Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ξεδιπλώνοντας το, άδικα αναξιοποίητο, θεολογικό ταλέντο του, ως χριστιανός στη θέση των χριστιανών (Αντίστοιχη προσπάθεια θα ήταν, ένας Δυτικός και άσχετος με τα ινδικά και βουδδιστικά θρησκευτικά κείμενα να «αποδεικνύει» με βάση αυτά ό,τι του κατέβει ή ό,τι του αρέσει, απλώς με την ανάγνωσή τους και δίχως ενδιαφέρον για την ερμηνεία ή τις ερμηνείες που οι ίδιοι οι Ινδουιστές και Βουδδιστές δίνουν στα «ξερά κείμενα»), συνήθιζε αρκετά συχνά να αναφέρεται σε ένα εδάφιο από την Προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου: «"Πᾶσα δύναμις καὶ πᾶσα ἐξουσία ἐκ Θεοῦ": και του Χίτλερ...και του Στάλιν και του οιουδήποτε άλλου. Και αν είσαστε Χριστιανοί, αυτό πρέπει να πιστεύετε» (Οι ομιλίες στην Ελλάδα, σ. 25). Προφανώς δεν είχε καταδεχτεί άλλη ερμηνεία από τη δική του. Αλλά: «"Γιατί", λέγει "δεν υπάρχει εξουσία, παρά μόνο από το Θεό". Τι λέγεις; Κάθε άρχοντας δηλαδή χειροτονείται από τον Θεό; Δεν εννοώ αυτό, λέγει˙ ούτε ο λόγος μου τώρα θα είναι για τους άρχοντες χωριστά, αλλά γι’ αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό δεν είπε "δεν υπάρχει λοιπόν άρχοντας, παρά μόνο από το Θεό", αλλά μιλάει γενικά για το πράγμα και λέγει "γιατί δεν υπάρχει εξουσία, παρά μόνο από το Θεό, και οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν ορισθεί από το Θεό"» (Χρυσόστομος, Ομιλία κδ’ στην Προς Ρωμαίους, 1)· πρακτικά, αυτό σήμαινε το ελεύθερο για την μετέπειτα εκθρόνιση πολλών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου από το λαό κι όχι απλώς από πραιτοριανούς. Το ίδιο αναποτελεσματικά ο Καστοριάδης δοκιμάζει την τύχη του και σε άλλα θρησκευτικά κείμενα, για να αποδείξει το οπωσδήποτε άσχετο μεταξύ πολιτικής επιλογής και θρησκείας: «Ούτε ένας γνήσιος Χριστιανός έχει τίποτε να κρίνει ή να επιλέξει: Δεν έχει παρά να πιστεύει και να αγαπά» (Χώροι του ανθρώπου, σ. 167), ωσάν η «Αγάπη» να είναι καθαρά ορισμένη (ήδη πρωτοχριστιανικά), με περιεχόμενο αποκλειστικά τις ιδιωτικές σχέσεις.
Άλλωστε ο Καστοριάδης στην προσπάθειά του να καταδείξει το ανέφικτο μιας κοινωνίας βασισμένης στην «αγάπη» δείχνει ότι έχει συγκεχυμένες αντιλήψεις για αυτήν: άλλοτε ότι περιεχόμενό της είναι «αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξίσου και περισσότερο από τους άλλους» και να αγαπάς τον πλησίον «όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου», άλλοτε ότι είναι η «αναγόρευση της προς εαυτόν αγάπης σε μέτρο της αγάπης που οφείλουμε προς τον πλησίον», άλλοτε ότι αντιπαραβάλλεται η αγάπη προς την ανοχή (με την καλή έννοια της) κι ότι «κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματά του» (Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τ. Β’, σσ. 270, 272, Η άνοδος της ασημαντότητας, σ. 256, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τ. Β’, σσ. 