Σας παρακαλώ, (άγιοι πατέρες) διαβάσετε μέ υπομονή. Καί μετά, αν δέν συμφωνείτε, το απορρίπτετε.
«Πρέπει νά πειθαρχοῦμε μᾶλλον στόν Θεό,
παρά στούς ἀνθρώπους»
(Πράξ. ε΄29)
1. Στό Βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, διαβάζουμε, ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἄν καί διετάχθησαν «πάλιν καί πολλάκις» νά συμμορφωθοῦν πρός τίς ἑβραϊκές ἀπαγορεύσεις τοῦ κηρύγματος περί τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέν ὑπήκουσαν, ἀκόμα κι ὅταν ἔφαγαν ξύλο. Ἀπεναντίας, ἐχάρησαν, ἐπειδή «κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν οἱ Ἑβραῖοι Ἄρχοντες, ἔξαλλοι τούς ρωτοῦσαν, γιατί τέλος πάντων δέν κάνουν ὑπακοή στίς προσταγές τους, ἐκεῖνοι θαρσαλέως ἀπήντησαν τό γνωστό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις».
2. Στό τρίτο κεφάλαιο τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Θεός, ἀπευθυνόμενος «τῷ ἀγγέλῳ», δηλαδή εἰς τόν Ἐπίσκοπον «τῆς ἐν Λαοδικείᾳ ἐκκλησίας», τοῦ παραγγέλει: «ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου». Δηλαδή, μακάρι νά ἤσουνα ἤ ψυχρός ἤ ζεστός. Τώρα, ἔτσι ὅπως εἶσαι χλιαρός, θά σέ ξεράσω σάν ἐμετό.
3. Πρίν λίγα χρόνια, σέ ἕναν ὀρθόδοξο χριστιανικό ναό τῆς Ἰνδονησίας, εἰσῆλθαν ἀπροειδοποίητα φανατικοί ἔνοπλοι Ἰσλαμιστές· (ἴσως δέν ἦταν ὥρα Ἀκολουθίας, ἀλλά ἁπλῶς εἶχαν εἰσέλθει οἱ Χριστιανοί, διερχόμενοι, γιά νά προσευχηθοῦν, νά ἀνάψουν κερί κλπ., πηγαίνοντας στίς δουλειές τους). Οἱ Ἰσλαμιστές ἀπαίτησαν ἀπό τούς εὑρισκομένους ἐκεῖ πιστούς, νά ἐξέλθουν πάραυτα ἀπό τόν Ναό, ἀφοῦ πατήσουν καί φτύσουν ἐξερχόμενοι μία Εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, πού τήν εἶδαν σ’ ἕνα προσκυνητάρι καί τήν ἔβαλαν κατάχαμα πρό τῆς ἐξόδου τοῦ Ναοῦ. Ἡ ποινή τῆς ἀνυπακοῆς, θά ἦταν θάνατος.
Τότε οἱ πιστοί, κατῃσχυμμένοι, «ἤρξαντο ἀπό μιᾶς» νά ἐξέρχονται πατῶντας καί φτύνοντας τήν Ἱερά Εἰκόνα, «ἐπεί τό ρῆμα τυρράνου (τῶν Ἰσλαμιστῶν) ὑπερίσχυσε». Ὅλοι σκέφτονταν: ἄν θανατωθῶ, πῶς θά πορευθεῖ καί θά ζήσει ἡ οἰκογένειά μου, σύζυγος, παιδιά, ἀσθενεῖς γονεῖς κλπ.;
Κι ἔτσι, «ἐπειθάρχησαν ἀνθρώποις μᾶλλον ἤ Θεῷ», κατ’ ἀντιστροφήν τῆς ἀποστολικῆς ὁμολογίας. Βλέπετε, μέχρις ἐκείνης τῆς στιγμῆς, αὐτοί – κι ὄχι ὁ Θεός – συντηροῦσαν τά σπίτια τους καί χωρίς αὐτούς, ὁ Θεός δέν θά μποροῦσε νά συνεχίσει νά θρέφει τίς οἰκογένειές τους. Μία μόνο νεαρή δεκαεξάχρονη ἰθαγενής – βλέπετε, αὐτή δέν εἶχε τέτοιου εἴδους εὐθῦνες – γονάτισε καί κατεφίλησε τήν Δεσποτική Εἰκόνα, κράζουσα: «Δέν θά σέ ἀρνηθῶ ποτέ, Χριστέ μου». Κι εὐθύς τά ὅπλα κροτάλισαν, στέλνοντάς την Μάρτυρα στόν Παράδεισο.
