Εκείνο το «θα δούμε» που όλοι το έχουμε πει κι όλοι το έχουμε ακούσει, είναι κάτι ανάμεσα σε αναμονή κι αναβολή, που κρύβει μέσα του λίγη βαρεμάρα και λίγο εφησυχασμό. «Θα δούμε», σου έλεγε η μάνα σου όταν τη ρωτούσες πότε θα πάτε σε εκείνο το τεράστιο κατάστημα παιχνιδιών κι εσύ επαναπαυόσουν ώσπου το ξέχναγες και τελικά δεν πηγαίνατε ποτέ. Θυμήσου και λίγο αργότερα εκείνο το συμμαθητή σου που σου ζήτησε ο γλυκούλης να πάτε για καφέ κι εσύ του είπες αυτό το πολύ βολικό «θα δούμε» και τελικά καφέ ακόμα να πιείτε. Κι από τότε την έχουμε υιοθετήσει αυτή τη φράση, την έχουμε πάντα σε καμία τσάντα ή σε καμία τσέπη πρόχειρη να υπάρχει κι όποτε τη χρειαστούμε τη βγάζουμε έξω και την πετάμε στα μούτρα του συνομιλητή μας.
Η αλήθεια είναι πως με το «θα δούμε» δεν είδε ποτέ κανείς και τι να δει, δηλαδή; Άνετα θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις τη φράση «δεν ξέρω» ή ακόμα καλύτερα τη φράση «δεν ξέρω αν θέλω, αλλά θα το σκεφτώ» αλλά κανείς μας δεν το κάνει οπότε γιατί να το κάνεις κι εσύ. Γιατί αν το κάναμε κατά πάσα πιθανότητα θα παίρναμε απαντήσεις σε τύπο ερωτήσεων «γιατί δεν ξέρεις;» ή «και ποιος ξέρει;». Αμέσως μετά θα έπρεπε και να εξηγήσουμε γιατί δεν ξέρουμε, οπότε δε σφάξανε, θα πούμε εμείς το σιγουράκι μας και θ’ αφήσουμε τον άλλο να περιμένει μήπως και δει κάτι.
Τεμπελιάζουμε ξεκάθαρα, βαριόμαστε να σκεφτούμε, να πράξουμε ή να προγραμματίσουμε αυτό που μας λένε, επομένως πατάμε μια αναβολή, το αφήνουμε και δεν τρέχει κάστανο. Το κακό, όμως, δεν είναι όταν το λέμε εμείς, φυσικά με ύφος υφυπουργού που έχει πολλές υποχρεώσεις και πολλά στο κεφάλι του. Το κακό είναι όταν το ξεστομίζουν οι άλλοι, γιατί εμπεριέχει έναν κάποιο κίνδυνο αυτό το «θα δούμε» και θα εξηγηθώ ευθύς αμέσως γι’ αυτό.
Υπάρχει κι η περίπτωση που αυτή η πολύ συγκεκριμένη φράση καθόλου δε σημαίνει «δεν ξέρω» και δυστυχώς σημαίνει «όχι, αλλά δεν μπορώ να στο πω, γιατί είμαι ευγενικός άνθρωπος». Είναι προσβολή ν’ απορρίπτεις τον άλλο στην πρόταση που σου κάνει με όλη την καλή διάθεσή του, οπότε το «θα δούμε» καλύπτει στην προκειμένη φάση τέλεια τα νώτα σου. Γλυτώνεις τη δημιουργία παρεξήγησης ή κι έναν πιθανό καβγά, αποτρέπεις τον άλλο από το να σε θεωρήσει ανάξιο της προσοχής και της συμπάθειάς του κι επιβεβαιώνεις στον εαυτό σου πως την επόμενη φορά που θα σε συναντήσει θα σου μιλήσει με την ίδια χαρά κι όρεξη.
Για να μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας, το γνωρίζουμε όλοι πως εκείνο το «θα δούμε» είναι η μεγαλύτερη κοροϊδία που θα μπορούσε να υπάρξει σε φράση. Είναι όλη η αναποφασιστικότητα μαζεμένη σε δύο μικρές λεξούλες μελλοντικού χρόνου, είναι όλη η δειλία κρυμμένη πίσω τους που δε μας αφήνει να εκφράσουμε ξεκάθαρα τις σκέψεις μας. Άλλες φορές το λέμε εντελώς ασυνείδητα κι άλλες πάλι απολύτως συνειδητά, σίγουρα πάντως το λέμε συχνά.
Αυτό που είναι γεγονός, είναι πως όταν το ακούμε, πρέπει αυτομάτως να προϊδεαζόμαστε πως πρόκειται για μπαρούφα. Όταν τ’ ακούμε καλό θα είναι να μην περιμένουμε και πολλά κι ακόμα καλύτερο θα ήταν να μην περιμένουμε και τίποτα. Τίποτα δε θα δούμε, οπότε ας το προσπεράσουμε κι ας πάμε παρακάτω, σ’ ένα «ναι» ή έστω σ’ ένα «θα δούμε, πάρε με στις 8 να σου πω σίγουρα». Εκεί ίσως και να δούμε κάτι.