269-270 αντίστοιχα. Για τη σύγκριση/αξιολόγηση Αγάπης-Έρωτα από τον Συκουτρή, βλ. Συκουτρή, Πλάτωνος Συμπόσιον). Άλλοτε, λοιπόν ο Καστοριάδης νομίζει ότι χριστιανική αγάπη θα πει: "περισσότερο από τον εαυτό μου αγαπώ τον καλόν πλησίον και περισσότερο από τον καλό πλησίον αγαπώ τον κακό πλησίον" και άλλοτε νομίζει ότι θα πει "αγαπώ τον πλησίον τόσο όσο αγαπώ τον εαυτό μου, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο". Βέβαια, υπό μια έννοια όλα αυτά είναι ανούσια: ένας Καστοριάδης δεν πρέπει να λαμβάνεται ποτέ στα σοβαρά υπόψη όταν μιλά για τη θρησκεία.
Θα επιμείνουμε σε μια ακόμη θεολογική ερμηνεία του Κ.Κ. σχετική με το αν ο Χριστιανισμός μπορεί να έχει σχέση με μια κοινωνική και πολιτική ισότητα. Ο Καστοριάδης γράφει «Ο Χριστιανισμός…σε μια σωστή θεολογία, δεν έχει να κάνει παρά με μια ισότητα ενώπιον του Θεού, όχι με μια κοινωνική και πολιτική ισότητα…Η μεταφυσική ίση θέση όλων των ανθρώπων…δεν λέει τίποτε, και δεν θα έπρεπε να λέει τίποτε, για τη μοίρα των ανθρώπων εδώ κάτω…Ο Χριστιανισμός ήταν, τουλάχιστον ο αρχικός και πρωταρχικός Χριστιανισμός, τελείως συνεπής και συνεκτικός στο σημείο αυτό: Ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῶ Καίσαρι, ἡ Βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἐστι ἐν τῶ κόσμω τούτω, αἱ ἐξουσία ὑπό τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν κλπ. …Όταν έπαψε να είναι τέτοιο για να γίνει θεσμισμένη θρησκεία…βολεύτηκε μια χαρά με την ύπαρξη των κοινωνικών ιεραρχιών και τις δικαιολόγησε…Τέτοιος ήταν ο κοινωνικός του ρόλος για τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών και των εποχών (….) Είναι βέβαιο ότι την ισότητα όλων μας ως απογόνων του ίδιου Αδάμ και της ίδιας Εύας την επικαλέστηκαν συχνά κοινωνικοθρησκευτικές σέκτες και κινήματα,…Αυτό όμως δείχνει μόνον ότι οι άνθρωποι έμπαιναν επιτέλους και πάλι…σε μια νέα περίοδο αμφισβήτησης της θέσμισης της κοινωνίας, αμφισβήτησης που στην αρχή εκμεταλλευόταν τα πάντα και χρησιμοποιούσε ό,τι της φαινόταν χρησιμοποιήσιμο από τις κατεστημένες παραστάσεις δίνοντάς του μια νέα σημασία» (Χώροι του ανθρώπου, σσ. 215-216. Βλ. και Ο θρυμματισμένος κόσμος, σ. 121, και Η αρχαία ελληνική δημοκρατία…, σ. 13). Ενώ έχει δίκαιο ποσοτικά, αυτό δεν αποδεικνύει και φιλοσοφικά το δίκαιό του: Το «τα του Καίσαρος του Καίσαρι» είναι διφορούμενο, μπορεί να νοηματοδοτείται όχι μόνο ως αδιαφορία για την πολιτική, όπως ο Κ.Κ. λέει, αλλά και ως διαχωρισμός θρησκείας-πολιτικής, ως απαγόρευση ανάμιξης του κράτους στην θρησκεία και αντίστροφα (Για την αντίθεση μεταξύ της πολιτειακής-θεολογικής αντίληψης του Ευσέβιου και αυτής του Χρυσόστομου βλ. Κ.Α. Μποζίνη, Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και το imperium Romanum (Καρδαμίτσας)). Η μεταβολή από την ακοσμικότητα στην εγκοσμιότητα του 4ου κ.