Στην καθημερινή κλινική πράξη, η παχυσαρκία καθορίζεται σύμφωνα με το Δείκτη Μάζας Σώματος [ΔΜΣ = Βody Mass Index (BMI)= βάρος (kg) / ύψος (m2)]. Άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος μεταξύ 18.5–24.9 kg/m2 έχουν φυσιολογικό βάρος, με Δείκτη Μάζας Σώματος >25 kg/m2 θεωρούνται υπέρβαρα, ενώ με Δείκτη Μάζας Σώματος >30 kg/m2 παχύσαρκα.
Τα τελευταία χρόνια που έγιναν γνωστές οι διαφορές της κατανομής του λίπους σύμφωνα με το φύλο, τη φυλή ή άλλες παραμέτρους, δείκτες όπως η περιφέρειας μέσης, ο λόγος περιφέρειας μέσης προς περιφέρεια γλουτών, περιφέρειας μέσης προς ύψος χρησιμοποιούνται για να αξιολογήσουν τη συσσώρευση του λίπους στο σώμα.
Η παχυσαρκία αποτελεί κίνδυνο για την υγεία σε όλες της τις διαστάσεις, τη σωματική, την ψυχική, την πνευματική και την κοινωνική, ενώ φαίνεται πως υπάρχει μια αύξηση της συχνότητάς της παγκοσμίως.
Παράλληλα, αναγνωρίζονται οι αιτίες που οδηγούν στην παχυσαρκία όπως ο τρόπος ζωής με το άγχος, την έλλειψη ύπνου, τη νυχτερινή εργασία, τη λήψη τροφής κατά τις βραδινές ώρες ή συγκεκριμένα φάρμακα ή οι ενδοκρινικοί διαταράκτες δηλαδή οι τεχνητές χημικές ουσίες που απαντούν σε υλικά όπως τα φυτοφάρμακα, τα μέταλλα, τα πρόσθετα ή ως ρύποι στα τρόφιμα και στα καλλυντικά προϊόντα.
Το οικονομικό και ψυχοκοινωνικό κόστος της παχυσαρκίας είναι σημαντικό, αφού τα παχύσαρκα άτομα έρχονται αντιμέτωπα με σημαντικές διακρίσεις σε σχέση με την απασχόληση, την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη. Επίσης, η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο συννοσηροτήτων, όπως τα ψυχιατρικά και τα καρδιομεταβολικά (διαβήτης, στεφανιαία νόσος, υπέρταση) νοσήματα αλλά και συγκεκριμένοι τύποι καρκίνου.
Η πρόσφατη πανδημία του COVID-19, ανέδειξε το νοσογόνο δυναμικό της παχυσαρκίας, αφού θεωρήθηκε από τα βασικά υποκείμενα νοσήματα ατόμων που είτε νόσησαν είτε τελικά κατέληξαν από τη λοίμωξη. Στοιχεία που σύλλεξε η Ευρωπαϊκή Ενδοκρινολογική Εταιρεία, ανέδειξαν πως το 26% των ασθενών με COVID-19 και συμπτωματική νόσο ήταν παχύσαρκα, ενώ είχαν χειρότερη έκβαση σε σύγκριση με τα μη παχύσαρκα άτομα.
Η πολιτεία κινήθηκε στο πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων ενώ παράλληλα έγινε εντατική έρευνα για την ανάπτυξη εμβολίων ή υποστηρικτικών θεραπειών. Ωστόσο, φαίνεται πιο αναγκαία η πρόληψη και γενικότερα η προαγωγή της υγείας από μέρους της πολιτείας.
Η πρόληψη κατά της παχυσαρκίας πρέπει να αποτελέσει μια προτεραιότητα στην εποχή της πανδημίας του COVID-19 αφού αφενός τα παχύσαρκα άτομα είναι πιο ευάλωτα σε λοιμώξεις, ενώ υπάρχει και η ανησυχία ό,τι το εμβόλιο δεν θα δουλέψει στα παχύσαρκα άτομα λόγω της διαφορετικής φαρμακοκινητικής που έχουν τα φάρμακα στα άτομα με αυξημένο λίπος.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως η πανδημία του COVID-19, που εμφανίστηκε πρόσφατα, συνάντησε μια άλλη πιο παλιά πανδημία, εκείνη της Παχυσαρκίας, που εξαπλωνόταν αργά, έχοντας συμμάχους την Παγκοσμιοποίηση και την υιοθέτηση του λεγόμενου «Δυτικού» μοντέλου ζωής. Για να ανακοπεί η πανδημία της Παχυσαρκίας, πρέπει πρώτα να αναγνωριστεί ως πρόβλημα, δηλαδή η παχυσαρκία να αναγνωριστεί ως ασθένεια.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μόνο η Ιταλία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία αναγνωρίζουν επίσημα την Παχυσαρκία ως ασθένεια. Η Παχυσαρκία, όμως, αποτελεί μια χρόνια ενδοκρινολογκή διαταραχή. Πράγματι, το λίπος δεν είναι μια απλή αποθήκη αλλά ένα ενδοκρινικό όργανο, που παράγει μια σειρά ορμονών, που στέλνει και ταυτόχρονα λαμβάνει σήματα τόσο στον / από τον εγκέφαλο, όσο και προς / από την περιφέρεια όπως ο πεπτικός σωλήνας δημιουργώντας πολύπλοκα νευρο-ενδοκρινικά κυκλώματα.