4. Περίπου παρόμοια καί παραλλήλου νοήματος εἶναι καί ἡ θανάτωση τῶν Ἁγίων ἑπτά παίδων Μακκαβαίων, τῆς μητέρας των Σολωμονῆς καί τοῦ διδασκάλου των Ἐλεαζάρου (ἡ μνήμη τους, τήν 1η Αὐγούστου). Τί θά ἦταν, νά ἔτρωγαν ἔστω καί μιά μπουκιά ἀπ’ τό ἀπαγορευμένο ἐκ τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου κρέας; Κι ὅμως· οὔτε γιά μιά μπουκιά κρέας δέν δέχθηκαν νά ἀρνηθοῦν τόν Νόμο – καί μάλιστα, πρό Χριστοῦ!
*****
Νομίζω ὅτι τελείωσα τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν μου, οἱ ὁποῖοι ἐνδέχεται νά ἔχουν ἤ νά μήν ἔχουν κάποια σχέση μέ πρόσωπα – δρώμενα – πράγματα καί καταστάσεις τοῦ ἀμέσου προσφάτου παρελθόντος (ἐνεστῶτος ἔτους). Ἄν συμβαίνει τό δεύτερο, τότε, (νά μήν ἔχουν) ἀφοῦ εἴχατε τήν ὑπομονή νά τούς διαβάσετε, μπορεῖτε νά τούς ἀπορρίψετε, δίνοντάς μου κάποια ἀπ’ τίς ἑξῆς τρεῖς ἀπαντήσεις (ἤ καί τίς τρεῖς):
α) Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου.
β) Ἔχουσι τήν γνῶσιν οἱ φύλακες.
γ) Σάν καλόγερος πού εἶσαι, κοίτα τά κομποσχοίνια σου.
Ἐάν ὅμως συμβαίνει τό πρῶτο (νά ἔχουν) – πρᾶγμα πού πολύ τό φοβᾶμαι – τότε «στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετά φόβου». Καί τοῦτο, διότι ἐνδέχεται, ἡ δεκαεξαετής Ἰνδονησία πού προανεφέρθη, ὡς ἄλλη Σαβᾶ, βασίλισσα Νότου, νά ἐγερθεῖ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως μετά τῆς γενεᾶς μας καί νά τήν κατακρίνει, ἀφοῦ ἀπέδειξε μέ τό αἱματηρό μαρτύριό της, ὅτι ἐπειθάρχησε «Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις», ἐνῶ ἐμεῖς - ἴσως – μέ τήν χλιαρότητά μας πειθαρχήσαμε ἀνθρώποις μᾶλλον ἤ Θεῷ
… Ἐν κατακλεῖδι, μήπως ὁ Δεσπότης Χριστός ἔκρουσε τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας, διά τῶν προσφάτων περιστάσεων, καλῶντας μας σέ ἀνάλογο μαρτύριο κι ἐμεῖς δέν τό ἀντιληφθήκαμε; Ἤ, τό ἀντιληφθήκαμε ἴσως, ἀλλά καθησυχάσαμε τήν συνείδησή μας, λέγοντας ὅτι «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μας»; Κύριος οἶδεν …
Παραφρονῶν - ἐνδεχομένως - ἐλάλησα· συγχωρήσατέ με. Ἄλλωστε, τά συμπεράσματα εἶναι δικά σας. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, μή μᾶς ἐμέσεις ἐκ τοῦ στόματός Σου. Ὅλοι εἴμαστε χλιαροί· ἀλλά, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν».
Ὅποιος εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί τιμᾶ τόν Θεό καί τήν ἐπί γῆς ἐξουσία πού Αὐτός παραχώρησε, δέν πρέπει νά ὑπακούει σέ μιαρές διαταγές, ἀλλά εἶναι προτιμότερο, νά ἀκολουθήσει τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, παρά νά γίνει ὑπηρέτης τῶν ἀντιθέων ἐντολῶν τοῦ ἄρχοντα».