ε. (ή και 3ου κ.ε.) αιώνα δεν είναι παρά προσαρμογή στην αριθμητική εξάπλωση του ίδιου του Χριστιανισμού σε βαθμό τέτοιο ώστε να πάψει να είναι περιθωριακός και να αναγκαστεί να δώσει περισσότερο διευρυμένες απαντήσεις στα ζητήματα της «πριν την Δευτέρα Παρουσία» κοινωνίας. Είναι εσφαλμένο να παρουσιάζονται ως υποκριτές οι κοινωνικοθρησκευτικές σέκτες του ύστερου Μεσαίωνα, δυτικές και βυζαντινές (Ζηλωτές), ότι δηλαδή δεν θεωρούσαν «στ’ αλήθεια» πως η καταγωγή από τον Αδάμ συνεπάγεται λογικά/αναπόδραστα την πολιτική-κοινωνική ισότητα και απλώς τυχοδιωκτικά χρησιμοποιούσαν όποια ιδέα εύρισκαν ως όπλο. Έτσι, δεν μπορεί να ταυτίζονται απλώς ως ομόδοξοι από τη μια όσοι ιεράρχες και χιλιάδες κληρικοί τάχθηκαν με το ΕΑΜ (όπως οι Θεοτοκάς, Ζαχαριάδης και Βελουχιώτης παρατηρούσαν) και από την άλλη όσοι κληρικοί, παραεκκλησιαστικοί και ιεράρχες στήριξαν το μετεμφυλιακό καθεστώς και δε ζήτησαν συγγνώμη επειδή «διάβαζαν». Βέβαια, αυτό δεν θα έλεγε κάτι στον Καστοριάδης, ο οποίος αναφερόταν στην επί Κατοχής «λεγόμενη αντίσταση» και στον «λεγόμενο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» (Ο θρυμματισμένος κόσμος, σ. 146). Πάντως, στην ιστορία των ιδεών η θρησκεία (ο Χριστιανισμός εδώ) έχει κατηγορηθεί τόσο ως εγγενώς αντίθετη στην (άμεση) Δημοκρατία όσο και ως βάση του εξισωτισμού και της Δημοκρατίας: «Το δηλητήριο του δόγματος των "ίσων δικαιωμάτων για όλους" διασκορπίστηκε κυρίως από τον Χριστιανισμό. (...) Η πλειοψηφία έγινε αφέντης˙ η δημοκρατικότητα των χριστιανικών ενστίκτων θριάμβευε» (Νίτσε, Ο αντίχριστος (Εκδοτική Θεσ/κης), σσ. 54 και 67). Δεν μπορεί, λοιπόν, ν’ αποδειχτεί «ορθολογικά» η απολυτότητα της μιας ή της αντίθετης ιδέας. Αυτό συνεπάγεται, ανεπίγνωστα, άλλωστε κι η θέση ότι «η μεταφυσική καταστατική θέση της ισότητας των ψυχών είναι καθ’ εαυτήν παραπάνω από διφορούμενη» (Χώροι του ανθρώπου, σ. 217. Βλ. και Ο θρυμματισμένος κόσμος, σ. 102). Στο κάτω κάτω της γραφής, ο Καστοριάδης εναντιωνόταν στην ενδοκοινοτική ταξική πάλη ως κριτήριο πολιτικής δράσης (Χώροι του ανθρώπου, σ. 195).
Είναι κανόνας, και παλιότερα ήταν πιο διαδεδομένο, να θεωρείται η θρησκεία ως απλή πρόφαση για την κυριαρχία των ιερατείων και των βασιλιάδων. Τέτοιες θεωρήσεις σήμερα όχι μόνο έχουν καταρριφθεί από τους εθνολόγους και ανθρωπολόγους αλλά και δεν στέκουν λογικά παρά μόνο με την προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι σε απίστευτα μεγάλο βαθμό, και μάλιστα από τη γέννηση της ανθρωπότητας. Η αλήθεια είναι ότι η θρησκεία μπορεί να χρησιμεύσει ως πρόφαση για την κυριαρχία των ολιγαρχιών και ότι έχει χρησιμεύσει πάρα πολλές φορές ως τέτοια πρόφαση. Από την άλλη η φύση της θρησκείας είναι, όπως κάθε ιδεολογίας και κοσμοθεωρητικού συστήματος, τόσο εύπλαστη και προσαρμόσιμη σε καταστάσεις και