κανείς την πλήρη επίγνωση ότι δεν υπάρχει μια τέτοια υπερβατική πηγή των θεσμών της και των όποιων ιδεών της; «Από την εμπειρία" θα ήταν η απάντηση. Άρα πρωταρχικό ρόλο παίζει η εμπειρία. Και τι συμβαίνει όταν η εμπειρία ή, σωστότερα, το επιχείρημα της εμπειρίας (χρησιμοποιηθεί για να δείξει ή) υποστηρίζει ότι υπάρχει μια εξωγενής και υπερβατική πηγή; Τότε τίθεται θέμα εμπιστοσύνης στην παραπάνω εμπειρία. Δηλαδή εμπιστοσύνης ανάλογα με μια προαπόφαση για το πραγματικό και το μη πραγματικό.
«Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου τότε μόνον μπορεί να εξαφανισθεί οριστικά όταν οι πρακτικές σχέσεις της καθημερινής ζωής θα προσφέρουν στον άνθρωπο εντελώς διαυγείς και λογικές σχέσεις με τους συνανθρώπους του και την φύση. Η μορφή της κοινωνικής διαδικασίας της ζωής, που βασίζεται στη διαδικασία της υλικής παραγωγής, τότε μόνο θα αποβάλει το μυστικιστικό της πέπλο όταν καταστεί προϊόν ελεύθερα συνενωμένων ανθρώπων, υπό τον συνειδητό, προσχεδιασμένο έλεγχό τους.» Εδώ έχουμε την αισιόδοξη αντίληψη ότι Λόγος=καλό="φως". Την απαίτηση να εξαφανιστεί-περιοριστεί η ανορθολογική μη συνειδητή πλευρά του ανθρώπου, διότι είναι κακή ή διότι οδηγεί σε λάθος αντίληψη της πραγματικότητας. Το πετσόκομμα του ανθρώπου, επειδή το μη λογικό μέρος του είναι ένα ζωώδες υπόλειμμα. Πρέπει να ρωτήσουμε για ποιο λόγο θα έπρεπε να θεωρείται το "λογικό", το "προσχεδιασμένο ελεύθερα" ως κάτι δυνατό (ειδικά το "προσχεδιασμένο ελεύθερα" λες και όλοι οι ντετερμινισμοί της φύσης ή οι φυσικές ανισότητες στην π.χ. ευρύτητα πνεύματος μεταξύ των ανθρώπων είναι "λογικές", "συνειδητές" κ.ο.κ.) και να αποκλείεται η συνύπαρξη λογικού και μη λογικού; Το "λογικό" δεν μπορεί να καθορίζει το Σωστό. Το "λογικό" καθορίζει μόνο το "αναγκαίο" και την "μέθοδο" για την επίτευξη των σκοπών μας. Το ποιοι είναι οι σκοποί μας/οι προκαταλήψεις μας/η θέλησή μας, όλα αυτά δεν τα καθορίζει η εξίσωση "λογικό=καλό". Άλλωστε, η "λογική" δεν είναι μία, αλλιώς όλοι οι φιλόσοφοι θα είχαν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα.
«Επομένως, το ζήτημα δεν είναι εάν ο καθένας δικαιούται να έχει τις δικές του/της πεποιθήσεις, πράγμα το οποίο ουδείς αμφισβητεί. Το ζήτημα είναι εάν έχει σημασία το κατά πόσο οι πεποιθήσεις αυτές προέρχονται από τον αυτοστοχασμο του ίδιου του ατόμου ή, αντίθετα, έχουν εξωγενή προέλευση και αποτελούν τμήμα ενός θρησκευτικού και/ή σπιριτουαλιστικου «πακέτου».» Προκύπτει το ερώτημα, από πού προέρχεται αυτός ο αυτοστοχασμός. Πάνω σε ποιες βάσεις υπάρχει καθεαυτός; Με ποιες προκαταλήψεις αυτοστοχάζεται κανείς; Μήπως με άπειρες (στο σύνολο των ανθρώπων), τις οποίες ασυνείδητα (μέσω της κοινωνικοποίησης. Μέσω της ίδιας της επαφής με το περιβάλλον. Μέσω της ίδιας της ύπαρξης, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του) αποδέχεται ως "πακέτο" ο αυτοστοχαζόμενος; Ενδεχομένως η αποδοχή, έπειτα από αυτοστοχασμό, ενός εξωγενούς πακέτου να θεωρείται "ανορθολογισμός". Αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση το ίδιο το άτομο σκεπτόμενο να κατέληξε πως αυτό το "πακέτο" είναι το σωστό, και ενσυνείδητα να αποδεχθεί, μετά από νοητική επεξεργασία, μια πρόταση και ιδέα. Εκτός κι αν μόνο δικές του, δημιουργημένες από τον ίδιο κι όχι από άλλους ανθρώπους, ιδέες δέχεται.
«Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στους διαφόρων ειδών ανορθολογιστές και τους ορθολογιστές, δηλαδή τα ορθολογικά, αυτόνομα ανθρώπινα όντα. Οι πρώτοι πιστεύουν στην ύπαρξη ενός ξεχωριστού οντολογικού πεδίου, πέραν εκείνου το οποίο γνωρίζουμε δια των αισθήσεων και του Λόγου, το οποίο υποτίθεται ότι υπάρχει ανεξάρτητα από την φαντασία μας, ενώ οι δεύτεροι πιστεύουν ότι αυτό το ξεχωριστό πεδίο δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά προϊόν της φαντασίας μας.» Ωστόσο και αυτό - η πίστη ότι το "ξεχωριστό πεδίο" δεν είναι παρά προϊόν της φαντασίας μας - είναι αναπόδεικτη πεποίθηση: ο Πρωταγόρας ήταν πολύ περισσότερο μετριόφρονας. Η αδυναμία να αποδειχθεί ότι κάτι υπάρχει δεν είναι μικρότερη ούτε μεγαλύτερη από την αδυναμία απόδειξης ή την βεβαιότητα πως κάτι σίγουρα δεν υπάρχει. Η άρνηση μιας μεταφυσικής θέσης συνιστά επίσης μεταφυσική θέση, η άρνηση της μεταφυσικής συνιστά θέση μεταφυσική. Για τον "ορθολογισμό" έχει γίνει λόγος σε προηγούμενη σελίδα. Ο ορθολογισμός, όπως παρουσιάζεται εδώ, είναι μια ιδεολογικά στρατευμένη και όχι ουδέτερη έννοια, ένα περιεχόμενο της σκέψης (αθεϊσμός) και όχι η χρήση επιχειρημάτων για λογικά άψογη τεκμηρίωση απόψεων βασισμένων σε ορισμένα αξιώματα και προϋποτιθέμενες αντιλήψεις για την πραγματικότητα.
Οι αρχικοί ηθικοί κανόνες ασφαλώς και δημιουργούνται από την κοινωνικοποίηση. Οι εξωκοσμικοί παράγοντες, αν επιδρούν, επιδρούν αναπόφευκτα μέσω των ανθρώπινων θεσμών, ηθών κ.λπ. αλλιώς δε θα μπορούν καθόλου να επιδράσουν: Πώς, π.χ. θα μπορούσε να επικοινωνήσει ικανοποιητικώς ένα εξωκοσμικό ον με τους ανθρώπους παρά «μιλώντας» (συνήθως δι’ αντιπροσώπου) με έναν κατανοητό για το είδος άνθρωπος τρόπο; Έτσι, το ότι οι οπαδοί των ετερόνομων θρησκευτικών θεσμίσεων υποστηρίζουν πως ορισμένοι από τους ανθρώπινους θεσμούς και ήθη είναι εξωκοσμικοί/ές εντολές δεν μπορεί να αποδειχθεί εσφαλμένο (ούτε, φυσικά, και ορθό) από μόνο το γεγονός ότι – αναγκαστικά – αυτές οι εξωκοσμικές εντολές διοχετεύονται στα μυαλά των ανθρώπων/της κοινωνίας με αποκλειστικά ανθρώπινους τρόπους κατανόητης-επικοινωνίας και της κοινωνικότηας, κι έτσι το γεγονός της αποδοχής/δημιουργίας θεσμών μέσω της κοινωνικοποίησης (δηλ. μέσω των ανθρώπινων τρόπων κατανόησης του κόσμου) δε συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να είναι εξωκοσμικοί ή αιώνιοι ή «φυσικοί» οι θεσμοί ή ηθική αυτή