Οι ορμόνες αυτές επηρεάζουν την όρεξη ή το μεταβολισμό και την ευαισθησία του σώματος σε άλλες ορμόνες όπως η ινσουλίνη ή η λεπτίνη. Όταν υπάρχει περίσσεια λίπους, εμφανίζεται διαταραχή στην ισορροπία των κυκλωμάτων συμβάλλοντας στις καρδιαγγειακές παθήσεις, στο διαβήτη, στην υπογονιμότητα, σε νεοπλάσματα, στην κατάθλιψη και σε εξασθενημένη ανοσία.
Παράλληλα, διαταράσσονται οι ορμόνες που περιορίζουν την όρεξη, καταστέλλουν την πείνα και αυξάνουν το μεταβολισμό. Όταν μειωθεί το λίπος, τα επίπεδα λεπτίνης ελαττώνονται και αυξάνεται η όρεξη μέσω του νευροπεπτίδιου Υ (NPY), ισχυρού ορεξιογόνου παράγοντα. Τα νευροπεπτίδια του πεπτικού σωλήνα, σχετίζονται με τη διάταση του πεπτικού σωλήνα και την αίσθηση πληρότητας μετά το γεύμα παρά με την καταστολή της όρεξης. Το πεπτίδιο YY (PYY), η χολεκυστοκινίνη (CCK), το πεπτίδιο προσομοιάζον τη γλουκαγόνη (GLP-1) που παράγονται από τον πεπτικό σωλήνα, με την ινσουλίνη και τη λεπτίνη προκαλούν καταστολή της όρεξης επιδρώντας σε ειδικούς ανορεκτικούς νευρώνες.
H γκρελίνη, που παράγεται από τα κύτταρα του στομάχου είναι ορεξιογόνος ορμόνη. Τα νευρικά ερεθίσματα που αποστέλλονται από αυτά τα πεπτίδια επιδρούν στον εγκέφαλο με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση ορεξιογόνων ή ανορεξιογόνων μονοπατιών.
Άλλα κυκλώματα που οδηγούν στην παχυσαρκία όταν διαταραχθούν είναι το ντοπαμινεργικό, των οποιοειδών και των καναβινοειδών που ρυθμίζουν τη λήψη τροφής με βάση την ικανοποίηση και το αίσθημα επιβράβευσης που προσφέρει η λήψη τροφής.
Οπότε όποια παρέμβαση οδηγεί στην ανάκτηση αυτής της ισορροπίας των παραπάνω κυκλωμάτων, μπορεί να μειώσει την εξάπλωση της πανδημίας της παχυσαρκίας άρα και της πανδημίας του COVID-19.
Οι δράσεις που αφορούν στην εκπαίδευση καλής διατροφής με μείωση της πρόσληψης τροφής και ένταξης της σωματικής άσκησης στην καθημερινότητα ως μεταβολές στη συμπεριφορά του ατόμου είναι οι πρώτες που πρέπει να επιστρατευτούν σε επίπεδο ατομικό, τοπικό, περιφερειακό και εθνικό πρωτίστως για τα υπέρβαρα άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος >25 kg/m2. Εργαλεία όπως τα φάρμακα αποτελούν επιλογή στα άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος >27 kg/m2 και συννοσηρότητες ή με Δείκτη Μάζας Σώματος >30 kg/m2.
Τα φάρμακα περιλαμβάνουν την ορλιστάτη, που δρα περιφερικά, τη μετφορμίνη που δρα κυρίως περιφερικά, ενώ η φεντερμίνη, η λορκασερίνη, η φεντερμίνη με την τοπιραμάτη, η βουπροπιόνη και η ναλτρεξόνη, ακόμα και οι αγωνιστές του GLP-1 δρουν πρωτίστως σε κεντρικό επίπεδο. Τα φάρμακα πρέπει να δίνονται για να ενισχύσουν τη συμμόρφωση στη μεταβολή της συμπεριφοράς, να βελτιώσουν τη φυσική δραστηριότητα σε ασθενείς που αρχικά δεν μπορούν να ασκηθούν, και σε ασθενείς με αποτυχημένη προσπάθεια απώλειας βάρους.
Η βαριατρική χειρουργική αποτελεί επιλογή στα άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος>35 kg/m2 και συννοσηρότητες ή Δείκτη Μάζας Σώματος >40 kg/m2.
Συνοπτικά, η παχυσαρκία έχει πάρει διαστάσεις πανδημίας και λόγω της πανδημίας του COVID-19, έγινε επιτακτική ανάγκη η λήψη παρεμβάσεων από την πολιτεία, που πρέπει να ξεκινήσει από την αναγνώρισή της ως ασθένεια ώστε να προωθηθεί η μεταβολή στη συμπεριφορά των πολιτών με κύριο γνώμονα τη μείωση της πρόσληψης της τροφής και την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας. Φαρμακευτικές και άλλες παρεμβάσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο συμπληρωματικά σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής.
Κρυσταλλένια Αλεξανδράκη
Ενδοκρινολόγος
MD, PhD, MSc, MSc