εποχές, ώστε να μην στέκει η άποψη πως εκ φύσεως η θρησκεία είναι εξουσιαστική και απλή πρόφαση των ολιγαρχιών. Για παράδειγμα, ο Χριστιανισμός έχει χρησιμοποιηθεί και ερμηνευθεί (όχι μόνο από τους εξουσιάζοντες αλλά και από τους ίδιους τους πιστούς του) με τρόπο που να συνιστά εκλογίκευση και πρόφαση για την κυριαρχία των ολίγων. Ωστόσο, είναι πολύ πιο εύπλαστος από όσο φαντάζονται οι επικριτές του (αλλά και οι συντηρητικοί πιστοί του) και έχει εμπνεύσει ερμηνείες ελάχιστα ή καθόλου εξουσιαστικές. Στη χριστιανική κοσμοθεώρηση ανήκουν τόσο οι μεσαιωνικοί ύμνοι προς τους βασιλείς και οι προτροπές για διατήρηση της εξουσίας και της δουλείας, όσο και οι πρωτοχριστιανικές εξισωτικές ουτοπίες (μαζί με τις μοναστηριακές μεταγενέστερες επιβιώσεις τους και τους μυστικισμούς) και οι παλαιοδιαθηκικοί προφητικοί μύδροι κατά των διεφθαρμένων ιερατείων, πλουτοκρατών και εξουσιαστών. Καθένας διαλέγει και παίρνει ό,τι τον συμφέρει ή ό,τι νομίζει ως αληθές. Οι Μαρξιστές τύπου De Croix είχαν απόλυτο δίκαιο να ισχυρίζονται ότι η καινοδιαθηκική έννοια της φιλανθρωπίας, της προτεραιότητας των ατομικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων και των σχέσεων μεταξύ καθενός ανθρώπου και Θεού αντί της επικέντρωσης και κριτικής στους κοινωνικούς θεσμούς, ή της στωικής αποδοχής της δουλείας και της βασιλείας ήταν σαφέστατα (αν και συνήθως ασυνείδητα) φιλοεξουσιαστικές και πάντως διαφέρουν πάρα πολύ από τις σημερινές απόψεις για τα ζητήματα αυτά, όπως και είχαν δίκαιο να τονίζουν ταυτόχρονα ότι η καινοδιαθηκική αντίληψη αυτή οφειλόταν όχι στην πάγια, εγγενή φιλοεξουσιαστική τάση της Εκκλησίας, αλλά στην "ακαταμάχητη δύναμη του ταξικού αγώνα: η απόλυτη ανάγκη που είχαν οι κυρίαρχες τάξεις του Ελληνορωμαϊκού κόσμου να διατηρήσουν τους κοινωνικούς θεσμούς από τους οποίους εξαρτιόταν ολόκληρη η προνομιακή τους θέση, και τους οποίους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν". Ωστόσο ξεχνούν το ιστορικό πλαίσιο της εποχής εκείνης, δηλαδή δεν συγκρίνουν την εξισωτική δυναμική του Χριστιανισμού - οι αντιχριστιανικές κατηγορίες του Νίτσε στο θέμα αυτό πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, όσο κι αν η ισότητα των ανθρώπων μεθερμηνευόταν αναφορικά προς τον ουρανό κι όχι ως προς τη γη - συγκριτικά με την περισσότερο χλιαρή αντίληψη άλλων τοτινών κοσμοθεωρήσεων στο θέμα αυτό. Το ότι ο ιστορικός Χριστιανισμός είναι κατά βάση ολιγαρχικός είναι διαφορετικό από το ότι μαζί του πάντοτε συνυπήρχαν και συνυπάρχουν μεθερμηνείες του αντιολιγαρχικές, αντιπλουτοκρατικές. Η απολογητική ισχύει μόνο στο επίπεδο των ιδεών, κι όχι όταν βάσει των ιστορικά περιθωριακών μη ολιγαρχικών ερμηνειών προσπαθείται να εξαγιασθεί το ολιγαρχικό παρελθόν ή να δειχθεί ότι αυτό ήταν στην πραγματικότητα μη ολιγαρχικό. Δεν μπορεί πάντως η θρησκεία να θεωρηθεί εγγενώς, πάντοτε και συνειδητά (αναφορικά με τις μύχιες προθέσεις των ιερατείων) εξουσιαστική. (27/6/2007). Ό,τι και να ήταν παλαιότερα η κυρίαρχη θρησκεία, εξουσιαστική ή μη, η συνέχεια και μάλιστα με την ίδια ένταση τής κριτικής προς αυτήν ως εξουσιαστικού και πλουτοκρατικού θεσμού είναι λανθασμένη. Γιατί σήμερα κυρίαρχη δεν είναι η θρησκεία αλλά οι πολυεθνικές, τα ΜΜΕ κ.λπ. Αυτοί ελέγχουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων, κατά πολύ περισσότερο από ό,τι η εκκλησία, αυτοί ελέγχουν τον πλούτο, κατά πολύ περισσότερο από ό,τι οι επίσημες θρησκείες. Χτυπώντας έναν άρρωστο πρώην κυρίαρχο οι "επαναστάτες" (μαζί με τους παπαγάλους του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίοι τάχα ομιλούν στο όνομα του Διαφωτισμού τού 18ου αι.) δείχνουν ότι δεν βλέπουν ποιος κινεί σήμερα (κι όχι.. στον Μεσαίωνα) τα νήματα της κοινωνίας και της ιστορίας.
Ἀκόμη πιὸ ρηχὴ εἶναι ἡ κριτικὴ ποὺ γίνεται γιὰ τὰ προνόμια τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας. Καὶ ἐπειδὴ ζοῦμε στὴν Ἑλλάδα, δὲ γίνεται παρὰ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴ σχέση τῆς ἐπικρατοῦσας θρησκείας μὲ τὸ ἑλληνικὸ κράτος. Τρία παραδείγματα-ἐνστάσεις εἶναι χαρακτηριστικά. Τὸ ἕνα εἶναι "Είναι αδιανόητο να ρωτάμε την Ιερά Σύνοδο αν θα δεήσει να επιτρέψει την καύση των νεκρών". Τέτοια ἔνσταση παραγνωρίζει σκόπιμα ἢ ἐξ ἀγνοίας ὅτι δὲν ὑπάρχει νόμος ποὺ νὰ ἀπαγορεύει τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Κανεὶς ἰδιώτης δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ξοδέψει χρήματα γιὰ κρεματόριο, χωρὶς νὰ ἔχει σημαντικὴ πελατεία. Ἁπλῶς οἱ ὑπέρμαχοι τῆς καύσης τῶν νεκρῶν θέλουν νὰ ἱδρυθοῦν κρατικὰ κρεματόρια, τὰ ὁποῖα νὰ πληρώνουν ὅσοι γενικᾶ ἐναντιώνονται στὴν καύση τῶν νεκρῶν μὲ τοὺς φόρους τους (δὲν τὸ ὑποστηρίζουν ἀνοικτὰ ὅμως, γιατὶ δὲν συμφέρει τὴν πολεμική τους). Καὶ τονίζουμε τὴν ἐξυπονοούμενη προϋπόθεση ὅτι ἕνα κρατικὸ κρεματόριο θὰ συντηρεῖται ὑποχρεωτικὰ ἀπὸ τοὺς φόρους ὅλων, ἀκόμη καὶ ὅσων δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἀποτεφρώνονται τὰ πτώματά τους, διότι μία ἄλλη ἔνσταση εἶναι "Είναι θλιβερός ο εν ψυχρώ προσηλυτισμός που γίνεται στα παιδιά μας (και στα δικά μου, παρά τη θέλησή μου) στο σχολειό τους - και με δικά μου έξοδα". Δηλαδὴ ὅπου συμφέρει τοὺς πολέμιους τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας εἶναι ἐπιβαλλόμενο-λογικὸ καὶ ὄχι θλιβερὸ κάποιος νὰ πληρώνει κάτι τὸ ὁποῖο δὲν θὰ χρησιμοποιήσει (λ.χ. οἱ χριστιανοὶ ἢ μουσουλμάνοι τὰ κρατικὰ κρεματόρια), ἀλλὰ ὅπου δὲν τοὺς συμφέρει (λ.χ. στὴ χρηματοδότηση τοῦ "ἐν ψυχρῷ προσηλυτισμοῦ" στὰ δημόσια σχολεῖα, μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τῶν πολλῶν, πρᾶγμα ψευδές, ἀφοῦ ὁ γονιὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ δηλώσει ὅτι τὸ παιδί του δὲ θὰ παρακολουθήσει τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν) εἶναι "θλιβερὸ" καὶ ὄχι ἐπιβαλλόμενο-λογικὸ πρᾶγμα κάποιος νὰ πληρώνει κάτι τὸ ὁποῖο δεν (θέλει νὰ) χρησιμοποιεῖ. Ἀγνοοῦν οἱ πολέμιοι τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας ὅτι λ.χ. ὅσοι διαφωνοῦν μὲ τὶς ἐκτρώσεις χρηματοδοτοῦν ὑποχρεωτικᾶ (μέσῳ τῶν φόρων ποὺ πληρώνουν) τὶς ἐκτρώσεις στὰ δημόσια νοσοκομεῖα (τὸ ἐπιχείρημα περὶ ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἶναι ἀβάσιμο, γιατὶ ὅσο δὲν εἶναι γραμμένες στὸν φυσικὸ οὐρανὸ οἱ ἐντολὲς τοῦ θεοῦ τῆς μίας ἢ τὴς ἄλλης θρησκείας, ἄλλο τόσο δὲν εἶναι ἐκεῖ γραμμένα ἐκεῖνα τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ποὺ ἔχουν κατὰ νοῦ ὁρισμένοι - τὰ ἀνθρώπινα δηλαδὴ δικαιώματα στὰ ὁποῖα συμπεριλαμβάνεται τὸ δικαίωμα στὴν ἔκτρωση). Κι ἐπειδὴ ζοῦμε στὴν Ἑλλάδα, εἶναι κωμικὸ νὰ γίνεται ἀντιεκκλησιαστικὴ ἐπίκληση τῆς ἀρχαιοελληνικότητας ἀναφορικὰ μὲ τὶς σχέσεις κράτους-θρησκείας ("Είναι αδιανόητο να ορκίζεται ο Πρόεδρος της Ελλήνων/ ο δημόσιος υπάλληλος / ο φαντάρος πάνω στο Ευαγγέλιο και «εις το όνομα της Αγίας και Αδιαιρέτου και Ομοουσίου Τριάδος»"), στὸ ὄνομα μάλιστα τῆς ("αὐθεντικῆς", ἐννοεῖται) Ἑλληνικότητας καὶ χάριν μιᾶς ἄθρησκης φανταστικῆς (ἀρχαιο)ελληνικότητας, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι γνωστὸ πόσο ἔλεγχο εἶχε ἡ ἀρχαία θρησκεία στὴν πολιτικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν ἐλευθερία ἔκφρασης ἀπόψεων ἀντίθετων πρὸς τὴν κρατικὴ θρησκεία.
Επιπόλαια είναι επίσης η απόφανση για τη σχέση μεταξύ Χριστιανισμού και αντισημιτισμού και μεταξύ Χριστιανισμού και Ακροδεξιάς. Δηλαδή η άποψη ότι ο Χριστιανισμός και ο αντισημιτισμός καθώς και η Ακροδεξιά πάνε χέρι χέρι. Αναφορικά με το πρώτο ζεύγος ο Χριστιανισμός μπορεί να συνδυαστεί τόσο με φιλοεβραϊκές όσο και με φιλοϊσραηλινές απόψεις: με φιλοεβραϊκές θέσεις, στο βαθμό που γίνεται αποδεκτή η Π.Διαθήκη, η επιλογή των Εβραίων ως περιούσιου λαού. Με φιλοϊσραηλινές απόψεις, στο χώρο των αμερικανών χριστιανών. Έτσι, μπορούμε να δούμε Ακροδεξιούς να κατηγορούν για φιλοεβραϊσμό (και ανθελληνισμό) το χριστιανισμό. Ασφαλώς υπαρκτή είναι και η αντιεβραϊκή-αντισημιτική χριστιανική στάση, λόγω της συνενοχής των Ιουδαίων στη σταύρωση του Χριστού κ.λπ. Έτσι, μπορούμε να δούμε Αριστερούς-αντιεθνικιστές να κατηγορούν για αντιεβραϊκή στάση τους χριστιανούς. Αλλά το ένα δεν αποκλείει το άλλο και ακριβώς αυτό επιδιώκουμε να δείξουμε, ότι ο Χριστιανισμός ως Χριστιανισμός δεν συνεπάγεται απαραίτητα τον αντισημιτισμό ή τον φιλοεβραϊσμό. Αντίστοιχα πράγματα ισχύουν για τη σχέση Χριστιανισμού και Ακροδεξιάς: είναι κι αυτή αμφίσημη και όχι μονοσήμαντη. Υπάρχει, δηλαδή, η Ακροδεξιά εκείνη η οποία είναι φιλοχριστιανική, ταυτίζει το Χριστιανισμό με την πατρίδα ή με τον καπιταλισμό. Υπάρχει όμως - ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, αν και το φαινόμενο υπάρχει από τον 19ο αιώνα, διογκώνεται αρκετά, πρόσφρατα - η Ακροδεξιά εκείνη η οποία είναι αντιχριστιανική επειδή βλέπει στο Χριστιανισμό το εβραϊκό πνεύμα. Και οι δύο πτέρυγες της Ακροδεξιάς είναι όντως ακροδεξιές, αλλά αντιμετωπίζουν το Χριστιανισμό διαφορετικά, πράγμα που σημαίνει απλώς ότι, αναφορικά με την πολιτική ο Χριστιανισμός ως Χριστιανισμός δεν συνεπάγεται απαραίτητα την συμπάθεια προς την Ακροδεξιά. Κατ' ανάλογο τρόπο, στην Αριστερά υπάρχουν οι φιλοχριστιανοί, που θεωρούν σύμμαχο στον αγώνα για εξισωτισμό το Χριστιανισμό, και οι αντιχριστιανοί, που θεωρούν το Χριστιανισμό αθεράπευτα αντιεξισωτικό και συνεπώς εχθρό τους. Έτσι, αν το δούμε από άλλη σκοπιά, ο φιλοχριστιανισμός ως φιλοχριστιανισμός δε συνεπάγεται τίποτε, διότι άλλο πράγμα ο φιλοχριστιανισμός των Ακροδεξιών και άλλο ο φιλοχριστιανισμός των Αριστερών: οι συγκεκριμένοι Αριστεροί και Ακροδεξιοί δεν μπορούν να συναντηθούν φιλικά στο κοινό πεδίο του Χριστιανισμού, όπως και - αντίστοιχα - οι αντιχριστιανοί Αριστεροί δεν μπορούν να συναντηθούν φιλικά με τους αντιχριστιανούς Ακροδεξιούς στο κοινό πεδίο του αντιχριστιανισμού. Η συνήθης, κυρίαρχη ακόμη στην Αριστερά, αντίληψη είναι η μονοσήμαντη ταύτιση Χριστιανισμού-Ακροδεξιάς. Τέτοια άποψη δε γίνεται αποδεκτή πλέον ούτε από τους ίδιους τους Ακροδεξιούς, και είναι άποψη η οποία βασίζεται σε παλαιότερα εμπειρικά-κοινωνικά δεδομένα (π.χ. "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών", μετεμφυλιακή εποχή), τα οποία δεν αντιστοιχούν στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες και πολιτικές συμμαχίες. Ακόμη και στην Ελλάδα, όμως, για την φιλοχριστιανική δικτατορία του Παπαδόπουλου υπάρχει αντίστοιχα η φιλοαρχαιολατρική δικτατορία του Μεταξά. Ακόμη και στη δεκαετία του 1990-2000, για έναν μισητό "αρχιεπίσκοπο Παρασκευαΐδη", υπήρχαν οι "φωτισμένοι" Αναστάσιος και Βαρθολομαίος (οι οποίοι επίσης διάβαζαν κατά τη διάρκεια της χούντας και δε συμμετείχαν σε κάποια εξέγερση - όπως και η τεράστια παθητική και αδιάφορη ή λουφαγμένη μάζα του λαού, όπως και οι μεγαλοεκδότες γνωστών εφημερίδων, οι οποίοι αποδέχονταν τη λογοκρισία της χούντας, σε αντίθεση με μια αριστερή ελάχιστη μειονότητα η οποία έκανε και το Πολυτεχνείο), και γινόταν διάκριση μεταξύ του πρώτου και των δυο τελευταίων: ακριβώς το ότι οι Αριστεροί έκαναν τέτοια διάκριση σημαίνει ότι, αντίθετα από τις διακηρύξεις τους για τη συντηρητικότητα και την αντιδημοκρατικότητα του Χριστιανισμού, είχαν κατά νου την ανάλυση την οποία κάνουμε εμείς τώρα. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι πως ο Χριστιανισμός ως Χριστιανισμός δεν συνεπάγεται απαραίτητα ούτε φιλοεβραϊσμό και δημοκρατικότητα ούτε αντισημιτισμό και ακροδεξιά πολιτική επιλογή.